Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ (Η Αγια πόρνη)

Ε' Κυριακή των Νηστειών-Μαρίας Αιγύπτιας

Αμαρτωλοί, λάβετε θάρρος!


Η αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι περίοδος στην οποία ή Εκκλησία μας καλεί τα παιδιά της σε πνευματικές ασκήσεις και περισυλλογή. είναι περίοδος μετανοίας. Την περασμένη Τετάρτη εψάλη Ο Μέγας Κανών, πού είναι ένας θρήνος για την άμαρτωλότητά μας. Και σήμερα, πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, προβάλλει ως υπόδειγμα μια γυναίκα πού μετανόησε και επέστρεψε στο Θεό. είναι ή όσία Μαρία ή Αιγύπτια• εορτάζει δυο φορές το χρόνο, την 1η Απριλίου και σήμερα.

Γύρω από τον βίο της θα στραφεί ό λόγος.
Τα παλιά τα χρόνια ζούσε στην έρημο ένας ασκητής, ό Ζωσιμάς. Ή φήμη του προσείλκυε πολλές ψυχές. Ήταν όντως άγιος. Άλλα μια μέρα του πέρασε ένας λογισμός - αρκεί και ένας λογισμός για να κάνη τον άνθρωπο ν' αμαρτήσει. Ό σατανάς του έλεγε• «Ζωσιμά, είσαι ό αγιότερος άνθρωπος!».

Ό Θεός όμως, πού αγαπούσε το Ζωσιμά, δια οράματος του είπε «Δεν είσαι συ ό αγιότερος• κοντά στον Ιορδάνη ποταμό υπάρχει κάποιος ανώτερος από σένα». Ύπήκουσε και πήγε στον Ιορδάνη, σ' ένα ξακουσμένο μοναστήρι. Εκεί είχαν συνήθεια, την πρώτη μέρα της μεγάλης Τεσσαρακοστής όλοι οι καλόγηροι να φεύγουν άδειαζαν το μοναστήρι, έβγαιναν στην έρημο, κ' εκεί έμεναν 40 μέρες. Επέστρεφαν την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν όλοι μαζί τα πάθη και την άνάστασι του Κυρίου. Έτσι έκανε κι ό άγιος Ζωσιμάς.

Βγήκε στην έρημο. Καθώς περπατούσε, βλέπει μια σκιά. Φοβήθηκε. Πλησιάζει. Δεν ήταν φάντασμα, ήταν μία γυναίκα• ή Μαρία ή Αιγύπτια. Είχε γίνει πετσί και κόκαλο άπ' τη νηστεία. Ό Ζωσιμάς τη ρώτησε πώς βρέθηκε εκεί, κι αύτη διηγήθηκε τον βίο της. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά πού του είπε μάθαμε για αυτήν τα εξής.

Ή όσία Μαρία έζησε την εποχή του ενδόξου βασιλέως του Βυζαντίου Ιουστινιανού (527-565). Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, πού ήταν τότε πόλις ξακουσμένη, κέντρο γραμμάτων και επιστημών, σπουδαίο λιμάνι της Μεσογείου, εστία κοσμικής ζωής. Εκεί γεννήθηκε. Άλλα είχε το ατύχημα να πεθάνουν οι γονείς της κ' έμεινε ορφανή. Στο περιβάλλον εκείνο ή Μαρία γλίστρησε και έπεσε στην αμαρτία. Λόγω δε της εκτάκτου καλλονής της έγινε διάσημος εταίρα, πόρνη.

Έζησε έτσι 17 χρόνια, εμπορευόμενη το σαρκίον της. Έζησε με πολυτέλεια• ό,τι επιθυμούσε το είχε. Οι ερασταί της έδιναν άφθονα χρήματα. Φαγητά, ποτά, αρώματα, άνθη, κοσμήματα, έπιπλα, αμάξια, μέγαρο, ό,τι φανταστή κανείς, είχε στη διάθεση της.

Μια μέρα, κοντά στην εορτή του σταυρού, ή Μαρία κατέβηκε στο λιμάνι. Είδε καράβια έτοιμα ν' αναχωρήσουν για τους αγίους Τόπους με προσκυνητές. Μπήκε σε ένα, όχι όμως για να πάει να προσκύνηση. Πήγε, όπως πηγαίνουν πολλοί στις εορτές, όχι για να τιμήσουν τους αγίους, άλλ' απλώς για να διασκεδάσουν. Ναύλο δεν πλήρωσε• ναύλο ήταν το σώμα της. Στο ταξίδι οργίασε.

Έφθασε στους αγίους Τόπους και στα Ιεροσόλυμα. Καθώς όμως πήγε μαζί με τους άλλους να μπει στο ναό, μία αόρατος δύναμις δεν την άφηνε• την απωθούσε. Προσπάθησε πολλές φορές• αδύνατον. Τότε συναισθάνθηκε, ότι είναι αμαρτωλοί. Παρακάλεσε την Παναγία να τη βοηθήσει να προσκύνηση κι αυτή το ξύλο του σταυρού. Ή Παναγία άκουσε την προσευχή της• σε λίγο, χωρίς εμπόδιο, εισήλθε και με δάκρυα ασπάσθηκε τον τίμιο σταυρό. Όταν βγήκε από το ναό, ήταν άλλος άνθρωπος. Κάρβουνο μπήκε, διαμάντι βγήκε.

Μετανόησε, έκλαψε, αποφάσισε να κόψη πλέον την αμαρτία. Βρήκε πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε, για πρώτη φορά, με δάκρυα τα αμαρτήματα της. Ό πνευματικός της είπε• «Πέρασε τον Ιορδάνη και πολλή ανάπαυση θα εύρης».

Πέρασε τον Ιορδάνη κ' έφθασε στη βαθιά έρημο. Εκεί έζησε σκληρά ζωή ασκήσεως, προσευχής και λατρείας του Θεού. Ποια γλώσσα μπορεί να περιγράψει τον αγώνα πού έκανε στήθος με στήθος με το διάβολο; Ό σατανάς προσπαθούσε με όλα τα μέσα να την επαναφέρει στην Αίγυπτο. Ζωγράφιζε εμπρός της τα θέλγητρα, τους εραστές, τις ηδονές, τα συμπόσια, τις διασκεδάσεις, τον πλούτο πού εγκατέλειψε... Εκείνη πολεμούσε. Υστερα από χρόνια ό σατανάς την άφησε.

Έζησε εκεί ή όσία Μαρία, μακριά από την κοινωνία. Ύστερα από σαράντα χρόνια τη συνάντησε ό άγιος Ζωσιμάς, όπως είπαμε, και του διηγήθηκε όλα αυτά. Τον παρακάλεσε δε, να ξανάρθει στο ίδιο μέρος, για να την κοινωνήσει. Πράγματι μετά από ένα χρόνο ό άγιος Ζωσιμάς ήρθε πάλι με το άγιο ποτήρια. Καμιά ψυχή δεν κοινώνησε με τόση κατάνυξη. Ή όσία ευχαρίστησε το Θεό πού την αξίωσε των αχράντων μυστηρίων. Παρακάλεσε δε τον άγιο Ζωσιμά, να έρθει και του χρόνου.

Ξαναπήγε ό Ζωσιμάς. Άλλα δεν τη βρήκε. Ψάχνοντας στην έρημο τη βρήκε νεκρά πλέον, ξαπλωμένη στην άμμο με σταυρωμένα τα χέρια. Δίπλα είχε γράψει• «Ζωσιμά, θάψε το σώμα της αμαρτωλής Μαρίας». Εκείνος δεν μπορούσε να σκάψει και το συναξάρια λέει κάτι, πού μπορεί σε κάποιους να φαίνεται απίστευτο, αλλά για το Θεό όλα είναι δυνατά. Ενώ, δηλαδή, συλλογιζόταν πώς θα σκάψει, ξαφνικά έρχεται ένα λιοντάρι και με τα νύχια του έσκαψε λάκκο. Εκεί έθαψε το λείψανο της όσιας Μαρίας της Αιγύπτιας.

Τι μας διδάσκει ό βίος της;
Πρώτον οι υπερήφανοι ταπεινώνονται. Για αυτό κανείς μη υπερηφανεύεται. Κι αν ακόμη είναι Ζωσιμάς και τον θεωρούν άγιο, αυτός να έχη το συναίσθημα ότι είναι αμαρτωλός, ότι έχει πολλή «λάσπη» μέσα του.
Ή υπερηφάνεια είναι απάτη. Υπερηφανεύθηκε ό Ζωσιμάς ότι είναι ό αγιότερος• κι όμως δεν ήταν αυτός, αλλά μία γυναίκα. Υπερηφανεύθηκε κι ό άγιος Αντώνιος• κι όμως απεδείχθη, ότι ένας τσαγκάρης της Αλεξανδρείας ήταν ό αγιότερος άνθρωπος των ήμερων του.

Κακό πράγμα, μεγάλη αμαρτία ή υπερηφάνεια. Αυτή γκρέμισε από τον ουρανό τον εωσφόρο και τον έκανε διάβολο. Οτιδήποτε κι αν έχουμε κάνει, ποτέ να μην έχουμε υψηλό φρόνημα. Πάντοτε να έχουμε ταπεινό φρόνημα, το όποιο εκτιμά και βραβεύει ό Κύριος.

• Δεύτερο δίδαγμα. Ή όσία Μαρία δεν είναι μόνη. Σήμερα υπάρχουν όχι μία εταίρα αλλά χιλιάδες. Γέμισε ό κόσμος διεφθαρμένες γυναίκες. Φρικτό πράγμα ή πορνεία.
Θα καταδικάσουμε τίς γυναίκες αυτές; Όχι, αδελφοί μου. είναι θύματα μιας κοινωνικής συμφοράς. Κάποια μάνα φταίει, κάποιος πατέρας, κάποιος άντρας - ελεεινό υποκείμενο πού εγκατέλειψε τη γυναίκα. Κι όπως επάνω στην κοπριά φυτρώνουν τα μανιτάρια, έτσι στην βρωμερά κοινωνία φυτρώνει ή πορνεία. Δεν καταδικάζουμε αυτές• καταδικάζουμε το καθεστώς, την κοινωνία, όλους τους παράγοντας πού αμέλησαν το καθήκον τους. Τις γυναίκες αυτές μην τις καταδικάσετε. Διότι μέσ' στη λάσπη μπορεί να κρύβεται ένα μαργαριτάρι. Αυτό απέδειξε ή όσία Μαρία ή Αιγύπτια.

Μην καταδικάζετε τίς γυναίκες αυτές. Τώρα πού πλησιάζει Μεγάλη Εβδομάδα και θ' ακούσουμε την αμαρτωλή γυναίκα να κλαίει ενώπιον του Κυρίου, ας έχουμε ένα έλεος για αυτές. Γιατί μπορεί αυτές να σωθούν, κ' εμείς πού νομίζουμε ότι είμεθα άγιοι να κολαστούμε. Μην κατακρίνετε, για να μη κατακριθείτε.
• Το ένα δίδαγμα• οι υπερήφανοι ταπεινώνονται. Το δεύτερο• άνθρωποι, μην κατακρίνετε για να μη κατακριθείτε. Και το τρίτο και σπουδαιότερο Αμαρτωλοί, λάβετε θάρρος! Όσες κι αν είναι οι αμαρτίες σας, συγχωρούνται. Κάθε αμαρτία, λέει ό Ιερός Χρυσόστομος, είναι κάρβουνο αναμμένο. Όσα κάρβουνα κι αν μαζέψεις, καί αν γίνουν ένα βουνό σαν τον Όλυμπο, μόλις τα ρίξεις μέσ' στη θάλασσα σβήνουν. Ή θάλασσα νικά τη φωτιά, κι όχι ή φωτιά τη θάλασσα. Θάλασσα είναι το έλεος του Θεού και νικάει τις αμαρτίες του ανθρώπου. Το είπε ό απόστολος σήμερα (βλ. Έβρ. 9,11-14)•μία σταγόνα από το αίμα πού έχυσε ό Κύριος μας επάνω στο σταυρό —αν πιστεύεις—, γίνεται ωκεανός. Μέσα στον ωκεανό αυτόν ελάτε όλοι να πλύνουμε οποιεσδήποτε αμαρτίες δια της μετανοίας.

Εύχομαι, αγαπητοί μου, τίς άγιες αυτές ήμερες, όλοι να μιμηθούμε την όσία Μαρία. Κανείς αμετανόητος, κανείς ανεξομολόγητος. Ας ακούσουμε όλοι, γέροντες και παιδιά, λαός και κλήρος, το σάλπισμα «Μετανοείτε» (Ματθ. 3,2' 4,17), και ας σπεύσουμε στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Τότε θα αισθανθούμε κ' εμείς αυτό πού αισθάνθηκε ή αγία, καί «χαρά έσται εν τω ούρανω επί ένι άμαρτωλω μετανοούντι» (Λουκ. 15,7).

Επίσκοπος Αυγουστίνος.
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΗ ΟΜΙΛΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΔΟΣ ΤΗΝ 4-4-1982 ΜΕ ΑΛΛΟ ΤΙΤΛΟ. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΜΗΣΗΣ 17-04-2005.

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ ΑΙΓΥΠΤΙΑ-Η φωτεινή της μετανοίας λαμπάδα


Η σταυροαναστάσιμη πορεία της Μετανοίας
Ένα κλασικό παράδειγμα αγιότητας, το οποίο προέκυψε μέσα  από την διαδικασία της μετανοίας, παρά τον όγκο και το μέγεθος της  αμαρτίας στον πρότερο βίο, προβάλει σήμερα η Εκκλησία μας, αδελφοί  μου, στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Σο παράδειγμά  της προβάλλεται και προτείνεται, σύμφωνα με τον ιερό Συναξαριστή,  «προς διέγερσιν των ραθύμων και αμαρτωλών εις μετάνοιαν».
Από τα δώδεκα έως τα εικοσιεννέα χρόνια της έζησε βίο αμαρτωλό, χρησιμοποιώντας την σάρκα της ως μέσο βιοπορισμού,  παρασύροντας τόσο τον εαυτό της, όσο και πλήθη ανδρών στην  ακολασία και στην απώλεια. Κάποτε, από περιέργεια, θέλησε να  επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα και να συμμετάσχει στην εορτή της  Υψώσεως του Σιμίου Σταυρού, μαζί τους πολυπληθείς προσκυνητές.

Καθώς, όμως, επεχείρησε να εισέλθει στον Ναό της Αναστάσεως,  ένιωσε μία υπέρλογη και αόρατη δύναμη να την εμποδίζει, την στιγμή  που το πλήθος κινούνταν ανεμπόδιστα. Το γεγονός αυτό τη  συγκλόνισε και την οδήγησε στον να κατανοήσει ότι η εμμονή στην  αμαρτωλή ζωή της ήταν η αιτία για την οποία στερούνταν την Χάρη  και την αγιαστική δύναμη του Θεού. Γι’ αυτό και μετανόησε με  συντριβή καρδιάς και αποχώρησε από τον κόσμο, ασκήτεψε στην  έρημο του Ιορδάνου, επί σειρά δεκαετιών, μη βλέπουσα τα πρόσωπα των ανθρώπων, μόνη ενώπιον του Θεού, κλαίουσα και μετανοούσα για την πρότερη έκλυτη και αμαρτωλή ζωή της. Αξιώθηκε δε οσιακού τέλους, λαμβάνοντας ως επισφράγιση της μετανοίας της, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, από τα χέρια του Οσίου ασκητού Ζωσιμά. 
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά την μεταστροφή της στην ζωή του Χριστού, νοείται ως υπόδειγμα μετανοίας για κάθε  άνθρωπο που αντιλαμβάνεται την πτωτική κατάσταση της ψυχής του ως πνευματική ασθένεια και επιζητεί το έλεος του Θεού για την θεραπεία της. Αυτή η πορεία της μετανοίας, στη συνείδηση της Εκκλησίας είναι σταυρική και αναστάσιμη.  Είναι σταυρική γιατί προϋποθέτει τη δύσκολη, μα και σωστική απόφαση της ενδοσκόπησης, της αυτοεξέτασης, του αυτοελέγχου και της αυτομεμψίας. Ο άνθρωπος της εποχής μας, που καλείται σε διαρκή εξωστρέφεια, που απογυμνώνεται από κάθε είδους πνευματικότητα, που ναρκισσεύεται διαρκώς στο κάτοπτρο των εφήμερων επιτυχιών του και αυτοπλανάται από την παραζάλη της πλασματικής παντοδυναμίας του, δύσκολα κοιτά μέσα του, δύσκολα αφιερώνει χρόνο για να τα βρει με τον εαυτό του, αρνείται να αναμετρηθεί με τα πάθη του, να σταθεί, ενώπιος ενωπίω, με το επηρμένο εγώ του.
Ταυτόχρονα, όμως, είναι και Αναστάσιμη, γιατί η απόφαση της ριζικής αντιμετώπισης της εσωτερικής πλάνης, αναδεικνύει τον όντως άνθρωπο, τον πλασμένο για τα υψηλά, για τα πνευματικά, αποκαθιστά την εσωτερική ειρήνη και οδηγεί στην συμφιλίωση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Αυτή η διαδικασία είναι διαρκής και όχι στιγμιαία.  «Δεν είναι μια παροδική συντριβή από τη συναίσθηση διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μια μόνιμη πνευματική κατάσταση, που σημαίνει σταθερή κατεύθυνση του ανθρώπου προς τον Θεό και συνεχή διάθεση για ανόρθωση, θεραπεία και ανάληψη του πνευματικού αγώνα.  Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνση που πρέπει να συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι τη στιγμή του θανάτου.  Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβαση από την παρά φύσιν κατάσταση των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύσιν, είναι η τέλεια αποστροφή για την αμαρτία και η πορεία επιστροφής στο Θεό»
Απόληξη αυτής της πορείας της μετανοίας είναι το πετραχήλι του πνευματικού, η ευλογημένη στιγμή της συμμετοχής στο Ιερό Μυστήριο της Εξομολογήσεως, στο οποίο οφείλει ο άνθρωπος να οδηγεί τα βήματά του, κάθε φορά που νιώθει το βάρος της αμαρτίας και της πτώσης να ανακόπτει την διαδικασία της πνευματικής του ανόδου, την είσοδό του  «στην αποκαθαίρουσα κολυμβήθρα της πίστεως, της ταπεινώσεως, της συντριβής καρδίας». Μετάνοια χωρίς εξομολόγηση δεν υπάρχει, αλλά και εξομολόγηση δίχως μετάνοια δεν υφίσταται. Μπορεί η εξομολόγηση να  «είναι κάτι επώδυνο, αλλά  σώζει. Αναπόφευκτα, όποιος δεν έχει ζήσει τέτοια ριζική αποκοπή από  τον προηγούμενο εαυτό  του, δεν έχει ξεκινήσει ακόμη να ζει εν   μετανοία. Είναι αδύνατον ένας άνθρωπος να αρχίσει την διαδικασία  της κάθαρσης του εαυτού του, σε όλους τους τομείς, χωρίς να έχει  περάσει από αυτό το καμίνι».
Πορευόμενοι, αγαπητοί μου, προς τα Άγια των Αγίων της Μεγάλης Εβδομάδος, ας ακολουθήσουμε κι εμείς την σταυρική πορεία της μετανοίας, που βίωσε μαρτυρικά η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, προσεγγίζοντας τα ιερά γεγονότα, με τρόπο βιωματικό και εμπειρικό και όχι επιφανειακό. Σότε η Ανάσταση του Θεανθρώπου θα είναι η απαρχή για την προσωπική μας ανάσταση και την εν Χριστώ αναγέννησή μας. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονομου   πηγή

Η Oσία Μαρία

Η Oσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 345 μ.Χ. περίπου. Από νωρίς αναπτύχθηκε η ωραιότητα του σώματός της. Παρά τις συμβουλές γονέων και ιερέων,απο 12 ετών,ακολούθησε το δρόμο της διαφθοράς και της ακολασίας για δεκαεπτά χρόνια.
       Η θεία πρόνοια όμως δεν την άφησε. Ο πανάγαθος και πολυεύσπλαχνος θεός ενήργησε το ιδικό του σχέδιο σωτηρίας. Οδήγησε τα βήματά της εις τους Αγίους Τόπους την ημέρα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Θέλησε λοιπόν από περιέργεια να μπή και αυτή στον Ναό. Όταν όμως πλησίασε στην είσοδο, δεν μπορούσε να εισέλθη, σαν να υπήρχε κάποιο αόρατο τείχος που την εμπόδιζε. Δοκίμασε επανηλειμμένως, αλλά στάθηκε αδύνατο. Έβλεπε τους άλλους να περνούν δίπλα της και να εισέρχονται, ενώ αυτή αδυνατούσε να μπεί, οπότε, τότε σαν να φωτίστηκε ο νούς της και κατάλαβε. Παρακάλεσε την Παναγία να της επιτρέψη να εισέλθη, ενώ ταυτόχρονα υποσχέθηκε ότι θα αλλάξη ζωή. Πράγματι, τήρησε την υπόσχεσή της. Κατόπιν Θείας νεύσεως, πήγε στην έρημο του Ιορδάνου όπου έζησε με πολλές στερήσεις και με εγκράτεια. Δεκαεπτά χρόνια έζησε στην αμαρτία, δεκαεπτά χρόνια ταλαιπωρήθηκε από τον διάβολο και τις επαναστάσεις της σάρκας.
ακολούθησε αυστηρή άσκηση και προσευχή. Μετά σταμάτησε ο πόλεμος, και άρχισε να ανεβαίνει πνευματικά.

       Έφθασε στην απάθεια και το πρόσωπό της έλαμπε. Ο άγιος Ζωσιμάς, ο οποίος μετά από θεία Εντολή, πήγε στην έρημο για να την εξομολογήσει και να την κοινωνήση προς το τέλος της ζωής της, έμεινε έκθαμβος από το θέαμα. Έβλεπε ένα πρόσωπο φωτεινό, αγγελικό. Έβλεπε έναν άνθρωπο, που βίωνε την νίκη εναντίον του θανάτου και την προσωπική του ανάσταση.
      Με την αυστηρή της άσκηση έκαψε το αμαρτωλό παρελθόν της και συγχρόνως έγινε μεγάλο παράδειγμα μετανοίας.Στην απλή μας αυτή επικοινωνία, βοηθός μας ας είναι ο λόγος του Αγίου Σωφρονίου, Πατριάρχου Ιεροσολύμων, ο οποίος συνέγραψε έναν βίο μοναδικό για την Οσία.
Μέσα από την διήγησή του μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τί χαρακτηριστικά προτείνει ο πατερικός μας λόγος για την Αγία, αλλά και την εποχή μας.
"ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ''
Ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ξεκινά την αναφορά του στον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας με μία φωνή που ο γέροντας της Οσίας, Αββάς Ζωσιμάς, ακούει όταν στη ζωή του αναρωτιέται για το τέλειο:Ζωσιμά, καλά μεν και όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο αγωνίσθηκες, καλά πέρασες και τον ασκητικό δρόμο. Πλην όμως κανείς ανάμεσα στους ανθρώπους δεν έχει το τέλειο, αλλά μεγαλύτερος είναι ο αγώνας αυτός που βρίσκεται μπροστά, απ'; αυτόν που έχει ήδη περάσει, κι αν ακόμη εσείς δεν το γνωρίζετε. Για να μάθεις λοιπόν κι εσύ ο ίδιος, πόσοι άλλοι δρόμοι υπάρχουν που οδηγούν στη σωτηρία, βγες έξω από τον τόπο σου και από εκεί που βρίσκεσαι, και ο Θεός θα σου φανερώσει.
Ο Όσιος επισκέφθηκε ένα Μοναστήρι, στο οποίο υπήρχε ένας διαφορετικός κανόνας, από ό,τι ο Αγιος γέροντας ζούσε έως τότε. Οι πατέρες δηλ. την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, έφευγαν από την Μονή και κατέφευγαν στην έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσαν ασκούμενοι και μόνοι τους, χωρίς ο ένας να ξέρει τι είδους άσκηση κάνει ο άλλος, και επέστρεφαν στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαίων.
      Ο Ζωσιμάς ακολούθησε τον κανόνα και περπατούσε επί 20 ημέρες στην έρημο, αναζητώντας κάποιον ασκητή, ο οποίος θα τον ωφελούσε πνευματικά, και θα του απαντούσε στην αγωνία του για το τέλειο. Εκεί συνάντησε την Οσία, η οποία ήταν επί πολλά έτη στην έρημο και είχε αποκτήσει όλα τα πνευματικά εκείνα χαρίσματα που ο Θεός προσφέρει σε όσους τον αγαπούν. Κατόπιν πολλών παρακλήσεων του Αββά, η Οσία Μαρία του διηγήθηκε την συγκλονιστική ιστορία της.
       Πατρίδα της ήταν η Αίγυπτος. Ζώντων των γονέων της, σε ηλικία δώδεκα ετών, τους εγκαταλείπει, έρχεται στην Αλεξάνδρεια και επί 17 έτη θα ζήσει ως πόρνη, με ακατάπαυστο έρωτα της αμαρτίας. Κάποτε βλέπει ανθρώπους να ετοιμάζονται να πάνε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ταξιδεύει μαζί τους λοιπόν, όχι για να προσκυνήσει, αλλά για να αμαρτήσει. Φτάνει στον Ναό της Αναστάσεως, και στην πόρτα μια δύναμη την εμποδίζει να εισέλθει. Εκεί συναισθάνεται την ακαθαρσία των έργων της, αρχίζει να κλαίει και να θρηνεί, βλέπει την εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της ζητά να την αφήσει να χαιρετήσει το Ξύλο του Σταυρού και της υπόσχεται ότι θα εγκαταλείψει τον κόσμο και την αμαρτία.
       Πραγματικά, η Παναγία της επιτρέπει να προσκυνήσει και καθοδηγεί τα βήματά της στην έρημο του Ιορδάνη. 47 χρόνια περνά εκεί, τρεφόμενη με δυόμισι ψωμιά και βότανα της ερήμου. Τα πρώτα 17 χρόνια βασανίζονταν από έναν ακατάπαυστο πόλεμο λογισμών, τον οποίο ξεπέρασε με την διαρκή επίκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου, την ανάμνηση των αμαρτιών της και την εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού. Κατόπιν, μπόρεσε και υπερέβη την ανθρώπινη φύση και τις ανάγκες της, χάρις στη διαρκή κοινωνία με το Χριστό.
       Η Οσία ζητά από τον Άγιο να επιστρέψει τον επόμενο χρόνο την Μεγάλη Πέμπτη, για να την κοινωνήσει. Ο Αββάς έρχεται, την βλέπει να περπατά πάνω στα νερά του Ιορδάνη, την κοινωνεί και η Αγία του ζητά να έρθει πάλι τον επόμενο χρόνο. Ο Αββάς έρχεται, την βρίσκει αναπαυμένη εν Κυρίω, την ίδια ημέρα που μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων. Ένα λιοντάρι τον βοηθά να ανοίξει τον λάκκο και να θάψει την Οσία, της οποίας τον βίο διηγήθηκε στους μοναχούς της Μονής του, και ο οποίος παρέμεινε στην συνείδηση της Εκκλησίας ως ακριβές υπόδειγμα μετανοίας, αλλά και μοναδικής αλλαγής τρόπου ζωής.
        Η φράση που άκουσε ο Αββάς Ζωσιμάς, ότι "μεγαλύτερος είναι ο αγώνας που βρίσκεται μπροστά" ας αποτελέσει μια πρώτη αφορμή προβληματισμού και περισκέψεως προς όλους μας, καθότι αποτελεί μία φράση βαθιά εντυπωμένη στην παράδοσή μας. Μας εντάσσει σε μια πνευματική αντιμετώπιση του κόσμου, και μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή του ανθρώπου δεν περιορίζεται μόνο στην επίτευξη υλικών και κοινωνικών στόχων. "Ουκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος", αναφέρει ο Κύριός μας.
      Αυτό σημαίνει ότι η έννοια του αγώνα και μάλιστα του πνευματικού, χρειάζεται να είναι πάντοτε έμπροσθέν μας, για να μπορούμε να νοηματοδοτούμε συνεχώς την ζωή μας.
      Η Οσία μας δίδει την εφαρμογή της φωνής που άκουσε ο Αββάς. Η αμαρτία δεν απετέλεσε το τέλος, αλλά την αρχή για την προσπάθειά της. Μετανόησε, εγκατέλειψε τον κόσμο, νήστεψε, έκλαψε, ασκήθηκε, πολέμησε, δεν σταμάτησε μέχρι τέλους να αγωνίζεται τον καλόν αγώνα. Γνώριζε ότι ο αγώνας της είχε στάσεις, νίκες, αλλά και συνέχεια. Μετά από κάθε πνευματική επιτυχία, ακολουθούσε μεγαλύτερος ο πόλεμος των πειρασμών, όπως χαρακτηριστικά η ίδια διηγείται στο συναξάρι της:
" Πίστεψέ με, αββά, δεκαεπτά χρόνια γύριζα σ' αυτήν την έρημο παλεύοντας σαν με ανήμερα θηρία ενάντια στις παράλογες επιθυμίες".
      Οσο εύκολα αποκάμουμε εμείς οι χριστιανοί, για τον λόγο ότι φοβόμαστε τον κόπο και τον πειρασμό, τόσο η πατερική μας παράδοση μας προετοιμάζει για μια δυναμική πορεία στη ζωή. ";Δει ημάς δια πολλών θλίψεων γεννηθήναι άνωθεν";, παρατηρεί ο Απόστολος Παύλος. Και ο Μέγας Αντώνιος συμπληρώνει: "Άρον τους πειρασμούς Κύριε, και ουδείς δύναται σωθήναι"!
Η μνήμη της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας εορτάζεται την 1η Απριλίου και την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Οσία Μαρία η Αιγυπτία


Οσία Μαρία η Αιγυπτία
Αγία Μαρία η Αιγυπτία
Η μνήμη της Οσίας γιορτάζεται την 1ην Απριλίου.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία καταγόταν από την Αίγυπτο και έζησε τον 6ον αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Στα νεανικά της χρόνια ζούσε μέσα στην ακολασία και παρέσυρε πολλούς ανθρώπους στην ηθική καταστροφή.
Όταν ήταν 12 χρονών ξέφυγε από την προσοχή των γονιών της και πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου επί 17 χρόνια ζούσε άσωτη ζωή. Μετά, από περιέργεια πήγε, με πολλούς άλλους προσκυνητές, στα Ιεροσόλυμα, για να παρεβρεθεί στην ύψωση του Τίμιου Σταυρού.
Όταν θέλησε να μπει στο ναό της Ανάστασης, τη μέρα που υψωνόταν ο Τίμιος Σταυρός, ένοιωσε 3 έως 4 φορές κάποιαν αόρατη δύναμη μέσα της, που την εμπόδιζε να μπει, ενώ το πλήθος έμπαινε ανεμπόδιστα.
Αφού πληγώθηκε η καρδιά της απ' αυτό, αποφάσισε ν' αλλάξει ζωή και να εξιλεώσει το Θεό με τη μετάνοια. Έτσι βάζοντας σαν εγγυήτριά της την Παναγία, υποσχέθηκε ότι εάν αφήσει να μπει κα να δει τον Σταυρό του Κυρίου, θα ήταν συνετή και φρόνιμη στο μέλλον και δεν θα μόλυνε πια το σώμα της με πονηρές επιθυμίες και ηδονές.
Όταν γύρισε μετά στην εκκλησία, αυτή τη φορά μπόρεσε να μπει χωρίς καμιά δυσκολία. Τότε προσκύνησε το Τίμιο ξύλο και χωρίς να λησμονήσει την υπόσχεση που έδωσε, αναχώρησε την ίδια μέρα από τα Ιεροσόλυμα κι' αφού πέρασε τον Ιορδάνη μπήκε στα ενδότερα μέρη της ερήμου, όπου έζησε επί 47 χρόνια μια ζωή πολύ σκληρή και ασυνήθιστη, χωρίς να δει άνθρωπο, αλλά, έχοντας μοναδικό της θεατή τον Θεό, προσευχόταν μόνη σ' Αυτόν.
Τόσο δε αγωνίστηκε, ώστε πέρασε την ανθρώπινη φύση και απόκτησε ζωή πάνω στη γη αγγελική και υπεράνθρωπη. Τόσο δε υψώθηκε δια μέσου της απάθειας, ώστε περπατούσε πάνω στα νερά του ποταμού, χωρίς να βυθίζεται. Όταν δε προσευχόταν, σηκωνόταν από τη γη ψηλά και στεκόταν μετέωρη στον αέρα.
Περί το τέλος της ζωής της έτυχε να συναντήσει κάποιον ερημίτη, που λεγόταν Ζωσιμάς, που αφού του διηγήθηκε όλη της τη ζωή, τον παρακάλεσε να της φέρει τα άχραντα Μυστήρια για να κοινωνήσει. Εκείνος το έκανε την επομένη χρονιά, την Μεγάλη Πέμπτη.
Αλλά τον άλλο χρόνο, ξαναγυρνώντας ο Ζωσιμάς την βρήκε νεκρή, ξαπλωμένη στη γη και κοντά της ένα σημείωμα, που έγραφε: «Αββά Ζωσιμά, Θάψον ώδε το σώμα της Αθλίας Μαρίας. Απέθανον την αυτήν ημέραν, καθ' ην εκοινώνησα των αχράντων Μυστηρίων. Εύχου υπέρ εμού».

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μια από τις πιο εξαίρετες γυναικείες ασκητικές μορφές είναι και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Κάθε χριστιανός που θα διαβάσει τη ζωή της θα αντλήσει πολύ ωφέλιμα διδάγματα.
Επί 17 χρόνια ζούσε άσωτα μέσα στην ακολασία και την αμαρτία. Από μικρή παρασύρθηκε από το κακό της αμαρτίας και παρέσυρε κι' άλλους σ΄ αυτή.
Στα Ιεροσόλυμα με Θεϊκήν επέμβαση αλλάζει σκέψεις και παίρνει νέες αποφάσεις που τις εκτελεί. Αποβάλλει τον παλαιόν άνθρωπο και φορά τον καινούργιο. Η αμαρτία της δημιούργησε πολλά ψυχικά τραύματα κι' έτσι έφυγε στην έρημο για να κλείσει και να αποβάλλει τις κακίες των πράξεων και να εξαφανίσει το ρύπο που της προκάλεσε η ακολασία. Μετανόησε, έκλαψε, πόνεσε, νήστεψε και προσευχήθηκε. Μεγάλοι οι αγώνες της κα σκληρή η πάλη εναντίον των παθών της. Πολλές οι δυσκολίες, οι ταλαιπωρίες της μέσα στην έρημα, μα τις αντιμετώπισε όλες με ηρωισμό. Τους πολλούς πειρασμούς τους εξουδετέρωσε με αυτοθυσία. Και ο Κύριος άκουσε τους στεναγμούς και τα δάκρυά της, και δέχτηκε τη μετάνοιά της κι έγινε η οσία Μαρία που πρεσβεύει για τη δική μας σωτηρία.
Κι' εσύ, χριστιανέ μου, πρέπει να γνωρίζεις ότι το φάρμακο της αμαρτίας είναι η μετάνοια, που είναι και το ποιο φοβερό όπλο εναντίον του διαβόλου, που στη ταραγμένη εποχή μας στήνει τις παγίδες του και φωλιάζει παντού. Όταν λοιπόν αμαρτήσεις, όπως λέει ο Δαβίδ, «λέγε τας αμαρτίας σου πρώτος διά να δικαιωθής». Και να είσαι βέβαιος ότι με το φάρμακο της μετάνοιας θα χυθεί άφθονα στη ψυχή σου η φιλανθρωπία του Θεού.

ΟΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ
Στα μέρη της Παλαιστίνης ήταν κάποιος ιερομόναχος , που λεγόταν Ζωσιμάς, που από μικρός ανατράφηκε σύμφωνα προς τα μοναχικά έθιμα και ζούσε πολύ ενάρετη ζωή. (Ας μη νομίσει κανένας ότι πρόκειται για το Ζωσιμά εκείνο, που χαρακτηρίσθηκε ετερόδοξος, γιατί είναι άλλος αυτός, και υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο, παρ' όλο που έχουν και οι δυο το ίδιο όνομα).
Αυτός λοιπόν ο Ζωσιμάς, ο ορθόδοξος, αρχικά εμόνασε σε κάποιο μοναστήρι της Παλαιστίνης, όπου εφαρμόζοντας κάθε είδος άσκησης πέτυχε ν' αποκτήσει εγκράτεια σ' όλα. Από τη μια φύλασσε κάθε κανόνα που του παρέδιναν οι πνευματικοί προπονητές του στην αυτού του είδους παλαίστρα, από την άλλη ο ίδιος επενόησε πολλά από τη δική του πείρα στη προσπάθειά του να υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα. Πράγματι, δεν απότυχε σ' αυτό το σκοπό που έβαλε, η δε φήμη του έγινε παντού γνωστή, ώστε πολλοί μοναχοί, τόσο από κοντινά, όσο και από μακρινά μοναστήρια πήγαιναν κοντά του και άκουαν τη διδασκαλία του.
Ανάμεσα στις ασχολίες του σπουδαία θέση είχαν η μελέτη και η ψαλμωδία, που ασχολείτο συνέχεια και όταν καθότανε και όταν έτρωγε και όταν έκαμνε εργόχειρο. Λέγουν μάλιστα ότι και συχνά ο Γέροντας αξιωνόταν να βλέπει το Θεό και αυτό να μην φανεί παράξενο, γιατί, «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Αυτός, λοιπόν, ο Ζωσιμάς, έκανε στο μοναστήρι εκείνο πενήντα τρία χρόνια. Έπειτα δε ενοχλήθηκε από μερικούς λογισμούς, ότι δήθεν ήταν σ' όλα τέλειος, χωρίς να έχει ανάγκη τη διδασκαλία άλλου ανθρώπου. Κάποτε του ερχόταν και ο εξής λογισμός: «Άραγε υπάρχει στη γη μοναχός, που μπορεί να με ωφελήσει η να με υπερβάλλει στην αρετή;» Ενώ ο γέροντας σκεφτόταν αυτά, άγγελος Κυρίου φάνηκε σ' αυτόν και του λέει: «Ώ Ζωσιμά, αγωνίσθηκες ανθρώπινα καλά και εξετέλεσες με επιτυχία τον ασκητικόν αγώνα. Αλλά κανένας άνθρωπος είναι τέλειος, ο δε τωρινός αγώνας είναι μεγαλύτερος από τον προηγούμενο. Να ξέρεις όμως, ότι υπάρχουν κι' άλλοι δρόμοι σωτηρίας και για να πληροφορηθείς γι' αυτούς βγες από τη γη σου και από τους συγγενείς σου, καθώς ακριβώς ο Αβραάμ, ο πρώτος από τους Πατριάρχες, και πήγαινε σ' εκείνο το μοναστήρι που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη ποταμό».
Αμέσως, λοιπόν, ο Γέροντας ακολουθώντας τις πιο πάνω οδηγίες βγήκε από το μοναστήρι του και οδηγήθηκε από τον άγγελο σ' εκείνο το μοναστήρι του Ιορδάνη, που τον διέταξε ο Θεός να έλθει. Αφού δε κτύπησε την πόρτα του μοναστηριού, συνάντησε πρώτα το μοναχό, που φύλαγε την εξώπορτα κι' αυτός τον παρουσίασε στον ηγούμενό του. Εκείνος δε, όταν είδε το σχήμα του και το ευλαβικό του ήθος, τον ρώτησε, αφού έβαλε τη συνηθισμένη στους μοναχούς μετάνοια κι' έλαβε ευχή: «Από πού είσαι αδελφέ και εξ αιτίας ποιου από τους ταπεινούς γέροντες ήλθες εδώ;» Ο δε Ζωσιμάς αποκρίθηκε: «Όσο με αφορά το «από πού»δεν είναι ανάγκη να σας αναφέρω. Ήλθα δε, πάτερ, χάριν ωφελείας, γιατί έχω ακούσει για σας πολύ σπουδαία και αξιέπαινα πράγματα». Απάντησε δε ο ηγούμενος: «Ο Θεός, αδελφέ, ο μόνος που θεραπεύει την ανθρώπινη αρρώστεια, Αυτός και σένα και μας θα διδάξει τα Θεία θελήματα, διότι άνθρωπος δεν μπορεί να ωφελήσει άλλον άνθρωπο. Επειδή όμως, όπως ανέφερες η αγάπη του Θεού σ' εκίνησε να επισκεφθείς εμάς τους ταπεινούς Γέροντες, μείνε μαζί μας και όλους θα μας θρέψει με τη χάρη του Πνεύματος ο καλός Ποιμένας, που έδωσε την ψυχή του σαν λύτρο για μας». «Όταν είπε αυτά ο ηγούμενος, ο Ζωσιμάς έβαλε και πάλι μετάνοια και ζήτησε ευχή. Ύστερα αποσύρθηκε και από τότε παρέμεινε σ' εκείνο το μοναστήρι. Συνάντησε δε εκεί Γέροντες λαμπρούς στη θεωρία και τη πράξη, λέοντες ως προς το πνεύμα και δουλεύοντες στον Κύριο. Διότι η ψαλμωδία ήταν ακατάπαυστη και το εργόχειρο πάντα στα χέρια τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις φροντίδες της ζωής. Ένα δε μονάχα τους απασχολούσε όλους, πως καθένας απ' αυτούς, θα νέκρωνε το σώμα του στον κόσμο. Σαν τροφή είχαν τα θεόπνευστα λόγια, έτρεφαν όμως και το σώμα τους, αλλά μόνο με τα απαραίτητα, δηλ. το ψωμί και το νερό.
Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασε ο καιρός που οι χριστιανοί έκαναν τις ιερές νηστείες, για να καθαριστούν, προκειμένου να προσκυνήσουν το Θείο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού. Η πύλη του μοναστηριού δεν άνοιξε ποτέ, αλλά ήταν πάντα κλειστή, ώστε οι μοναχοί να κάνουν ανενόχλητοι την άσκησή τους. Άνοιγε μόνο, αν κάποιος μοναχός έβγαινε λόγω ανάγκης, γιατί ο τόπος ήταν έρημος και στους περισσότερους από τα γειτονικά μοναστήρια ήταν όχι μόνο αδιαπέρατος, αλλά και άγνωστος. Φυλασσόταν δε στο μοναστήρι τέτοιος κανόνας, για τον οποίο, όπως φαίνεται, και το Ζωσιμά ο Θεός οδήγησε σ΄ εκείνο το μοναστήρι. Ποιος ήταν ο κανόνας και πως φυλασσόταν, θα αναφερθεί πιο κάτω.
Τη πρώτη μέρα της Μ.Τεσσαρακοστής, κατά τη συνήθεια που υπήρχε γινόταν η Θεία λειτουργία και καθένας κοινωνούσε των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων και ύστερα έπαιρνε λίγη τροφή. Έτσι μαζευόντουσαν όλοι στο ευκτήριο, όπου, αφού λεγόταν μακρά ευχή και γινόταν γονυκλισία, οι Γέροντες ασπάζονταν ο ένας τον άλλο και αφού αγκάλιαζαν τον ηγούμενο, βάλλοντας καθένας μετάνοια ζητούσε να πάρει ευχή απ' αυτόν, για να την έχει βοηθό στο προκείμενο αγώνα.
Όταν αυτά γινόντουσαν κατ' αυτό τον τρόπο, η πόρτα του μοναστηριού άνοιγε και ψάλλοντας το «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι» καθώς και το υπόλοιπο μέρος του ψαλμού, έβγαιναν όλοι, αφήνοντας ένα η δύο φύλακες στο μοναστήρι, όχι για να φυλάσσουν τα πράγματα που βρισκόντουσαν σ' αυτό (γιατί δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσαν να πάρουν οι κλέφτες), αλλά για να μη μένει το ευκτήριο αλειτούργητο.
Καθένας δε εφοδιαζόταν, όπως μπορούσε και ήθελε: άλλος μεν έπαιρνε ψωμί, άλλος σύκα ξηρά, άλλος φοινίκια, άλλος βρεγμένα όσπρια, άλλος δε τίποτε άλλο εκτός από το σώμα του και το ράσο που φορούσε. Υπήρχε δε κανόνας απαράβατος σ' αυτούς να μην ξέρει ο ένας πως έκανε εγκράτεια η πως περνούσε ο άλλος, γιατί όταν περνούσαν τον Ιορδάνη, αμέσως καθένας εχώριζε από τους άλλους και κανένας δεν πήγαινε να συναντήσει τον άλλο, αλλά και αν κάποτε ένας απ' αυτούς έβλεπε από μακριά άλλον να έρχεται σ' αυτόν, αμέσως λοξοδρομούσε και πήγαινε σ' άλλο μέρος. Ζούσε δε με τον εαυτό του, ψάλλοντας παντοτινά και δοξάζοντας το Θεό.
Έτσι λοιπόν αφού περνούσαν όλες τις ημέρες της ιερής νηστείας, γυρνούσαν πίσω στο μοναστήρι τη Κυριακή των Βαΐων, φέροντας καθένας μαζί του το καρπό των δικών του κόπων και ξέροντας πως εργάστηκε. Κανένας δε δεν ρωτούσε τον άλλον πως πέρασε. Αυτός λοιπόν ήταν ο κανόνας του Μοναστηριού, που γινόταν με επιτυχία, γιατί καθένας πηγαίνοντας στην έρημο προς τον αθλοθέτη Θεό αγωνιζόταν μόνος του, όχι για ν' αρέσει στους ανθρώπους και να κάνει εγκράτεια επιδεικτικά. Γιατί αυτά που γίνονται με σκοπό ν' αρέσουν στους ανθρώπους, όχι μόνο σε τίποτε δεν ωφελούν εκείνο που τα κάνει, αλλά προξενούν και ζημιά σ' αυτόν.
Τότε και ο Ζωσιμάς, σύμφωνα με τη συνήθεια του κανόνα πέρασε τον Ιορδάνη, μεταφέροντας λίγα μόνο εφόδια για τις ανάγκες του σώματός του και το ράσο που φορούσε. Ενώ δε περνούσε την έρημο εκτελούσε το κανόνα και όπου νυκτωνόταν κοιμόταν κάτω στη γη.
Νωρίς δε το πρωί συνέχιζε το περπάτημα πάντοτε με σταθερό ρυθμό. Ήθελε δε, καθώς έλεγε, να προχωρήσει στο εσωτερικό της ερήμου, με την ελπίδα ότι εκεί θα μπορούσε να βρει κάποιο Πατέρα για ν' ακούσει το λόγο του Θεού. Μάλιστα δε περπατούσε με τόση προσπάθεια, σαν να προχωρούσε σε κάποιο σπουδαίο και γνωστό κατάλυμα. Αφού, λοιπόν, περπάτησε επί είκοσι μέρες, όταν ήταν έκτη ώρα, σταμάτησε για λίγο την οδοιπορία κι' αφού στράφηκε προς την ανατολή, έκανε τη συνηθισμένη προσευχή του. Γιατί συνήθιζε, σ' ορισμένες ώρες της μέρας, να διακόπτει τη πορεία και να ξεκουράζεται λίγο από τον κόσμο, στεκόμενος δε έψαλλε και προσευχόταν γονατιστός.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Ενώ δε έψαλλε και έβλεπε τον ουρανό συνέχεια, είδε στα δεξιά του μέρους που καθόταν, μια ανθρώπινη σκιά. Στην αρχή ταράχτηκε, υποπτευόμενος ότι βλέπει φάντασμα δαίμονα και φοβήθηκε . Αφού δε έκανε το σημείο του σταυρού κι' έδιωξε το φόβο, διάκρινε φανερά κάποιον γύρω στο μεσημέρι να περπατά. Είχε μαύρο σώμα από τον καύσωνα και είχε στο κεφάλι άσπρες τρίχες, σαν το βαμβάκι, ήσαν όμως λίγες και έφταναν μέχρι τον τράχηλό του. Όταν τον είδε ο Ζωσιμάς χάρηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Η χαρά του ήταν ανέκφραστη, γιατί σ' όλο εκείνο το χρονικό διάστημα, δεν είδε κανένα άνθρωπο, ούτε ζώο η πτηνό η φάντασμα ακόμα. Ζητούσε λοιπόν να μάθει ποιος ήταν ελπίζοντας ότι θα γινόταν αιτία για να γνωρίσει σπουδαία πράγματα.
Όταν δε εκείνος είδε το Ζωσιμά να έρχεται από μακρυά , άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό της ερήμου. Ο δε Ζωσιμάς ξεχνώντας την προχωρημένη ηλικία του και δίχως να λογαριάσει τη κούραση από το περπάτημα, έτρεξε αμέσως για να συναντήσει εκείνον που έφευγε. Αυτός μεν καταδίωκε, εκείνος δε έφευγε.
Επειδή ο Ζωσιμάς έτρεχε πιο γρήγορα, σιγά - σιγά πλησίαζε εκείνον που έφευγε. Όταν δε πλησίασε σε σημείο που μπορούσε να ακουστεί η φωνή του, άρχισε ο Ζωσιμάς να φωνάζει κλαίοντας: «Γιατί με αποφεύγεις, τον αμαρτωλό Γέροντα, ω δούλε του Θεού; Μείνε μαζί μου, όποιος και νάσαι, για την αγάπη του Θεού, για τον Οποίο ήλθες και κατοίκησες σ' αυτή την έρημο, στάσου κι' ευλόγησέ με».
Ενώ ο Ζωσιμάς έλεγε αυτά με δάκρυα στα μάτια, έφτασαν και οι δυο τρέχοντας σε κάποιο τόπο, όπου σχηματιζόταν ένας χείμαρρος ξηρός. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί, εκείνος που έφευγε κατέβηκε και πάλιν ανέβηκε στο άλλο μέρος, ο δε Ζωσιμάς κουρασμένος και μη μπορώντας άλλο να τρέχει, στάθηκε στο άλλο μέρος του χειμάρρου και έκλαψε τόσο πολύ, ώστε τα κλάματά του ακούονταν καθαρά. Τότε εκείνος που έφευγε, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Αββά Ζωσιμά, συγχώρησέ με για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν μπορώ να γυρίσω και να σε δω στο πρόσωπο, γιατί είμαι γυναίκα, γυμνή. Αλλά αν θέλεις να δώσεις ευχή σε αμαρτωλή γυναίκα, ρίξε το ράσο που φοράς για να σκεπάσω το σώμα μου και να στραφώ προς εσένα για να πάρω τις ευχές σου». Τότε ο Ζωσιμάς απόρησε γιατί τον φώναζε με τ' όνομά του και σοφός καθώς ήταν αντελήφθηκε ότι ο άγνωστος δεν μπορούσε να τον φωνάζει με τα' όνομά του, εκτός αν είχε υπερφυσικό χάρισμα.
Έβγαλε το ράσο του και της το έριξε από πίσω κι εκείνη αφού το πήρε και σκέπασε το σώμα της, στράφηκε προς τον Ζωσιμά και του είπε: «Τι ήθελες να δεις μια αμαρτωλή γυναίκα; Τι ζητάς να μάθεις από μένα και δεν βαρέθηκες να κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;» Ο δε Γέροντας αφού γονάτισε στη γη, ζήτησε να πάρει ευλογία, σύμφωνα με τη συνήθεια. Επειδή κι' αυτή έβαλε μετάνοια, ήταν και οι δυο στη γη και περίμενε ο ένας τον άλλο να δώσει ευλογία. Αλλά τίποτα από κανένα δε λεγόταν, εκτός από το: «ευλόγησον». Αφού πέρασε αρκετή ώρα, είπε η γυναίκα προς το Ζωσιμά: «Αββά Ζωσιμά σε σένα αρμόζει να ευλογήσεις και να ευχηθείς, γιατί έχεις τιμηθεί με το αξίωμα του ιερέα και από πολλά χρόνια στέκεσαι μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο». Αυτά προκάλεσαν πολύ φόβο στο Ζωσιμά και ο Γέροντας αφού λούστηκε με ιδρώτα στέναξε και είπε με φωνή που διακοπτόταν: «Ώ πνευματική Μητέρα, και από το ήθος σου φαίνεται ότι εσύ κατά το μεγαλύτερο μέρος έχεις νεκρωθεί για τον κόσμο, είναι δε φανερό, ότι σου δόθηκε μεγαλύτερο χάρισμα από μένα, αφού μου μίλησες με τα' όνομά μου, και είπες ότι είμαι ιερέας, χωρίς να με γνωρίζεις. Επειδή λοιπόν η χάρη δεν εξαρτάται από τα αξιώματα, αλλά από τη ψυχική υπόσταση, εσύ πρέπει να μ' ευλογήσεις για τον Κύριο και να δώσεις σε μένα ευχή, που έχω ανάγκη από τη δική σου τελειότητα».
Αφού υποχώρησε η γυναίκα στην ένσταση του Γέροντα και υπάκουσε, είπε: «Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών». Όταν δε ο Ζωσιμάς είπε το «Αμήν», σηκώθηκαν και οι δυο από την γονυκλισία και είπε τότε η γυναίκα προς το Γέροντα: «Για χάρη ποιου θέλησες να δεις γυναίκα στερημένη από κάθε αρετήν; Αλλά, επειδή ακριβώς η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε καθοδήγησε να μου προσφέρεις, ανάλογα με τη περίσταση, κάποια εξυπηρέτηση, πες μου, πως ζουν οι χριστιανοί; Πως ζουν οι βασιλιάδες; Πως είναι η Εκκλησία;»
Ο δε Ζωσιμάς είπε σ' αυτή: «Μ' ένα λόγο, Μητέρα Οσία, με τις δικές σου ο Χριστός χάρισε σ' όλους ειρήνη. Δέξου όμως παράκληση ανάξιου Γέροντα και ευχήσου για τον κόσμο όλο και για με τον αμαρτωλό, ώστε αυτό το χρονικό διάστημα, που περνώ στην έρημο, να μην αποβεί άκαρπο». Εκείνη δε του απάντησε: «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να κάνεις δέηση για με, και για όλους γιατί σε σένα έπεσε ο κλήρος γι' αυτό. Αλλά επειδή με προστάζεις, θα το κάνω με προθυμία»

ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Αφού είπε αυτά η γυναίκα, στράφηκε προς την ανατολή και αφού σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό, άρχισε να προσεύχεται, ψιθυρίζοντας, αλλά δεν ακουόταν καμιά φωνή. Γι' αυτό ο Ζωσιμάς δεν άκουε τίποτε, στεκόταν δε, όπως έλεγε, γεμάτος με πολύ φόβο και βλέποντας προς τα κάτω, χωρίς να λέει τίποτα. Επειδή δε εκείνη καθυστέρησε αρκετά στην προσευχή, αυτός, αφού σηκώθηκε λίγο από τη γονυκλισία, είδε ότι εκείνη είχε ανυψωθεί έναν πήχυ πάνω από τη γη και προσευχόταν, αιωρούμενη στον αέρα.
Όταν είδε αυτό ο Ζωσιμάς φοβήθηκε περισσότερο και έπεσε στο έδαφος και από τη πολλή αγωνία του περιλούστηκε από ιδρώτα. Σε κανένα δεν τολμούσε να πει τίποτα, μόνο δε στον εαυτό του έλεγε συνεχώς το «Κύριε ελέησον». Βρισκόμενος δε ξαπλωμένος στη γη ο Γέροντας σκανδαλιζόταν σκεφτόμενος: «Μήπως είναι πνεύμα και υποκρίνεται ότι προσεύχεται;» Αφού δε η γυναίκα ήλθε κοντά του, τον σήκωσε λέγοντάς του: «Γιατί, Αββά, σε ταράσσουν οι λογισμοί; Μήπως σκανδαλίστηκες εξ αιτίας μου, ότι τάχα είμαι πνεύμα και υποκρίνομαι ότι προσεύχομαι; Μάθε άνθρωπε, ότι είμαι αμαρτωλή γυναίκα, αλλ' είμαι οχυρωμένη με το άγιο βάπτισμα και δεν είμαι πνεύμα, αλλά γη και στάκτη». Και αφού είπε αυτά, σφράγισε με το σημείο του σταυρού το μέτωπο, τα μάτια, τα χείλη, και το στήθος λέγοντας: «Ο Θεός, Αββά Ζωσιμά, ας μας ελευθερώσει από το πονηρό και τις παγίδες του».

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ
Όταν άκουσε και είδε όλ' αυτά ο Ζωσιμάς, έπεσε στο έδαφος και αφού άγγιξε τα πόδια της, είπε δακρύζοντας: «Σε ορκίζω στο όνομα του Χριστού, του Θεού μας, ο Οποίος γεννήθηκε από την Παρθένα, να μην κρύψεις από τον δούλο σου ποια είσαι, από πού , πότε και με ποιο τρόπο ήλθες εδώ στην έρημο και κατοίκησες. Μη μου κρύψεις τίποτα που σε αφορά, αλλά διηγήσου μου τα όλα, για να φανερωθούν τα μεγαλεία του Θεού. Γιατί σοφία κρυμμένη και θησαυρός που δεν φαίνεται δε ωφελούν σε τίποτε, όπως είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή. Πες μου τα λοιπόν, όλα για χάρη του Κυρίου μας, γιατί δεν πρόκειται να τα πεις για να καυχηθείς η να επιδειχτείς, αλλά για να με πληροφορήσεις τον αμαρτωλό και ανάξιο, πιστεύοντας ότι ο Θεός, για τον οποίο ζεις, γι' αυτό το λόγο με οδήγησε σ' αυτή την έρημο, για να μου φανερώσεις δηλαδή όσα σχετίζονται με σένα. Επομένως δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να φέρουμε αντίσταση στα σχέδια του Θεού, διότι αν δεν ήταν θέλημα Θεού να σε γνωρίσω και να μάθω πως αγωνίσθηκες, τότε δεν θα άφηνε να σε δει κανείς, ούτε και θα βοηθούσε να κάνω τόσο δρόμο, εγώ που δεν κατόρθωσα να βγω από το κελλί μου».

Η ΟΣΙΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ
Αφού είπε όλ' αυτά και άλλα ο Αββάς Ζωσιμάς, τον πλησίασε η γυναίκα και αφού τον σήκωσε απ' ην γη του είπε: «Ντρέπομαι, Αββά μου, να σου διηγηθώ τα έργα μου, γιατί είναι γεμάτα ντροπή, αλλά επειδή είδες γυμνό το σώμα μου, για να γνωρίσεις καλά όσο αμαρτωλή είναι η ψυχή μου. Είναι λάθος που νόμισες ότι δεν ήλθα να σου διηγηθώ τα όσα με αφορούν, τάχα για να μη καυχηθώ, και τι να καυχηθώ που έγινα όργανο του διαβόλου; Γνωρίζω όμως ότι, όταν αρχίσω την διήγησή μου, θα αναγκαστείς να φύγεις από κοντά μου, όπως φεύγει ένας από το φίδι, μη θέλοντας να ακούσεις τις κακές μου πράξεις. Και όμως θα σου τα διηγηθώ, χωρίς να παραλείψω τίποτε, σε εξορκίζω όμως προηγουμένως να μην σταματήσεις να προσεύχεσαι ίσως βρω έλεος από το Θεό κατά την μέρα της Κρίσης».
Και ενώ τα δάκρυα του Γέροντα έτρεχαν από τα μάτια του χωρίς σταματημό, άρχισε η γυναίκα τη διήγησή της:
«Εγώ αδελφέ, έχω πατρίδα την Αίγυπτο. Ενώ ακόμα ζούσαν οι γονείς μου κι εγώ ήμουν δώδεκα χρονών, τους άφησα και πήγα στην Αλεξάνδρεια. Εκεί πολύ νωρίς παρασύρθηκα σε πράξεις αμαρτωλές και διάφθειρα την παρθενία μου, επειδή επιδόθηκα στο πάθος της πορνείας. Επί δεκαεφτά χρόνια, συγχώρησέ με, υπήρξα άσωτη δημόσια και έγινα πειρασμός για τους ανθρώπους. Αυτό δεν το έκανα, ειλικρινά σας λέω, όχι για να κερδίζω χρήματα, παρ' όλο που πολλοί μου έδιναν αλλ' εγώ δεν τα έπαιρνα, αλλά για να έρχονται πολλοί σε μένα και να ικανοποιούν το πάθος μου. Και μη νομίσεις ότι δεν δεχόμουνα χρήματα γιατί ήμουν πλούσια. Αντίθετα, ζούσα από χειρωνακτική εργασία, έκλωθα ρόκα. Είχα δε ακόρεστην επιθυμία και ακατάσχετον έρωτα, εξ αιτίας των οποίων κυλιόμουν στο βόρβορο. Μάλιστα δε μου φαινόταν ότι αυτή είναι η ζωή, να εκτελώ τη βρισιά της φύσης». Έτσι λοιπόν ζούσα, οπότε ένα καλοκαίρι είδα πολύν κόσμον από τη Λιβύη και Αίγυπτο, που κατευθύνονταν προς τη θάλασσα και ρώτησα ένα απ' αυτούς για να πληροφορηθώ που πήγαιναν. Εκείνος μου απάντησε: «Πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα γιατί μετά από λίγες μέρες θα γιορταστεί η ύψωση του Τιμίου Σταυρού». Είπα τότε σ' αυτόν: «Άραγε δε με παίρνουν κι' εμένα μαζί τους, αν τους ακολουθήσω;» Εκείνος μου αποκρίθηκε: «Αν έχεις τα ναύλα και τα έξοδά σου, κανένας δε θα σ' εμποδίσει». Είπα τότε σ' αυτόν: «Πραγματικά, ούτε για ναύλα ούτε για άλλα έξοδα έχω χρήματα, και θα μπω σ' ένα πλοίο, προσφέροντας το σώμα μου για αντάλλαγμα αυτών». Γιατί, ο σκοπός που ήθελα να πάω, (συγχωρέστε με Αββά μου)ήταν για να βρω πολλούς εραστές του πάθους μου. Σου τα είπα, Αββά Ζωσιμά, μη μ' αναγκάσεις να σου πω τη ντροπή των έργων μου, γιατί φρίττω, τα γνωρίζει ο Θεός, επειδή θα μολύνω και σένα και τον αέρα λέγοντας όλα τα έργα μου».

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΤΗΝ ΕΝΘΑΡΡΥΝΕΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙ ΟΛΑ
Ο Ζωσιμάς βρέχοντας με δάκρυα το έδαφος της απάντησε: «Λέγε Μητέρα Οσία, και μη διακόψεις τη συνέχεια της ωφέλιμης αυτής διήγησης». Εκείνη δε πάλι, παίρνοντας το λόγο, πρόσθεσε τα εξής: «Εκείνος ο νέος, αφού άκουσε τα αισχρά λόγια μου, έφυγε γελώντας. Εγώ δε, αφού έρριψα τη ρόκα μου, που κρατούσα, κατά τύχη τότε, έτρεξα προς τη θάλασσα, που είδα να τρέχουν οι άλλοι. Εκεί διάκρινα δέκα η περισσότερους νέους, ωραίους και με σφριγηλό σώμα, που μου φάνηκαν ότι ικανοποιούσαν το σκοπό που επεδίωκα. Στεκόντουσαν δε, και περίμεναν κι' άλλους συνεπιβάτες, γιατί κι' άλλοι που πήγαν μπροστά, μπήκαν μέσα στα πλοία, τότε, εγώ, αφού πήδηξα με αναίδεια στο μέσο τους είπα: «Πάρτε και μένα όπου θα πάτε και σας πληροφορώ ότι δεν θα αποδειχθώ άχρειστη». Μετά, αφού είπα πιο αισχρά ακόμα λόγια, τους έκαμα όλους να γελούν. Εκείνοι δε, αφού αντελήφθηκαν τις αναιδείς διαθέσεις μου, με οδήγησαν στο πλοίο που ήταν έτοιμο, γιατί εν τω μεταξύ έφτασαν κι' εκείνοι, που περίμεναν».
«Όσα δε έγιναν ύστερα, πώς να σου τα διηγηθώ άνθρωπέ μου; Ποια γλώσσα μπορεί να εξιστορήσει η ποια αυτιά ν' ακούσουν, όσα συνέβηκαν μέσα στο πλοίο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Δεν υπάρχει είδος ασέλγειας, που να μην έγινε μάλιστα αναγκάζοντάς τους εγώ εκείνους τους άθλιους να την κάνουν».
«Και τώρα Αββά μου, εκπλήσσομαι, πως η θάλασσα ανέχθηκε τις ασέλγειές μου! Πως δεν άνοιξε η γη το στόμα της, για να με καταπιεί ζωντανή ο Άδης, που παγίδεψα τόσες πολλές ψυχές! Αλλά, καθώς φαίνεται ο Θεός ζητούσε τη μετάνοιά μου, γιατί δεν θέλει το θάνατο αμαρτωλού, αλλά περιμένει με μακροθυμία για να δεχτεί την επιστροφή του. Έτσι λοιπόν με τόση πολλή βία, φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα. Όσες δε μέρες πριν τη γιορτή έμεινα στην πόλη, η ζωή μου υπήρξε η ίδια, μάλλον δε χειρότερη, γιατί δεν αρκέστηκα μόνο σ' αυτούς τους νέους που μαζί τους ασελγούσα στο πλοίο, αλλά και πολλούς πολίτες και ξένους μόλυνα».

ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Όταν έφτασε η μέρα της Αγίας Ύψωσης του Σταυρού κι' επρόκειτο να τελεστεί η γιορτή, εγώ μεν, όπως και προηγουμένως, κυνηγώντας ψυχές νέων. Είδα δε ότι, πολύ πρωΐ τη μέρα εκείνη όλοι έτρεχαν στην εκκλησία, οπότε έτρεξα κι' εγώ να πάω μαζί μ' αυτούς. Ήλθα λοιπόν, μαζί τους στο προαύλιο της εκκλησίας και όταν ήλθε η ώρα της Θείας Ύψωσης, προσπαθούσα να μπω, και μέχρι μεν της εξώπορτας, με πολύ κόπο κατόρθωσα να πλησιάσω η ταλαίπωρη. Όταν δε πάτησα το κατώφλι της πόρτας ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ανενόχλητα, εμένα κάποια Θεία δύναμη με εμπόδιζε, που δεν μου επέτρεπε να μπω».
«Επειδή δε νόμιζα ότι εξ αιτίας, της γυναικείας αδυναμίας μου συνέβηκε αυτό, αναμιγνυόμουνα με τους άλλους και έσπρωχνα προς τα εμπρός, αλλά μάταια κοπίαζα. Γιατί, όταν πια το άθλιο μου πόδι πάτησε το κατώφλι της πόρτας, όλους τους άλλους δέχτηκε η εκκλησία, εμένα όμως τη δυστυχισμένη δεν δεχότανε: αλλά, όπως ακριβώς αν υπήρχε παρατεταγμένο στρατιωτικό απόσπασμα για ν' αποκλείσει την είσοδο, έτσι κάποια δύναμη με εμπόδιζε και πάλι όταν βρισκόμουν στο προαύλιο».
«Αυτό συνέβηκε τρεις και τέσσερις φορές και όταν πλέον κουράστηκα και δεν μπορούσα άλλο να σπρώχνω και να σπρώχνομαι, έφυγα απ' εκεί και πήγα και στάθηκα σε μια γωνιά της αυλής. Όταν δε συνήλθα, αντελήφθηκα την αιτία, που με εμπόδιζε να δω το ζωοποιό ξύλο. Γιατί άγγιζε τα μάτια της ψυχής μου ο σωτήριος λόγος, που μου υπέδειξε ότι ο βόρβορος των έργων μου ήταν η αιτία να κλείσει σε μένα η είσοδος της εκκλησίας».
«Άρχισα τότε να κλαίω, να οδύρομαι και να κτυπώ το στήθος μου, βγάζοντας στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου. Ενώ δε έκλαια, είδα πάνω από το τόπο που στεκόμουνα, την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου, και είπα σ' αυτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία εικόνα Σένα της Αειπαρθένης, Σένα της Αγνής, Σένα της οποίας το σώμα και η ψυχή είναι καθαρή και αμόλυντη, εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών, αλλά είναι δίκαιο να με μισείς και ν' αποστρέφεσαι την άσωτη. Επειδή όμως, καθώς άκουσα γι' αυτό το λόγο, ο Θεός που Τον γέννησες, έγινε άνθρωπος για να καλέσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, βοήθα με, που είμαι μόνη και δεν έχω κανένα να μου συμπαρασταθεί. Διάταξε να επιτραπεί και σε με η είσοδος στην εκκλησία για να δω το άγιο Ξύλο, πάνω στο οποίο έδωσε το αίμα του ο Γιός σου για τη δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν' ανοίξει και για με η πόρτα της Θείας προσκύνησης του Σταυρού και βάζω στο Γιό σου, σαν εγγυήτρια αξιόχρεη, Σένα. Γιατί πλέον δεν πρόκειται να λερώσω το σώμα μου μ' οποιαδήποτε αισχρή πράξη, αλλά όταν δω το ξύλο του Σταυρού του Γιού σου, θ' αποστραφώ αμέσως το κόσμο και όλα τα κοσμικά και όταν βγω από την εκκλησία θα πάω όπου Εσύ, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με οδηγήσεις».
«Όταν είπα αυτά, η πίστη μου θερμάνθηκε και πήρα θάρρος από την ευσπλαχνία της Θεοτόκου. Αφού δε έφυγα από το μέρος εκείνο, όπου προσευχήθηκα, ανεμίχθηκα μ' εκείνους που έμπαιναν στην εκκλησία και κανένας πια δεν υπήρχε που να με σπρώχνει. Πλησίασα την πόρτα, χωρίς κανένα εμπόδιο, οπότε με έπιασε φρίκη και έκσταση και όλο το σώμα μου έτρεμε. Όταν δε έφτασα στη πόρτα που ως τότε ήταν κλεισμένη για μένα, κάθε δύναμη, που προηγουμένως εμπόδιζε την είσοδό μου, τότε εξαφανίστηκε. Έτσι μπήκα χωρίς κόπο, στα Άγια των Αγίων και αξιώθηκα να δω το ζωοποιό Σταυρό και τα μυστήρια του Θεού, ο Οποίος ήταν έτοιμος να δεχτεί την μετάνοιά μου. Αφού λοιπόν έπεσα κάτω και προσκύνησα το άγιο εκείνο έδαφος, βγήκα έξω κι' έτρεξα στην εγγυήτριά μου. Όταν έφτασα στον τόπο εκείνο που υπογράφτηκε το χειρόγραφο της εγγύησης, γονάτισα μπροστά, στην εικόνα της Αειπάρθενης και της είπα αυτά τα λόγια:

Η ΟΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Εσύ μεν, ω φιλάγαθε Δέσποινα, μου έδειξες τη φιλανθρωπία Σου, Εσύ δεν επεριφρόνησες τη δέηση της ανάξιας δούλης σου. Είδα δόξα που δικαιολογημένα δεν βλέπουμε εμείς οι άσωτοι. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός , ο οποίος δέχεται με τη μεσιτεία Σου τη μετάνοια των αμαρτωλών. Ήλθε λοιπόν η στιγμή να εκπληρώσω τη συμφωνία. Οδήγησέ με όπου θέλεις, γίνε δάσκαλος της σωτηρίας μου καθοδηγώντας με στο δρόμο της μετάνοιας».
«Τότε ακούστηκε μια φωνή από μακρυά που φώναζε: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη θα βρεις καλή ανάπαυση».
Εγώ τότε άκουσα αυτή τη φωνή πίστεψα ότι σε μένα απευθυνόταν και με δάκρυα στα μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μην με εγκαταλείπεις».»Όταν δε φώναξα αυτά, βγήκα από την αυλή της εκκλησίας και άρχισα αμέσως να περπατώ»
«Ενώ δε έβγαινα με είδε κάποιος και μου έδωσε τρία νομίσματα, με τα οποία αγόρασα τρία ψωμιά. Αφού ζήτησα και πήρα πληροφορίες, βγήκα από την πύλη της πόλης, που έβγαζε στον Ιορδάνη ποταμό και άρχισα με κλάματα την οδοιπορία. Γύρω στη δύση του ήλιου έφτασα στο ναό του Ιωάννη του Βαπτιστή, που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη και αφού προσκύνησα πρώτα, πήγα ύστερα στον ποταμό, όπου έβρεξα τα χέρια και το πρόσωπό μου, και ακολούθως μετάλαβα των αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων. Αφού δε άφαγα μισό ψωμί, ήπια νερό από τον Ιορδάνη και κοιμήθηκα στο έδαφος».
«Την άλλη μέρα βρήκα στο μικρό πλοίο, που με πέρασε στο απέναντι μέρος, όπου ζήτησα πάλι την οδηγό μου, για να με οδηγήσει όπου αυτή θα έκρινε ωφέλιμο. Έτσι ήλθα σ' αυτή την έρημο και από τότε μέχρι σήμερα παραμένω εδώ, προσδεχόμενη το Θεό, ο Οποίος διασώζει όλους εκείνους που επιστρέφουν σ' Αυτόν».

Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Ο δε Ζωσιμάς είπε προς αυτή: «Πόσα χρόνια έχεις, Μητέρα Οσία, που κατοικείς εδώ στην έρημο;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Σαράντα επτά, όπως μου φαίνεται, από τότε που έφυγα από την Αγία Πόλη». Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Και από πού βρίσκεις τροφή, ώ κυρία μου;» Είπε η γυναίκα: «Πέρασα τον Ιορδάνη ποταμό με δυόμισυ ψωμιά, που αφού ξηράνθηκαν έγιναν σαν πέτρες και μ' αυτά τράφηκα ορισμένα χρόνια». Της είπε δε αυτός: «Και έτσι πέρασες τόσα πολλά χρόνια χωρίς να σε ταράξει κανένας πειρασμός;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Με ρώτησες Αββά Ζωσιμά, πράγμα για το οποίο φρίττω και να αναφέρω γιατί αν θυμηθώ τα όσα υπόφερα και τους πειρασμούς που με πρόσβαλλαν, φοβούμαι μήπως και πάλιν προσβληθώ απ' εκείνους «. Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Μην, αφήσεις, κυρία μου, τίποτα, που να μην το αναφέρεις, γιατί αφού σε ρώτησα γι' αυτά πρέπει να μου τα διηγηθείς όλα με κάθε λεπτομέρεια».
Εκείνη, δε του απάντησε: «Πίστευε, Αββά Ζωσιμά, ότι πέρασα 17 χρόνια σ' αυτή την έρημο παλεύοντας εναντίον των παραλόγων επιθυμιών μου, γιατί κάθε φορά που γευόμουν τροφή, επιθυμούσα τα κρέατα και τα ψάρια, που υπήρχαν στην Αίγυπτο, ως και το κρασί που μου άρεσκε, όταν ήμουν στον κόσμο. Ενώ εδώ, ούτε νερό είχα να πιώ και γι' αυτό υπόφερα φοβερά από την έλλειψή του. Επίσης μου ερχόταν η επιθυμία για τα αισχρά τραγούδια, που πάντοτε μ' αναστάτωνε και μ' έσπρωχνε για να τραγουδώ τα τραγούδια των δαιμόνων, που είχα μάθει. Αμέσως όμως, με δάκρυα στα μάτια και με κτυπήματα στο στήθος, έφερα στη σκέψη μου τη συμφωνία που υπόγραψα πηγαίνοντας στην έρημο. Παρευρισκόμουνα νοερά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Θεοτόκου, της αναδόχου μου και την παρακαλούσα με δάκρυα να διώξει τους λογισμούς, που βασάνιζαν την άθλια μου ψυχή. Όταν δε δάκρυζα πολλήν ώρα και κτυπούσα το στήθος μου, έβλεπα από παντού να λάμπει γύρω μου φως και από τότες, μετά την τρικυμία, βασίλευε ειρήνη μέσα μου».
«Τους λογισμούς δε που με ωθούσαν και πάλι στην πορνεία, πώς να σου τους διηγηθώ, Αββά; Μια φωτιά άναβε μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, που μ' εφλόγιζε ολόκληρη και ερέθιζε την επιθυμία της πορνείας. Αμέσως δε μόλις με πρόσβαλλε τέτοιος λογισμός, έπεφτα στη γη και έβρεχα με δάκρυα το έδαφος, επειδή νόμιζα ότι, αυτή που μου εγγυήθηκε, παρευρισκόταν ενώπιον μου, σαν προστάτης και μου επέβαλλε τιμωρίες για την παραβίαση».
«Δεν σηκωνόμουνα από τη γη, έστω κι' αν περνούσε το εικοσιτετράωρο, μέχρις ότου το φως εκείνο, το γλυκό, έλαμπε γύρω μου και έδιωχνε τους λογισμούς που μ' ενοχλούσαν. Τα μάτια λοιπόν, της ψυχής μου είχα συνεχώς στραμμένα προς την εγγυήτριά μου, από την οποία ζητούσα να με βοηθήσει στο πέλαγος αυτό της ερήμου που βρισκόμουνα. Πραγματικά είχα αυτή τη βοήθεια και έτσι πέρασα το διάστημα αυτό των δεκαεπτά χρόνων παλεύοντας εναντίων εκατομμυρίων κινδύνων. Από τότε δε μέχρι τώρα η Βοηθός μου παραστέκεται σ' όλα και με κάθε τρόπο με καθοδηγεί».
Είπε δε ο Ζωσιμάς σ' αυτή: ‘Δεν βρέθηκες λοιπόν, σ' ανάγκη τροφής η ενδύματος;» Εκείνη δε του απάντησε: «Καθώς σου ανέφερα αφού ξόδεψα τα ψωμιά εκείνα, κατά την διάρκεια των δεκαεφτά χρόνων τρεφόμουνα με βότανα και άλλα πράγματα που έβρισκα στην έρημο. Το ιμάτιο, που είχα, όταν πέρασα τον Ιορδάνη, καταστράφηκε κι' έτσι ένοιωθά πολύ κρύο την νύχτα και ζέστη τη μέρα. Τόσο δε καιρό καιόμουνα από τη παγωνιά, ώστε πολλές φορές συνέβηκε να πέσω κάτω και να μείνω σχεδόν ακίνητη και αναίσθητη, είχα δε να παλέψω εναντίον πολλών και ποικίλων συμφορών και ανήκουστων πειρασμών. Από τότε δε μέχρι σήμερα η ποικίλη δύναμη του Θεού διατηρούσε την αμαρτωλή ψυχή μου, και εννοώ τα διάφορα κακά, από τα οποία μ' εγλύτωσε ο Κύριος. Έχοντας δε σαν τροφή ανέξοδο την ελπίδα της σωτηρίας μου, τρεφόμουνα και σκεπαζόμουνα με τα λόγια του Θεού, που εξουσιάζει τα σύμπαντα, γιατί καθώς είπε «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
«Επειδή δε ο Ζωσιμάς άκουσε ότι και αποφθέγματα από την Αγία Γραφή ανάφερε, τόσον από τον Μωυσή, όσο και από τον Ιώβ και από το βιβλίο των ψαλμών, της είπε: Διάβασες ώ κυρία μου, ψαλμούς η άλλα βιβλία;» Εκείνη δε, χαμογέλασε και είπε στο Γέροντα: «Πίστεψέ, άνθρωπέ μου, ότι δεν είδα άλλον άνθρωπό από τότε που πέρασα τον Ιορδάνη, εκτός από το δικό σου πρόσωπο, αλλά ούτε κανένα θηρίο η ζώο από τότε που κατοίκησα σ' αυτήν την έρημο. Επομένως δεν έμαθα καθόλου γράμματα, ούτε και άκουσα κανένα να ψάλλει η να διαβάζει. Αλλά ο λόγος του Θεού, που είναι ζωντανός και ενεργός, αυτός διδάσκει τον άνθρωπο. Ως εδώ τελειώνει η διήγησή μου. Τώρα δε σε εξορκίζω στον ενανθρωπήσαντα λόγο του Θεού να εύχεσαι για μένα την αμαρτωλή».
Αφού εκείνη είπε αυτά, ο Γέροντας βιάστηκε να βάλει μετάνοια, κράζοντας δακρυσμένος:» Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος δημιούργησε μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα και εξαίσια, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός. Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος μου έδειξες όσα χαρίζεις σ' εκείνους που σε φοβούνται. Γιατί αλήθεια δεν εγκαταλείπεις Κύριε, εκείνους που Σε εκζητούν».

Η ΟΣΙΑ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Εκείνη δε, αφού έπιασε το Γέροντα, δεν τον άφησε να αποτελειώσει τη μετάνοια, αλλά είπε σ' αυτόν: «Όλ' αυτά που άκουσες, σε εξορκίζω στ' όνομα του Σωτήρα Ιησού Χριστού, του Θεού μας, να μη πεις σε κανένα μέχρι που να πεθάνω. Τώρα πήγαινε στο καλό και πάλι τον ερχόμενο χρόνο θα με δεις. Να κάμεις μόνο για τον Κύριο εκείνο που σου παραγγέλω, στις ιερές νηστείες του ερχόμενου χρόνου μην περάσεις τον Ιορδάνη, όπως ακριβώς υπάρχει συνήθεια να κάνουν στο Μοναστήρι».
«Απορούσε δε ο Ζωσιμάς ακούοντας, ότι και το κανόνα του Μοναστηριού γνώριζε και δεν έλεγε τίποτε άλλο, εκτός: «Δόξα τω Θεώ, ο Οποίος χαρίζει πολλά στους αγαπώντας Αυτόν». Εκείνη δε είπε: «Μείνε λοιπόν, Αββά Ζωσιμά, καθώς είπα στο Μοναστήρι, γιατί αν θελήσεις να βγεις, δεν θα σου γίνει καλό. Τη δε Μεγάλη Πέμπτη πάρε τη Θεία κοινωνία και έλα στο μέρος του Ιορδάνη, που πλησιάζει τις κατοικημένες περιοχές, για να έλθω εκεί να κοινωνήσω των ζωοποιών δώρων, γιατί από τότε που κοινώνησα στο ναό του Προδρόμου, πριν περάσω τον Ιορδάνη δεν ξανακοινώνησα. Γι' αυτό σε παρακαλώ, μην παρακούσεις στη παράκλησή μου, αλλά ‘πωσδήποτε να μου φέρεις τα ζωοποιά αυτά Θεία Μυστήρια, την ώρα που ο Κύριος έκανε μέτοχους τους Μαθητές του τού Θείου Δείπνου. Εις δε τον Αββά Ιωάννη, τον ηγούμενο του Μοναστηριού, να πεις αυτά: «Πρόσεχε, αδελφέ, από τον εαυτό σου, και από τους μοναχούς του μοναστηριού, γιατί εκεί γίνονται μερικά πράγματα που θέλουν διόρθωση. Αλλά δεν θέλω να πεις τώρα αυτά, αλλ' όταν σου επιτρέψει ο Κύριος». Αυτά αφού είπε και ζήτησε από τον Γέροντα να προσεύχεται και γι' αυτή, αναχώρησε προς την έρημο. Ο δε Ζωσιμάς αφού γονάτισε και προσκύνησε τη γη, όπου ήταν τα ίχνη των ποδιών της, δόξασε τον Θεό και αφού τον ευχαρίστησε , επέστρεψε με σωματική και ψυχική αγαλλίαση δοξάζοντας και ευλογώντας Αυτόν. Αφού δε διαπέρασε πάλιν εκείνη την έρημο, έφτασε στο Μοναστήρι, τη μέρα που συνηθίζουν να επιστρέφουν αυτοί που μένουν σ' αυτό.

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Και καθ' όλο εκείνο το χρόνο, ο Γέροντας ησύχαζε, χωρίς να τολμά να πει σε κανένα τίποτα, απ' όσα είδε, παρακαλούσε μόνο από μέσα του το Θεό να του δείξει και πάλι το πρόσωπο που επιθυμούσε. Στεναχωριόταν δε και λυπόταν πάρα πολύ, όταν σκεφτόταν τη χρονική περίοδο, ήθελε δε, αν ήταν δυνατό, ο χρόνος να γινότανε μία μέρα. Όταν δε έφτασε η Κυριακή που θα άρχιζαν οι ιερές νηστείες, αμέσως μετά την καθιερωμένη ευχή, όλοι μεν οι άλλοι βγήκαν ψάλλοντες, αυτός όμως αρρώστησε και αναγκάσθηκε να μείνει στο Μοναστήρι, οπότε θυμήθηκε την Οσία, που του είπε: «Αν θέλεις να βγεις, δεν θα σου γίνει καλό». ¨όταν δε πέρασαν λίγες μέρες ανέλαβε από την αρρώστεια και παρέμεινε το Μοναστήρι.

Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Όταν δε πάλιν οι μοναχοί επέστρεψαν και έφτασε η νύχτα του Μυστικού Δείπνου, έκαμε όσα τον διάταξε και αφού έβαλε σ' ένα μικρό ποτήρι το Άχραντο Σώμα και Αίμα του Χριστού, του Θεού μας, αναχώρησε πολύ πρωί, φέροντας μαζί του και μικρό καλάθι από φοίνικα και φακές βρεγμένες. Όταν δε έφτασε στον Ιορδάνη κάθησε στο χείλος του και περίμενε να έλθει η Οσία. Επειδή όμως καθυστερούσε να Έλθει η ιερή γυναίκα, ο Ζωσιμάς παρέμεινε άγρυπνος, βλέποντας προσεχτικά την έρημο και περιμένοντας να τη δει. Έλεγε δε από μέσα του ο Γέροντας καθισμένος: «Μήπως συνέβηκε τίποτε και την εμπόδισε να έλθει; Μήπως ήλθε και επειδή δεν με βρήκε επέστρεψε;»
Αφού είπε αυτά και δάκρυσε και αναστέναξε κα αφού σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, παρακάλεσε τον Θεό, λέγοντας: «Δέσποτα και πάλι επέτρεψε να δω εκείνο που πεθυμούσα κι' έτσι να μη φύγω άπρακτος, ελεγχόμενος από τις αμαρτίες μου». Ενώ όμως προσευχόταν και έλεγε αυτά κλαίοντας, παρέπεσε σ' άλλο λογισμό, λέγοντας από μέσα του: «Όταν έλθει, πως θα περάσει τον Ιορδάνη και να έλθει κοντά μου, αφού δεν υπάρχει πλοίο; Αλοίμονο τότε σε μένα τον ανάξιο και ελεεινό, που θα στερηθώ τέτοιου καλού, να λάβω την ευχήν της Οσίας».

Η ΟΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΑ
Ενώ όμως, ο Γέροντας συλλογιζότανε αυτά, ιδού έφτασε και η Οσία γυναίκα, που στάθηκε στο απέναντι μέρος του ποταμού, απ' όπου ερχόταν. Τότε ο Ζωσιμάς στάθηκε όρθιος χαίροντας και δοξάζοντας τον Θεό.
Αλλά συνέχιζε να παλεύει με το λογισμό, πως δηλαδή θα περνούσε τον ποταμό, οπότε βλέπει αυτήν να κάμει το σημείο του Σταυρού (αν και ήταν νύκτα, όμως έφεγγε, γιατί ήταν πανσέληνος) και αφού περπάτησε πάνω στο νερό ήλθε κοντά του. Μόλις δε εκείνος πήγε να βάλει μετάνοια, εκείνη τον εμπόδισε λέγοντας: «Τι κάμνεις Αββά, θέλεις να βάλεις μετάνοια, εσύ που είσαι ιερέας και μάλιστα κρατάς τα Θεία Δώρα;» Εκείνος υπάκουσε και τότε η Οσία του είπε:
«Ευλόγησε, Πάτερ, ευλόγησε». Ο δε Γέροντας τρέμοντας και θαυμάζοντας και το τέτοιο θέαμα, αποκρίθηκε σ' αυτήν: «Πραγματικά είναι αληθινός ο Θεός, λέγοντας ότι μπορούμε να ομοιωθούμε μαζί Του, φτάνει να θελήσουμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας. Δόξα σοι Χριστέ, ο Θεός μας, ο Οποίος δεν στέρησες το έλεός σου από μένα το δούλο σου. Δόξα σοι Χριστέ, ο Θεός μας, ο Οποίος μου φανέρωσες μέσω αυτής της δούλης Σου, πόσον απέχω από την τελειότητά».
Ενώ έλεγε αυτά η γυναίκα ζήτησε να πει το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών» και όταν τέλειωσε τον ασπάστηκε κατά τη μοναχική συνήθεια και μετάλαβε των Ζωοποιών Μυστηρίων. Αφού δε σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα κα είπε: «Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου».
Τότε λέει στον Γέροντα: «Συγχώρησέ με, Αββά, και εκπλήρωσε μου και άλλην επιθυμίαν. Να γυρίσεις τώρα με τη βοήθεια του Θεού στο Μοναστήρι και τον ερχόμενο χρόνο να έλθεις και πάλι σ' εκείνο τον χείμαρρο, όπου με συνάντησες την πρώτη φορά. Να έλθεις οπωσδήποτε και θα με δεις καθώς θέλει ο Κύριος». Ο δε Ζωσιμάς της αποκρίθηκε: «Μακάρι να ήμουν άγιος από τώρα να σε ακολουθήσω και να βλέπω παντοτεινά το τίμιό Σου πρόσωπο. Αλλά πάρε και φάε από τη λίγη αυτή τροφή που σου έφερα». Και λέγοντας αυτά, της έδωσε το μικρό καλάθι που κρατούσε. Η δε γυναίκα, αφού πήρε με τα άκρα των δακτύλων της τρεις κόκκους φακής, τους έβαλε στο στόμα της λέγοντας: «Είναι αρκετή η χάρη του Αγίου Πνεύματος, να συντηρεί και να φυλάει την ουσία της ψυχής καθαρή». Και αφού είπε αυτά, στράφηκε προς τον Γέροντα και του ζήτησε να προσεύχεται στον Κύριο γι' αυτή την αμαρτωλή. Ο Γέροντας άγγιξε τότε τα πόδια της Οσίας και αφού προσευχήθηκε με δάκρυα και στεναγμούς, την άφησε να φύγει, γιατί δεν τολμούσε να κρατήσει περισσότερο την ακράτητη. Η δε Οσία, αφού έκαμνε και πάλι το σημείο του Σταυρού, περπάτησε πάνω στο νερό του ποταμού, όπως και προηγουμένως και τον διαπέρασε. Ο δε Γέροντας γύρισε πίσω με πολύ χαρά και φόβο συγχρόνως, αλλά περιγελούσε τον εαυτό του, γιατί δεν ρώτησε να μάθει τα' όνομα της Οσίας, έλπιζε όμως να το πετύχει τον ερχόμενο χρόνο.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Όταν δε πέρασε ο χρόνος, ο Ζωσιμάς ήλθε πάλι στην έρημο κα πήγε να δει εκείνο το παράδοξο θέαμα. Αφού περπάτησε όλο το δρόμο και έφτασε στο τόπο που ζητούσε κοίταξε δεξιά, και αριστερά, προσπαθώντας να συλλάβει σαν έμπειρος κυνηγός το θήραμά του. Επειδή όμως δεν έβλεπε πουθενά τίποτα να κινείται άρχισε να κλαίει πικρά και αφού σήκωσε το βλέμμα ψηλά προσευχήθηκε λέγοντας: «Δείξε, μου Δέσποτα το θησαυρό, δηλαδή τον επίγειο Άγγελο, του οποίου ο κόσμος δεν είναι άξιος». Και ενώ ευχόταν αυτά, έφτασε στο γνωστό τόπο, όπου βρήκε την Οσία νεκρή με σταυρωμένα τα χέρια και στραμμένη προς την ανατολή και αφού Έτρεξε κοντά της έπλυνε τα πόδια με τα δάκρυά του, γιατί δεν τολμούσε σε κανένα άλλο μέρος να την αγγίξει.
Αφού λοιπόν δάκρυσε αρκετά και είπε τους κατάλληλους ψαλμούς, ανέπεμψε επιτάφια ευχή κα είπε από μέσα του: «Μήπως πρέπει να θάψω το λείψανο της Οσίας; Ή μήπως όχι, γιατί δεν της αρέσει αυτό;», Και ενώ σκεφτόταν αυτά, είδε κοντά στην κεφαλή της χαραγμένες στη γη λέξεις: «Αββά Ζωσιμά, θάψε σ' αυτό τον τόπο το λείψανο της Μαρίας και προσευχήσου στο Θεό για μένα, που πέθανα το μήνα Φαρμαιθί (Απρίλιο), την πρώτη εκείνη νύκτα του σωτηρίου Πάθους, κατά την οποία κοινώνησα». Όταν ο Γέροντας τα διάβασε, χάρηκε που έμαθε το όνομα της Οσίας και έμαθε ότι μόλις κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια ήλθε σ' αυτό το μέρος για να περπατήσει, με πολύ κόπο, η Μαρία τον κάλυψε σε μιάν ώρα και αμέσως μετά παρέδωσε τη ψυχή της στο Θεό.

Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΗΣ
Δοξάζοντας δε το Θεό και βρέχοντας το σώμα της Μαρίας με δάκρυα είπε από μέσα του: «Είναι ώρα πετεινέ Ζωσιμά, να εκτελέσεις τη διαταγή, αλλά πως θα βγάλεις, ταλαίπωρε, λάκκο, χωρίς να έχεις κανένα μέσο στα χέρια σου;» Και αφού είπε αυτά, είδε πιο πέρα ένα μικρό ξύλο πεταμένο στη γη, που αφού το πήρε άρχισε να σκάβει. Επειδή όμως το έδαφος ήταν σκληρό δεν σκαβότανε , έτσι ο Γέροντας υπόφερε κοπιάζοντας και ιδρώνοντας. Μια στιγμή αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του και αφού σήκωσε το πρόσωπο, είδε ένα μεγάλο λιοντάρι να στέκει δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλύφει τα ίχνη της.
Αυτός μόλις είδε το θηρίο, τρόμαξε από φόβο αλλ' όταν θυμήθηκε τα λόγια της Οσίας, που είπε ότι ουδέποτε είδε θηρίο, έκαμε το σημείο του Σταυρού και πίστεψε ότι η δύναμη της Οσίας θα τον προφυλάξει από κάθε κίνδυνο. Το δε λιοντάρι αφού ήλθε κοντά στον Γέροντα τον έγλυφε στα πόδια. Τότε ο Ζωσιμάς αφού στράφηκε σ' αυτό είπε: «Επειδή ώ θηρίο, η Μεγάλη επέτρεψε να ταφεί το λείψανό της και επειδή εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ να σκάψω λάκκο (αλλ' ούτε και κανένα εργαλείο κατάλληλο έχω, γι' αυτό το σκοπό, και ούτε μπορώ να επιστρέψω και να το φέρω εξ' αιτίας της μεγάλης απόστασης), άνοιξε εσύ το λάκκο με τα νύχια σου, για να αποδώσουμε στη γη το λείψανο της Οσίας». Αμέσως μετά τα λόγια του Γέροντα, το λιοντάρι έσκαψε με τα μπροστινά του πόδια λάκκο, όσο χρειαζόταν για τη ταφή του σώματος.
Ο Γέροντας, αφού και πάλι έπλυνε με δάκρυα τα πόδια της Οσίας και αφού την παρακάλεσε πολύ να πρεσβεύει προς τον Θεό υπέρ πάντων σκέπασε το σώμα με χώμα, ενώ παρευρισκόταν και το λιοντάρι. Κάλυψε δε το σώμα της Οσίας μ' εκείνο το σχισμένο ιμάτιο, που της είχε ρίξει από πίσω της ο Ζωσιμάς τη πρώτη φορά ου τη συνάντησε και από τότε η Μαρία κάλυπτε μ' αυτό ορισμένα μέρη του σώματός της.
Ύστερα αναχώρησαν και οι δυό, και το μεν λιοντάρι προχώρησε σαν πρόβατο στο εσωτερικό της ερήμου, ο δε Ζωσιμάς γύρισε πίσω στο Μοναστήρι ευλογώντας και δοξάζοντας το Θεό, διηγήθηκε δε όλα στους μοναχούς, χωρίς ν' αποκρύψει τίποτα, απ' όσα είδε κι' άκουσε. Εκείνοι δε όταν άκουσαν αυτά τα μεγαλεία του Θεού, υπερθαύμασαν και με πολύ φόβο και πόθο τηρούσαν τη μνήμη της Οσίας. Ο δε ηγούμενος Ιωάννης, αφού ερεύνησε και βρήκε σύμφωνα με τα λόγια της Οσίας μερικά σφάλματα στο μοναστήρι, φρόντισε και τα διόρθωσε, για να μη βγει και σ' αυτό το θέμα άχρηστος ή μάταιος ο λόγος της Οσίας. Στο μοναστήρι δε τούτο πέθανε και ο Αββάς Ζωσιμάς, σε ηλικία 100 χρονών.
Ορθόδοξον Ίδρυμα "Απόστολος Βαρνάβας"

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Σύντομος βίος του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου

 



http://1.bp.blogspot.com/-9pIRiiIU1vc/U4NVpvvZCjI/AAAAAAAAXIg/t7xz2kYiR98/s1600/agios-iwannis-o-rwssos-enas-paraxenos-doylos%C2%ABAenai-EpAnastasi.2.jpg

 
Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Βερνέζου
 

Πατρίδα του η Ν. Ρωσία (Ουκρανία). Σαν πιθανότερη χρονολογία της γέννησής του είναι το έτος 1690. Και τούτο γιατί στους πολέμους που άρχισαν το 1711 και τελείωσαν το 1718 είναι στρατιώτης του Τσαρικού Στρατού του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας. Τα Τουρκικά στρα­τεύματα ήσαν ακατάβλητα, βάδιζαν από νίκη σε νίκη, είχαν σπείρει τον τρόμο σ' όλα τα έθνη. Στρατιώτης ο Όσιος Ιωάννης μάχεται για να υπερασπισθεί την πατρίδα του, τη Ρωσσία. Γαλου­χημένος με τα νάματα της Ορθοδοξίας από τους Χριστιανούς γονείς του, τον συγκλονίζει η φρίκη του πολέμου, τα χιλιάδες παλληκάρια, γυναικόπαιδα, γέροι που κείτονται νεκροί στο πέρασμα της λαίλαπας, της πολεμικής μανίας των εχθρών.
Στις μάχες για την ανακατάληψη του Αζώφ με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του, αιχμαλωτίζε­ται και οδηγείται στην Κωνσταντινούπολη. Απ' εκεί στο Προκόπιο, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας της Μ. Ασίας, στην κατοχή ενός Αγά που διατηρούσε στρατόπεδο των Γενιτσάρων.

Βασανίζεται για να αρνηθεί τον Χριστό
 
Καταδικασμένος ψυχολογικά στην περιφρόνη­ση και το μίσος των Τούρκων, είναι ο «κιαφίρ», ο «άπιστος» που του αξίζουν σκληρά βασανιστήρια. Και τον χτυπούν με χοντρά ξύλα ραβδιά, τον κλω­τσούν, τον φτύνουν, του καίνε τα μαλλιά και το δέρμα της κεφαλής του με πύρινο τάσι. Τον πετούν στις κοπριές του σταύλου και τον υποχρεώνουν να ζει με τα ζώα.
 
Απαντά στα βασανιστήρια
 
Υπομένει όλα τα βασανιστήρια με καρτερία και αξιοθαύμαστη γενναιότητα. Λάμπει ο αδαμάντινος χριστιανικός του χαρακτήρας. Σαν τον ήλιο λάμπει ο υπέροχος εσωτερικός του κόσμος που ολόκληρος από τα παιδικά του χρόνια είναι δοσμένος στο Χριστό. Στους ξυλοδαρμούς, στις βρισιές και στις κλωτσιές των Τούρκων, απαντά με τα λόγια του Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενο­χώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;». Έχω πεποίθηση, πίστη και αγάπη στον Κύριό μου Ιησού Χριστό τον Μονογενή Υιό του Θεού μου και τίποτε απ' όλα τα δεινά, δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Του.

Σαν αιχμάλωτος υπακούω στις προσταγές σου, στις δουλικές εργασίες. σ Χριστό δεν σε έχω αφέντη, «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή άνθρώποις». Ενθυμούμαι το αγκάθινο στεφάνι, τους εμπτυσμούς, τους κολαφισμούς, τα ραπίσματα και αυτόν τον σταυρικό θάνατο και είμαι πρόθυμος να υποστώ και εγώ τα μεγαλύτερα και δεινότερα βάσανα και αυτόν τον θάνατον, τον Ιησού μου όμως δεν τον αρνούμαι.

Δέχεται ο Όσιος Ιωάννης τους σκληρούς όρους της μαρτυρικής ζωής, τα βασανιστήρια, τη διαμο­νή με τα ζώα στο σταύλο που του θύμιζε, όπως έλεγε, το σταύλο της Βηθλεέμ· τις ασκήσεις, νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές σε τέτοιο βαθμό, που δαμάσθηκε η θηριωδία των Τούρκων και έκπληκτοι τον ονομάζουν «βελή», άγιο.

Σε συνεστίαση Τούρκων αξιωματούχων θαυμα­τουργικά έστειλε με Άγγελο Κυρίου φαγητό σε χάλκινο πιάτο από το Προκόπιο της Μ. Ασίας στην Μέκκα της Αραβίας και ο Τούρκος Αγάς το έφαγε εκεί ζεστό. επιστρέφοντας έδειξε το πιάτο με το οικόσημο στους αξιωματούχους τρεις μήνες μετά. Το θαύμα αυτό που έγινε από τον Όσιο κατά παραχώρηση του Κυρίου, σταμάτησε το μίσος και την αδιάλλακτη μανία των βασανιστών του. Η πνευματική και ηθική ακτινοβολία του εδάμασε την θηριωδία των Τούρκων.

Το τέλος
 
1730 Μαΐου 27. Ένα στήριγμα είχε σε όλους τους αγώνες του και μία παρηγοριά στην τραχειά ζωή των βασανιστηρίων. Κατέφευγε σε προσευχές, γονυκλισίες, αγρυπνίες και κοινωνούσε κρυφά από τους Τούρκους, τα Άχραντα Μυστήρια. Η Θεία Κοινωνία κάθε Σάββατο ήταν η μεγάλη του ξεκού­ραση και ανάπαυση. Τελευταία ημέρα, 27 Μαΐου του 1730, ειδοποίησε τον ιερέα και εκείνος του πήγε τη Θεία Κοινωνία μέσα σε ένα μήλο που το είχε κουφώσει. Κοινώνησε εκεί στο σταύλο για τελευταία φορά. Η πρόσκαιρη αιχμαλωσία του, η δεινή κακοπάθεια πήραν τέλος· ο θαυμαστός Όσιος Ιωάννης πέρασε στην αιώνια αγαλλίαση και μακαριότητα, μόλις πήρε τα Άχραντα Μυστήρια.

Ο ενταφιασμός
 
Οι ιερείς και πρόκριτοι Χριστιανοί του Προκο­πίου, με άδεια του Τούρκου πήραν το σώμα. Με συγκίνηση και δάκρυα μέσα σε βαθειά κατάνυξη και ευλάβεια ο μέχρι χθες δούλος και σκλεται από Χριστιανούς - Τούρκους - Αρμενίους σαν αφέντης και δεσπότης. Σήκωσαν στον ώμο τους το πολύαθλο εκείνο σώμα, με θυμιατά και λαμπάδες, με ευλάβεια και προσοχή, το οδηγούν σε έναν τάφο στο Χριστιανικό κοιμητήριο, το ενα­ποθέτουν στη μάνα γη.

Θείο όραμα

Ο γέροντας ιερέας που κάθε Σάββατο άκουγε τον πόνο και τα βασανιστήριά του και του έδινε, τον κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, είδε στον ύπνο του τον Όσιο Ιωάννη τον Νοέμβριο του 1733. Του είπε ο Όσιος πως το σώμα του έχει μεί­νει με τη χάρη του Θεού μέσα στον τάφο ακέραιο, ολόκληρο, αδιάφθορο, όπως το έβαλαν στον τάφο πριν 3 1/2 χρόνια. Να το βγάλουν και θα είναι μαζί τους ως ευλογία Θεού στους αιώνες. Μετά τους δισταγμούς του ιερέα, κατά θεία παραχώρηση, ένα ουράνιο φως φωτίζει τον τάφο του Οσίου σαν πύρινος στύλος. Οι Χριστιανοί άνοιξαν τον τάφο και ω του θαύματος! Το σώμα του Οσίου βρέ­θηκε ακέραιο, αδιάφθορο και μυρωμένο με αυτή τη θεία ευωδία που συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα. Με πνευματική ευφροσύνη και ευλάβεια σήκωσαν, πήραν στην αγκαλιά τους αυτό το θείο δώρο, το ιερό λείψανο και το μετέφεραν στο Ναό που αγρυπνούσε ο Όσιος! Από την ημέρα εκείνη, 273 τώρα χρόνια, μπήκε το ιερό σώμα στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο Οσμάν Πασάς καίει το Ιερό Λείψανο

Σε μία εσωτερική διαμάχη και σύρραξη μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραήμ της Αιγύπτου ο απεσταλμένος Πασάς του Σουλτάνου, Οσμάν, καίει το Ιερό Λείψανο για να εκδικηθεί τους Χριστιανούς. Το ιερό σώμα οι Τούρκοι το είδαν να παίρνει κίνηση στη φωτιά. Έντρομοι εγκαταλείπουν το ανίε­ρο έργο τους και φεύγουν. Την άλλη ήμερα μετά την αποχώρηση των Τούρκων οι Χριστιανοί ανασηκώ­νουν τις στάχτες και τα κάρβουνα και βρήκαν σκε­πασμένο ολόκληρο το ιερό σώμα. Δεν είχε πάθει τίποτε, ευλύγιστο και μυρωμένο, του έμεινε μόνο το μαύρισμα από τους καπνούς και το πύρωμα.

Η σπηλιά στην Καππαδοκία
όπου πέρασε ο όσιος Ιωάννης τα χρόνια της αιχμαλωσίας του.
http://3.bp.blogspot.com/-5OVFsYBrorw/U4NWjY3iQaI/AAAAAAAAXIo/iMpdf4-b8cs/s1600/agios-iwannis-o-rwssos-enas-paraxenos-doylos%C2%ABAenai-EpAnastasi.3.jpg