Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Προϋποθέσεις της Θεογνωσίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ
Η γνώση του Θεού δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά δώρο του ίδιου του Θεού. Δεν «βρίσκει» ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Όμως ο άνθρωπος δεν μένει «παθητικός δέκτης» της Θείας χάρης, η θεογνωσία περνάει μέσα από την ελεύθερη προαίρεση του· δεν αποτελεί βιασμό της ανθρώπινης προαίρεσης. Είναι λοιπόν ανάγκη να αποδείξουμε έμπρακτα την επιλογή μας και ας δοΰμε με ποιους τρόπους μπορεί αυτό να γίνει.


1. Αγαθή διάθεση
Η θεογνωσία απαιτεί καθαρότητα καρδιάς και αγνότητα διάθεσης. Ο πονηρός άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην αληθινή γνώση του Θεού, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, κι αν ακόμη αποστηθίσει ολόκληρη την αγία Γραφή.
Το πονηρό πνεύμα έφερε τον Χριστό στο άκρον της στέγης του Ναού και του είπε: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω, γιατί είναι γραμμένο ότι θα διατάξει τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν στα χέρια, για να μη σκοντάψει σε πέτρα το πόδι σου» (Ματθ. δ' 6. Ψαλμ. 90, 11).
Εδώ η πρόθεση του Σατανά δεν ήταν αγνή, δεν ζητούσε την προσωπική ένωση με τον Χριστό, την πραγματική Θεογνωσία, αλλά προσπάθησε να παρασύρει τον Κύριο σε ενέργεια πονηρή, δεν ήταν πράξη εμπιστοσύνης, αγάπης και υπακοής στο θέλημα του Πατρός, δεν αναφερόταν στο θείο σχέδιο, αλλά ήταν έκφραση υποταγής στο σχέδιο του όφεως. Γι' αυτό το λόγο ο Κύριος απαντά: «Πάλι είναι γραμμένο· δεν πρέπει να πειράξεις Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθ. δ' 7. Λουκ. δ' 12. Δευτερ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. ι’ 9. Αριθ. κα' 5-6).
Όποιος δεν ξεκινάει από αγνή διάθεση, ποτέ δεν θα φθάσει στη Θεότητα του Κυρίου· δεν θα μπορέσει να ενωθεί με Αυτόν, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, οσοδήποτε κι αν μελετήσει την αγία Γραφή.

«Εδίψησε η ψυχή μου πρός τον Θεό τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» ·εδίψασε η ψυχή μου για τον ζωντανό Θεό, πότε θα έλθω και θα δω το πρόσωπο του Θεού μου; (Ψαλμ. μβ' 3). Εκείνος που θα διψάσει για τον Θεό θα τρέξει σαν το ελάφι στην πηγή (Ψαλμ. μα' (μβ') 1-3), δηλαδή στον Χριστό (Ιω. δ' 10). Αντίθετα, όποιος προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα μόνος, δεν θα το πετύχει ποτέ: «εγώ τω διψώντι δώσω έκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν», δηλαδή σε κείνον που διψά εγώ θα δώσω δωρεάν από την πηγή του ύδατος της ζωής (Αποκ. κα' 6)• «ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν», εκείνος που διψάει ας έλθει και εκείνος που το επιθυμεί ας λάβει δωρεάν ύδωρ ζωής (Αποκ. κβ' 17).
Για να οδηγηθεί λοιπόν κανείς στην αληθινή Θεογνωσία πρέπει να έχει γνήσια διάθεση, να διψάει για τον Θεό. Να μη είναι δηλαδή το κίνητρο του διανοητική υπόθεση ή ικανοποίηση περιεργείας. Αυτός που φλέγεται από την επιθυμία του Θεού δεν προκαλεί, δεν εκπειράζει τον Κύριο! Η σωτήρια γνώση του Θεού δεν είναι υπόθεση διανοητική, ούτε αποβλέπει στην ικανοποίηση της δίψας για μάθηση. Ξεκινάει από τη βαθειά επιθυμία της καρδιάς για προσωπική κοινωνία αγάπης με τον Πλάστη Θεό και αφορα ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Μ' αυτή τη διάθεση πρέπει κανείς να προσεγγίζει τη γνώση του Θεού.


2. Η αγάπη
Μια άλλη βασική προϋπόθεση της Θεογνωσίας είναι η αγάπη. Ο ίδιος ο Θεός είναι αιώνια αγάπη και επιθυμεί να έλθει σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο «εν ελευθερία».
Δεν μπορεί ο άνθρωπος να εξαναγκάσει την αγάπη του Θεού, αλλά ούτε και ο Θεός θέλει να βιάσει τον άνθρωπο, να του επιβάλει την αγάπη Του. Η αγάπη είναι ένα δώρο του Θεού (Γαλ. ε' 22) και προσφέρεται όπου και όταν ο Θεός θέλει και σε όποιον Εκείνος θέλει (Α' Κορ. β' II. Εβρ. β' 4). Μόνο που ο Θεός δεν μεροληπτεί, θέλει να οδηγηθούν όλοι οι άνθρωποι στην αληθινή Θεογνωσία, δηλαδή στη σωτηρία (Α' Τιμ. β' 4). Η αγάπη του Θεού περιβάλλει όλους τους ανθρώπους.
Όμως πρέπει και ο άνθρωπος να απαντήσει στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη. Τότε ο Θεός θα του αποκαλυφθεί και ο άνθρωπος θα γνωρίσει τον Θεό• «εάν κανείς αγαπά τον Θεό, αυτός έχει γνωριστεί από τον Θεό» (Α' Κορ. η' 3), θα ακούσει την φωνή Του να τον καλεί να περάσει μέσα στη νεφέλη, να ανεβεί στην κορυφή του όρους, να δει τη δόξα του Θεού και να ακούσει τη φωνή Του: «Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου·... μην έχεις άλλους Θεούς πλην εμού. Μη κάμεις για τον εαυτό σου είδωλο... μην προσκυνήσεις αυτά και μην τα λατρεύσεις, γιατί Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής» (Δευτερ. ε' 6-9).
H αγάπη πρός τον Θεό εκφράζεται με την ελευθερία του ανθρώπου από τη λατρεία οποιωνδήποτε «άλλων θεών», ακόμη και από τη λατρεία του εαυτού μας. Αυτή η ελευθερία αποτελεί «άνοιγμα» στη Θεία αγάπη. Με τη θέλησή του πλέον ο άνθρωπος αρνείται το δικό του θέλημα και κάνει θέλημά του το θέλημα του Θεού. Δείχνει την αγάπη του ακολουθώντας τη διδαχή του Χριστού. Όταν αγαπούμε κάποιον, δοκιμάζουμε ιδιαίτερη χαρά να ταυτίζουμε το θέλημα μας με το δικό του θέλημα. Αυτό δεν το θεωρούμε δύσκολο, ώστε να το νιώθουμε σαν κάποια θυσία. Γι' αυτό και όποιος παραβαίνει τη διδαχή του Θεού. δεν αγαπά τον Θεό. «Όποιος λέγει ότι μένει εν Αύτω οφείλει να ζει όπως έζησε και ο Χριστός (Α' Ιω. β' 6).
Αλλά η αγάπη προς τον Θεό εκφράζεται και ως αγάπη προς τον πλησίον. Αν κανείς πει «αγαπώ τον Θεό», αλλά μισεί τους αδελφούς του, αυτός είναι ψεύτης, γιατί εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον έχει δει, πώς είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεό που δεν τον είδε; Αυτή την εντολή έχουμε από Αυτόν! Όποιος αγαπάει τον Θεό, να αγαπάει και τους αδελφούς του» (Α' Ιω. δ' 19-21)

«Ο Πατήρ μου μείζων μού έστι»



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας

ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
«Ο Πατήρ μου μείζων μού έστι» (Ιω. ιδ' 28)
Το «μείζων» μπορεί να σημαίνει διαφορά στη δύναμη στη σοφία, στο αξίωμα, στον όγκο, στο χρόνο, στην ουσία, αλλά και στην αιτία. Ο Πατήρ δεν είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στη δύναμη ή στη σοφία, γιατί ο είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α' Κορ. α' 24).
Δεν μπορεί πάλι να είναι μεγαλύτερος στο αξίωμα ή στην τιμή, γιατί τοποθετείται στα δεξιά του Θεού (Ψαλμ. ρθ’  1. Εβρ. α’ 3)· το «δεξιόν» δεν εκλαμβάνεται σωματικά, σαν ο Θεός να έχει «δεξιά» και «αριστερά», ούτε σημαίνει «χαμηλότερο τόπο», αλλά σχέση ισότητας (πρβλ. Ψαλμ. μδ’ 7. Ματθ. ιστ’ 27. Πράξ. Β’ 34. Εβρ. α’ 8. ιβ’ 2. Αποκ. ια’ 15. κβ’ 3-4. ε’ 13).
Το να υποστηρίξει βέβαια κανείς πως ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος από τον Υιό στον όγκο, τούτο καταντάει γελοίο.
Αλλά ούτε και στο χρόνο ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος, γιατί διά του Υιού δημιουργήθησαν οι αιώνες (Εβρ. α’ 2) και ο Υιός υπήρχε «εν αρχή» (Ιω. α’ 1), ήταν δηλαδή άναρχος και προαιώνιος (Παροιμ. η’ 30. Εβρ. ζ’ 3. Αποκ. α’ 17-18. κβ’ 12-13).
Βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πως το «μείζων» δεν αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των δύο θείων υποστάσεων, αλλά μεταξύ του Πατρός και της ανθρώπινης φύσης του Υιού, αλλά, όπως παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, τούτο θα ήταν μεν αληθινό, όμως όχι σπουδαίο, διότι «τι το θαυμαστόν, εάν ο Θεός είναι ανώτερος του ανθρώπου;».
Το «μείζων», κηρύττει η Εκκλησία (Α’ Τιμ. γ’ 15) δεν είναι μόνο του στη Γραφή· εκεί βρίσκουμε και το «έν εσμεν» (Ιω. ι’ 30), πράγμα για το οποίο οι Ιουδαίοι επεχείρησαν να λιθοβολήσουν τον Χριστό, επειδή ορθά το εξέλαβαν πως σημαίνει ισότητα προς τον Πατέρα (Ιω. ι’ 29-33. Πρβλ. Φιλιπ. β’ 6).
«Πώς λοιπόν θα συμβιβασθούν τα ασυμβίβαστα; Διότι είναι αδύνατον το αυτό πράγμα να είναι μεγαλύτερον ενός άλλου και ταυτοχρόνως ίσον· ή μήπως γίνεται φανερόν, ότι το μεν "μείζων" αναφέρεται εις το ότι είναι αίτιος, το δε "ίσος" εις την φύσιν; Εγώ παραδέχομαι και τούτο διά την πολλήν μου καλοπιστίαν» (Γρηγ. Θεολ.).
Το «μείζων» αναφέρεται στην υπεροχή ως προς την τάξη, όχι ως προς την ουσία. Βασίζεται στο γεγονός ότι ο Πατήρ, με την προαιώνια γέννηση του Υιού, μεταδίδει σ' Αυτόν την κοινή θεία ουσία. Διαφορετικά, αν πούμε πως υπάρχει διαφορά ουσίας, τότε αρνούμεθα στον Πατέρα την ίδια την Πατρότητα, αφού ο φερόμενος πλέον ως υιός δεν είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα· «το αλλότριον της ουσίας καταργεί την φυσικήν συνάφειαν (Μ. Βασιλ.).
«Όταν λοιπόν ακούσωμεν ότι ο Πατήρ είναι αρχική αιτία και μεγαλύτερος από τον Υιόν, ας εννοήσωμεν ότι είναι κατά την αιτίαν. Και όπως δεν λέγομεν ότι είναι από άλλην ουσίαν η φωτιά και από άλλην το φως, κατά τον ίδιον τρόπον δεν είναι δυνατόν να ειπούμεν ότι από άλλην, ουσίαν είναι ο Πατήρ και από άλλην ουσίαν είναι ο Υιός, αλλά ότι είναι από μίαν και την ιδίαν ουσίαν» (Ιω. Δαμασκ.).
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ

Άγιος Αλέξανδρος του Σβίρ



Η ιδιαίτερη (μοναδική;) ΑΦΘΑΡΣΙΑ του ί. Λειψάνου του Ρώσου Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ (1448—1533)[1].
Το νεκρό, αλλά χαριτωμένο σώμα του μεγάλου Ασκητή δεν έχει χάσει το φυσικό του χρώμα ούτε την ελαστικότητα του και διατηρεί ακόμη και τους μυς, το λίπος και τον υποδόριο ιστό. Τα πέλματα διατηρούν σταγόνες από ευώδες μύρο το όποιο συχνά είναι τόσο πολύ, που σε κάποια σημεία παρασύρει την επιδερμίδα!
Ο Ηγούμενος μας πληροφορεί ότι πριν από λίγο καιρό ο Άγιος σήκωσε με τα χέρια του ένα βρέφος, που έπεσε από τη μητέρα του στη Λάρνακα, και το έβαλε στην αγκαλιά της μπρος στα έκπληκτα μάτια Μοναχών και Προσκυνητών.» (έ. Α, σ. 7-8).
Καί αυτά έπειτα από... 477 χρόνια από την οσιακή Κοίμηση Του (30 Αυγούστου 1533)!
Η μακρινή καταγωγή του Αγίου ήταν Φινλανδική, αλλά γεννήθηκε ως καρπός προσευχής των ευλαβών και πολυτέκνων γονέων του στο χωριό Μαντέρα της Βορειοδυτικής Ρωσίας και βαπτίσθηκε με το όνομα Αμώς, επειδή γεννήθηκε στη Μνήμη του Αγίου Προφήτη (15 Ιουνίου).
Από μικρός ήταν εγκρατής, απλός και φιλόπτωχος, τρεφόμενος μόνο με ψωμί και προσευχόμενος με αγρυπνίες. Κοντά στον ποταμό Σβίρ άκουσε μία φωνή: «Πήγαινε στη Μονή Βαλαάμ να αγωνισθής και αργότερα θα επιστρέψεις εδώ και θα κτίσεις Μοναστήρι και πολλοί θα σωθούν από σένα».
Όταν επέστρεψε στο Σβίρ, αξιώθηκε να ιδεί οφθαλμοφανώς τρεις όμοιους Αγγέλους, την Αγία Τριάδα, όπως ο Πατριάρχης Αβραάμ! Εκτισε τη Μονή Του με Ι. Ναό της Αγίας Τριάδος, καθώς και Ι. Ναό της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, έπειτα από εμφάνιση Της σε Αυτόν. Υπηρετούσε τους πολλούς Μοναχούς, που είχαν συγκεντρωθή, με πολλή ταπείνωση και πρίν κοιμηθή, αφού τους υποσχέθηκε ότι θα τους προστατεύει στις πνευματικές και σωματικές ανάγκες τους, πρόσθεσε:
«Να δέσετε το αμαρτωλό σώμα μου από τα πόδια με σχοινί, να το ρίψετε επάνω στα βρύα(=μούσκλα) και να το τσαλαπατήσετε με τα πόδια σας»!
Τόσο ήταν ταπεινός, για να υψωθή από τον Ύψιστο, που λέγει: «Όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται» (Ματθ. 23, 12. Ανάλογο περιστατικό αναφέρεται ατό Βίο του Αγιορείτου Οσίου Θεοφίλου του Μυροβλήτου, 8η Ιουλίου).
Το ι. λείψανο του ταπεινού Αγίου Αλεξάνδρου έμεινε άφθαρτο, μυροβλύζον και πηγή θαυμάτων, μέχρις ότου επικράτησε ο άθεος Κομμουνισμός στη Ρωσία. Τότε το «απήγαγαν» και το έκλεισαν στο «επιστημονικό εργαστήριο» της Ακαδημίας Πολέμου Πετρουπόλεως, για... πειραματισμούς και στη συνέχεια το πέταξαν σε μια αποθήκη..
Αλλ’ «ου φέρει το μυστήριον έρευναναν πίστει μόνη τούτο δοξάζεται»! Ήδη το ι. λείψανο έχει επιστραφή στην ι. Μονή του Αγίου από το 1998, όπου και πάλι μυροβλύζει και θαυματουργεί, «θαυμαστός ο θεός εν τοις Αγίοις Αντού» (Ψαλμ. 67, 36), «πάντοτε, νυν και αεί καί εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


[1] Ο σύντομος και εκπληκτικός Βίος τον Αγίου δημοσιεύεται στό νέο Περιοδικό της «Ενωμένης Ρωμηοσύνης» (τεύχος 3, Σεπτ. 2010, α 7—11).
ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΛΥΤΕΚΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΤΕΥΧΟΣ 128 - 2010
ΕΚΔΟΣΗ Π.Ε.ΦΙ.Π

Ο Νεοφανής Άγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης (ο Ρουμάνος)



ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΓΙΟΣ:Ο 'Αγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης(+5 Αυγούστου 1960) με τα άφθαρτα λείψανα
Γεννήθηκε το 1913 στο νομό Βοτοσανίου της Ρουμανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός. Στα 20 του χρόνια, το 1933 μπήκε ως δόκιμος στη μονή Νεαμτς όπου έμεινε τρία χρόνια.

Στις 8 Απριλίου 1936 έγινε η μοναχική κούρα και από Ηλιάς ονομάστηκε Ιωάννης.

Το φθινόπωρο του 1936 επισκέφτηκε τους Αγ. Τόπους και αφού προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο εισήλθε στην αδελφότητα του Αγ. Σάββα όπου ασκήτεψε δέκα χρόνια και απέκτησε το χάρισμα των δακρύων και της αδιάλειπτης προσευχής.

Το 1947 χειροτονήθηκε διάκονος και Ιερέας και έγινε ηγούμενος της Ρουμανικής Σκήτης του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου στον Ιορδάνη. Μετά από πέντε χρόνια σκληρής άσκησης αναχώρησε μαζί με τον υποτακτικό του Ιωαννίκιο στο σπήλαιο της Αγ. Άννης στη Χοζέβα, κοντά στη μονή του Αγ. Γεωργίου του Χοζεβίτου. Εκεί ασκήτεψε επτά χρόνια και παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό στις 5 Αυγούστου 1960. Μετά από 20 χρόνια, ανοίγοντας τον τάφο του, βρέθηκαν άφθαρτα και ακέραια τα λείψανα του μαζί με τα ρούχα του αναδίδοντας μια εξαίσια ευωδία. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή του Αγ. Γεωργίου του Χοζεβίτου, στο παρεκκλήσι του Αγ. Στεφάνου όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΧΟΖΕΒΙΤΟΥ
1) Το 1980 ένας έλληνας αρχιμανδρίτης από την Αμερική ο οποίος είχε ασκητέψει με τον Αγ. Ιωάννη στα νιάτα του και δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει, είδε τον Άγιο στον ύπνο του, λέγοντάς του: «Αν θέλεις να με δεις, έλα στο σπήλαιο της Αγ. Άννης στην κοιλάδα του Ιορδάνη»! Μετά από ένα μήνα πήγε στην Μονή του Αγ. Γεωργίου του Χολεβίτου. Με την επιμονή του αρχιμανδρίτου, ο ηγούμενος τελικά δέχτηκε ν΄ ανοίξει τον τάφο του Αγίου κι έτσι βρέθηκαν τα λείψανα του άφθαρτα.

2) Ένας ιερέας ο οποίος βοήθησε στην ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου από το σπήλαιο στο μοναστήρι, διηγούταν πως κάποιος που πήρε τρεις τρίχες από τον Άγιο, τον είδε στο όνειρό του και τον διέταξε να τις επιστρέψει. Μάλλον αυτό το πρόσωπο ήταν ο ίδιος ο Ιερέας που διηγήθηκε την ιστορία.


3) Το 1986 μία γυναίκα από την Κρήτη έστειλε στον ηγούμενο της μονής ένα χρυσό κουταλάκι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για ένα θαύμα του Αγ. Ιωάννου. Αυτή η γυναίκα ήταν άρρωστη δε μπορούσε να κουνηθεί και να μιλήσει και όλοι περίμεναν να πεθάνει. Τότε εμφανίστηκε ο Αγ. Ιωάννης ντυμένος με άμφια και κρατώντας το Αγ. Ποτήριο στο χέρι λέγοντας της: «Εγώ είμαι ο Αγ. Ιωάννης ο Χοζεβίτης». Έπειτα ακούμπησε τη λαβίδα στη γλώσσα της και εξαφανίστηκε. Από εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έγινε καλά.

επιμέλεια-www.proskynitis.blogspot.com