Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου

Είναι ένας από τους σημαντικότερους οσίους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Αν και είχε ιδιαίτερα κακό παρελθόν, κατόρθωσε να ανακαλύψει την αλήθεια της χριστιανοσύνης και μάλιστα να αναγνωριστεί ως άγιος.
Ο Όσιος Μωυσής γεννήθηκε στην Αιθιοπία και ζούσε εκεί δουλεύοντας ως δούλος κάποιου πλούσιου κτηματία. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της γέννησης και του θανάτου του. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, δεν πίστευε στον Χριστό και ήταν πραγματικά πολύ «κακός άνθρωπος». Συνεχώς έκλεβε τον κτηματία και του προκαλούσε πολλά προβλήματα, με αποτέλεσμα να τον αναγκάσει να τον διώξει από τη δουλειά. Mη έχοντας πλέον δουλειά, έγινε αρχηγός συμμορίας ληστών και συνέχισε να διαπράττει εγκλήματα χειρότερα από τα προηγούμενα. Είχε φτάσει σε σημείο ακόμα να σκοτώνει ανθρώπους για να τους ληστεύει. Τα όργανα της εξουσίας της περιοχής τον καταζητούσαν αρκετό καιρό και αυτός μαζί με τη συμμορία του αναγκάστηκε να φύγει για να γλυτώσει από τη σύλληψη.

Η μεγάλη αλλαγή
Κατευθύνθηκε, λοιπόν, στην έρημο, όπου εκείνη την περίοδο ζούσαν πολλοί ασκητές. Συναναστρεφόμενος αυτούς, άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει και να ηρεμεί. Πίστεψε στη δύναμη της μετάνοιας και ζήτησε τη συγχώρεσή τους, για να λυτρωθεί. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα βαπτίστηκε και ήταν πλέον έτοιμος να περάσει από την παρανομία στην ασκητική. Σύμφωνα με όσα στοιχεία έχουν διασωθεί για τον βίο και τη δράση του, μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του μετάνιωνε και έκλαιγε συνεχώς για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στο παρελθόν. Θεωρούσε τον εαυτό του «κατώτερο από όλους τους άλλους ανθρώπους, αλλά και από ολόκληρη την κτίση».
Πολλά περιστατικά από την καθημερινή του ζωή ως ασκητή έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και δείχνουν πόσο είχε αλλάξει ο χαρακτήρας του. Κάποτε, μπήκαν στη σπηλιά του 4 ληστές, οι οποίοι τύχαινε να είναι παλιοί συνεργάτες του. Μόλις τον είδαν μέσα, σάστισαν. Το ίδιο και αυτός. Τότε, τους πήρε, τους έδεσε και τους οδήγησε στη συνάθροιση των γερόντων λέγοντας: «Σε μένα δεν αρμόζει πια να τιμωρήσω άνθρωπο». Οι ληστές, ακούγοντας αυτά τα λόγια, παραδέχτηκαν τις πράξεις τους, μετανόησαν και έγιναν και αυτοί μοναχοί!