Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Φλωρόφσκυ



maximos omologhths 4
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ
ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Φλωρόφσκυ
  Γνωρίζουμε λίγα για την κατά κόσμον ζωή του Αγ. Μαξίμου. Προέρχονταν από μια παλιά, διακεκριμένη οικογένεια και φαίνεται πως ήταν ευνοούμενος του Αυτοκράτορα Ηρακλείου - πιθανόν μάλιστα να ήταν συγγενής του. Γεννήθηκε περί το 580 στην Κωνσταντινούπολη.
Έλαβε εξαίρετη μόρφωση. Ο βιογράφος του γράφει ότι ο Άγ. Μάξιμος έλαβε «την εγκύκλιον παίδευσιν». Ο Sherwood έχει δίκιο όταν γράφει ότι «αυτό θα σήμαινε ότι η εκπαίδευσή του διήρκησε περίπου από το έκτο η έβδομο έτος της ηλικίας του ως το εικοστό πρώτο, και περιλάμβανε γραμματική, κλασική φιλολογία, ρητορική και φιλοσοφία (συμπεριλαμβανομένων: της αριθμητικής, της μουσικής, της γεωμετρίας, της αστρονομίας, της λογικής, της ηθικής, της δογματικής και της μεταφυσικής), και επίσης ότι αυτή πρέπει να συμπεριελάμβανε την πρώτη του επαφή με τον Αριστοτέλη και τους Νεοπλατωνικούς». Ο Άγ. Μάξιμος μελέτησε τη φιλοσοφία με ιδιαίτερη αγάπη. Αργότερα, το μεγάλο χάρισμα του Αγ. Μαξίμου για τη διαλεκτική και τη λογική, και η τυπική καλλιέργειά του με τη μεγάλη της πολυμάθεια, άφησαν τα ίχνη τους στις αντιπαραθέσεις του προς τους Μονοθελήτες. Από τη νεότητά του ο Άγ. Μάξιμος διακρίνονταν όχι μόνο για την αγάπη του στη φιλοσοφία αλλά και για την ταπεινότητά του, για τον εν γένει χαρακτήρα του. Ως νέος υπηρέτησε στο παλάτι στην αυτοκρατορική καγκελλαρία. Η θορυβώδης και ταραχώδης ζωή του παλατιού δύσκολα θα μπορούσε να είχε ικανοποιήσει τον γεννημένο θεωρητικό, ιδιαίτερα ανάμεσα στις Μονοθελητικές ραδιουργίες που είχαν τότε αρχίσει.

 Πολύ σύντομα εγκατέλειψε τον κόσμο και έφυγε για το απομεμονωμένο μοναστήρι στη Χρυσούπολη στην Ασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, όχι μακριά από τη Χαλκηδόνα «όπου η φιλοσοφία ανθούσε εκείνη την εποχή». Φαίνεται ότι ο Άγ. Μάξιμος πήρε αυτήν τη σπουδαία απόφαση το 613 με 614. Η στάση του Αγ. Μαξίμου στην ταπεινή του «δοκιμασία» κέρδισε το σεβασμό των αδελφών του προς αυτόν μέσα στο μοναστήρι. Ο βιογράφος του αναφέρει ότι ο Άγ. Μάξιμος στέκονταν όλη τη νύχτα όρθιος προσευχόμενος και τονίζει την ασκητική και αφοσιωμένη ζωή του Οσίου στο μοναστήρι, ισχυριζόμενος ότι οι μοναχοί τον έπεισαν να γίνει ηγούμενός τους. Οι ειδικοί διαφωνούν. Μερικοί το απορρίπτουν αυτό ως ευσεβή μύθο. Το αν έγινε ηγούμενος δεν είναι σημαντικό. Αλλά δεν υπάρχει ουσιαστική μαρτυρία για να το αρνηθούμε η να το δεχτούμε.
Είναι αλήθεια ότι η υπογραφή του στην αίτηση να μεταφράσει τα Πρακτικά της Συνόδου του Λατερανού στα Ελληνικά γράφει «Μάξιμος μοναχός». Είναι επίσης αλήθεια ότι χαρακτηρίζεται ως «ευλαβέστατος μοναχός». Αλλά αυτή η μαρτυρία δεν δηλώνει τίποτα περισσότερο από το γεγονός ότι αυτός ήταν ένας μοναχός. Ίσως η πιο ακριβής ερμηνεία είναι ότι μπορεί πολύ καλά να είχε εκλεγεί ηγούμενος από τους μοναχούς και ότι αυτός δεν δέχτηκε αυτό το άγιο αξίωμα από ταπείνωση. Αν και η περίοδος αυτών των χρόνων της απομονώσεως παραμένει ακόμα κάπως ασαφής, είναι φανερό ότι από εκείνη την εποχή και εξής η ζωή του συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του δογματικού αγώνα κατά των Μονοθελητών.
 Ο δογματικός αγώνας άρχισε να εντείνεται. Οι Πέρσες μετά από επιτυχείς επιθέσεις, έφθασαν το 626 στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Πράγματι, το 626 η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπιζε την προέλαση δύο εχθρών, των Αβάρων και των Περσών. Κάποια στιγμή ο Άγ. Μάξιμος ξεκίνησε για τη Λατινική Δύση. Το επιχείρημα ότι υποχρεώθηκε να φύγει λόγω της εισβολής των Περσών μπορεί πολύ καλά να είναι ακριβές. Ο δρόμος του, όμως, ήταν μακρύς και δύσκολος - κάποια στιγμή ενώ ήταν στην Κρήτη ενεπλάκη σε συζήτηση με τους Σεβηριανούς. Φαίνεται ότι έμεινε στην Αλεξάνδρεια για κάποια χρονική περίοδο. Οπωσδήποτε γνωρίζουμε ότι έφθασε στη Λατινική Αφρική - στην Καρθαγένη. Ήταν εδώ, κατά τον βιογράφο του, που ο Άγ. Μάξιμος οργάνωσε μια Ορθόδοξη αντίσταση προς τους Μονοθηλήτες. «Όλοι οι κάτοικοι όχι μόνο της Αφρικής αλλά και των κοντινών νησιών σέβονταν τον Μάξιμο ως σοφό σύμβουλό τους και αρχηγό τους». Προφανώς, ο Άγ. Μάξιμος ταξίδεψε πολύ στη χώρα, ήρθε σε επαφή με τους επισκόπους, είχε στενή επαφή με τους αυτοκρατορικούς κυβερνήτες της Αφρικής, και διεξήγαγε μια εκτεταμένη αλληλογραφία. Το κύριο συμβάν αυτής της Αφρικανικής περιόδου της ζωής του Αγ. Μαξίμου ήταν η συζήτησή του με τον Πύρρο, τον εκθρονισθέντα Μονοθελήτη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η περίφημη συζήτηση έγινε τον Ιούνιο του 645. Μια λεπτομερής καταγραφή αυτής της συζητήσεως, που έγινε προφανώς από γραμματείς που ήταν παρόντες, έχει διασωθεί. Κάτω από τον διανοητικό έλεγχο του Αγ. Μαξίμου ο Πύρρος υποχώρησε. Έφυγε μαζί με τον Άγ. Μάξιμο για τη Ρώμη όπου δημοσίως αποκήρυξε την αίρεση του Μονοθελητισμού. Τότε η χειροτονία του αναγνωρίστηκε από τη Ρώμη και έγινε δεκτός σε κοινωνία από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Φαίνεται ότι η Ρώμη τον αναγνώρισε επίσης και ως τον νόμιμο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η αλλαγή του Πύρρου δεν διήρκησε πολύ. Στη σύνοδο του 648 υπό τον Πάπα Θεόδωρο στη Ρώμη αφορίστηκε και πάλι επειδή είχε περιπέσει εκ νέου στην αίρεση. Το 652 ο Πύρρος ξαναέγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
 Στη Ρώμη ο Άγ. Μάξιμος άσκησε μεγάλη επίδραση και είχε μεγάλο κύρος. Κάτω από την επίδρασή του καταδικάστηκε ο Μονοθελητισμός στις τοπικές συνόδους στην Αφρική το 646. Το 649, πάλι κατά σύσταση του Αγ. Μαξίμου, ο μόλις εκλεγείς Πάπας Μαρτίνος Α΄ συγκάλεσε μια μεγάλη σύνοδο στη Ρώμη, που είναι κοινώς γνωστή ως Σύνοδος του Λατερανού. Μαζί με τους εκατόν πενήντα δυτικούς επισκόπους που παρακολούθησαν τη σύνοδο υπήρχαν και τριάντα επτά Έλληνες ηγούμενοι που αυτόν τον καιρό ζούσαν στη Ρώμη. Η Σύνοδος του Λατερανού εξέδωσε μια καλά διατυπωμένη και αποφασιστική απόφαση για την αμιγή φυσική θέληση και ενέργεια στο Χριστό. Αυτή ήταν μια οξεία απάντηση στο αίτημα να υπογράψουν τον «Τύπον» πίστεως που είχε σταλεί από την Κωνσταντινούπολη. Ο Τύπος -«τύπος περί πίστεως»- εκδόθηκε το 648 από τον Κώνσταντα Β’, και σκοπός του ήταν να επιβάλλει σιωπή στο θέμα των θελήσεων στο Χριστό. Ο Τύπος απορρίφθηκε στη Σύνοδο του Λατερανού, όπως νωρίτερα απορρίφθηκε η Έκθεσις του Ηρακλείου - η «έκθεσις της πίστεως» ήταν ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που γράφτηκε από τον Πατριάρχη Σέργιο ως απάντηση στη συνοδική επιστολή του Αγ. Σωφρονίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων, μια επιστολή που διασώθηκε μέσα στα πρακτικά της Έκτης Οικουμενικής Συνόδου. Η Σύνοδος του Λατερανού αφόρισε επίσης και αναθεμάτισε τους Μονοθελήτες πατριάρχες Κύρο, Σέργιο, Πύρρο και Παύλο.
 Αυστηρή τιμωρία δοκίμασαν οι υπερασπιστές της ορθοδοξίας, που είχαν παρακούσει την αυτοκρατορική θέληση. Ο αυτοκράτορας Κώνστας αμέσως αντέδρασε αλλά συνάντησε δυσκολία - ο έξαρχος που εστάλη στη Ρώμη είχε πάει με το μέρος της παπικής αντιστάσεως. Τελικά το 653 ο Πάπας Μαρτίνος συνελήφθη από μια στρατιωτική δύναμη, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, δικάστηκε το 654, και ύστερα εξορίστηκε στη Χερσώνα το 655, όπου πέθανε αργότερα εκείνο το χρόνο. Στην Κωνσταντινούπολη ο Πάπας Μαρτίνος Α΄, που είχε άλλοτε υπηρετήσει ως αποκρισάριος της παπικής έδρας στην Κωνσταντινούπολη, φυλακίστηκε μαζί με κοινούς εγκληματίες, και εκτέθηκε στο κρύο και στην πείνα.
 Την ίδια εποχή ο Άγ. Μάξιμος συνελήφθη. Η δίκη του δεν έγινε παρά τον Μάιο του 655. Δικάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ως εχθρός και εγκληματίας του κράτους, ως ανατροπέας της εκκλησιαστικής και πολιτικής ειρήνης. Η δίκη ήταν φονική και θυελλώδης. Η βιογραφία του Αγ. Μαξίμου διασώζει μια λεπτομερή και ζωντανή περιγραφή της, με τις λέξεις ενός από τους μαθητές του Αγ. Μαξίμου, του Αναστασίου -ο οποίος είχε επίσης συλληφθεί μαζί με τον Άγ. Μάξιμο.
 Οι πολιτικές κατηγορίες δεν ήταν απλώς μια πρόφαση. Οι κοσμικοί υπερασπιστές της αιρέσεως είχαν ερεθιστεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από την πνευματική ανεξαρτησία του Αγ. Μαξίμου και τη σταθερή άρνησή του να δεχθεί τα δικαιώματα του αυτοκράτορα σε θέματα πίστεως - την άρνηση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την αυθεντία της Εκκλησίας. Αυτοί είχαν επίσης ερεθιστεί από το γεγονός ότι με την ήρεμή του και άκακη ομολογία του ο Άγ. Μάξιμος πολεμούσε εναντίον ενός ολόκληρου σμήνους συμφιλιωτών της αυτοκρατορικής υπηρεσίας. Αυτό φαίνονταν αλαζονικό, σαν να έβαζε τη δική του θέληση πάνω από οτιδήποτε άλλο, γιατί αυτός είπε: «Δεν σκέφτομαι την ενότητα η τη διαίρεση Ρωμαίων και Ελλήνων, αλλά οφείλω να μην υποχωρήσω από την ορθή πίστη... Είναι έργο των Ιερέων, όχι των αυτοκρατόρων, να ερευνήσουν και να ορίσουν τα σωτηριώδη δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας». Ένας αυτοκράτορας των Χριστιανών δεν είναι ιερέας, δεν ίσταται προ του θυσιαστηρίου, δεν τελεί τα μυστήρια, δεν φέρει τα τεκμήρια της ιερωσύνης.
Αυτοί συζητούσαν επί μακρόν και επίμονα με τον Άγ. Μάξιμο και, όταν αυτός εξακολουθούσε να είναι ακόμα αλύγιστος, τον καταδίκασαν σε εξορία σ’ ένα φρούριο στη Βιζύη στη Θράκη. Στην αιχμαλωσία συνέχισαν την προσπάθεια να τον πείσουν. Το 656 εστάλη ένα επισκοπικό δικαστήριο από τον νέο πατριάρχη, τον Πέτρο, αλλά ο Άγ. Μάξιμος αρνήθηκε να αλλάξει αντιλήψεις. Μετακινήθηκε τότε στο μοναστήρι της Αγ. Θεοδώρας στο Ρήγιον όπου οι αρχές και πάλιν προσπάθησαν να τον πείσουν να αλλάξει στάση, να παραδοθεί στη θέληση του αυτοκράτορα. Και πάλιν αυτός αρνήθηκε. Τότε τον ξαναέστειλαν εξορία για δεύτερη φορά, πάλι στη Θράκη, αλλά αυτή τη φορά στο Perberis όπου παρέμεινε για τα επόμενα έξι χρόνια. Το 662 ο Άγ. Μάξιμος, ο μοναχός και μαθητής του Αναστάσιος, και ο Αναστάσιος ο Αποκρισάριος οδηγήθηκαν πίσω στην Κωνσταντινούπολη, όπου επρόκειτο να γίνει μια σύνοδος. Εκεί στην Κωνσταντινούπολη ο Άγ. Μάξιμος και οι μαθητές του υπέστησαν αιματηρό βασανιστήριο - οι γλώσσες και τα δεξιά χέρια των καταδικασθέντων φαίνεται ότι είχαν αποκοπεί. Εστάλησαν ύστερα σε μια πιο απομακρυσμένη εξορία στη Λαζική - στη νοτιοανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Στις 13 Αυγούστου του 662 ο Άγ. Μάξιμος πέθανε, καμφθείς όχι μόνο από την ηλικία αλλά και από την απάνθρωπη μεταχείριση που είχε δεχθεί. Πολλές εξιστορήσεις γύρω από τη ζωή του Αγ. Μαξίμου έχουν διασωθεί. Πολύ σύντομα μετά τον θάνατό του η βιογραφία του, ή ο πανηγυρικός, γράφτηκε. Μετά από αυτό μια Επιμνημόσυνη Καταγραφή γράφτηκε από τον Θεοδόσιο Γάγγρας, έναν άγιο μοναχό από την Ιερουσαλήμ - είναι μήπως αυτός που έγραψε τη βιογραφία;
 Μαζί μ’ αυτήν διασώθηκαν οι καταγραφές του μαθητού του Αγ. Μαξίμου, του Αναστασίου του Αποκρισάριου, και η επιστολή του τελευταίου προς τον Θεοδόσιο που γράφει για τη δίκη και τα τελευταία χρόνια της ζωής του Αγ. Μαξίμου. Ο Θεοφάνης έχει επίσης πολλά να πεί για τον Άγ. Μάξιμο στην Χρονογραφία του, πολύ μέρος της οποίας μοιάζει με βιογραφία. Είναι προφανές ότι τα παθήματα και ο «βασανισμός» του αλύγιστου υπερασπιστού της πίστεως έκαναν μεγάλη εντύπωση στους συγχρόνους του. Μια ζωντανή και ευλαβής ανάμνηση του Αγ. Μαξίμου διατηρείται στον τόπο του θανάτου του στον Καύκασο. Με τη νίκη κατά του Μονοθελητισμού και τον θρίαμβο της ορθοδοξίας στην Έκτη Οικουμενική Σύνοδο το 680/681 το μαρτύριο του μεγάλου μάρτυρος Αγ. Μαξίμου εκτιμήθηκε και αυτός τιμήθηκε πολύ στο Βυζάντιο ως μεγάλος διδάσκαλος και κήρυκας του Χριστού ο οποίος αποτέφρωσε την αναίσχυντη ειδωλολατρία των αιρετικών με τον πύρινο λόγο του.
 Εκτιμήθηκε και ως συγγραφέας και φιλόσοφος και ως μυστικός και ασκητής. Τα βιβλία του ήσαν το αγαπημένο ανάγνωσμα και λαϊκών και μοναχών. Η Άννα η Κομνηνή, π.χ., μας λέγει: «Θυμάμαι πως η μητέρα μου, όταν σερβίριζε το φαγητό, έφερνε συχνά στα χέρια ένα βιβλίο και ερμήνευε τις δογματικές θέσεις των αγίων πατέρων, ιδιαίτερα του φιλοσόφου και μάρτυρα Μαξίμου».
Από το βιβλίο «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του έκτου, έβδομου και όγδοου αιώνα», εκδ. Πουρναρά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου