Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Γιατί η Αγία Αναστασία ονομάζεται Φαρμακολύτρια – Το θαύμα με την κοπέλα που ήταν δεμένη με μάγια


Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας Μητροπολίτης Μιλήτου κ. Απόστολος μας εξηγεί γιατί η Αγία Αναστασία ονομάζεται Φαρμακολύτρια και μας μιλά για το θαύμα με την κοπέλα που ήταν δεμένη με μάγια

α) Δίδει φάρμακα καί θεραπεύει σωματικές καί ψυχικές ασθένειες
Τό επίθετο «Φαρμακολύτρια» της Αγίας έχει δύο έννοιες, μία γενική καί μία ειδική. Κατά τήν ευρύτερη, τήν γενική έννοια, η Αγία ονομάζεται έτσι, διότι όπως λέει ο Τρύφων Ευαγγελίδης στό βιβλίο του Βίοι Αγίων (σελ. 994) «είχεν άνωθεν παρά Θεού τήν δύναμιν νά λύη καί καταστρέφη των φαρμάκων καί των δηλητηρίων τά κακά αποτελέσματα καί τάς ενεργείας» ή διότι παρέχει η ίδια αφθόνως φάρμακα, «εκλύει» φάρμακα γιά τήν θεραπεία των σωματικών καί ψυχικών ασθενειών, όπως λέγει τό Μεγαλυνάριο μιάς ακολουθίας της: «Φάρμακα προχέουσα μυστικά ψυχών καί σωμάτων θεραπεύεις πάθη δεινά, ω Αναστασία, τη θεία ενεργεία· διό τάς χάριτάς σου πάντες κηρύττομεν».
β) Διότι λύνει τίς φαρμακείες, δηλαδή τά μάγια
Κατά τήν ειδική έννοια η Αγία ονομάζεται «Φαρμακολύτρια», διότι ανάμεσα στίς πολλές άλλες ιάσεις καί θεραπείες πού επιτελεί έλαβε από τόν Θεό τή Χάρη καί τή δύναμη νά γλυτώνει όσους έπεσαν στά δίχτυα των φαρμακών καί των φαρμακευτριών, δηλαδή των μάγων καί των μαγισσών. Λύνει τίς φαρμακείες, δηλαδή τά μάγια, καί γι αυτό ονομάζεται φαρμακολύτρια.
Παραθέτουμε ένα από τά παλαιά θαύματα της Αγίας πού αναφέρεται σέ θεραπεία μαγεμένης κοπέλλας καί έχει σχέση μέ τό μοναστήρι πού ήταν τότε ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, όπως τό διηγείται ο πατήρ Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (Βίοι Αγίων 89, Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, σελ. 34 ε.):
Μιά κοπέλλα ευγενής καί ωραία, πού καταγόταν από τήν Καππαδοκία, ήταν αρραβωνιασμένη. Επειτα μετάνοιωσε η νέα καί δέν τόν ήθελε τόν μνηστήρα. Αλλά γιά νά μήν τήν ενοχλεί εκείνος, έφυγε καί πήγε στό Μοναστήρι, πού ήταν Ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, κοντά στήν Κωνσταντινούπολη καί εκεί εμόνασεν.
Ο μνηστήρας της δέν μπορούσε μέ κανέναν τρόπο νά τήν βγάλη από τό Μοναστήρι. Ηταν μεθυσμένος από τόν έρωτα. Γι αυτό βρήκε ένα μεγάλο μάγο καί του έταξε πολλά χρήματα, αν θά μπορούσε νά καταφέρη τήν νέα μέ τά μάγια του, νά εγκαταλείψη τό Μοναστήρι καί νά γίνη γυναίκα του.
Ο μάγος εκεί στήν Καππαδοκία έκανε τά μάγια του καί η γυναίκα βγήκε από τίς φρένες της. Γύριζε όλο τό Μοναστήρι καί φώναζε τόν μνηστήρα μέ τό όνομά του. Ωρκιζόταν δέ, ότι εάν δέν της ανοίξουν τήν πόρτα νά πάη νά τόν βρή θά πνιγόταν.
Η Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, η Ηγουμένη, τήν έβλεπε σ αυτήν τήν κατάσταση, έκλαιγε καί έλεγε:·
– Αλλοίμονο σέ μένα τήν αθλία, διότι διά τήν αμέλειαν των βοσκών αρπάζουν οι λύκοι τά πρόβατα. Αλλά, πονηρέ διάβολε, άδικα κοπιάζεις. Ο Χριστός δέν θά σέ αφήση νά καταπιής τήν αμνάδα μου.
Τότε συγκέντρωσε όλη τήν αδελφότητα καί τίς δίδαξε νά φυλάγωνται από τίς πανουργίες του δαίμονος. Διέταξε κατόπιν νά νηστέψουν όλες όλη τήν εβδομάδα καί νά προσεύχωνται. Νά κάμνουν δέ διά τήν πάσχουσαν αδελφήν, κάθε μέρα χίλιες μετάνοιες. Ετσι προσευχόταν η κάθε μία στό κελλί της.
Τήν τρίτη νύχτα βλέπει η Αγία Ειρήνη εκεί πού προσευχόταν, τά μεσάνυχτα, μπροστά της τόν Μέγαν Βασίλειον, πού της είπε:
-Γιατί μάς ονειδίζεις Ειρήνη, ότι αφήνομε καί γίνονται στήν πατρίδα μας τά φοβερά καί ανόσια μάγια; Όταν ξημερώση, πάρε τήν άρρωστη μαθήτριά σου καί νά τήν πάς εις τάς Βλαχέρνας. Εκεί θά έλθη νά τήν θεραπεύση η Μήτηρ του Δεσπότου Χριστού, πού έχει τή δύναμη.
Ο Άγιος αμέσως έγινε άφαντος. Η Αγία πήρε τήν πάσχουσα καί δύο αδελφές, τίς εναρετώτερες, καί πήγε στόν Ναό των Βλαχερνών. Εκεί προσευχόταν όλη τήν ημέρα μέ δάκρυα. Τό μεσονύκτιον όμως από τόν κόπον αποκοιμήθηκαν.
Τότε βλέπει στόν ύπνο της η Αγία πολύ λαό, πού ετοίμαζαν τούς δρόμους. Ηταν χρυσοφορεμένοι, ολόφωτοι καί ραντίζανε μέ ευωδέστατα άνθη καί εθυμίαζαν. Η Αγία τούς ρώτησε, γιατί έκαμναν τόση ετοιμασία. Εκείνοι αποκρίθηκαν:
  • Η Μήτηρ του Θεού έρχεται. Ετοιμάσου καί σύ ν αξιωθής νά τήν προσκυνήσης.
    Τότε έφτασε η Παντάνασσα. Τήν ακολουθούσε πλήθος αμέτρητο αστραπηφόρων, τό δέ θείο καί σεβάσμιο πρόσωπό της έχυνε τόση λάμψη, πού δέν μπορούσε νά τό βλέπη άνθρωπος. ῞Οταν είδε όλους τούς εκεί αρρώστους η Παναγία, ήλθε καί στήν άρρωστη μαθήτρια της Ειρήνης. Η Ηγουμένη πέφτει στά πόδια της Παναγίας φοβισμένη καί έντρομη. Ακουσε όμως ότι η Θετόκος φώναξε τό Μέγαν Βασίλειον καί τόν ερώτησεν γιά τήν Ειρήνη, τί χρειαζόταν. Εκείνος της εξέθεσεν όλη τήν υπόθεση της νέας.
  • Καλέστε τήν Αναστασία, είπεν η Παναγία.
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια έφθασε αμέσως. Τότε η Θεοτόκος της είπε:
– Πηγαίνετε στήν Καισάρεια μέ τόν Βασίλειο, εξετάστε μέ επιμέλεια καί νά θεραπεύσετε αυτήν τήν κόρη της, διότι σέ σένα ο Υιός καί Θεός μου χάρισε αυτήν τήν χάριν.
Κατόπιν προσκύνησαν τήν Παναγία η Αγ. Αναστασία καί ο Μέγας Βασίλειος καί ανεχώρησαν εσπευμένως νά εκτελέσουν τήν εντολή. Ακουσε δέ καί η Οσία Ηγουμένη μιά φωνή, πού της έλεγε·:
– Πήγαινε στό Μοναστήρι σου, εκεί θά θεραπευθή.
Όταν η Χρυσοβαλάντου ξύπνησε, φανέρωσε καί στίς άλλες μοναχές τό όραμα καί ανεχώρησαν χαρούμενες. Ηταν Παρασκευή καί τήν ώρα του Εσπερινού μαζεύτηκαν όλες στό Ναό. Η οσία τούς διηγήθηκε τήν οπτασία καί τίς διέταξε νά σηκώσουν μάτια καί χέρια στόν Ουρανό καί νά λέγουν από τήν καρδιά τους τό «Κύριε ελέησον».
Επειτα από πολλή ώρα προσευχής μέ δάκρυα, φάνηκαν στόν αέρα πετώντας η Αναστασία η Φαρμακολύτρια καί ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος της είπε:
– Άπλωσε, Ειρήνη, τά χέρια σου. Δέξου αυτά καί μή μάς ονειδίζεις άδικα.
Αυτό της τό είπε, διότι η Οσία Χρυσοβαλάντου προσευχόταν στήν εικόνα του καί του έλεγε νά διώξη τούς Μάγους από τήν Καισάρεια. Άπλωσε τότε τά χέρια της καί πήρε ένα δέμα, πού ερχόταν από τόν αέρα καί τό οποίον εζύγιζε τρεις λίτρες.
Όταν όμως τό έλυσε, βρήκαν μέσα διάφορα μαγικά· σπάγγους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα καί γραμμένα ονόματα δαιμόνων, ιδιαιτέρως όμως είχαν δύο μικρά αγαλματάκια από μολύβι. Τό ένα ήτο του ανδρός τό ομοίωμα καί τό άλλο της μοναχής. Οι μοναχές εθαύμασαν καί όλη τήν νύχτα ευχαριστούσαν τήν Θεοτόκον.
Τό πρωί έστειλε η Ηγουμένη στίς Βλαχέρνες δύο μοναχές καί τήν πάσχουσαν. Εδωσε συγχρόνως εις αυτές καί τά προαναφερθέντα μαγικά, καθώς καί λάδι μέ πρόσφορον, γιά νά λειτουργήση ο Προσμονάριος.
Αυτός μετά τήν θείαν Λειτουργίαν έχρισε τήν άρρωστη από τό λάδι της κανδήλας. Επειτα έβαλε τά μαγικά επάνω στά αναμμένα κάρβουνα. Τήν ώρα δέ πού καιγόταν εκείνα, λύνονταν καί τά αόρατα δεσμά της μοναχής. Ηλθε τότε στό μυαλό της καί δόξαζε τόν Θεόν, πού τήν απάλλαξε.
Όταν όμως διαλύθηκαν τελείως τά μολυβένια αγάλματα, έβγαιναν φωνές μεγάλες από τά κάρβουνα, όπως κάνουν οι χοίροι, όταν τούς σφάζουν.
Όσοι ήσαν παρόντες καί έβλεπαν καί άκουγαν αυτά, φύγανε έντρομοι, δοξάζοντες τόν Θεόν, πού κάμνει τέτοια θαυμάσια. Κατόπιν επέστρεψαν οι μοναχές στό Μοναστήρι καί διηγόνταν στίς άλλες τά συμβάντα.

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: Ο διαπρεπής επίσκοπος Αντιοχείας και ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά τους Αποστόλους


«Θείῳ ἔρωτι ἐπτερωμένος, τοῦ σὲ ψαύσαντος χερσὶν ἀχράντοις θεοφόρος ἀνεδείχθης, Ἰγνάτιε».
Σήμερα, 20 Δεκεμβρίου, η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του αγίου Ιγνατίου, επισκόπου Αντιοχείας και αποστολικού πατέρα.
Γεννημένος πιθανότατα στη Συρία, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του χριστιανισμού και ο συστηματικότερος εκφραστής των δομών και της συνείδησης της Χριστιανικής Εκκλησίας στις αρχές του 2ου αιώνα. Υπήρξε αυτήκοος μαθητής των Αποστόλων και μάλιστα θεωρείται ως ο πρώτος μεγάλος θεολόγος μετά από αυτούς.
Ο άγιος Ιγνάτιος είναι γνωστός και ως θεοφόρος. Το όνομα αυτό είναι δηλωτικό της μεγάλης πίστης του, αφού έφερε στην καρδιά και την ψυχή του τον Χριστό. Η παράδοση διασώζει δύο πιθανές εκδοχές για το όνομα αυτό, που ωστόσο αμφισβητούνται. Κατά την πρώτη, μετά το θάνατό του βρέθηκε στο στήθος του γραμμένο το όνομα του Χριστού, ενώ κατά τη δεύτερη ο Ιγνάτιος ήταν το παιδί που αγκάλιασε ο Ιησούς παρουσιάζοντάς το ενώπιον των μαθητών του ως παράδειγμα αθωότητας, λέγοντας ότι όλοι πρέπει να γίνουμε αγαθοί όπως τα μικρά παιδιά. («ἐ­άν μή στρα­φῆ­τε καί γέ­νη­σθε ὡς τά παι­δί­α, οὐ μή εἰ­σέλ­θη­τε εἰς τήν βα­σι­λεί­αν τῶν οὐ­ρα­νῶν»).
Ο βίος και το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου
Τις περισσότερες πληροφορίες για το βίο του αγίου τις παίρνουμε από τις ίδιες τις επιστολές που συνέταξε. Όπως μαρτυρεί και το αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριό τους, γεννήθηκε και μορφώθηκε σε ένα περιβάλλον ελληνικό.
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο είχε συναναστραφεί τους αποστόλους, ενώ ο Ευσέβιος τον θέλει ακροατή του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο Ωριγένης, πάλι, βεβαιώνει ότι ο Ιγνάτιος υπήρξε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας (70-107 μ.Χ.), διάδοχος του Ευοδίου. Ως επίσκοπος ο Ιγνάτιος ποίμανε σαν αποστολικός διδάσκαλος και στάθηκε φρουρός των ψυχών του ποιμνίου του.
Τα χρόνια της επισκοπίας του βασίλευε στη Ρώμη ο Τραϊανός. Κατά το διωγμό που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών κι ενώ βρισκόταν στην Αντιόχεια προετοιμάζοντας πόλεμο κατά των Περσών, μερικοί του μίλησαν για τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο οποίος δίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνούν κάποιον νέο Θεό που πέθανε πάνω στον Σταυρό και την τρίτη μέρα αναστήθηκε. Επίσης δίδασκε να μισούν κάθε απόλαυση της ζωής και, κυρίως, να καταφρονούν τους θεούς των ειδωλολατρών και τις διαταγές των αρχόντων. Όταν τα άκουσε αυτά ο Τραϊανός, θύμωσε τόσο πολύ που δεν μπόρεσε να κρύψει την οργή του. Ποιος ήταν τάχα αυτός ο επίσκοπος που αψηφούσε τις διαταγές του; Όταν ο Ιγνάτιος παρουσιάστηκε θαρραλέα μπροστά του και υπερασπίστηκε τα δίκαια της Εκκλησίας και την αλήθεια της χριστιανικής πίστης, ο Τραϊανός διέταξε τη σύλληψή του και τη μεταφορά του στη Ρώμη.
Οι χριστιανοί της Ρώμης σκόπευαν να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο, αλλά ο Ιγνάτιος, με φλογερή δίψα προς το μαρτύριο, έγραψε σ’ αυτούς να αφήσουν να γίνει το θέλημα του Θεού. Σε μί­α επι­στο­λή που τους απέστειλε ονο­μά­ζει τον εαυ­τό του «σι­τά­ρι του Θε­ού», που πρέ­πει να α­λε­σθεί με το μαρ­τύ­ριο, για να βρε­θεί «κα­θα­ρός άρ­τος του Θε­ού». Έτσι την 20ή Δεκεμβρίου του έτους 107 μ.Χ. τον έριξαν στο Κολοσσαίο, όπου πεινασμένα λιοντάρια τον κατασπάραξαν.
Διασώθηκαν μόνο τα μεγαλύτερα από τα οστά του, που μεταφέρθηκαν και ετάφησαν με τιμές στην Αντιόχεια. Αργότερα μετακομίσθηκαν στη Ρώμη (β΄ ανακομιδή το 540 μ.Χ.) και εναποτέθησαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Κλήμεντος, ενώ η κάρα του αγίου βρίσκεται σήμερα στη Μητρόπολη Βεροίας.
Η αξία των επιστολών του
Η σπουδαιότητα του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας απορρέει και από τις διασωθείσες επιστολές του προς διάφορες Εκκλησίες και προς τον επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο, γιατί καταγράφουν την πορεία της Εκκλησίας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο κατά το τέλος του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα.
Ο άγιος Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές, Προς Εφεσίους, Προς Μαγνησιείς, Προς Τραλλιανούς, Προς Ρωμαίους, Προς Φιλαδελφείς, Προς Σμυρναίους και Προς Πολύκαρπον.
Οι επιστολές αυτές έχουν ως κύριο στόχο την εμμονή στην αρετή και την πίστη, την ομόνοια μεταξύ των πιστών, την αποφυγή των ετεροδοξιών και την υπακοή στον Επίσκοπο, ως το κέντρο της Εκκλησιαστικής εν Χριστώ ζωής και ενότητας της Εκκλησίας. Διαφέρει μόνον η προς Ρωμαίους επιστολή, καθώς συντάχθηκε με σκοπό να πείσει τους χριστιανούς της Ρώμης να μην προβούν σε ενέργειες για τη διάσωσή του από το μαρτύριο, επειδή επιθυμούσε δια του μαρτυρικού θανάτου του να επιτύχει την τελείωση.
Η σημαντικότητα των επιστολών του αγίου Ιγνατίου είναι μεγάλη, διότι μέσα από αυτές καταγράφεται ο ιστορικός τρόπος μετάβασης της αδιάκοπης αποστολικής διαδοχής από τους αποστόλους στους επισκόπους, ενώ παράλληλα διασώζονται και σημαντικά ιστορικά στοιχεία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων.
Εν κατακλείδι ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ήταν αυτός που δίδαξε την αξία της σχέσεως του επισκόπου με τους πιστούς και τη σημασία του όρου «χριστιανός», αφού πρώτος τον χρησιμοποίησε στα συγγράμματά του, και αυτός που εν τέλει μετέδωσε την παράδοση και την παρακαταθήκη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Πολύ νά προσέχουμε ἀπό τούς αἱρετικούς, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος,




Πολύ νά προσέχουμε ἀπό τούς αἱρετικούς, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, γιατί μιλᾶνε μέ δόλιο τρόπο. Τό πικρό δηλητήριό τους, λέει, τό κερνᾶνε μέ μέλι καί ἔτσι παραπλανῶνται οἱ ἀμαθεῖς καί παρασύρονται στήν πλάνη (βλ. Τραλ. 6). Κατά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀντίθετα μέ αὐτό πού ἔλεγαν οἱ αἱρετικοί Δοκῆτες, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε πραγματικά ἄνθρωπος σαρκωθείς στήν ἁγιασμένη Κοιλία τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος στίς ἐπιστολές του (βλ. Ἐφεσ. 7,2) ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ Χριστό καί «ἐκ Θεοῦ» καί «ἐκ Μαρίας» γεννηθέντα. Τόν ὀνομάζει καί «ἀπαθῆ» καί «παθητό». «Ἀπαθής», γιατί ἦταν Θεός καί «παθητός», γιατί ἦταν ἄνθρωπος.

  1. Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι πραγματικά Θεός καί πραγματικά ἄνθρωπος, μέ μία λέξη Θεάνθρωπος, αὐτό πού κοινωνᾶμε στήν Θεία Λειτουργία εἶναι πραγματικά «ἡ Σάρκα τοῦ Χριστοῦ πού ἔπαθε» (Σμυρν. 7,1), εἶναι αὐτό τό Ἴδιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού χύθηκε στόν Γολγοθᾶ τήν Μεγάλη Παρασκευή. Γιά τήν Θεία Κοινωνία λέγει πολύ ὡραῖες ἐκφράσεις ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀδελφοί. Λέει ὅτι εἶναι «φάρμακο ἀθανασίας», «ἀντίδοτο τοῦ μή ἀποθανεῖν». Αὐτό σημαίνει ὅτι γιά τίς ἁμαρτίες πού κάνουμε καί οἱ ὁποῖες μᾶς φέρνουν τόν θάνατο τῆς ψυχῆς μας, γιά «ἀντίδοτο» νά μήν πεθάνουμε, πρέπει νά κοινωνᾶμε στήν Θεία Λειτουργία τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἱερέας, ὅταν κοινωνάει τόν πιστό, τοῦ λέγει: «Εἰς ζωήν αἰώνιον καί ἀθάνατον». Γι᾽ αὐτούς πού κοινωνᾶνε μέ καθαρή τήν καρδιά, λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ὅτι γίνονται «θεοφόροι», «χριστοφόροι», «ναοφόροι» καί «ἁγιοφόροι» (Ἐφεσ. 9,2)!

  1. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος εἶναι ὁ πρῶτος πού ὀνόμασε τήν Ἐκκλησία μας «Καθολική» (Σμυρν. 8,2), τήν δέ ὀνομασία αὐτή ἀκοῦμε στό Πιστεύω μας, ὅταν λέμε «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ὥστε λοιπόν δέν εἶναι Καθολικοί οἱ Παπικοί, ὅπως θέλουν νά λέγονται, ἐπειδή ἔχουν κοσμικές ἐπιδιώξεις νά ἐξαπλωθοῦν παντοῦ, ἀλλά ἐμεῖς, οἱ Ὀρθόδοξοι, εἴμαστε τά πραγματικά μέλη τῆς πραγματικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. – Ἀλλά τί εἶναι Ἐκκλησία, ἀδελφοί μου; Γιά τήν Ἐκκλησία ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέγει ὅτι εἶναι «τό θυσιαστήριο» (Ἐφεσ. 5,10. Τραλ. 7,2), δηλαδή ἡ Ἁγία Τράπεζα, δηλαδή ἡ Θεία Λειτουργία, πού γίνεται ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ὥστε λοιπόν στήν Θεία Λειτουργία λαμβάνουμε τήν οὐσιαστική ἔννοια τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία. Καί λέγω τώρα: Ἀφοῦ μέ τούς Παπικούς δέν μποροῦμε νά τελέσουμε μαζί τήν Θεία Λειτουργία, δέν συνιστοῦν αὐτοί οἱ Παπικοί Ἐκκλησία. Ἐκκλησία εἴμαστε μόνο ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, γι᾽ αὐτό καί λέμε «Εἰς ΜΙΑΝ, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ὁ ὅρος ὅμως καί ἡ προϋπόθεση, κατά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, ὅτι ἀνήκει κάποιος στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἑνότητά του μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ἀνήκει αὐτός (Σμυρν. 8,1. 9,1. Φιλαδ. 3,2).

  1. Τέλος, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος δίνει μιά ὡραία ἑρμηνεία γιά τήν μνηστεία τῆς Παρθένου Παναγίας μέ τόν Ἰωσήφ, πού θέλω νά σᾶς τήν πῶ, ἀγαπητοί μου. Γιατί ἐμνηστεύθη τόν Ἰωσήφ ἡ Παναγία μας, ἀφοῦ ὡς σκοπό εἶχε τήν παρθενία; Αὐτό, λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ἔγινε κατά τό σοφό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀπατηθεῖ ὁ Διάβολος. Γιατί ὁ Διάβολος ἄκουσε τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐου, ὅτι ὁ Μεσσίας θά γεννηθεῖ ἀπό παρθένο (βλ. Ἠσ. 7,14). Δέν εἶχε ὅμως συμφέρον ὁ τρισκατάρατος Διάβολος νά γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας, ἐπειδή θά τοῦ κατέλυε τά ἔργα του (βλ. Α´ Ἰωάν. 3,8). Γι᾽ αὐτό καί βάλθηκε, ὅπως τό λέμε, νά μολύνονται οἱ γυναῖκες ἤ νά ὑπανδρεύονται, ὥστε νά μήν ὑπάρχει παρθένα γυναίκα νά γεννήσει τόν Μεσσία. Ἔτσι, ὅταν ἐμνηστεύθη ἡ Παρθένος Μαρία τόν Ἰωσήφ, ὁ Διάβολος ἐνόμισε ὅτι οὔτε καί Αὐτή θά εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Μεσσίου, ἀφοῦἐμνηστεύθη. Τήν ἔπαθε ὁ «μπατίστας»! Ὅπως αὐτός ἀπάτησε τούς Πρωτοπλάστους καί τούς παρέσυρε νά φᾶνε τόν ἀπηγορευμένο καρπό, ἔτσι ἀπατήθηκε καί ὁ ἴδιος τώρα! Καί τήν ἴδια ἀπάτη τήν ἔπαθε καί στόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος μιλάει γιά τρία «μυστήρια κραυγῆς», τήν παρθενία τῆς Παναγίας, τόν τοκετό Της καί τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα «ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη» (βλ. Ἐφεσ. 19,1)!

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας, «ΑΠΛΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ», Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2011, αριθ. 54, σ. 260 κ.ε.

Η Επιστολή του Αγ. Ιγνατίου του Θεοφόρου προς τον Αγ. Πολύκαρπο Σμύρνης”. Ομιλία του Θεοφιλ. Επισκόπου Κνωσού κ. Μακαρίου. (2002)


Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓ. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΣΜΥΡΝΗΣ
Στις 23 Φεβρουαρίου του έτους 167, το αιχμηρό ξίφος του δημίου της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής εξουσίας, πέφτει επί τον μάρτυρα του Χριστού Πολύκαρπο επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων, προκειμένου να τελειωθεί η μαρτυρία και το μαρτύριο του για το Χριστό.
Γεννήθηκε 60 χρόνια περίπου μετά το Χριστό και οδηγήθηκε από αρετή και σωφροσύνη μέχρι στην με μαρτύριο ομολογία του για την αλήθεια του Χριστού.
Εμαθήτευσε κοντά σε μεγάλους κατά το βίωμα άνδρες της χριστιανικής αποκαλυπτικής ζωής, όπως π. χ. τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και Θεολόγο και συνδέθηκε με μεγάλους κατά την πίστη άνδρες, όπως τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο.
Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, δεύτερος Επίσκοπος Αντιοχείας κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας και διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, κατά τον Ωριγένη, αποκαλών όμως τον εαυτό του «επίσκοπον Συρίας», στέλνει λοιπόν στο Άγιο Πολύκαρπο Επίσκοπο Σμύρνης, μια επιστολή ενταγμένη μέσα στο κλίμα της τότε εκκλησιαστικής καταστάσεως.
Η επιστολή χωρίζεται σε 8 παραγράφους διαπνεόμενες από την ποιμαντική αγωνία του Αποστολέα προς τον παραλήπτη και συνεπίσκοπο του Πολύκαρπο. Ειδικώς:
  1. στην πρώτη παράγραφο, μετά το χαιρετισμό και τα προκαταρτικά, απευθύνει νουθεσίες και τονίζει την ανάληψη της ευθύνης και της ενότητος, εκ μέρους του Πολυκάρπου, για το ποίμνιο.
  2. Στην δεύτερη παράγραφο, εξειδικεύει τους τρόπους ποιμαντικής επέμβασης, με κύριο γνώμονα την κατά περίπτωση εξέταση των προβλημάτων στην Σμύρνη.
  3. Στην τρίτη παράγραφο, αναφέρεται στις αιρέσεις, στην ανάγκη της σταθερής παραμονής στην πίστη, στην μελέτη των περιστάσεων και προβλημάτων, αλλά και στην προσδοκία του Κυρίου.
  4. Στην τέταρτη παράγραφο, γράφει για την αύξηση της λατρείας και τις διάφορες κοινωνικές τάξεις.
  5. Στην πέμπτη παράγραφο, αναγράφει για την καλή συζυγία και την εν Χριστώ αγνότητα.
  6. Στην έκτη παράγραφο, τονίζει την υπακοή και προσοχή στον Επίσκοπο, στους ιερείς και διακόνους και στα εκ του Αγίου Βαπτίσματος αποκτώμενα πνευματικά όπλα.
  7. Στην έβδομη παράγραφο, τονίζει τα μέτρα εκείνα που πρέπει να λάβει ο Πολύκαρπος για να διατηρήσει την ειρήνη της εκεί, αλλά και της ευρύτερης εκκλησιαστικής περιοχής.
  8. Τέλος στην όγδοη και τελευταία παράγραφο της επιστολής, προτείνει και άλλους τρόπους επικοινωνίας με άλλες τοπικές Εκκλησίες, λόγω δικής του αδυναμίας να πράξει αυτό, κλείνoντας με χαιρετισμούς και ασπασμούς σε γνωστά του πρόσωπα, τονίζοντας την ενότητα του σώματος της Εκκλησίας στο «όνομα του Θεού και της επισκοπής».
Η επιστολή κηρύσσει την αγάπη προς το Θεό, η οποία είναι αχώριστη της Χριστιανικής πίστεως. Επιμένει στην ακλόνητη εμπιστοσύνη στο Θεό, η οποία δημιουργεί την ευστάθεια και το θάρρος και όλες τις αρετές της καλής δράσεως και ευδόκιμης ενέργειας, καθώς και την ευτολμία και την ευψυχία, την οποία επέδειξαν οι Αποστολικοί Πατέρες, στους οποίους ανήκουν οι Άγιοι Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και Πολύκαρπος Σμύρνης.
Οι λεγόμενοι υπό της θεολογίας, Αποστολικοί Πατέρες είναι ένας πρώτος χρυσός κρίκος της Αγιοπνευματικής Πατερικής Παραδόσεως, ένας θείος χορός μαρτύρων, ομολογητών, και κηρύκων της ευσέβειας, διδασκάλων της αληθείας, πράγμα αποδεικνυόμενο και από τις σωζόμενες  χειρόγραφες διδασκαλίες των.
Πρώτη διαπίστωση από την ανάγνωση και επιμελή εξέταση της επιστολής είναι ότι δεν υπάρχει στο κείμενο καμιά αοριστία ή γενικολογία για την αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών προβλημάτων. Είναι επιστολή ποιμαντικής μέριμνας και επισκοπικής ευθύνης για την ενότητα της πίστεως και για την γνήσια πνευματική τροφοδοσία του λαού του Θεού.
Τα πάντα είναι κάτω από την βούληση και τη χάρη του Θεού, ακόμα και η κατά στιγμή συγκεκριμένες καταστάσεις που αναφέρεται ο επιστολογράφος, για να τύχουν στην συνέχεια της αναλόγου πνευματικής θεραπείας.
Οι περιπτώσεις αυτές γίνονται όμως και αφορμές για να ληφθούν τα απαραίτητα, μετά προσευχής και προσοχής, μέτρα εκείνα, ως π . χ. η εκκλησιαστική πρόνοια, που θα οδηγήσουν χωρίς κραδασμούς στην απρόσκοπτη πορεία του σκάφους της Εκκλησίας.
Τι όμως πρέπει να κάνει ο Πολύκαρπος για να επιτύχει αυτό; Του γράφει λοιπόν ο Άγιος Ιγνάτιος: «Οι περιστάσεις απαιτούν από σένα, όπως οι κυβερνήτες πλοίων περιμένουν τους ανέμους και όπως ο ναυαγός το λιμάνι, για να επιτύχουν τον Θεό. Να είσαι προσεκτικός και άγρυπνος ως αθλητής του Θεού».
Απ΄ την άλλη τι πρέπει να κάνουν οι χριστιανοί; Γράφει λοιπόν ο Ιγνάτιος γι΄ αυτούς: «Να προσέχετε τον Επίσκοπο, για να προσέχει και σας ο Θεός. Λύτρο είμαι εγώ για εκείνους που υποτάσσονται στο Επίσκοπο, στους πρεσβυτέρους και διακόνους… να κοπιάζετε ο ένας για τον άλλο, να συναγωνίζεστε, να συντρέχετε, να συμπάσχετε… ως οικονόμοι του Θεού και συμμέτοχοι και υπηρέτες».
Η επιστολή απευθύνεται στον Πολύκαρπο και ας σημειωθεί εδώ επιγραμματικώς, λόγω ελλείψεως χρόνου, η διαδρομή της εκφράσεως της ποιμαντικής αγωνίας του Ιγνατίου που περνά από την υπεύθυνη κάλαμο της συγγραφής του, για να φθάσει στο αγαπητό του Πολύκαρπο.
Εξάγεται ένας κατάλογος υπενθυμίσεως των γενικών επισκοπικών ευθυνών ήτοι: Επιμέλεια, προσευχή, αγάπη προς πάντας, καθαρότητα ζωής, πηδαλιουχία του σκάφους της Εκκλησίας, αντιμετώπιση των αιρέσεων, σταθερή πίστη, πρωτίστως η προσδοκία του Θεού, φροντίδα για τις ευπαθείς κοινωνικές τάξεις, χήρες, δούλους κ. λ. π., αύξηση της λατρείας του Θεού, καταπολέμηση της υπερηφάνειας, αποφυγή της δολιότητας, διδασκαλία για να υπάρχει ισορροπία των σχέσεων ανάμεσα στους συζύγους, παρθενία χωρίς καύχηση, υπακοή στο Επίσκοπο και τους κληρικούς, συνδρομή στους πάσχοντες, αρεστοί στο Θεό, μακροθυμία, φροντίδα για την ευστάθεια της Εκκλησίας, αγαθοεργίες, επικοινωνία με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες για να κάνουν και αυτές το ίδιο κ. λ. π.
Ο ανωτέρω κατάλογος, ενώ απευθύνεται στον Επίσκοπο Πολύκαρπο, για να του τονώσει περισσότερο την αγωνιστικότητά του, για να του υπενθυμίσει έντονα τις εκκλησιαστικές ευθύνες του, την ίδια στιγμή κάτω από τις γραμμές του κειμένου της επιστολής, αφήνει να διαγραφεί η προβληματική για τα απασχολούντα την κοινωνία προβλήματα, χωρίς να αφαιρεί την ευθύνη της Εκκλησίας, μετατρέποντάς την δηλαδή σε απλό καταγραφέα αυτών ή αδέκαστο κριτή, αλλά μάλλον καθιστώντας την ως πρωτοϋπεύθυνη γι΄ αυτά.
Συγκαθιστά μετά του Επισκόπου, υπεύθυνους όλους τους εν Χριστώ βαπτισμένους ανθρώπους, δηλαδή τα μέλη της μιας Αγίας του Χριστού Εκκλησίας.
Γράφει γι΄ αυτούς ο Ιγνάτιος: «Κανείς σας να μην γίνει λιποτάκτης. Το βάπτισμα ας παραμείνει ως όπλο σας, η πίστη ως περικεφαλαία, η αγάπη ως δόρυ, η υπομονή ως πανοπλία, τα έργα σας ως παρακαταθήκη σας, για να λάβετε άξια το μισθό σας» και σε άλλο σημείο: «Ο χριστιανός δεν έχει εξουσία στον εαυτό του, αλλά αφοσιώνεται στο Θεό. Αυτό το έργο είναι του Θεού και δικό σας, όταν το ολοκληρώσετε».
Η κτητική διάθεση για τα πνευματικά είτε για τον Επίσκοπο είτε για τους άλλους κληρικούς, είτε για τα μέλη της Εκκλησίας, είναι ξένη για την πίστη του Ευαγγελίου. Τίποτα δεν είναι αποκλειστικά δικό μας. Τα πάντα είναι του Θεού δημιουργού και εμείς είμαστε οι διακονητές και οι κατά χάριν συνεργοί του στον έργο Του.
Το ανακάτεμα της πνευματικής αναζήτησης με την κτητική διάθεση π. χ. γνώση του Θεού επί των αιρέσεων, αυτάρκεια πνευματική επί των αλαζόνων, ενδοκόσμια απόλαυση αγαθών επί των εχόντων και ιδιαίτερα λόγω θέσεων εκκλησιαστικών που γίνονται σεβαστές από άλλους, ένεκα της ιεράς ιδιότητός των, δημιουργεί μεγάλους πειρασμούς και περισπάσεις, τις οποίες ο επιστολογράφος τις γνωρίζει καλώς, ως αγωνιζόμενος Επίσκοπος της Εκκλησίας.
Είναι γνωστό γι΄ αυτόν, ότι ναι μεν είναι τέλεια διαστροφή και αμαρτία τα παραπάνω, αλλά γνωρίζει ο Άγιος Πατήρ και την εξέλιξή των, την κατ΄ ουσίαν πτώση, ήτοι την λεγόμενη και στις μέρες μας, ιδιωτική πνευματικότητα. Πνευματικότητα με φραστικές μόνο επικλήσεις της Εκκλησίας και όχι κλίση των εγωιστικών αυχένων, εμπρός στο ταμείο της χάριτος και εμπρός στην συσσωρευμένη εμπειρία της Αγιαζούσης Εκκλησίας.
Να, γιατί στην Επιστολή προς Πολύκαρπον, γράφει: «Να προσέχετε τον Επίσκοπο για να προσέχει και σας ο Θεός» και «να μείνετε σε ενότητα και του Θεού και της Επισκοπής».
Είναι ο ποιμαντικός φόβος η πάλλουσα αποστολική αγωνία, από τον εγωκεντρικό εκτροχιασμό και την άρνηση της εν Χριστώ ενότητος, φανερούμενη στο πρόσωπο του Επισκόπου ως πατρός, μοναδικού φορέα της γνήσιας Αποστολικής χάριτος και ενότητος της Εκκλησίας.
Το περιεχόμενο των λέξεων αυτών, μας οδηγεί στην ανάγκη να αναφέρουμε και μια άλλη επιστολή του Ιγνατίου του Θεοφόρου, την «προς Σμυρναίους». «Ιγνάτιος ο Θεοφόρος προς την Εκκλησίαν του Θεού Πατρός και του αγαπημένου Ιησού Χριστού που είναι εγκαθιδρυμένη στην Σμύρνη της Ασίας, την πληρωμένη με πίστη και αγάπη». Γράφει και εκεί για τα στοιχεία της χριστιανικής πίστεως και μεταξύ άλλων συνιστά: «Πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε» και «όπου αν φανεί επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί και η καθολική Εκκλησία».
Εδώ δεν μπορούμε να αποκρύψουμε το αντιτασσόμενο επιχείρημα, εκείνο δηλαδή που λεει: για να αποφύγω την ανθρώπινη ιδιοτροπία του Επισκόπου, ζητώ ναι μεν να ευρίσκομαι σε πνευματική αναφορά προς αυτόν τηρουμένων των σχημάτων, αλλά δεν θέλω να έχω ουδεμία άλλη εν Χριστώ αναφορά και ενεργώ άνευ αυτού. Μάλιστα ορισμένοι επιτελούν όπως λένε, ευκολότερα τα πνευματικά τους καθήκοντα ή τα εκκλησιαστικά των έργα κατ΄ αυτόν τον τρόπον.
Ιδιωτική πνευματικότητα όμως δεν υπάρχει για τους Αποστολικούς χρόνους και τους Αποστολικούς Πατέρες. Είναι αδιανόητο για τον Άγιο Ιγνάτιο και γράφει στον Σμύρνης Πολύκαρπο, στην επιστολή που μας δίνει σήμερα την ευκαιρία αυτών των αναφορών, στην πέμπτη παράγραφο, ότι ακόμα και αν έχει κανείς την αγνότητα, αρετή δηλαδή των Αγγέλων, «αν διακριθεί περισσότερο από τον Επίσκοπο, έχει χαθεί».
Εννοεί τας παντοειδείς αποσχίσεις από την Εκκλησία, ακόμα και εκείνες που γίνονται στο όνομα της αρετής. Καμιά αρετή, ούτε και η αγνότητα δεν μπορεί να ανέβει παραπάνω από το βίωμα της Εκκλησιαστικής Κοινότητος, ως Ευχαριστιακής Σύναξης εν Χριστώ.
Που μπορεί να οδηγήσει αυτή η διαστροφή, η έχουσα πολλές μορφές; Στην ακραία της μορφή μέχρι την αίρεση. Όπως ακριβώς και ο Επίσκοπος απομακρυνόμενος της Συνόδου της Εκκλησίας παύει να είναι πατήρ ή ο κληρικός, ευσεβής κληρικός, απομακρυνόμενος από το υπό τον Επίσκοπο πρεσβυτέριο.
Τι ήταν λόγου χάρη ο Άρειος; Ένας πρεσβύτερος της Εκκλησίας και μάλιστα ευλαβής πρεσβύτερος. Που κατέληξε; Στην αίρεση. Γιατί;  Ένεκα της αποκοπής από τον κορμό της Εκκλησίας.
Ο κορμός αυτός είναι για όλους κοινός και οι καρποί του ηδύγευστοι, ως έχοντες εκ των ευλογιών των καρπών του Πνεύματος του Θεού, που υπέρλογα ελεεί, τρέφει και συντηρεί, το μυστήριο της αγιότητος της Εκκλησίας.
Έχει καρπούς καμωμένους εκ των πολύμοχθων αγώνων, των μελών Αγίων της Εκκλησίας, στο όνομα του Θεού. Η Εκκλησία. Το μυστήριο αυτό που διαιωνίζεται και μένει και αυξάνεται, για να φθάσουν οι κλώνοι του, στο άχρονο βάθος της βασιλείας του Θεού και μέχρι στον συμβατικό χρόνο των βασιλειών και ηγεμονιών του μεταπτωτικού κόσμου τούτου. Γεγονός επεκτεινόμενο μέχρι την συντέλεια των πάντων, για να κηρυχθεί σ΄ όλη την οικουμένη έστω και για στιγμή, εις όλην την υφήλιο, η αλήθεια, το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Όμως το τεμαχίζουν και το μεταμορφώνουν για να διακοσμήσουν το ξύλο της γνώσης των πρωτοπλάστων, αντί του ξύλου της ζωής. Αυτή ήταν η πίστη του Πολυκάρπου και του Ιγνατίου. Εκκλησία και Αποστολική ευθυκρισία και πίστη ζωής αληθούς.
Βέβαια, η αποφλοίωση και απόξυση του κορμού αυτού, από τότε μέχρι σήμερα, δεν ξεκινούσε μόνο από τους απ΄ έξω, αλλά και ως προείπαμε από τους εντός.
Από την προερχομένη τύφλωση εκ της φυγής της σκέπης του δένδρου της Εκκλησίας, σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Εκείνο είναι που απασχολεί τον Ιγνάτιο. Δεν γράφει, όπως και όλοι οι άλλοι θεοφόροι Άγιοι Πατέρες, από ανάγκη μιας διαθέσεως να γράψει ή για να προβάλει κάτι, αλλά μάλλον στην περίπτωση της παρούσης επιστολής, για να προλάβει.
Για το λόγο αυτό, δηλαδή για την Εκκλησία, όχι ως οικοδόμημα ή ως θεσμό, αλλά ως σώμα Χριστού, κάνει συνκοινωνό της πνευματικής αγωνίας του, τον Πολύκαρπο Σμύρνης, για να μη τραυματίζεται το σώμα του Χριστού, για να προλάβει τα κακά της εποχής των, ως επί παραδείγματι τις αιρέσεις που κατάτρωγαν συνειδήσεις και οικογένειες και μέλη του ποιμνίου.
Την εποχή εκείνη δρούσαν οι αιρέσεις των Ουαλεντινιανών και των Μαρκιωνιτών, γι΄ αυτό στην τρίτη παράγραφο, γράφει στους Σμυρνιούς να προσέχουν από αυτούς «που φαίνονται ότι είναι αξιόπιστοι και διδάσκουν άλλες διδασκαλίες. Μείνε σταθερός ωσάν το αμόνι που κτυπιέται. Χαρακτηριστικό μεγάλου αθλητού είναι να δέρνεται και να νικά».
Οι Μαρκιωνίτες, γνωστικοί δημιουργώντας αντίθεση μεταξύ Ευαγγελίου και παλαιού νόμου, Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού, εμόρφωσαν δικό τους σύστημα, παραδεχόμενοι τον πονηρό θεό και τον αγαθό θεό και μεταξύ αυτών τον δίκαιο θεό και αφού αυτοί ήλθαν σε διάσταση για πολλά και διάφορα, ου της παρούσης, ο εξ αυτών αγαθός θεός, έστειλε τον Χριστόν εν σώματι, κατά δόκησιν κ. λ. π., πράγματα τα οποία ετάραξαν την Εκκλησία από την εποχή του Πολυκάρπου, ως τον 4ο αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αιτία προσελεύσεως σ΄ αυτούς, πολλών ανθρώπων ήταν η ηθική αυστηρότητα.
Απ΄ την άλλη  οι Ουαλεντινιανοί, οξύτατοι γνώστες της ελληνιζούσης φιλοσοφίας, από προσωπικούς λόγους αποσχίσθηκαν της Εκκλησίας μετατρεπόμενοι σε γνωστική αίρεση. Κατασκεύασαν δικούς τους ψαλμούς, δικό τους σύστημα για την δημιουργία του κόσμου και έφθασαν να μιλούν, από την πολύ θα λέγαμε γνώση, έφθασαν να πού για τον ψυχικό μεσσία Χριστό.
Μπαίνω στο πειρασμό να σκέπτομαι τώρα διάφορες πλευρές των αιρέσεων των ημερών μας και μάλιστα να κάνω συγκρίσεις και να θέτω ερωτήματα γιατί αποκηρύχθηκαν από την Εκκλησία και γιατί τόσος ο αγώνας της Εκκλησίας, να διατηρήσει αρραγή την ενότητα  της πίστεως. Ανέχεται τα παραεκκλησιαστικά μέχρι όμως του σημείου που δεν θίγουν την πολύτιμη ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Δεν θέλει πολύ να ξεστρατίσει κανείς. Η αγωνία του Ιγνατίου ξεδιπλώνεται στην επιστολή του προς τον Πολύκαρπο Σμύρνης, γιατί γνωρίζει τις ανάγκες του τόπου, τον είχε επισκεφθεί, τα προβλήματα, τα πρόσωπα, αλλά και την πνευματική ζημία από την απώλεια των ψυχών έξω από την Εκκλησία.
Ξαναγυρίζω σε μερικά αποσπάσματα της επιστολής «Τα δόλια τεχνάσματα απέφευγε, να μη φέρεσαι με υπερηφάνεια, Όποιος μπορεί να μένει σε αγνότητα, ας μένει χωρίς καύχηση. Αν όμως καυχηθεί χάθηκε».
Τι είναι αυτό;
Να τραυματίσεις την έσω λεπτότητα των πνευματικών αισθητήρων εκείνων που λαμβάνουν σωτήρια και ευεργετικά πράγματα και να αρχίσεις να λες από αναπηρία, το θόρυβο και τας ηχάς, γλυκό άκουσμα. Να μη λαμβάνεις τους μικρούς εκείνους ήχους που σώζουν αφού η αρμονία κρύβεται σ’ αυτούς τους λεπτούς και μικρούς ήχους σ΄ αυτές τις λεπτές ισορροπίες της σωτηρίας.  Τρομερό για την συνείδηση του Ιγνατίου να ζήσης τη θλιβερή κατίσχυση του θορύβου της απώλειας.
Κρατά στην επιστολή τον εσωτερικό θησαυρισμό και φέρνει σε δεύτερη θέση, όλα τα άλλα. Απαραίτητα να γίνονται γατί είναι ευαγγελική εντολή, όμως κανένας κοινωνικός ακτιβισμός δεν δικαιολογεί την παραθεώρηση της βασικής οδού, της προσμονής του Κυρίου.
Καμιά παραδοσιακότητα υπό την μορφή των κατοχυρωμένων θιασωτών δεν δικαιολογεί  λατρεία προσώπων ή ιδεών πάνω από τον Θεό.
Κανένας κοινωνισμός δεν δικαιολογεί στην εποχή των αποστολικών πατέρων, την πρόταξη των υλικών και την εισδοχή του κοσμικού στα πνευματικά.
Μου έρχεται συνειρμικά στο νου η χθεσινή αίτηση συμπολίτου τινός που ζητούσε από την Εκκλησία να κάνει έργο παραχώρησης και εξεύρεσης εδαφών για τις ανάγκες των ανθρώπων. Καλό και ευλογημένο. Δεν μου είπε όμως τι θα κτίσει πάνω σ΄ αυτά, όταν με περισσή καύχηση επεδείκνυε τα εγγόνια της τραπέζης του. Δεν άκουσα ούτε μια υποκρυπτόμενη έστω ανησυχία για τον έσω άνθρωπο ούτε μου εγένετο παραλλήλως και πρωτίστως και μια αίτηση για την τροφή της εσωτερικής ζωής και ανάγκης.
Να έτσι έχει καταντήσει το πράγμα να νομίζεται η Εκκλησία ως μια τράπεζα που μοιράζει χρήματα και χωράφια όχι ότι δεν πρέπει να το κάνει, η μετατροπή της ιεροσύνης σε σώμα κοινωνικών λειτουργών, τα μυστήρια της Εκκλησίας ως κάτι για το καλό και τα έθιμα, η μετατόπιση δηλαδή της αρχικής της αποστολής σε κοινωνικό φορέα.
Αλήθεια πρέπει να ξαναγυρίσουμε σ΄ αυτά που η επιστολή αυτή, Ιγνατίου προς Πολύκαρπο σήμερα μας κάνει να ανασκαλέψουμε την χαμένη αποστολικότητα, την αναθέρμανση της γνησίας πνευματικής ζωής.
Προσπάθειες γίνονται πολλές και αξιέπαινες. Χωρίς όμως την ευλογία της Εκκλησίας ως χώρου βιωματικού και όχι θεωρητικού δεν παραδίδουμε τίποτα διαφορετικό από άλλους που υπόσχονται την ανάπαυση του κουρασμένου νου και του σώματος του ανθρώπου.
(Η ομιλία έγινε στο Πνευματικό Κέντρο της Ι. Αρχιεπισκοπής Κρήτης την 24ην Φεβρουαρίου 2002, κατά την εκδήλωση του Συλλόγου Μικρασιατών Κρήτης «Ο Άγιος Πολύκαρπος», από τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Κνωσού κ. Μακάριο.)

ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΘΕΟΦΟΡΟΣ: Μέσα στην καρδιά του βρήκαν μιαν επιγραφή γραμμένη με χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ


Φωτογραφία για ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΘΕΟΦΟΡΟΣ: Μέσα στην καρδιά του βρήκαν μιαν επιγραφή γραμμένη με χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Στο βίο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, πού στεφανώθηκε με το φωτοστέφανο του μαρτυρικού θανάτου στη Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, διαβάζουμε αυτά τα λόγια:

«Όταν τον έπαιρναν για να τον καταβροχθίσουν τα άγρια θηρία και εκείνος είχεν ασταμάτητα το όνομα του Ιησού στα χείλη του, οι ειδωλολάτρες τον ρώτησαν γιατί θυμόταν το όνομα εκείνο αδιάλειπτα.

Ο Άγιος απάντησε ότι είχε το όνομα του Ιησού Χριστού γραμμένο μέσα στην καρδιά του κι ότι ομολογούσε με τα χείλη Εκείνον πού πάντα έφερε μέσα στην καρδιά του.

Όταν τα άγρια θηρία είχαν καταβροχθίσει τον Άγιο, η καρδιά του, με το θέλημα του Θεού, διατηρήθηκε ανέπαφη ανάμεσα στα κόκαλα του. Οι άπιστοι τη βρήκαν και τότε θυμήθηκαν όσα είχε πει ο Άγιος.

Έτσι, έκοψαν την καρδιά εκείνη στα δύο, θέλοντας να μάθουν αν ήταν αληθινό ό,τι τους είχε λεχθεί. Στο εσωτερικό των δυο κομματιών της καρδίας βρήκαν μιαν επιγραφή γραμμένη με χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.

Έτσι ο άγιος Ιγνάτιος ήταν θεοφόρος και στο όνομα και στην πράξη, έχοντας πάντα και φέροντας μέσα στην καρδιά του το Θεό μας Χριστό, με το όνομά Του γραμμένο με το λογισμό του νου σαν με κάλαμο».

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ – Η Προσευχή του Ιησού (από το βιβλίο «Υιέ μου δος μοι σην καρδίαν».
paraklisi

Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, επίσκοπος Αντιοχείας . Εορτάζει στις 20 Δεκεμβρίου


Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ
Ιγνάτιος ο Θεοφόρος_ Св. Игнатий Богоносец епископ Антиохийский_ St. Ignatius of Antioch__0_1b6501_8d5b94af_origΣτο βίο του αγίου  Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, πού στεφανώθηκε με το φωτοστέφανο του μαρτυρικού θανάτου στη Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, διαβάζουμε  αυτά τα λόγια: «Όταν τον έπαιρναν για να τον καταβροχθίσουν τα άγρια θηρία και εκείνος είχε ασταμάτητα το όνομα του  Ιησού στα χείλη του, οι ειδωλολάτρες τον ρώτησαν γιατί θυμόταν το όνομα εκείνο αδιάλειπτα. Ο Άγιος απάντησε ότι είχε το όνομα του  Ιησού Χριστού γραμμένο μέσα στην καρδιά του κι ότι ομολογούσε με τα χείλη  Εκείνον πού πάντα έφερε μέσα στην καρδιά του. Όταν τα άγρια θηρία είχαν καταβροχθίσει τον Άγιο, η καρδιά του, με το θέλημα του Θεού, διατηρήθηκε ανέπαφη ανάμεσα στα κόκαλα του. Οι άπιστοι τη βρήκαν και τότε θυμήθηκαν όσα είχε πει ο Άγιος. Έτσι, έκοψαν την καρδιά εκείνη στα δύο, θέλοντας να μάθουν αν ήταν αληθινό ο,τι τους είχε λεχθεί. Στο εσωτερικό των δυο κομματιών της καρδίας βρήκαν μιαν επιγραφή γραμμένη με χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Έτσι ο άγιος  Ιγνάτιος ήταν θεοφόρος και στο όνομα και στην πράξη, έχοντας πάντα και φέροντας μέσα στην καρδιά του το Θεό μας Χριστό, με το όνομά Του γραμμένο με το λογισμό του νου σαν με κάλαμο».
Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν μαθητής του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου και είχε το προνόμιο, όντας παιδί, να δει τον Κύριο  Ιησού Χριστό προσωπικά.  Ήταν το ευλογημένο εκείνο παιδί, για το οποίο λέγεται στο Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος το έβαλε στο μέσο των Αποστόλων, πού συζητούσαν για πρωτεία, το πήρε στην αγκαλιά του και είπε: «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών.  Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών»(3).
Σίγουρα ο άγιος  Ιγνάτιος διδάχτηκε την προσευχή του Ιησού από τον άγιο Ευαγγελιστή και την εφάρμοζε κατά την περίοδο εκείνη της ακμής του Χριστιανισμού, όπως όλοι οι άλλοι Χριστιανοί. Την εποχή εκείνη όλοι οι Χριστιανοί μάθαιναν την προσευχή του Ιησού, πρώτα για τη μεγάλη σημασία της ίδιας της προσευχής, όπως και για το ότι σπάνιζαν τότε και ήταν πανάκριβα τα χειρόγραφα ιερά βιβλία, γιατί λίγοι ήταν οι γραμματισμένοι (οι πιο πολλοί από τους Αποστόλους ήταν αγράμματοι) και γιατί η προσευχή του  Ιησού ήταν εύκολη, πρόσφερε ικανοποίηση και επενεργούσε με μια πολύ ειδική ενέργεια και δύναμη.
Από το βιβλίο «ΥΙΕ ΜΟΥ ΔΟΣ ΜΟΙ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ…», Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Ορθόδοξη αναφορά στην καρδιακή ή νοερά προσευχή του Ιησού, Γ΄ έκδοση, (πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση), Αρχιμ. Επιφανίου (Ευθυβούλου) Χαραλ. Ασσιώτη, έκδοση του «Ορθόδοξου Πνευματικού Κέντρου Λεμεσού
Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επιστολή προς Εφεσίους
XV. Είναι καλύτερα να μη μιλάει κανείς και να είναι, παρά να μιλάει και να μη είναι. Είναι καλή η διδασκαλία, όταν αυτός που διδάσκει τα εφαρμόζει. Ένας λοιπόν είναι ο δάσκαλος, ο οποίος «είπε και έγινε», και εκείνα που έκανε χωρίς να μιλάει, είναι έργα αντάξια του Πατέρα του. 2. Αυτός που έχει πραγματικά λόγο του Ιησού, μπορεί να ακούει και την ησυχία του, για να είναι τέλειος, ώστε ανάλογα με αυτά που λέει να πράττει, και με όσα σιωπά να αναγνωρίζεται. 3. Τίποτα δεν διαφεύγει την προσοχή του Κυρίου, αλλά και οι κρυφές μας σκέψεις είναι κοντά του. Ας κάνουμε λοιπόν τα πάντα, σαν να κατοικεί αυτός μέσα μας, για να γίνουμε οι ναοί του, και αυτός να είναι ο Θεός μας μέσα μας, πράγμα το οποίο και είναι και θα φανεί μπροστά μας, από αυτά που κάνουμε αγαπώντας αυτόν δίκαια.
Γράφει στην προς Ρωμαίους Επιστολή του. Kαλόν εμοί αποθανείν διά Iησούν Xριστόν. Eκείνον ζητώ τον υπέρ εμού αποθανόντα και αναστάντα. Mη εμποδίσητέ με εις ζωήν φθάσαι. Iησούς γάρ εστιν η ζωή των πιστών. Mη θελήσητέ με αποθανείν. Θάνατος γάρ εστιν η άνευ Xριστού ζωή. Ζων γράφω υμίν, ερών του διά Xριστόν αποθανείν. O εμός έρως εσταύρωται. Oυκ έστιν εν εμοί πυρ φιλούντι. Ύδωρ δε ζων, αλλόμενον εν εμοί έσωθέν μοι λέγει… Άρτον του Θεού θέλω. Άρτον Oυράνιον, άρτον ζωής, ό εστι σαρξ του Xριστού. Kαι πόμα θέλω το πόμα αυτού, ό εστιν αγάπη άφθαρτος, και αένναος ζωή. Πιστεύσατέ μοι, ότι τον Iησούν φιλώ τον υπέρ εμού παραδοθέντα».
Γέροντας Ιγνάτιος Καπνίσης
Όλοι οι Άγιοι Πατέρες καταλήγουν στο: Τέλειος Χριστιανός θα πει ταπεινός άνθρωπος.
Η ταπείνωση από μόνη της ανεβάζει από την άβυσσο στον ουρανό τον αμαρτωλό.
Ο Κύριος σε όλη Του την Ζωή εδίδαξε και εφήρμοσε την ταπείνωση.
Πως γινόμαστε ταπεινοί;
Όταν δεν συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους αλλά ΜΟΝΟ με το Θεό.
Όταν δεν λησμονούμε ότι από την Γέννηση μέχρι τη Σταύρωση ο Χριστός μας κήρυξε με τα έργα Του και τη διδασκαλία Του την Ταπείνωση.
Ταπείνωση είναι η συντριβή της καρδιάς, η αληθινή μετάνοια, η μίμηση της ταπεινώσεως του Χριστού μας.
Τίποτε άλλο δεν ξεχωρίζει τους αληθινούς χριστιανούς και μαθητές του Χριστού από την αληθινή ταπείνωση.
Απολυτίκιον Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου. Ήχος γ’. Θείας πίστεως
Θείω έρωτι, επτερωμένος, του σε ψαύσαντος, χερσίν αχράντοις, Θεοφόρος ανεδείχθης Ιγνάτιε και εν τη Δύσει τελέσας τον δρόμον σου, προς την ανέσπερον λήξιν εσκήνωσας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Η ευχαριστιακή ενότητα της Εκκλησίας κατά τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο

Όπως αναφέρει το Συναξάρι της 29ης Ιανουαρίου, «τῷ αὐτῷ μηνἰ, Ἰανουαρίῳ 29η ἡ Ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου».

Πέρασε ένας και πλέον μήνας από την ημέρα που η αγία µας Εκκλησία γιόρτασε τη μνήμη του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, (20 Δεκεμβρίου) και τώρα έφθασε η στιγμή να εορτάσει την ανακομιδή των σεπτών του λειψάνων.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος κατέστη διάδοχος των Αποστόλων.

Εχρημάτισε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, µε πρώτο τον Εύοδο και μαθήτευσε μαζί µε τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης κοντά στον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο 1. Το όνομά του, το οποίο στα λατινικά εκφέρεται ως ignis, σημαίνει φωτιά και φανερώνει τον πόθο που τον έφλεγε για το Χριστό, σε τέτοιο βαθμό που έλαβε την προσωνυμία θεοφόρος.

Ο άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στη Ρώμη επί αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν ο Τραϊανός ξεκίνησε ένα τοπικό διωγμό κατά των Χριστιανών της Αντιόχειας ενώ εκστράτευε κατά των Μήδων και των Πάρθων. Εκεί ο άγιος παρουσιάστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό.

Το μαρτύριό του πραγματοποιήθηκε στην αρένα του σταδίου της Ρώμης, όπου και τον κατασπάραξαν άγρια λιοντάρια αφήνοντας µόνο τα μεγάλα οστά ως κατάλοιπο 2, τα οποία κάποιοι πιστοί τα συνέλεξαν μεταφέροντας τα στην Αντιόχεια, όπου οι χριστιανοί τα υποδέχτηκαν πανηγυρικά και τα τίμια αυτά λείψανα αναδείχθηκαν πηγή θαυμάτων και πνευματικής παρηγοριάς 3.

Προτού φθάσει στο τέλος της ζωής του έγραψε 7 επιστολές, οι οποίες σώζονται µέχρι σήµερα:
α) η προς Εφεσίους,
β) η προς Μαγνησιείς,
γ) η προς Τραλλιανούς,
δ) η προς Ρωμαίους,
ε) η προς Φιλαδελφείς,
στ) η προς Σμυρναίους
και ζ) η προς Πολύκαρπον επιστολή.

Οι έξι από αυτές έχουν ως κεντρικό θέμα την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία επισημάνει ένεκα του κινδύνου των αιρέσεων και τονίζει την ενότητα και συσπείρωση του πλήθους των πιστών γύρω από τον επίσκοπο 4.

Με τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της. Η θεολογία του Ιγνατίου έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής παράδοσης.

Η θεολογία του Ιγνατίου μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σημεία:
α) θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος,
β) θεολογία της ενότητας της Εκκλησίας
και γ) θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού 5.

Η παρουσία του επισκόπου και η μνημόνευση του ονόματός του κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βεβαίωση της γνησιότητας του μυστηρίου.

Στην πρώτη τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας κατά το Μυστικό Δείπνο, αυτουργός της σωτηρίας µας και τελετουργός ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος μετά την Ανάληψή του άφησε διαδόχους του τους Αποστόλους και αυτοί µε τη σειρά τους, τους επισκόπους που χειροτόνησαν αφήνοντάς τους διαδόχους τους στις τοπικές εκκλησίες 6.

Ο άγιος Ιγνάτιος προτρέπει τους πιστούς να συσπειρώνονται γύρω από τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας και να µη γίνεται τίποτα χωρίς την έγκρισή του, διότι ο επίσκοπος αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Ευχαριστίας, στο όνοµα του οποίου τελείται. Μάλιστα επισημάνει ότι όπου βρίσκεται ο επίσκοπος εκεί βρίσκεται και τα µέλη της Εκκλησίας 7.

Τη διδασκαλία αυτή του αγίου Ιγνατίου περί συσπειρώσεως του σώµατος της τοπικής εκκλησίας γύρω από τον επίσκοπο τη βιώνουµε στη Θεία Ευχαριστία κάθε φορά που ακούµε την αίτηση «Ὑπέρ τοῦ Πατρὸς καὶ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος)» 8.

Το μυστήριο είναι έγκυρο όταν τελείται από τον κανονικώς κεχειροτονηµένο επίσκοπο ή από τον πρεσβύτερο που ο ίδιος ο επίσκοπος έχει ορίσει να το τελεί. Στην αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια (Γάµος, Βάπτισµα, Χρίσµα κ.λ.π.) τελούνταν μέσα στη Θεία Ευχαριστία γι' αυτό ο επίσκοπος παρέχει την άδεια στους ιερείς όχι µόνο για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αλλά και των λοιπών Μυστηρίων 9.

Τονίζει δε ο άγιος Ιγνάτιος, στην προς Σµυρναίους επιστολή του, ότι κανένα από τα µυστήρια δεν επιτρέπεται να τελείται χωρίς την άδεια του επισκόπου 10. Και επισηµάνει, συνεχίζοντας τις προτροπές του, ότι πρέπει να υπάρχει ομόνοια των µελών της Εκκλησίας, µε προκαθήμενο τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους να αποτελούν το επιτελείο του.

Η προτροπή αυτή φυσικά δεν μεταφράζεται ως επισκοποκρατία, δηλ. υπεροχή ενός προσώπου μέσα στο σύνολο των µελών της Εκκλησίας, αλλά µέσω της διδασκαλίας του αγίου Ιγνατίου προβάλλεται ο θεσμός του επισκόπου ως του κατ εξοχήν φύλακα του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο επίσκοπος όπως σημειώνει ο άγιος Ιγνάτιος στην προς Φιλαδελφείς επιστολή του γνωρίζει ότι το αξίωμα που κατέχει δεν το φέρει αφ' εαυτού αλλά αξιώθηκε να δεχτεί αυτή τη διακονία λόγω της αγάπης του Ιησού Χριστού.

Παραγγέλλει επίσης το ευσεβές πλήρωμα να ακολουθεί σύσσωμο τον επίσκοπο, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ποιμένα διότι έξω από την Εκκλησία υπάρχουν πολλοί μεταμφιεσμένοι λύκοι που προσπαθούν να δημιουργούν συνεχώς διχόνιες, σχίσματα και φατρίες που αποσκοπούν στο διαμελισμό της Εκκλησίας.

Όταν όμως τα µέλη της Εκκλησίας παραμένουν ενωμένα και συσπειρωμένα γύρω από τον ποιμένα τους τότε οι εχθροί της Εκκλησίας δεν μπορούν να εισχωρήσουν και να διαπράξουν το φθοροποιό τους έργο.

1 Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος Α’ Ιανουάριος, έκδοσις έκτη, Αθήναι 1984, σ. 713.
2 Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Τέταρτος: Δεκέμβριος, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2005, σ. 231-235.
3 Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Πέμπτος: Ιανουάριος, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2005, σ. 365. 4 Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία: Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού Τόμος Α', εκδοτικός οίκος Κυροµάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 51.
5 Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α', έκδοση Δ', Αθήνα 2000, σσ. 173-179.
6 Ιεροµονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία, Ιερόν Κοτλουµουσιανόν Κελλίον: Άγιος Ιωάννης Θεολόγος, Άγιον Όρος 2000, σ. 143.
7 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Σμυρναίους, P.G. 5,713.
8 Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργική Α’: Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 214.
9 Ιωάννου Ζηζιούλα Μητροπολίτου Περγάµου, «Ο Επίσκοπος ως Προεστώς της Ευχαριστίας», Ευχαριστίας Εξεμπλάριον, έκδοσις Β’ επηυξηµένη, εκδ. Ευεργέτις Μέγαρα 2011, σσ. 57-58.
10 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Σμυρναίους, P.G. 5,713. 11 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Σμυρναίους, P.G. 5,764. 12 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Φιλαδελφείς, P.G. 5,820.

Του Θεοδώρου Ρόκα Θεολόγου, Υπ. Μ.Δ.Ε. Ερµηνείας Παλαιάς Διαθήκης
http://sophia-siglitiki.blogspot.gr

Η αξιοπιστία των επιστολών του Αγίου Ιγνατίου Επιστολές γραμμένες μεταξύ 98 και 107 μ.Χ.!!!



Μερικοί Προτεστάντες, ακόμα αμφισβητούν τις 7 Γνήσιες Συνοπτικές επιστολές του αγίου Ιγνατίου, γιατί καταλαβαίνουν ότι από μόνες τους είναι ικανές να γκρεμίσουν συθέμελα όλες τις Προτεσταντικές αιρέσεις, οι οποίες αρνούνται τον Επισκοπικό θεσμό και τη θέση του Επισκόπου στην Εκκλησία. Γι' αυτό στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε όλα εκείνα που δεν θέλουν να γνωρίσουν, και όσα αρνούνται πεισματικά να δεχθούν, από εμμονή στην Προτεσταντική αίρεση.

    1. Τι γνωρίζουμε για τη ζωή του

    2. Πώς και γιατί γράφθηκαν οι Επιστολές του αγίου Ιγνατίου

    3. Η αξιοπιστία των Συνοπτικών Επιστολών του Ιγνατίου

    4. Ο νοθευτής τών Μακροσκελών και των Προσθέτων επιστολών

    5. Η αδικαιολόγητη Προτεσταντική αμφισβήτηση

    6. Το Μαρτύριο του Ιγνατίου

    7. Εκδόσεις επιστολών

    Βιβλιογραφία



1. Τι γνωρίζουμε για τη ζωή του

Ο Άγιος Ιγνάτιος είναι ο δεύτερος κατά σειρά επίσκοπος Αντιοχείας, διάδοχος του Ευοδίου πρώτου επισκόπου της, και η επισκοπεία του άρχισε το 70 μ.Χ. Άκμασε κατά τα τέλη του πρώτου αιώνα, με αρχές δευτέρου (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστ. 3. 22 κ.ά.). Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές ο Ιγνάτιος διετέλεσε μαθητής του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, κάτι που είναι σίγουρο. (Ιερωνύμου Χρονικ. έ. 2116 και μαρτύριον κολβερτ. 1, 1). Το περιβάλλον που γεννήθηκε και μορφώθηκε, ήταν μάλλον Ελληνικό, όπως μαρτυρεί το αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των επιστολών του.

Στις επιστολές του αυτοαποκαλείται "Ιγνάτιος ο και Θεοφόρος". Και κατά το μαρτύριό του ονομάζεται έτσι, ως "τον Χριστόν έχων εν στέρνοις", επειδή ήταν αφοσιωμένος σ' Αυτόν. Αλλά κατά τον Συμεώνα τον μεταφραστή, συγγραφέα του 10ου αιώνα και άλλους μεταγενέστερους, ονομάσθηκε έτσι γιατί αυτός ήταν δήθεν το παιδί που βάστασε ο Ιησούς και έστησε μπροστά στους αποστόλους: "Και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν: αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών" (Ματθαίος 18/ιη: 2,3).

Κατά τον διωγμό του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), μεταφέρθηκε από στρατιωτική συνοδεία από την Αντιόχεια στη Ρώμη (Ιγνατίου προς Ρωμ. 5: 1: "Δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ό εστι στρατιωτικόν σώμα". Ονομάζει τους στρατιώτες που τον συνόδευαν "λεοπάρδους", για τη σκληρότητά τους). Εκεί μαρτύρησε ριγμένος στα θηρία. Αυτό το μαρτυρούν ο Ειρηναίος, (Έλεγχος 5, 28), ο Ωριγένης (Ομ. 6 εις Λουκάν), και ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστ. 3, 36). Αυτό που γράφει ο χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας, κατά τον 6ο αιώνα, ότι ο Ιγνάτιος μαρτύρησε στην Αντιόχεια, είναι εντελώς αστήρικτο (Χρονικογρ. 11, Migne Ε. Π. 97, 417). Σύμφωνα με το (μεταγενέστερο) μαρτυρολόγιό του, δηλαδή το "Μαρτυρολόγιο του Ιγνατίου", (7: 1), ο Ιγνάτιος μαρτύρησε την 20ή Δεκεμβρίου του 107. Γι' αυτό και η Εκκλησία μας τελεί τη μνήμη του σε αυτή την ημερομηνία, ενώ η Λατινική την 1η Φεβρουαρίου.



2. Πώς και γιατί γράφθηκαν οι Επιστολές του αγίου Ιγνατίου

Από τον άγιο Ιγνάτιο, διασώζονται 7 Γνήσιες Συνοπτικές Επιστολές, αλλά υπάρχουν οι ίδιες αυτές επιστολές και σε μια πιο μακροσκελή ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ μορφή, που πλαστογραφήθηκε κατά το 2ο ήμισυ του 4ου αιώνα, από τον Νεοαρειανό Ιουλιανό, ο οποίος είναι υπεύθυνος και για την πλαστογράφηση πολλών άλλων πρωτοχριστιανικών κειμένων, αλλά και για κάποιες άλλες, επί πλέον, νόθες επιστολές του Ιγνατίου που κυκλοφόρησαν από τότε στο όνομα του αγίου Ιγνατίου.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκαν οι Γνήσιες επιστολές του αγίου, όπως εξάγεται από τα ίδια τα λεγόμενά τους, αλλά και από τον ιστορικό Ευσέβιο, είναι οι εξής:

Αφού συνελήφθη στην Αντιόχεια ο Ιγνάτιος, μεταφέρθηκε στη Σμύρνη, όπου συναντήθηκε με τον επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο και αντιπροσώπους διαφόρων Χριστιανικών κοινοτήτων, που ήρθαν εκεί γι' αυτόν. Μεταξύ αυτών, από τις Εκκλησίες της Εφέσου, της Μαγνησίας και των Τράλλεων.

Φεύγοντας από τη Σμύρνη, έδωσε στους απεσταλμένους αυτών των Εκκλησιών, επιστολές για τις κοινότητές τους, τις οποίες αντιπροσώπευαν.

Από τη Σμύρνη ο Ιγνάτιος μεταφέρθηκε στην Τρωάδα, όπου τον πληροφόρησε κάποιος απεσταλμένος από την Εκκλησία της Αντίοχείας, ότι εκεί έληξε ο διωγμός. Έτσι, από την Τρωάδα έστειλε ο Ιγνάτιος τρεις ακόμα επιστολές, προς τους Χριστιανούς της Φιλαδελφείας και της Σμύρνης, αλλά και προσωπικά προς τον Επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο, ευχαριστώντας και νουθετώντας.

Τέλος, από την Τρωάδα οδηγήθηκε στη Νεάπολη της Μακεδονίας, και διασχίζοντας πεζός τη Μακεδονία και Ιλλυρία, μεταφέρθηκε από το Δυρράχιο πιθανότατα, δια θαλάσσης, στο Βρινδήσιο, και από εκεί πεζός ως τη Ρώμη, όπου και Μαρτύρησε.

Έτσι λοιπόν, ο Ιγνάτιος έγραψε 7 ΓΝΗΣΙΕΣ επιστολές, τις εξής:

1. Προς Εφεσίους

2. Προς Μαγνησιείς

3. Προς Τραλλιανούς

4. Προς Ρωμαίους

5. Προς Φιλαδελφιείς

6. Προς Σμυρναίους

7. Προς Πολύκαρπον



Οι 6 από τις 7 Γνήσιες αυτές επιστολές του Ιγνατίου, έχουν όλες τον ίδιο σκοπό και τις ίδιες κεντρικές ιδέες, που είναι:

α. Η ομόνοια. ["Χρήσιμον ουν εστιν υμάς εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα και Θεού πάντοτε μετέχετε" (Προς Εφεσ. 4, 1), κλπ]

β. Η υποταγή στον Επίσκοπο, ως το κέντρο της Εκκλησιαστικής εν Χριστώ ζωής, και ενότητας της Εκκλησίας, χωρίς τη γνώμη του οποίου τίποτα δεν πρέπει να γίνεται στην Επισκοπή του, και τον σεβασμό στο Πρεσβυτέριο και τους Διακόνους.

γ. Αποφυγή των ετεροδοξιών, και

δ. Εμμονή στην αρετή και την πίστη.

Επί πλέον, η προς Ρωμαίους επιστολή γράφτηκε με αποκλειστικό σκοπό να πείσει τους Χριστιανούς της Ρώμης να μη αποπειραθούν να προβούν σε ενέργειες για τη διάσωσή του από το μαρτύριο, επειδή επιθυμούσε το ταχύτερο, να επιτύχει δια του μαρτυρικού θανάτου του, την τελείωση. Λόγω του διαφορετικού αυτού θέματος, και το ύφος της προς Ρωμαίους Επιστολής του, είναι διαφορετικό από το ύφος των άλλων 6 επιστολών του, λόγω και των ειδικών συγκινησιακών και λοιπών συνθηκών κάτω από τις οποίες γράφτηκε. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris. gr. 1475 τού 10ου αιώνα.

Η σημασία των επιστολών αυτών είναι μεγάλη, κυρίως επειδή μέσω αυτών έχουμε την πρώτη και αρχαιότερη σαφή μαρτυρία για τους 3 διακεκριμένους ιερατικούς βαθμούς της Ιεροσύνης, και τη διαρρύθμιση του Εκκλησιαστικού πολιτεύματος, με κέντρο το Επισκοπικό λειτούργημα. Είναι επίσης σημαντικές επειδή συγκρινόμενες με άλλα αρχαιότερα πρωτοχριστιανικά συγγράμματα, μας δείχνουν περίπου το χρονικό σημείο, στο οποίο ολοκληρώθηκε η μετάβαση από την ηγεσία των Αποστόλων και Προφητών, προς τους Επισκόπους, μια και λίγα μόλις χρόνια ενωρίτερα, όπως εξάγεται από το πρωτοχριστιανικό Σύγγραμμα της "Διδαχής των 12 Αποστόλων", λειτουργούσε ακόμα σε εκτεταμένη έκταση ο θεσμός των Προφητών, που ήταν και οι άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων.



3. Η αξιοπιστία των Συνοπτικών Επιστολών του Ιγνατίου

Επειδή οι 7 γνήσιες Συνοπτικές επιστολές του Ιγνατίου, από μόνες τους κατεδαφίζουν συνθέμελα όλες τις Προτεσταντικές αιρέσεις, (μια και οι Προτεστάντες αρνούνται τον Επισκοπικό θεσμό, που αποδεικνύεται ιστορικά και περίτρανα στις Επιστολές του αγίου Ιγνατίου), οι Προτεστάντες, έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία τους. Αυτό προσπάθησαν να το στηρίξουν στο γεγονός ότι υπάρχουν και οι νοθευμένες μορφές τους, αλλά και οι ψευδεπίγραφες επιστολές. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θίξει την αξιοπιστία των 7 γνησίων Συνοπτικών επιστολών του αγίου Ιγνατίου. Έτσι, μετά από 2 αιώνων συζητήσεις, που ακολούθησαν τη δημοσίευση των επιστολών του Ιγνατίου, σήμερα κανένας σοβαρός ερμηνευτής δεν τις αμφισβητεί, ούτε ακόμα και από τον Προτεσταντικό χώρο, και οι μόνες φωνές αμφισβήτησης, προέρχονται από εντελώς αστοιχείωτους αρνητές των αποδείξεων αυτών που παρουσιάζει ο Ιγνάτιος για την Πρωτοχριστιανική προέλευση του Επισκοπικού θεσμού.

Επειδή εκτός από τις γνήσιες 7 Συνοπτικές επιστολές του Ιγνατίου, υπάρχει και η Βραχεία Παραλλαγή, αλλά και η Λατινική παραλλαγή των εκτενών επιστολών, μαζί με μερικές ακόμα πλαστές, ορισμένοι Προτεστάντες βρήκαν ευκαιρία να αμφισβητήσουν μαζί με τις νοθευμένες και με τις πλαστές, ακόμα και τις γνήσιες επιστολές!

Η Βραχεία παραλλαγή, περιλαμβάνει στη Συριακή τρεις μόνο επιστολές, και μάλιστα σε επιτομή, τις: Προς Εφεσίους, Προς Ρωμαίους και Προς Πολύκαρπον. Επίσης η Προς Ρωμαίους υπάρχει και με άλλη μορφή, στην Αραβική.

Η Λατινική παραλλαγή περιλαμβάνει τέσσερεις άλλες επιστολές: Θεοτόκου Προς Ιγνάτιον, Ιγνατίου Προς Θεοτόκον και Προς Ιωάννην Α' και Β', μαζί με τις 12 της μικτής παραλλαγής, πλην της Προς Φιλιππησίους.

Βεβαίως η αναίρεση των αμφισβητήσεων ορισμένων Προτεσταντών, δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά από πλήθος τεκμηριωμένων στοιχείων:

Το ότι η συντομότερη μορφή των επιστολών του αγίου Ιγνατίου, είναι γνήσια και έγκυρη, φαίνεται από τις παραθέσεις που κάνουν απ' αυτές τις επιστολές σε δικά τους συγγράμματα, Χριστιανοί του 2ου και 3ου αιώνα!!! Αυτό σημαίνει ότι οι επιστολές του ήταν ήδη υπαρκτές από τότε, και γνωστές στους άλλους Χριστιανούς, και δεν είναι σαν τις πλαστές επιστολές του 4ου αιώνα που κυκλοφόρησε ο Ιουλιανός ο Νεοαρειανός. Ο μόνος τρόπος για να αμφισβητήσει κάποιος τις 7 Συνοπτικές επιστολές του αγίου Ιγνατίου, είναι να αρνηθεί ολόκληρη την πρωτοχριστιανική γραμματεία, γιατί πλήθος Χριστιανών τις είχαν και τις χρησιμοποιούσαν ήδη από τον 2ο αιώνα, λίγα μόλις χρόνια μετά τη συγγραφή τους! Μάλιστα ο Ειρηναίος και οι λοιποί Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, αναφέρονται αυτολεξεί σχεδόν, σε εδάφια των επιστολών αυτών, όπως υπάρχουν στη Συνοπτική μορφή των 7 γνησίων επιστολών!!! Σε αυτό συνηγορεί και η διασωθείσα Αρμενική μετάφραση, αλλά και διασωθέντα αποσπάσματα Συριακής και Κοπτικής μεταφράσεως, που συμφωνούν απόλυτα με τις επιστολές αυτές. Έτσι, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί, ότι οι Συνοπτικές επιστολές του Ιγνατίου, δέχθηκαν οποιαδήποτε άλλη πλαστογράφηση, εκτός από τη γνωστή του Ιουλιανού κατά τον 4ο αιώνα. [Αυτό το κατέδειξε πρώτος ο Usser (Epistolae genuinae Ignatiii, Amsterdam 1646), αν και χωρίς κανένα λόγο ο ίδιος θεώρησε νόθα την επιστολή προς Πολύκαρπον].

Ας δούμε μερικά παραδείγματα, παράθεσης εδαφίων των 7 Συνοπτικών επιστολών του Ιγνατίου, από τους Χριστιανούς συγγραφείς του 2ου αιώνα, προς καταισχύνη των αρνητών της αλήθειας Προτεσταντών, που ακόμα εξακολουθούν να κλείνουν τα μάτια στην αλήθεια της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας:

1. Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης (σύγχρονος του Ιγνατίου): Ήδη ο Πολύκαρπος Σμύρνης, (προς τον οποίο έγραψε όπως είπαμε ο Ιγνάτιος), στην επιστολή του προς Φιλιππησίους, η οποία γράφτηκε λίγο μόνο χρόνο μετά το μαρτύριο του Ιγνατίου, μιλάει περί επιστολών του Ιγνατίου. (Κεφ. ιγ: "τας επιστολάς Ιγνατίου... επέμψαμεν υμίν... εξ ων μεγάλα ωφεληθήναι δυνήσεσθε. Περιέχουσι γαρ πίστιν και υπομονήν και πάσαν οικοδομήν, την εις τον Κύριον ημών ανήκουσαν".

2. Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών (130 - 202 μ.Χ.). (Έλεγχος 28, 4 και μέσω Ευσεβίου Εκκλ. Ιστ. 3, 36. Παράβαλλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 4, 1).

3. Ωριγένης (182 - 254 μ.Χ.): [Περί Προσευχής 20 (Παράβαλλε με Ιγνατίου προς Ρωμ. 3, 3). Ερμηνεία εις άσμα προλεγόμενα. (Παράβαλλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 7, 2). Ομιλία εις Λουκάν (Παράβαλλε Ιγνατίου προς Εφεσίους 19, 1), και άλλα...

4. Και άλλοι, όπως  ο Θεοδώρητος Κύρου (393 - 457) (Harnack Gesch. d. altchr. Lit. 1. Leipzig 1893, σελ. 79 - 86).



Με τις εργασίες των Zahn, Funk, Lightfoot και Harnack κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν την γραμμή την οποία είχε δείξει δύο αιώνες πριν ο Πήρσον, κατοχυρώθηκε η γνησιότητα των επτά συντόμων επιστολών της μικτής παραλλαγής, δηλαδή, των Εφεσίους, Τραλλιανούς, Μαγνησιείς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και Πολύκαρπον.

Απομονωμένοι ερευνητές διατύπωσαν από τότε ορισμένες παράδοξες και αστήρικτες απόψεις. Ο Ρενάν δέχεται ως γνήσια μόνο την Προς Ρωμαίους, απορρίπτοντας τις άλλες λόγω της διαφοράς ύφους, διαθέσεως και θέματος, σαν να είναι υποχρεωμένος κάθε συγγραφέας να γράφει μόνο για ένα θέμα και μόνο με μία διάθεση. (Les Evangiles et la seconde generation chretienne, Paris 1877, σελ. Χ και εξής).

Ο Βόλτερ εξ άλλου, ακολουθώντας τον Μαλάλα, σχετικά με την εκτέλεση του μαρτυρίου του Ιγνατίου στην Αντιόχεια, ισχυρίζεται πως ο Ιγνάτιος δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη, και αρνείται πως έγραψε οποιεσδήποτε επιστολές, προβάλλοντας την εντελώς απίθανη γνώμη ότι τις επιστολές αυτές τις έγραψε ο φανταστικός Περεγρίνος του Λουκιανού. (Die ignatianischen Briefe auf ihren Ursprung untersucht, Tuebingen 1892).

Μάλιστα, ο Weijenborg αρνείται επίσης την υπό του Ιγνατίου σύνταξη των επιστολών, και τοποθετεί τις επιστολές που είναι στο όνομά του – και της εκτενούς και της μικτής παραλλαγής – στην περίοδο μετά το 360, προτείνοντας τον Ευάγριο Αντιοχείας ως τον πιθανό συγγραφέα. Παρακάμπτει ευφυώς το ότι ο Ευσέβιος Καισαρείας είχε παραθέσει ολόκληρο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, (Εκκλ. Ιστορία 3, 36, όπου παρατίθεται το κεφ.5 της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου),  αποδίδοντας και το έργο του Ευσεβίου σε νοθευτή που εργάσθηκε μετά το 360.  Όμως δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε περισσότερο με αυτή την υπόθεση, «γιατί ανήκει μάλλον στο χώρο της ταχυδακτυλουργικής, παρά της κριτικής», όπως γράφει επ’ αυτού η «Ελληνική Πατρολογία» του Παναγιώτη Χρήστου, Τόμος Β’, σελ. 415-416, και έχει δίκαιο, καθώς, όπως δείξαμε, δεν παραθέτει από τις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου μόνο ο Ευσέβιος, αλλά και πολλοί άλλοι, και θα έπρεπε να αποδώσουμε και τα δικά τους συγγράμματα επίσης σε νοθευτή, αρνούμενοι έτσι ουσιαστικά όλη την πρωτο-Χριστιανική γραμματεία.

Το πρόβλημα για το ποια παραλλαγή των επιστολών είναι γνήσια λύθηκε, συγκρίνοντάς τα με τα αποσπάσματα που έχουν διατηρηθεί από σειρά συγγραφέων – από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα μέχρι τον Θεοδώρητο Κύρου.

Σύντομη μορφή μικτής παραλλαγής
   

Ερανιστής Θεοδώρητου
   

Εκτενής παραλλαγή

«Κωφώθητε ουν, όταν υμίν χωρίς Ιησού λαλή τις, του εκ γένους Δαβίδ, του εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη έφαγέ τε και έπιεν αληθώς, εδιώχθη έπί Ποντίου Πιλάτου, αληθώς εσταυρώθη και απέθανε βλεπόντων των επουρανίων και επιγείων και υποχθονίων».
   

«Κωφώθητε ουν, όταν υμίν χωρίς Ιησού λαλή τις, του εκ γένους Δαβίδ, του εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη έφαγέ τε και έπιεν αληθώς, εδιώχθη έπί Ποντίου Πιλάτου, αληθώς εσταυρώθη και απέθανε βλεπόντων των επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων».
   

«Κωφώθητε ουν, όταν υμίν χωρίς Ίησού λαλή τις, του Υιού του Θεού, του γενομένου εκ Δαβίδ, του εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη, και εκ Θεού και εκ Παρθένου, αλλ’ ουχ ωσαύτως ουδέ γαρ ταυτά Θεός και άνθρωπος. Αληθώς ανέλαβε σώμα, ο Λόγος σαρξ εγένετο και επολιτεύσατο άνευ αμαρτίας. Τις γαρ, φησίν, εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας; Έφαγε και έπιεν αληθώς, εσταυρώθη και απέθανεν επί Ποντίου Πιλάτου. Αληθώς δε και ου δοκήσει εσταυρώθη και απέθανε, βλεπόντων ουρανίων και επιγείων και καταχθονίων».

Προφανώς οι  επτά σύντομες επιστολές της μικτής παραλλαγής είχαν αποτελέσει την αρχική συλλογή της Σμύρνης, που έγινε λίγο μετά την αναχώρηση του Ιγνατίου από εκεί. Και οι αρνητές της αξιοπιστίας των Επιστολών του Ιγνατίου, δεν έχουν την παραμικρή δικαιολογία να τις αμφισβητούν, αλλά εκτίθενται ως προκατειλημμένοι και ισχυρογνώμονες, προσκολλημένοι στην Προτεσταντική αίρεση.



4. Ο νοθευτής τών Μακροσκελών και των Προσθέτων επιστολών

Το γεγονός είναι, ότι παρά τις προαπάθειες διαφόρων Προτεσταντών, να υποβαθμίσουν την ιστορική σημασία των επιστολών του Ιγνατίου, σήμερα γνωρίζουμε πλέον τον αίτιο των παραποιήσεων αυτών!

Στην εποχή του 355-380 περίπου ήκμασε κι έδρασε ο νέο-αρειανός Ιουλιανός. Έζησε μάλλον στην Αντιόχεια, αναμίχτηκε με δικό του σιωπηρό τρόπο στις θεολογικές συζητήσεις της εποχής κι έγινε υπομνηματιστής, συμπιλητής και φαλκιδευτής εκκλησιαστικών κειμένων. Γνώριζε την ερμηνευτική παράδοση της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, την κανονιστική γραμματεία της Εκκλησίας και τον τρόπο να κυκλοφορεί τις απόψεις του μέσω κειμένων του που δεν αναφέρουν το όνομά του. Θεολογικά ήταν τοποθετημένος με τους νέο-αρειανούς (Αέτιο, Ευνόμιο) ή το λιγότερο κινήθηκε μεταξύ αυτών και των όμοιων. Για την ζωή του δεν γνωρίζουμε τίποτα, ούτε μπορούμε να τον ταυτίσουμε με άλλον σύγχρονό του Ιουλιανό.

Το όνομα του Ιουλιανού βρίσκεται στις ερμηνευτικές Σειρές στον Ιώβ. Ταυτίζοντας μ' ευκολία το πλήθος ερμηνευτικών αποσπασμάτων, που φέρουν το όνομα τούτο, με το ανώνυμα παραδιδόμενο στα χειρόγραφα (Paris gr. 454 και 169) υπόμνημα στον Ιώβ, έχουμε τον συντάκτη του τελευταίου, που από παρανόηση είχε θεωρηθεί έργο του Ιουλιανού Αλικ(αρνασσέα) ή του Ωριγένη. Ο D. Hagedorn, βάσει των παραπάνω χειρογράφων και των Σειρών, εξέδωσε κριτικά (1973) το υπόμνημα τούτο και με συγκριτική μελέτη στερέωσε την παλαιότερη υπόθεση ότι ο συντάκτης του Ιουλιανός ταυτίζεται με τον ανώνυμο συμπιλητή της κανονιστικής συλλογής Διαταγαί των Αποστόλων, όπως και με τον ανώνυμο συντάκτη των λεγόμενων εκτενών ψευδο-Ιγνατιανών Επιστολών. Πράγματι τα παράλληλα χωρία στα κείμενα αυτά είναι πολλές φορές εντυπωσιακά. Το ίδιο παρατηρείται και για θεολογικά σημεία τους. Επομένως η πρόταση του Hagedorn είναι δικαιολογημένη και μας υποχρεώνει να περιλάβουμε τα τρία κείμενα στο παρόν κεφάλαιο. Το ασθενές σημείο της προτάσεως είναι η έλλειψη κοινής για τα τρία έργα ορολογίας, κάτι που ίσως εξηγεί ο συμπιληματικός χαρακτήρας της επεμβάσεως του Ιουλιανού σε υλικό παλαιότερο. Διατυπώθηκε ακόμα η μη ευλογοφανής υπόθεση ότι τα τρία κείμενα συμπιλήθηκαν σε οργανωμένο εργαστήριο κατασκευής ψευδεπίγραφων, όπου εργαζόταν ολόκληρη ομάδα ειδικών με κάποιον επικεφαλής (Μ. Metzger).



5. Η αδικαιολόγητη Προτεσταντική αμφισβήτηση

Στην εισαγωγή του βιβλίου "Αποστολικοί Πατέρες" του διδάκτορα Θεολογίας Νίκου Νικολαϊδη, Εκδόσεων Πουρνάρα, με υπότιτλο "Γραμματολογική και Θεολογική Προσέγγιση" στη σελίδα 15, έχει την υποσημείωση 9 που λέει: "Είναι γνωστός ο πόλεμος, ιδιαίτερα αρκετών Προτεσταντών, κατά των Επιστολών του Ιγνατίου. Και τούτο, γιατί αυτές διασώζουν και κατοχυρώνουν την πράξη της αρχαίας Εκκλησίας, όσο αφορά στο μυστήριο της Ιερωσύνης και μάλιστα στο θεσμό του επισκόπου".

Στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμα Προτεστάντες που για τους ανωτέρω λόγους αρνούνται την αξιοπιστία των 7 έγκυρων επιστολών του αγίου Ιγνατίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο πρώην Ορθόδοξος Ιερέας κ. Χαραλαμπάκης, που για να δικαιολογήσει την άρνηση της ιεροσύνης, επιχειρεί διάφορες αλχημείες στα συγγράμματά του, προκειμένου να αμφισβητήσει τις επιστολές αυτές, ώστε να μην εκτίθεται για το ότι αρνήθηκε και εγκατέλειψε το Χριστιανικό αυτό θεσμό.

Στο σύγγραμμά του: "Γιατί άφησα το Ράσο", δικαιολογείται έναντι των επιστολών του αγίου Ιγνατίου, προσπαθώντας πονηρά να τις υποβαθμίσει, με τα εξής λόγια:

"Επίσης και τα αρχαιότερα συγγράμματα, καθώς λ.χ. "Διδαχή των Αποστόλων", "Επιστολή του Κλήμεντος", και "Επιστολή του Πολυκάρπου" αναφέρουν μόνο δύο τάξεις εκκλησιαστικών προεστώτων, του Επισκόπου ή Πρεσβυτέρου, και του διακόνου. Μόνο οι επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας, β' αιώνος, αναφέρουν ιερείς και αρχιερείς, αλλά καθώς γράφει ο καθηγητής της Θεολογίας Μπαλάνος στην Πατρολογία του (σελ. 48, 51, και 52), οι επιστολές αυτές νοθεύτηκαν τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. Αλλ' εφόσον ο Λόγος του Θεού είναι καθαρός, όλα αυτά δεν έχουν σπουδαία σημασία."

Ομοίως ενεργεί και σε άλλο σύγγραμμά του, όπως μας πληροφορεί σε κάποιο φόρουμ, ένας φίλος του, προσκείμενος στις απόψεις του:

"Ο κ. Χαραλαμπάκης στο έργο του "Η Αλήθεια και το καλλιεργημένο Ψεύδος" (Αθήνα 1994) απαντά ... και μας δείχνει ότι οι επιστολές του Ιγνατίου έχουν υποστεί σοβαρή αλλοίωση ... Δες σελίδες 64-93. Το κείμενο έχει πηγές από Πατρολόγους και Εγκυκλοπαίδειες. Έχεις αποδείξεις ύπαρξης ΕΙΔΙΚΩΝ ιερέων εκτός νόθων κειμένων, υπόψιν οι λέξεις επίσκοπος, ποιμένας, διάκονος δεν σημαίνουν αναγκαστικά "ιερέας" με την σημερινή έννοια. Άρα ζητάμε κείμενα που τα δέχονται ως γνήσια ΟΛΟΙ οι ιστορικοί και Πατρολόγοι και που να μιλάνε για ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΙΕΡΕΙΣ".

Ο κ. Χαραλαμπάκης, πράγματι, στο εν λόγω έργο του, ενώ γράφει ΓΕΝΙΚΟΛΟΓΑ για το ότι κάποιες επιστολές του αγίου Ιγνατίου νοθεύτηκαν, ΑΠΟΚΡΥΠΤΕΙ ΟΤΙ ΣΗΜΕΡΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΙΣ 7 ΓΝΗΣΙΕΣ, και την αρχική τους μορφή, και απλώς αφήνει να αιωρείται η αμφιβολία για τη γνησιότητά τους, αποφεύγοντας να μπει στο θέμα, και να παρουσιάσει τα επιχειρήματά του, για την άρνησή του αυτή. Έτσι, όχι μόνο δεν δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις, αλλά στην πραγματικότητα, με πονηριά ΣΥΣΚΟΤΙΖΕΙ και ΘΟΛΩΝΕΙ τα στοιχεία, για να δικαιολογήσει το σφάλμα του να ενταχθεί στον Προτεσταντισμό. Γράφει ένα σωρό σελίδες στο εν λόγω έργο του, όπου όμως, αντί να επιχειρηματολογήσει για τους λόγους που αρνείται τα πορίσματα των επιστημόνων αυτών, απλώς αναπτύσσει τις δικές του ανιστόρητες και αστήρικτες γνώμες, περί της διάρθρωσης της πρώτης Εκκλησίας.

Πολύ ενδιαφέρον στα παραπάνω, είναι ότι στο κείμενο του κου Χαραλαμπάκη, όπως έχουμε τονίσει με κόκκινο, αναφέρεται και στο ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟ πρωτοχριστιανικό σύγγραμμα "Διδαχή των Αποστόλων", το οποίο εκεί παραδέχεται ως τέτοιο. Αποφεύγει όμως να πει, ότι εκεί αναφέρονται για πρώτη φορά στη Χριστιανική γραμματεία οι ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ, και ψεύδεται στη συνέχεια, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται πουθενά εκεί!

Την ίδια μέθοδο ακολουθεί και η αίρεση της Σκοπιάς. Αφού θολώνει τα νερά αναφέροντας απλώς ότι υπάρχουν νοθευμένες επιστολές του Ιγνατίου, χωρίς να κάνει πλήρη ανάλυση του θέματος, ώστε να μη φανεί ότι γνωρίζουμε πλέον τις σωστές και ακριβείς επιστολές. Αλλά πονηρότερη του κου Χαραλαμπάκη, η Σκοπιά καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι όπως νοθεύτηκαν εκείνες, είναι πιθανό να έχουν νοθευτεί και αυτές! Και μετά από αυτό το εντελώς αστείο επιχείρημα, ρίχνει και τη χαριστική βολή στον άγιο Ιγνάτιο, αναφέροντας ότι "η αποστασία" ξεκίνησε ήδη από το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.! Μετέτρεψε λοιπόν έτσι έναν άγιο, διάδοχο των Αποστόλων, που μαρτύρησε για τον Κύριο, σε "αποστάτη", και τα πρωτοχριστιανικά αυτά συγγράμματα με την ιστορική αυτή αξία, σε "αποστατικά συγγράμματα"!

Είναι προφανές ότι παρόμοιες προσπάθειες Προτεσταντών, να θολώσουν τα νερά, μπερδεύοντας τους αφελείς, μόνο πρόσκαιρη αξία έχουν γι' αυτούς, γιατί κάποτε και οι ημιμαθείς οπαδοί τους μαθαίνουν την πλήρη αλήθεια, και τους εγκαταλείπουν με απέχθεια προς την απάτη που επιχειρούν.

Οφείλουμε να πούμε βέβαια, ότι δεν είναι όλοι οι Προτεστάντες τόσο ανεύθυνοι απέναντι στην αποδοχή των τεκμηριωμένων επιστημονικά, συγγραμμάτων αυτών, αλλά υπάρχουν κάποιοι απ' αυτούς, που παραδέχονται την αλήθεια.

Για παράδειγμα ο κ Γεώργιος Α. Χατζηαντωνίου, Προτεστάντης Ευαγγελικής "εκκλησίας" του εξωτερικού, κάτοχος πλήθους διπλωμάτων, και ειδικευμένος στην Εκκλησιαστική ιστορία, (όπως αναγράφεται στο εκδοτικό του σημείωμα), στο βιβλίο του: "Η Εκκλησία του Χριστού τα πρώτα 600 χρόνια", εκδόσεις "Ο Λόγος", Α΄ Έκδοση 1993, στη σελίδα 111, παραδέχεται σαφώς όλα όσα έχουμε γράψει πιο πάνω, όπως και την αξιοπιστία των 7 Γνησίων Επιστολών του αγίου Ιγνατίου. Παραθέτουμε τα λόγια του, μήπως κάνουν ορισμένους Προτεστάντες να ξανασκεφθούν το ανεδαφικό των αμφισβητήσεών τους:

"Ο Ιγνάτιος ήταν επίσκοπος της εκκλησίας της Αντιόχειας στη Συρία. Στα γράμματά του αυτοαποκαλείται "Ιγνάτιος ο και Θεοφόρος". Ίσως αυτό το προσωνύμιο ήταν που χρησίμευσε σαν πηγή μιας ανεπιβεβαίωτης παράδοσης, που κυκλοφορούσε πλατιά στις εκκλησίες της αποστολικής περιόδου, ότι αυτός ήταν το "μικρό παιδί", που πήρε ο Ιησούς στην αγκαλιά του, για να διδάξει στους μαθητές του το μάθημα της ταπεινοφροσύνης. Ήταν γύρω στο έτος 115 κατά πάσα πιθανότητα, που τερμάτισε ο Ιγνάτιος τη ζωή του με μαρτυρικό θάνατο στο διωγμό, που χτύπησε την Εκκλησία, όταν στο θρόνο της αυτοκρατορίας ήταν ο Τραϊανός. Ο Ιγνάτιος είναι ο πρώτος από τους μάρτυρες της Εκκλησίας της μεταποστολικής περιόδου, που μας είναι γνωστός με το όνομά του.

Όπως έχει ειπωθεί και σε προηγούμενο κεφάλαιο, καθώς προχωρούσε με στρατιωτική συνοδεία ο Ιγνάτιος προς το μαρτύριο του στη Ρώμη, σε μια σύντομη στάθμευσή του στη Σμύρνη έγραψε τέσσερα γράμματα στις εκκλησίες στην 'Εφεσο, Μαγνησία, Τράλλεις και Ρώμη. Σε μια δεύτερη στάθμευση του, στην Τρωάδα, έγραψε άλλα τρία γράμματα στις εκκλησίες στη Σμύρνη και στη Φιλαδέλφεια και στον επίσκοπο της εκκλησίας Σμύρνης, τον Πολύκαρπο.

Αυτά τα γράμματα είναι κατά κύριο λόγο η πηγή, από την οποία αντλούμε τις πληροφορίες μας για τη ζωή και το έργο του Ιγνάτιου. Για μια μεγάλη όμως χρονική περίοδο επικρατούσε μια αβεβαιότητα για τον ακριβή αριθμό τους. Κάπου στον τέταρτο αιώνα στις συλλογές από γράμματα του Ιγνάτιου, που κυκλοφορούσαν, προσαρτήθηκαν στα εφτά γράμματα, που αναφέρθηκαν παραπάνω, άλλα έξι, και στον Μεσαίωνα άλλα τέσσερα, και έγιναν έτσι τα γράμματα δέκα εφτά. Όταν εφευρέθηκε η τυπογραφία, αυτή η αυξημένη συλλογή γραμμάτων τυπώθηκε το 1498 σε μια λατινική μετάφραση και το 1557 στο ελληνικό της κείμενο. Προς το τέλος όμως του 17ου αιώνα ο ερευνητής G. Vossius δημοσίευσε μια νέα έκδοση της λατινικής μετάφρασης των αρχικών εφτά γραμμάτων και σαν αποτέλεσμα αυτής της εργασίας και άλλων μεταγενέστερων ερευνών έχει επικρατήσει πια η γνώμη ότι αυτά τα εφτά είναι τα μόνα γνήσια γράμματα του Ιγνάτιου".


Πρέπει κάποιος να είναι ή πονηρός, ή ημιμαθής για να αμφισβητήσει τις 7 Επιτολές του Ιγνατίου. Και σε αυτό συμφωνούν όλοι οι σύγχρονοι Πατρολόγοι.

Η Πατρολογία του Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Τόμος Α’, Αθήνα 1982, Β΄ Έκδοση, σελ. 179, γράφει: "Επί δύο αιώνες συζητήθηκε η γνησιότητα των  επιστολών, με αποτέλεσμα να γίνεται σήμερα από όλους δεκτή η προέλευσή τους από τον Ιγνάτιο." Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα Προτεστάντες, προσκολλημένοι στο ψεύδος και τις δικαιολογίες, για τους οποίους όσοι αιώνες και αν περάσουν, ακόμα θα αμφισβητούν τα βέβαια και τα τεκμηριωμένα ντοκουμέντα της πλάνης τους.



6. Το Μαρτύριο του Ιγνατίου

Για το Μαρτύριο του Ιγνατίου, έχουμε πέντε "Μαρτύρια", από τα οποία αρχαιότερο θεωρείται αυτό που εκδόθηκε το 1689, από τον Th. Ruinart, από χειρόγραφο του 10οου αιώνα, της Κολβερτινής βιβλιοθήκης των Παρισίων, γι' αυτό και λέγεται συνήθως "Κολβερτινόν Μαρτύριον". Αυτό είναι αναντίρρητα έργο του 4ου ή του 5ου αιώνα, αν και προβάλλει την αξίωση ότι γράφθηκε από αυτόπτες μάρτυρες. Φυσικά δεν ανήκει στα έγκυρα συγγράμματα του αγίου Ιγνατίου.



7. Εκδόσεις επιστολών

Εκδόσεις επιστολών:

Από τις επιστολές του Ιγνατίου, γνήσιες και νόθες, εκδόθηκαν αρχικά 3 νόθες, οι εξής: "Προς τον Απόστολο Ιωάννη", "Προς την Παρθένο Μαρία", και η "απάντησή της" (Παρίσι 1495).

Η Εκτενής Παραλλαγή, εκτυπώθηκε Λατινικά το 1489 και Ελληνικά το 1555, και προκάλεσε διχασμό των κριτικών, οφειλόμενο αρχικά και στις αντιθέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών ως προς την αρχαιότητα του θεσμού του Επισκόπου.

Το 1498 εκδόθηκε στο Παρίσι αρχικά, η νοθευμένη συλλογή των 7 γνησίων επιστολών, και οι νόθες, σε Λατινική μετάφραση.

Το Ελληνικό τους κείμενο, εκδόθηκε το 1557 από τον V. Hariung, στο Dillingen.

Στον Migne E. Π. 5, 643 - 960, βρίσκονται οι 7 γνήσιες επιστολές στον νοθευμένο εκτενέστερο τύπο, και οι 6 νόθες.

Η συντομότερη και προφανώς αρχική μορφή των 7 γνησίων επιστολών μαζί με τις 5 νόθες, εκδόθηκαν αρχικά στα Λατινικά στην Οξφόρδη, το 1644.

Στα Ελληνικά εκδόθηκαν από τον J. Voss, στο Άμστερνταμ, το 1646, από μοναδικό φλωρεντινό χειρόγραφο του 11ου αιώνα, από το οποίο λείπει το τέλος.

Η έκδοση του σύντομου τύπου των 3ών Συριακών επιστολών, έγινε αρχικά από τον W. Cureton το 1845 στο Λονδίνο.



Μονογραφίες:

Για τις επιστολές του Ιγνατίου γράφτηκαν πολλές μονογραφίες, εκ των οποίων μερικές είναι οι εξής: Th. Zahn, Ign. v. ant., Gotha 1873. A. Harnack, Die Zeit des J. v. A. 1883. E. Bruston, Ign. d' An., Paris 1897. Delafosse, Nouvel examen des Lettres d' Ign. d' ant., στο Revue d' hist. et de Litt. religieuses, Paris 1922, 303 - 337 και 477 - 533.



Βιβλιογραφία:

Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων: Κλήμης τόμ. Β΄, σελ. 261 - 263.

Πατρολογία Δημητρίου Σ. Μπαλάνου, Αθήνα 1930 σελ. 43. και εξής.

Πατρολογία Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Τόμος Α’ – Αθήνα 1982 Β΄ Έκδοση, σελ. 173 - 179.

Πατρολογία Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Τόμος Β’ – Αθήνα 1990 – σελ. 436-437.

«Ελληνική Πατρολογία» Παναγιώτη Χρήστου, Τόμος Β’, σελ. 415-416

"Αποστολικοί Πατέρες" του διδάκτορα Θεολογίας Νίκου Νικολαϊδη, Εκδόσεων Πουρνάρα, με υπότιτλο "Γραμματολογική και Θεολογική Προσέγγιση".



Έρευνα - Διαμόρφωση: Κ. Ν. και Ν. Μ.

Ποιμαντικαί προτροπαί ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου κατά τήν πρός ἅγ. Πολύκαρπον ἐπιστολήν.





       Εἰσήγησις
       γενομένη ὑπό τοῦ Ἀρχιμ. Ἀθαν. Μυτιληναίου
       εἰς Α΄Ἱερατικόν Συνέδριον

       Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαρίσης καί Πλαταμῶνος
       ἐν τῷ Πνευματικῷ Κέντρῳ
       τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγίων Μ΄ Μαρτύρων ἐν Λαρίσῃ τῇ 22ᾳ Σεπτεμβρίου 1969.

       Σεβασμιώτατε Ἅγιε Δέσποτα,
       Σεβαστοί Ἅγιοι Πατέρες,
       Εἶναι ἀρχαιοτάτη, καί μάλιστα ἀποστολική ἡ συνήθεια, συνάξεων τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας.
       Ὁ Ἀπ. Παῦλος, παραπλέων τάς ἀκτάς τῆς Μ. Ἀσίας καί κατευθυνόμενος πρός Ἱεροσόλυμα, παρά τόν ὀλίγον χρόνον πού εἶχε εἰς τήν διάθεσίν του, δέν παραλείπει νά μετακαλέση τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου εἰς τήν Μίλητον, καί μέσα εἰς μίαν ἄκρως συγκινητικήν καί θερμήν ἀτμόσφαιραν νά ἀποτείνη τάς τελευταίας του ποιμαντικάς προτροπάς (Πρβλ. Πράξ. κ΄16-38).
       Τήν συνήθειαν αὐτήν, ὡς μίαν ἀνάγκην ἀπόλυτον διά τήν ἀναζωπύρωσιν τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῶν ποιμένων συνεχίζει καί σήμερον ἡ Ἐκκλησία διά τῶν τοπικῶν Ἱερατικῶν Συνεδρίων καί Συνάξεων.
       Καί πράγματι!
       Ποῖος ἐκ τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἠσθάνετο τήν ἀνάγκην τῆς τονώσεως τοῦ ἱερατικοῦ του χαρίσματος τό ὁποῖον ἔλαβε κατά τήν φρικτήν ἐκείνην ὥρα τῆς χειροτονίας του; (Πρβλ. Α΄Τιμ. δ΄14).
       «Λάβε τήν παρακαταθήκην ταύτην καί φύλαξον αὐτήν μέχρι τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας, ὅτε παρ᾿ αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν» (Ἐκ τοῦ Μ. Εὐχολογίου).
       Τήν Παρακαταθήκην.
       Αὐτό τό Τίμιον Σῶμα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ!
       Αὐτό τό Τίμιον τοῦ Χριστοῦ Σῶμα, ἅπλωσε κάθε Ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας, τά χέρια του, τήν ὥραν ἐκείνην, διά νά κρατήση.
        Αὐτό τό Τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπέρ τοῦ ὁποίου ἕνας Ἀπόστολος Παῦλος ἔπασχε, καί πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτήν τήν ἰδίαν τήν Ἐκκλησίαν (Πρβλ. Κολασ. α΄24).
       Ἐκ βαθέων θά συμβουλεύση ἀργότερα ὁ ἴδιος Ἀπόστολος τόν Τιμόθεον, πού στό βάθος τήν Ἐκκλησίαν ἐννοοῦσε, ὅταν τοῦ ἔγραφε: «Ὦ Τιμόθεε, τήν παρακαταθήκην φύλαξον» (Α΄Τιμ. στ΄20).
       Αὐτήν τήν Παρακαταθήκην, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησίαν, ἔρχεται νά μᾶς παραδώση καί ἐμπιστευθῆ διά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
       Ὦ Σεβαστοί Πατέρες!
       Μέγα τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας!
       Ἐκεῖνος πού κατενόησε ὅτι ὄντως εἶναι Μέγα τό Μυστήριον αὐτό, μετά τό Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐκεῖνος δύναται πάντοτε μέ δέος νά ἀνταποκρίνεται καί πρός τάς ἀπαιτήσεις αὐτοῦ (Πρβλ. Α΄Τιμ. γ΄16).
       Πῶς ὅμως θά ἠμπορέσωμεν νά ἀνταποκριθῶμεν εἰς τάς βαρυτάτας ποιμαντικάς ἀπαιτήσεις τῆς Ἐκκλησίας;
       Ἕνας ἐκ τῶν πολλῶν τρόπων εἶναι καί ὁ καθρεπτισμός μας εἰς τάς ποιμαντικάς προτροπάς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
       Ἡ Παλαιά Διαθήκη, καί ἰδιαιτέρως οἱ Προφῆται, παρέχουν ζωηρωτάτας εἰκόνας καί προτροπάς πρός τούς ποιμένας.
       Ἡ Καινή Διαθήκη ἔχει ποιμαντικόν πλοῦτον πολύν, ἐγκατεσπαρμένον εἰς τάς σελίδας της. Ὅλως ὅμως ἰδιαιτέρως, ὡς ποιμαντικόν θησαυροφυλάκιον, ἔχει τάς δύο Ἐπιστολάς πρός Τιμόθεον καί τήν πρός Τίτον, τοῦ Ἀπ. Παύλου.
       Ἐπεξεργασίαν καί ἀνάπτυξιν τοῦ ἁγιογραφικοῦ ποιμαντικοῦ τούτου πλούτου, ἀποτελεῖ ἡ πατερική παράδοσις.
       Ὡς ἕν ἐκ τῶν πρώτων πατερικῶν ποιμαντικῶν ἔργων, δύναται νά θεωρηθῆ ἡ πρός Πολύκαρπον Ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, γραφεῖσα τό 107 μ.Χ. καί ὑπό συνθῆκας ἄκρως μαρτυρικάς, ὅταν ἤδη δέσμιος ὁ Ἅγιος Πατήρ ὡδηγεῖτο πρός Ρώμην διά νά ριφθῆ εἰς τά θηρία.
       Ἡ ἐπιστολή του αὐτή, ἄν καί γραφεῖσα εἰς ἐμπερίστατον κατάστασιν, ἀποτελεῖ ἀπόσταγμα πλουσίας ποιμαντικῆς πείρας.
       Μικρά εἰς ἔκτασιν ἀλλά μεστή εἰς ποιμαντικάς προτροπάς, ἔρχεται, τόσον διά τήν ἀρχαιότητα, ὅσον καί διά τό ἅγιον περιεχόμενόν της, νά σταθῆ παραπλεύρως καί ἰσαξία πρός τάς τρεῖς τοῦ Ἀπ. Παύλου ποιμαντικάς Ἐπιστολάς.
       «Θά ἠδυνάμην νά χαρακτηρίσω τήν Ἐπιστολήν ταύτην τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, γράφει ἕνας σύγχρονος συγγραφεύς, ὡς τό τέταρτον ποιμαντορικόν εὐαγγέλιον μετά τάς δύο πρός Τιμόθεον καί τήν πρός Τίτον ποιμαντορικάς ἐπιστολάς τοῦ Ἀπ. Παύλου».
       Ἀπό τήν θαυμασίαν αὐτήν ἐπιστολήν, ἀνασύροντες αὐτήν ἀπό τήν λήθην τοῦ χρόνου, θά προσπαθήσωμεν νά σκιαγραφήσωμεν τάς ποιμαντικάς ἀρετάς της, καί ἐξ αὐτῶν νά ἀντλήσωμεν σύνεσιν, ὑπόμνησιν καί παρακίνησιν διά νά διατηρῶμε πάντοτε ἀκμαῖον καί καρποφόρον τό ποιμαντικόν μας ἔργον.
       «Ἰγνάτιος, ὁ καί Θεοφόρος, Πολυκάρ-
       πῳ ἐπισκόπῳ Ἐκκλησίας Σμυρναίων,
       μᾶλλον ἐπισκοπημένῳ ὑπό Θεοῦ Πατρός
       καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πλεῖστα
       χαίρειν».
       Ἰγνάτιος, ὁ ἀποκαλούμενος καί Θεοφόρος, πρός τόν Πολύκαρπον, τόν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σμυρναίων, πού πολύ τόν ἐπισκοπεῖ ὁ Θεός Πατήρ καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, τούς πολλούς μου χαιρετισμούς.
       Ἀλληλογραφία μεταξύ δύο διακεκριμένων Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας.
       Πόσην ἀγάπη προδίδει τό προοίμιον τῆς Ἐπιστολῆς!
        Δέν εἶναι μικρόν πρᾶγμα νά γράφη ἕνας ὥριμος Ποιμήν, πρός ἄλλον ἐξ ἴσου ὥριμον Ποιμένα, ποιμαντικάς ἐπιστολάς πού νά τοῦ ὑπενθυμίζη τήν πορείαν πλεύσεως τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐγωισμοί συγκρούονται ἐν προκειμένῳ. Ἐν τούτοις, ἐδῶ εἶναι ἀδιανόητος ὁ ἐγωισμός.
       Ἡ ταπεινοφροσύνη γεννᾶ τήν ἀνάγκην τῆς ἀνακοινωτικότητος καί τῆς ἀνταλλαγῆς πείρας.
       Αἰσθάνεται κανείς μέσα ἀπό τάς λέξεις τοῦ προοιμίου, ὅπως καί ἀπό ὁλόκληρον τήν Ἐπιστολήν, νά ἀποπνέη ἡ εὐωδία τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν δύο Ποιμένων, καί τῆς ἐν Κυρίῳ κοινωνίας αὐτῶν (Πρβλ. Πράξ. β΄42).
       Ὁ συγγράφων τήν ἐπιστολήν, Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτόν του, Μαθητήν. Ἀλλά καί ὁ παραλήπτης τῆς Ἐπιστολῆς, Ἅγιος Πολύκαρπος, θεωρεῖται μαθητής, ὡς ἀποδεχόμενος τάς ποιμαντικάς προτροπάς τοῦ πρώτου.
       Τό πνεῦμα τῆς μαθητείας!
       Αὐτό εἶναι τό πρῶτον καί βασικόν στοιχεῖον πού πρέπει νά διακρίνη τόν καλόν Ποιμένα τῶν ψυχῶν.
       Οὐδέποτε νά λέγη ὅτι κατεστάθη σοφός καί συνεπῶς, δέν ἔχει πλέον ἀνάγκην ἄλλοθεν συμβουλῶν ἤ μελέτης.
       Ὁ ἀληθῶς σοφός, εἶναι ἀληθῶς ταπεινόφρων.
       Τό ταμεῖον τῆς πείρας οὐδέποτε πληροῦται.
       Ὅσον πλουσιωτέρα καθίσταται, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται ὁ κάτοχός της τά ἀπέραντα κενά πού τόν διακρίνουν. Τό πνεῦμα τῆς ἰσοβίου μαθητείας, εἶναι βασική προϋπόθεσις διά τήν καλλιέργειαν τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου.
       Καί τήν ἀνάγκην καλλιεργείας αὐτοῦ τοῦ ἔργου, τότε μόνον ἠμποροῦμεν νά βυθομετρήσωμεν, ἄν ἀναζητήσωμεν τόν σκοπόν τῆς ποιμαντικῆς.
       Καί ὁ σκοπός τῆς ποιμαντικῆς, ἤδη ἐκ προοιμίων τίθεται ὑπό τοῦ Ἁγίου Πατρός: «παρακαλῶ σε ἐν χάριτι, ᾗ ἐνδέδυσαι.... πάντας παρακαλεῖν ἵνα σώζωνται».
       Σέ παρακαλῶ, εἰς τήν χάριν πού εἶσαι ντυμένος, ὅλους νά τούς παρακαλῆς νά φροντίζουν νά σωθοῦν.
       Ἡ σωτηρία!
       Ἐκεῖ πρέπει νά ἀποβλέπη τό ποιμαντικόν ἔργον: εἰς τήν σωτηρίαν.
       Ὁ Χριστιανισμός εἶναι σωτηρία. Καί σωτηρία σημαίνει γνῶσις Θεοῦ. Καί γνῶσις Θεοῦ εἶναι ἕνωσις ἀνθρώπου καί Θεοῦ. (Πρβλ. Ἰωάν. ιζ΄ 3, Α΄Ἰωάν. γ΄ 2, Ἰωάν. ς΄53-58).
       Ἄν τό ποιμαντικόν μας ἔργον δέν ἀποβλέπει εἰς αὐτόν τόν προκαθορισμένον σκοπόν, τότε, δύναται μέν νά χαρακτηρισθῆ ὡς ἠθικόν καί κοινωνικόν ἔργον, ἀλλ᾿ οὐδέποτε ὡς χριστιανικόν ποιμαντικόν ἔργον.


       Καί ἠθικά καί κοινωνικά ἔργα ἐπιτελοῦν πολλοί, εὑρισκόμενοι ἔξω τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ οὐδέποτε ἐργάζονται ἔργον σωτηρίας εἰς ὅλην αὐτῆς τήν πνευματικήν διάστασιν.
       Καί ἐρωτῶμεν: Εἶναι μικρόν τό ἔργον τῆς σωτηρίας;
       «Πάντων ἐστί χαλεπώτατον ψυχῶν ἐπιμέλεια» γράφει ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Σιναΐτης.
       Ἄν, συνεπῶς, τό ἔργον τῆς σωτηρίας πού συμπίπτει μέ τόν σκοπόν τῆς ποιμαντικῆς, εἶναι μοναδικῶς μέγα ἔργον, τότε ἀσφαλῶς καί τό ποιμαντικόν ἔργον πού καλεῖται νά ἐπιτελέση ὁ Ποιμήν, εἶναι ἀληθῶς μέγα.
       Βασική προϋπόθεσις διά τήν ὁμαλήν ἐνάσκησιν τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου, εἶναι ἡ ἀπόλυτος πειθαρχία πού πρέπει νά διέπη τάς σχέσεις ποιμένος καί ποιμενομένων. Οὐδέποτε οἱ ποιμενόμενοι πρέπει νά πράττουν κάτι ἄνευ τῆς γνώμης τοῦ Ποιμένος.
       Εἶναι μία κεντρική ἰδέα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου πού συναντᾶται πυκνώτατα εἰς τάς ἐπιστολάς του.
       Τό μυστικόν τῆς ἐπιτυχίας τῆς πειθαρχίας τῶν ποιμενομένων εὑρίσκεται εἰς τήν πειθαρχίαν τοῦ ποιμένος εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
       «Μηδέν, ἄνευ γνώμης σου γινέσθω, μηδέ σύ ἄνευ γνώμης Θεοῦ τι πρᾶσσε».
       Τίποτα νά μή γίνεται χωρίς τήν γνώμην σου. Μήτε σύ νά πράττης κάτι χωρίς τήν γνώμην τοῦ Θεοῦ.
       Πάντοτε πρέπει νά ἐρωτᾶ ὁ ποιμήν προκειμένου νά ἐπιβάλη μίαν γνώμην του εἰς τό ποίμνιον: «Αὐτό θά τό ἐπέβαλλε ὁ Θεός;» «Θά τό ἤθελε ὁ Θεός;» «Θά ὠφελήση αὐτήν τήν ψυχήν;» «Θά οἰκοδομήση τήν Ἐκκλησίαν;»
       Κριτήριον ποιμαντικοῦ ἔργου θά εἶναι πάντοτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό ἀποβλέπον εἰς τόν σκοπόν τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου πού εἶναι ἡ σωτηρία.
       Ὁ ποιμήν διά νά ἐξασφαλίση αὐτήν τήν πειθαρχίαν, πρέπει νά ἵσταται μεταξύ Θεοῦ καί ποιμενομένων καί νά ἐκφράζη ἀνοθεύτως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ζῶν ὁ ἴδιος ὡς ἀπολύτως ποιμενόμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ. Νά μπορῆ νά λέγη ἀνά πᾶσαν στιγμήν: «Κύριος ποιμαίνει με». (Ψαλμ. Κβ΄1).
       Ἔκφρασις τῆς ἀπολύτου ὑποταγῆς τοῦ ποιμένος εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἐπιμελημένη ἐνάσκησις τῶν ἱερατικῶν του καθηκόντων. «Ἐκδίκει σου τόν τόπον ἐν πάσῃ ἐπιμελείᾳ σαρκικῇ τε καί πνευματικῇ».
       Κάνε τήν ἀποστολήν σου μέ κάθε ἐπιμέλειαν σωματικήν καί πνευματικήν.
       Ἄν ἐξασφαλισθῆ αὐτή ἡ βασική προϋπόθεσις, τότε δύναται νά σταθῆ ὡς ἀληθής ποιμήν ἐνώπιον τοῦ ποιμνίου του.
       Τότε, «καί τά πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει... ὅτι οἴδασι τήν φωνήν αὐτοῦ» (Ἰωάν. ι΄3,4).
       Ὁ ἀληθής ποιμήν φροντίζει πάντοτε νά διατηρῆ τήν ἑνότητα τοῦ λογικοῦ του ποιμνίου.
       «Τῆς ἑνώσεως φρόντιζε ἧς οὐδέν ἄμεινον».
       Φρόντιζε διά τήν ἑνότητα ἀπό τήν ὁποίαν τίποτα καλλίτερον δέν ὑπάρχει.
       Εἰς τήν ἑνότητα ὑπάρχει ἡ ἰσχύς καί τά δημιουργικά ἔργα. Ἄν τό ποίμνιον εἶναι ἠνωμένον, τότε κυριολεκτικά μεγαλουργεῖ. Ἐκεῖνο πού θά τό ἑνώνη, θά εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀνοχή: «Πάντων ἀνέχου ἐν ἀγάπῃ,», «πάντων τάς νόσους βάσταζε», «πάντας βάσταζε».
       Ἡ ἑνότης καί ἡ ἀγάπη ὑπάρχει εἰς τάς πυκνάς πνευματικάς συγκεντρώσεις, δι᾿ αὐτό συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Πατήρ, πυκνότερον συναγωγαί γινέσθωσαν» (Πρβλ. Ἑβρ. ι΄25).
       Αἱ συγκεντρώσεις αὐταί, θά εἶναι μεικτοῦ περιεχομένου. Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, εἰς ἕνα καί μόνον στίχον μᾶς τό περιγράφει: «ἦσαν δέ, προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» (Πράξ. β΄42).
       Τέσσαρα στοιχεῖα θά ἀποτελοῦν τό περιεχόμενο τῶν συνάξεων:
       α΄ Τό διδακτικόν, μέ τάς ὁμιλίας, τόσον κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν, ὅσον καί τάς ἀπογευματινάς, τούς Κύκλους Συμμελέτης Ἁγίας Γραφῆς καί τήν Κατήχησιν.
       β΄ Τό Εὐχαριστιακόν, μέ τάς ὑποδειγματικάς, προσεγμένας καί κατανυκτικάς Θείας Λειτουργίας.
       γ΄ Τό λατρευτικόν, (ἄν καί τό λατρευτικόν συνδέεται ἀπολύτως μέ τό εὐχαριστιακόν) μέ τήν ὑποδειγματικήν προσφοράν πάσης ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας καί Προσευχῆς (Ἑσπερινός, Ὄρθρος, Παράκλησις, Ἁγιασμός, Ὕψωμα, κ.λ.π.) Καί τέλος,
       δ΄ Τό κοινωνικόν. Τό τελευταῖον εἶναι πάντοτε καρπός τῶν τριῶν πρώτων.
       Σήμερον οἱ πιστοί προσέρχονται εἰς τόν Ναόν διά νά ἐπιτελέσουν καί φανερώσουν τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ Μυστηρίῳ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού εἶναι Μυστήριον κοινωνίας καί ἑνότητος ὀργανικῆς τόσον μετά τοῦ Χριστοῦ ὅσον καί μέ τά μέλη του πού εἶναι οἱ πιστοί, καί παραμένουν τελείως ξένοι καί ἀδιάφοροι, ἀκόμη καί ἐχθρικῶς διακείμενοι μεταξύ των. Ἕνα ἐνδεικτικόν παράδειγμα:
       Μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας, τελεῖται μνημόσυνον ὑπέρ ἑνός κεκοιμημένου ἀδελφοῦ καί ἤδη μετατεθέντος ἀπό τῆς Στρατευομένης εἰς τήν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν.
       Ποῖοι ἐκ τοῦ ἐκκλησιάσματος μένουν εἰς τό Μνημόσυνον;
       Οἱ συγγενεῖς καί φίλοι τοῦ κεκοιμημένου. Οἱ λοιποί;
       Ἀναχωροῦν. Διατί; Τό Μνημόσυνον εἶναι ὑπόθεσις ἰδιωτική ἤ δημοσία καί ἐκκλησιαστική, ἀφορῶσα εἰς ὁλόκληρον τήν Ἐκκλησίαν;
       Ἕν μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀπερχόμενον τοῦ κόσμου τούτου ἐνδιαφέρει μόνον τούς συγγενεῖς καί φίλους καί ὄχι ὁλόκληρον τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ θάνατος ἑνός πιστοῦ, διά τούς λοιπούς πιστούς, εἶναι θέμα ξένον ἤ οἰκεῖον;
       Τί φανερώνει αὐτό; Ὅτι σήμερον λείπει τό πνεῦμα τῆς ἀληθοῦς κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Καί λείπει, διότι κατά μέγα μέρος ὀφείλεται εἰς τήν ἄγνοιαν τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ πληροῦσα τάς καρδίας τῶν πιστῶν καί συντηροῦσα τήν ἑνότητα καί τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ «παροξυσμός ἀγάπης» καί ἡ «ἐκτενής ἀγάπη», εἶναι τά δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού διατηροῦν τήν «κοινωνίαν τῶν ἁγίων» ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (Α΄Πέτρ. Δ΄ 8, Ἑβρ. Ι΄ 24).
       Ὅλα αὐτά τά ἀγαθά ἀποφέρονται εἰς τάς «πυκνάς συναγωγάς» τῶν πιστῶν.
       Καί τά τέσσαρα στοιχεῖα, πρέπει νά ἀποτελοῦν ἕνα ἁρμονικόν ὅλον. Οἱ ἑτερόδοξοι μᾶς κατηγοροῦν ὅτι τονίζομεν τό λατρευτικόν στοιχεῖον (ἐνῶ πραγματικά αὐτό εἶναι τό κύριον καί ἕνας πρωτεύων σκοπός τοῦ διδακτικοῦ), καί παραβλέπομεν τό διδακτικόν. Ἀντιθέτως, καί μάλιστα ὁ Προτεσταντισμός, τονίζει τό διδακτικόν καί παραμερίζει τό λατρευτικόν. Ἡ Ὀρθοδοξία, εὑρίσκεται εἰς τήν ἁρμονικήν τοποθέτησιν κατά σχῆμα τετράγωνον, καί τῶν τεσσάρων αὐτῶν στοιχείων.
       Ἀπό τῆς παρατηρητικότητος τοῦ καλοῦ ποιμένος, οὐδέποτε διαφεύγει αὐτή ἡ σπουδαιοτάτη ἀλήθεια.
       Ἕνα κύριον μέλημα τοῦ ποιμένος, εἶναι ἡ οἰκογένεια.
       Σήμερον, τά θεμέλια τῆς οἰκογενείας ἀπειλοῦνται σοβαρῶς. Τό κοσμικόν πνεῦμα, ἡ ἀστική νοοτροπία τῆς ζωῆς, ὁ «σεκουλαρισμός», τό πνεῦμα δηλαδή ἐκεῖνο, πού καθιστᾶ τούς Χριστιανούς μας νά ζοῦν μόνον εἰς τόν «νῦν αἰῶνα» ὡς νά μή ὑπάρχη «μέλλων αἰών», ἡ μόδα, ὁ μιμητισμός, ἡ ὑλιστική θεώρησις τῆς ζωῆς, ἡ τόσον ἀφθόνως διά τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ βοηθουμένη, εἶναι μερικά ἀπό τά ρεύματα πού ἀπειλοῦν τήν οἰκογένειαν.
       Ἡ οἰκογένεια μέ τά σύγχρονα προβλήματά της, ὀφείλει νά γίνη ἀντικείμενον μελέτης, στοργῆς καί ἀγάπης περισσῆς, τοῦ ποιμένος.
       «Ταῖς ἀδελφαῖς μου προσλάλει, παρακαλεῖ ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος διά τάς συζύγους, ἀγαπᾶν τόν Κύριον, καί τοῖς συμβίοις ἀρκεῖσθαι σαρκί καί πνεύματι». Καί στρέφων τό ἐνδιαφέρον του πρός τούς συζύγους, συμπληρώνει: «καί τοῖς ἀδελφοῖς μου παράγγελλε ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπᾶν τάς συμβίους ὡς ὁ Κύριος τήν Ἐκκλησίαν».
       Πρέπει νά ἀποτελῆ θέμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ γάμος, καί ὄχι μόνον θέμα τῶν ἐνδιαφερομένων.


       Συνιστᾶ, «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τήν ἕνωσιν ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος ἦ κατά Κύριον καί μή κατ᾿ ἐπιθυμίαν· πάντα εἰς τιμήν Θεοῦ γινέσθω».
       Ἡ ἕνωσις τοῦ γάμου νά γίνεται κατόπιν γνώμης τοῦ Ἐπισκόπου, ὥστε νά εἶναι σύμφωνα μέ τήν θέλησιν τοῦ Κυρίου καί ὄχι σύμφωνα μέ τήν κοσμικήν ἐπιθυμίαν τῶν ἐνδιαφερομένων. Τά πάντα νά γίνωνται πρός τιμήν τοῦ Θεοῦ.
       Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι πάντοτε ἐρωτοῦν τόν Πνευματικόν τους Ποιμένα διά τήν τόσον σπουδαίαν ὑπόθεσιν τοῦ γάμου των. Ἔτσι καί μόνον ἀποφεύγονται τά διαζύγια καί ἡ δυστυχία μέσα εἰς τήν οἰκογένειαν.
       Χωρίς ὁ ποιμήν νά ἀναμιχθῆ εἰς τήν διαδικασίαν τῶν συνοικεσίων ὀφείλει νά προσφέρη εἰδικήν ἐργασίαν ἐπί τοῦ τομέως τοῦ γάμου εἰς τούς ὑποψηφίους διά τό Μυστήριον αὐτό. Μέ πολλήν ὑπομονήν, ἐνδιαφέρον, ἐπιμέλειαν καί διάκρισιν θά τούς ὑποδείξη τήν σύστασιν τῆς νέας ἐν τῷ γάμῳ κοινωνίας, ὡς κοινωνίας ἐν Κυρίῳ καί ὡς «κατ᾿ οἶκον ἐκκλησίας».
       Ἀκόμη ἔχει νά φροντίση καί δι᾿ ἐκείνους πού ὁ θάνατος διέλυσε τήν οἰκογένειαν: «Χῆραι μή ἀμελήσθωσαν· μετά τόν Κύριον, σύ αὐτῶν φροντιστής ἔσο».
       Ἐκεῖνο πού μᾶς κάνει ἰδιαιτέραν αἴσθησιν εἰς τήν ἐπιστολήν τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου εἶναι ἡ χρῆσις τῆς ἐξατομικευμένης ποιμαντικῆς. Καί ἐνῶ μόλις τά τελευταῖα χρόνια ἡ Ψυχολογία ἔρχεται νά διαπιστώση τά ἀγαθά της ἀποτελέσματα, ἡ Ἁγία Γραφή πρώτη, καί κατόπιν οἱ Πατέρες, ἔκαμαν χρῆσιν αὐτῆς.
       «Ἐξ ὀνόματος πάντας ζήτει» προτρέπει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος, καί «τοῖς κατ᾿ ἄνδρα κατά ὁμοήθειαν Θεοῦ λάλει», «οὐ πᾶν τραῦμα τῇ αὐτῇ ἐμπλάστρῳ θεραπεύεται· τούς παροξυσμούς ἐμβροχαῖς παῦε».
       Ἡ γνῶσις τῶν ποιμενομένων κατ᾿ ὄνομα καί ἡ προσωπική ἐπαφή μετ᾿ αὐτῶν, δίδει ἄριστα ἀποτελέσματα. Ὁ Κύριος ἰδιαιτέρως τό ἐτόνισε: ὁ καλός ποιμήν «τά ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα» (Ἰωάν. Ι΄3).
       Αὐτή ἡ προσωπική ἐπαφή ποιμένος καί ποιμενομένων δημιουργεῖ ἰδιαιτέρους δεσμούς φιλίας καί ἀγάπης. Καί ὅπως λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ὅτι ἡ καλλιτέρα ποιμαντική εἶναι «τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι».
       Εἰς τήν ἐξατομικευμένην ποιμαντικήν γίνεται ἀληθής μετάγγισις ἀγαθῶν συναισθημάτων μεταξύ δύο καρδιῶν. Εἰς τόν χῶρον τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς ἐκδιπλοῦται ἡ ψυχή τοῦ ποιμενομένου διότι ἀντιλαμβάνεται ζέουσαν τήν καρδίαν τοῦ ποιμένος, ἐνδιαφερομένην, ἀγαπῶσαν καί δακρύουσαν, ὄχι διά τήν γενικήν καί ἀφηρημένην κατάστασιν τῶν ἀνθρώπων ἀλλά διά τά συγκεκριμένα καί προσωπικά του προβλήματα.
       Ἡ ἐξατομικευμένη ποιμαντική κατέχει τό μυστικόν δημιουργίας πυρήνων θρησκευτικῶν ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ποιμήν θά χρησιμοποιήση ὡς συνεργάτας του πλέον, τούς ποιμενομένους εἰς τό εὐρύτερον ποιμαντικόν του ἔργον.
       Τό Μυστήριον δέ τῆς Ἐξομολογήσεως, εἶναι ὁ ἄριστος χῶρος ἐντός τοῦ ὁποίου καλλιεργεῖται καί ἀναπτύσσεται ἡ ἐξατομικευμένη ποιμαντική. Φυσικά, καί ἐκτός αὐτῆς δύναται νά ἀσκηθῆ κατά τάς ποικίλας εὐκαιρίας πού δίδονται εἰς τόν ποιμένα.
       Ὅ,τι ἐπιτελεῖται εἰς τήν λεγομένην Ἰατρικήν τῆς Προσωπικότητος, ἐπιτυγχάνεται εἰς τήν ἀτομικήν ποιμαντικήν.
       Ὅλα τά φάρμακα διά τήν αὐτήν ἀσθένειαν δέν ἐφαρμόζονται εἰς ὅλους τούς ἀσθενεῖς. Καί αἱ πνευματικαί ἰατρεῖαι διά τάς αὐτάς πνευματικάς ἀσθενείας δέν ἀσκοῦνται εἰς ὄλους τούς πνευματικῶς ἀσθενεῖς. «Οὐ πᾶν τραῦμα τῇ αὐτῇ ἐμπλάστρῳ θεραπεύεται», σημειώνει ὁ Ἅγ. Πατήρ. Καί οἱ ὀξεῖς περιπτώσεις θεραπεύονται μέ μαλακτικά μέσα: «τούς παροξυσμούς ἐμβροχαῖς παῦε». Ὅταν ὁ ποιμήν συναντᾶ ἀντιθέσεις πεισματικάς, οὐδέποτε θά χρησιμοποιήση τήν ἀντίδρασιν ἀλλά τήν ἀνοχήν, τήν ὑπομονήν καί τήν ἀγάπην. Ἐκεῖνο πού ἰδιαιτέρως πρέπει νά σημειώσωμεν εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἐξατομικευμένης ποιμαντικῆς.Ὅταν ὁ ποιμήν δέν τήν ἀσκεῖ, ἐνῶ ἴσως κοπιάζει πολύ εἰς τόν ἀγρόν τοῦ Κυρίου, θά αἰσθάνεται ἀνά πᾶσαν στιγμήν τό αἴσθημα ὅτι τό ἔργον του εἶναι μαζικόν καί ἀπρόσωπον, καί τόν ἑαυτόν του μέ κομμένας τάς χεῖρας καί τούς πόδας. Τό αἴσθημα δέ τοῦ ἀπομονωτισμοῦ παντοῦ θά τόν συνοδεύη. Ἐκεῖνο πού σήμερα λείπει, καί πού εἶναι τό μυστικόν τῆς ποιμαντικῆς ἐπιτυχίας, εἶναι ἡ ἐξατομικευμένη ποιμαντική. Πρός αὐτήν ὀφείλομεν νά στρέψωμεν ὅλην μας τήν βαρύτητα.
       Ὁ Χριστιανισμός εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν ἡ σωτηρία τοῦ προσώπου. Ἀπό πᾶσαν σελίδα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναπηδᾶ αὐτή ἡ ἀλήθεια.
       Φυσικά, ἡ ἐνάσκησις τῆς ἐξατομικευμένης ποιμαντικῆς προϋποθέτει ἕνα βασικόν στοιχεῖον: Τήν ὁλοκληρωμένην προσωπικότητα τοῦ ποιμένος. Ἡ ζωή του πρέπει νά ἀποπνέη ὑγείαν ἀπό πᾶσαν πτυχήν αὐτῆς. Ἐάν δέν διαθέτη ἀγαθήν ὑποδειγματικήν ζωήν καί εἰς αὐτάς ἀκόμη τάς ἀσημάντους λεπτομερείας τῆς ἰδιωτικῆς του ζωῆς, δέν δύναται νά ἀσκήση ἀτομικήν ποιμαντικήν. Ὁ ποιμενόμενος, πλησιάζοντας τόν ποιμένα, κατ᾿ ἀνάγκην θά τόν ἴδη ἀπό πολύ κοντά. Καί ἄν ἡ προσωπική του ζωή δέν ἐμπνέη καί δέν ἐνθουσιάζη, τότε ἡ ποιμαντική προσπάθεια ἀπέτυχε.
       Ποῖα ὅμως εἶναι τά προσόντα ἐκεῖνα πού θά καταστήσουν τόν ἱκανόν ποιμένα, τόσον διά τό πλῆθος ὅσον καί διά τά πρόσωπα;
       Τήν σπουδαιοτάτην αὐτήν παράγραφον, ἰδιαιτέρως τονίζει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος πρός τόν Ἅγιον Πολύκαρπον.
       Πρῶτον καί βασικόν στοιχεῖον τῆς συνεχοῦς ἀναπτύξεως τῆς προσωπικότητος τοῦ ποιμένος, εἶναι ἡ διαρκής συναίσθησις τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς του ἀνεπαρκείας.
       «Πλέον σπουδαῖος γίνου οὗ εἶ» γράφει ὁ Ἅγιος Πατήρ πρός τόν Ἅγιον Πολύκαρπον.
       Νά γίνεσαι διαρκῶς καί περισσότερον ἀξιόλογος ἀπ᾿ ὅτι εἶσαι.
       Πῶς θά προοδεύη ὁ ποιμήν ἄν δέν αἰσθάνεται τήν ἀνεπάρκειάν του; Καί πῶς θά ἀντιλαμβάνεται τήν ἀνεπάρκειάν του ἄν δέν εἶναι ταπεινός;
       Ζῶν τήν διαρκῆ συναίσθησιν τῆς πτωχείας του θά ἐργάζεται ἀόκνως διά νά πλουτίζη.
       «Αἰτοῦ σύνεσιν πλείονα ἧς ἔχεις».
       Ζήτει φρόνησιν περισσοτέραν ἀπ᾿ ὅ,τι ἐχεις.
       Ἡ φρόνησις εἶναι τό δεύτερον βασικόν στοιχεῖον πού πρέπει νά κοσμῆ τόν ποιμένα. Ἡ φρόνησις ἐμπερικλείει τήν σπουδαιοτάτην ἀρετήν τῆς διακρίσεως πού κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ μεγίστη καί πρώτη πασῶν τῶν ἀρετῶν. Καί ἐπαναλαμβάνει ὁ Ἅγ. Πατήρ τό τοῦ Κυρίου: «φρόνιμος γίνου ὡς ὄφις ἐν ἅπασιν καί ἀκέραιος εἰς ἀεί ὡς ἡ περιστερά».


       Ἡ Προσευχή, ἐν συνεχείᾳ, θά εἶναι τό Α καί τό Ω πάσης προσπαθείας τοῦ ποιμένος.
       «Προσευχαῖς σχόλαζε ἀδιαλείπτοις».
       Νά καταγίνεσαι συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως εἰς τάς προσευχάς.
       Ἡ προσευχή, θά εἶναι ἡ καταφυγή του, ἡ ἰσχύς του καί ἡ ἔκβασις τῶν ζητημάτων του. Καί ἄν οἱ γεωργοί πρίν σπείρουν, συνηθίζουν νά βρέχουν τόν σπόρον, ὁ καλός τῶν ψυχῶν γεωργός, βρέχει ἐν δάκρυσι εἰς τάς προσευχάς του τόν λόγον τοῦ Θεοῦ πού πίπτει εἰς τάς καρδίας τῶν γεωργουμένων ὑπ᾿ αὐτοῦ, διότι ἔχει ἁγιογραφικήν τήν πληροφορίαν ὅτι εἰς τήν προσευχήν «οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσι, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσιν» (Ψαλμ. ρκε΄5).
       Ἐκεῖνο πού σήμερα μᾶς λείπει, εἶναι ἡ ἐπαρκής προσευχή. Ἡ προσευχή ἐν κεκλιμένοις γόνασι. Ἡ προσευχή ἐν δάκρυσι.
       Ἐρρίψαμεν τό βάρος τοῦ ποιμαντικοῦ μας ἔργου εἰς τήν δρᾶσιν τήν ἐξωτερικήν. Εἰς τά ἔργα τά οἰκοδομικά καί κοινωνικά καί ἐλησμονήσαμεν τήν προσευχήν τήν θερμήν καί ἀδιάλειπτον.
       Δι᾿ αὐτό καί δέν ἐπιτυγχάνομεν. Κάποτε, ὁ Ἀπ. Πέτρος ἐχρησιμοποίησε ἕνα μόνον κήρυγμα διά νά προσελκύση εἰς τήν πίστιν 3000 ψυχάς. Σήμερα, ἡμεῖς χρειαζόμεθα 3000 κηρύγματα διά νά κερδήσωμεν μίαν μόνην ψυχήν. Καί τοῦτο, διότι μᾶς λείπει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, πού ἀποκτᾶται, σύν τοῖς ἄλλοις, καί μέ τήν ἀδιάλειπτον προσευχήν.
       Σήμερον, δέν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεόν νά μᾶς ἀποκαλύπτη τά μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ, καί ἐμείναμε μόνον μέ τήν «φυσικήν γνῶσιν» τήν ἀποκτωμένην διά τῆς μαθήσεως εἰς τά σχολεῖα καί τά βιβλία. Ἡ γνῶσις τοῦ οὐρανοῦ μᾶς εἶναι «ἐσφραγισμένη σφραγῖσιν ἑπτά». Καί ὅμως, «τά ἀόρατα αἴτει, συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Πατήρ, ἵνα σοι φανερωθῇ ὅπως μηδενός λείπῃ καί παντός χαρίσματος περισσεύῃς».
       Νά ζητᾶς νά πληροφορηθῆς, διά τῆς προσευχῆς, ἀπό τόν Θεόν, τά ἀόρατα καί οὐράνια διά νά μή ὑστερῆς σέ τίποτα καί νά περισσεύης εἰς ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
       Εἰς τήν ἐποχήν μας, τήν Θεολογίαν τήν μετεβάλαμεν εἰς ἐπιστήμην «κατά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου» καί ἡ ἀληθής Θεολογία, ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ καί τῶν μυστηρίων αὐτοῦ, μᾶς μένει ἄγνωστη γῆ. Ἐπιγραμματικά συνδέει ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Σιναΐτης τήν ὡς ἄνω ἀλήθειαν τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου, σχέσεως γνώσεως μυστηρίων Θεοῦ καί προσευχῆς, λέγων: «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς. Καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ» (Φιλοκαλ. Τόμ. Α΄ σελ. 182).
       Ἄν εἶσαι θεολόγος, νά προσεύχεσαι ἀληθινά καί καθ᾿ ὅλας τάς ἀπαιτήσεις μιᾶς γνησίας πρός τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ, ἀνερχομένης προσευχῆς. Καί ἄν ἔτσι γνησίως προσεύχεσαι, τότε θά εἶσαι ἀληθής γνώστης τοῦ Θεοῦ καί τῶν μυστηρίων του.
       Ὁ προσευχόμενος ὀφείλει ἀκόμη νά διατηρῆ ἀκοίμητον καί τήν προσοχήν.
       «Γρηγόρει, ἀκοίμητον πνεῦμα κεκτημένος».
       Μένε ξυπνητός, ἀποκτῶν πνεῦμα ἄγρυπνον πού διαρκῶς θά προσέχη ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς ἐχθρούς τῆς ψυχῆς, ὅπως ὁμοίως ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς ἐχθρούς τοῦ ποιμνίου.
       Κατά τόν Ἀπ. Παῦλον, ὁ πρεσβύτερος, λέγεται καί ἐπίσκοπος, διότι ὀφείλει νά ἐπισκοπῆ, νά βλέπη καλά πάντα κίνδυνον, ἀπειλοῦντα τό ποίμνιον.Ἡ ἐσωτερική ζωή τοῦ Ποιμένος εἶναι τό μυστικόν τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου καί ἰδίᾳ τῆς ἀτομικῆς ποιμαντικῆς, ὅπως ἀνωτέρω ἀνεφέραμεν.
       «Νῆφε ὡς Θεοῦ ἀθλητής».
       «Ἡ νῆψις τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ποιμένος».
       Τί εἶναι νῆψις ψυχῆς; «Φυλακή νοός καί καθαρότης καρδίας ὅ ἐστίν καί λέγεται νῆψις», γράφει ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος (Φιλοκαλ. Τόμ. Α΄σελ. 157 & ρθ΄).
       Εἶναι ὁ διαρκής ἀγών πρός κάθαρσιν τῶν σκέψεων, τῶν αἰσθημάτων καί τῶν βουλημάτων. Ἡ κατάστασις τῆς ποιμαντικῆς δράσεως εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς καταστάσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ δρᾶσις ἡ ἐξωτερική, πάντοτε ἀφορμᾶται ἐκ τῆς νήψεως τῆς ψυχῆς. Αὐτό, οὐδέποτε πρέπει νά λησμονῆ ὁ καλός ποιμήν.
       Ὁ ποιμήν πρέπει νά ἔχη πνεῦμα ἀσκητικόν ἐν τῇ εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, διότι καί ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἄσκησις, ἀσκητισμός.
       Ἀκόμη, ὁ ποιμήν ἔχει νά ἀντιμετωπίση δυσκόλους καταστάσεις, ἀλλά καί ἀνθρώπους ἀντιδρῶντας καί μαχομένους τήν χριστιανικήν πίστιν.
       Τί πρέπει νά κάνη; Νά λιποτακτήση;
       «Ὁ καιρός ἀπαιτεῖ σε, ὡς κυβερνῆται ἀνέμους καί ὡς χειμαζόμενος λιμένα, εἰς τό Θεοῦ ἐπιτυχεῖν».
       Ὅπως οἱ ναυτικοί ἀναμένουν οὐρίους ἀνέμους καί ὁ ναυαγός ἀναζητεῖ λιμάνι σωτηρίας, ἔτσι καί ἡ ἐποχή σου σέ ζητᾶ ὡς ἀνορθωτήν τῶν πεπτωκότων, καταφύγιον τῶν πενήτων, προστάτην τῶν ὀρφανῶν, λύτην τῶν δυσκόλων τῆς ζωῆς προβλημάτων, πρόμαχον τῆς πίστεως, δείκτην τῆς ζωῆς, ποιμένα τῶν ψυχῶν.
       «Ὁ καιρός ἀπαιτεῖ σε».
       Ἡ κάθε ἐποχή, πρό παντός ἡ ἐποχή μας, «ὁ διαλυόμενος αὐτός αἰών» κατά τόν Ἅγ. Ἰσαάκ τόν Σῦρον, ἔχει ἀνάγκην τοῦ καλοῦ ποιμένος.
       Αἱ ἀντιδράσεις πολλαί. Αἱ μάχαι ἀκατάπαυστοι. Οἱ διωγμοί τῶν καλῶν, ἀπηνεῖς.
       Τί μέ αὐτό; Ἐσύ «στῆθι ἑδραῖος, ὡς ἄκμων τυπτόμενος· μεγάλου ἐστιν ἀθλητοῦ τό δέρεσθαι καί νικᾶν».
       Ἐσύ στάσου ἀμετακίνητος σάν ἀμόνι πού κτυπιέται. Γνώρισμα μεγάλου ἀθλητοῦ εἶναι νά δέρεται καί νά νικᾶ.
       «Εὐστάθει».
       Στάσου καλά, εἶναι τό μονολεκτικόν σύνθημα τοῦ Ἁγίου Πατρός. «Στῶμεν καλῶς», εἶναι τό ἀντίστοιχον λειτουργικόν μας σύνθημα. Ὁ ποιμήν ὁ καλός μένει πάντοτε εἰς τήν θέσιν του.
       «Ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. ι΄ 11).
       Ὁ ποιμήν δέν πρέπει νά εἶναι μόνον ὁ ἐπίσκοπος τοῦ τόπου ἀλλά καί ἐπίσκοπος τοῦ χρόνου.
       «Τούς καιρούς καταμάνθανε. Τόν ὑπέρ καιρόν προσδόκα, τόν ἄχρονον, τόν ἀόρατον, τόν δι᾿ ἡμᾶς ὁρατόν, τόν ἀψηλάφητον, τόν ἀπαθῆ, τόν δι᾿ ἡμᾶς παθητόν, τόν κατά πάντα τρόπον δι᾿ ἡμᾶς ὑπομείναντα».


       «Τούς καιρούς καταμάνθανε». Τούς καιρούς ἐξέταζε καλῶς.
       Οἱ καιροί ἐπείγονται «διά τό εἶναι ἐγγύς τόν Κύριον».
       Ἐπάνω τοῦ κόσμου καί τοῦ χρόνου εἶναι ὁ ἄχρονος Υἱός καί ἐνανθρωπήσας Ἰησοῦς, ἡ ἀγάπη πρός τόν ὁποῖον, παραμερίζει κάθε ἄλλην εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἀγάπην. Ὁ ἀληθής ποιμήν ἐργάζεται ἐν χρόνῳ ἀλλά βλέπει τήν τελικήν τοποθέτησιν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος εἶναι ἁπλῶς ἡ προϋπόθεσις καί ἡ πρόγευσις αὐτῆς. Κάθε του ἔργον, τό δοκιμάζει μέ τό πῦρ τῆς αἰωνιότητος, ὥστε νά εὑρεθῆ ὡς χρυσός καί ὄχι ὡς χόρτος καί καλάμη (Πρβλ. Α΄Κορ. γ΄ 12).
       Ζῆ τούς «ἐσχάτους καιρούς» τήν «ἐσχάτην ὥραν» (Α΄Ἰωάνν. β΄ 18), καί ἀναμένει τήν Δευτέραν τοῦ Κυρίου Παρουσίαν. Βλέπει πλεονάζουσα τήν ἀνομίαν καί ἀποστασίαν, τήν ψῦξιν τῆς ἀγάπης τῶν πολλῶν, τήν ἀπιστίαν τῶν Χριστιανῶν καί τήν στροφήν των πρός παλαιάς καί νέας μορφάς φυσιολατρείας καί εἰδωλολατρείας.
       Δέν ἐκπλήσσεται. «Μή σέ καταπλησσέτωσαν», συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Πατήρ. Μόνο διακρίνει, προστατεύει τό ποίμνιον καί ἀναμένει.
       Εἰς τό βάθος τῆς ψυχῆς τῆς νύμφης ὑπάρχει ἡ ἀναμονή τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ἀναμένει καί ἀναφωνεῖ εἰς τήν βεβαίωσιν τοῦ Νυμφίου ὅτι δέν ἀργεῖ: «Ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. κβ΄ 20).
       Εἰς μίαν ἐνδεχομένην κόπωσιν τῆς ψυχῆς, ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος σημειώνει: «ὅπου πλεῖον κόπος, πολύ κέρδος».
       Ὅταν ὁ ποιμήν βλέπη τό κέρδος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁ κόπος τότε, γίνεται ἐλαφρύς καί εὔκολος ὁ δρόμος.
       «Λογίζομαι γάρ, γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄ 18). Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μεγάλο βουκέντρι πού ἐξαφανίζει τό αἴσθημα τοῦ κόπου καί τῆς ἀπογοητεύσεως. Δι᾿ ἕνα πρᾶγμα θά λυποῦνται οἱ ἅγιοι εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν ἠγωνίσθησαν περισσότερον ἐδῶ εἰς τήν γῆν διά νά ἀπολαύσουν δόξαν περισσοτέραν εἰς τόν οὐρανόν.
       Τέλος, ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος παραθέτει δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα διά τόν μέλλοντα νά ποιμάνη τήν Ἐκκλησίαν τῶν Ἀντιοχέων: «Χειροτονῆσαί τινα, ὅν ἀγαπητόν λίαν ἔχετε καί ἄοκνον, ὅς δυνήσεται θεοδρόμος καλεῖσθαι».
       Ἄοκνος καί Θεοδρόμος!
       Ὁ δρόμος τοῦ ποιμένος νά εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Κύριος εἶπε: «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός». Αὐτήν τήν ὁδόν, δηλαδή τόν ἴδιον τόν Χριστόν, ὀφείλει πάντοτε νά ὁδεύη. Διαποτισμένος μέσα εἰς τήν ἁγιότητα, νά ἀκτινοβολῆ ἁγιότητα. Νά ἀποπνέη εἰς τό περιβάλλον του τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά καθιστᾶ φανερά τά ἐνεργήματα Αὐτοῦ. Ἄν διά τοῦ στόματός του λαλεῖται ὁ Χριστός, διά τῆς ἁγίας του ζωῆς νά ἀποκαλύπτεται ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ.
       Νά γίνεται ALTER CHRISTUS, ἄλλος Χριστός.
       Ἄμβων ἀσίγητος, ἡ συμπεριφορά του.
       Κανδήλα, φῶς ἱλαρόν διαχέουσα, ἡ ἀρετή του.
       Ἡ σημερινή ἐποχή, ἔχει σοφούς ἀρκετούς πού μέ τήν σοφίαν των προάγουν κάθε τέχνην καί ἐπιστήμην. Ἁγίων ὅμως στερεῖται· ἀληθῶν θεοδρόμων καί χριστοφόρων καί θεοφόρων, ὅπως τοῦς ἀποκαλῆ ὁ Ἅγιος Πατήρ.
       Καί ἡ σοφία χρειάζεται. Ἡ κατά κόσμον σοφία. Ὄχι ὅμως χωριζομένη τῆς ἁγιότητος. Τό ἰδεῶδες εἶναι:
       Ἅγιοι εἰς τήν σοφίαν καί σοφοί εἰς τήν ἁγιότητα.
       Ὁ ποιμήν ἀκόμη, θά εἶναι καί ἄοκνος. Ἡ δραστηριότητά του ὀφείλει νά καλύπτη κάθε τομέα τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου καί νά καθίσταται φιλότιμος, φιλόπονος καί ἐργατικός. Δέν θά εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν ἀνακλίντρων καί τῆς ἀστικῆς νοοτροπίας.
       Θά εἶναι ὁ ἀνήσυχος ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος χωρίς διακοπάς, διότι καί ὁ διάβολος δέν διακόπτει τό φθοροποιόν του ἔργον. Οἱ καιροί ἐπείγονται. Ὅταν ὅλα τρέχουν μέ ἀσυλλήπτους ταχύτητας, ὁ ποιμήν δέν ἐπιτρέπεται νά ἐμφανίζη σημειωτά βήματα. Ὁ ἄοκνος, ζῶν εἰς τήν ἁγιότητα, ἤδη ἔχει ὑπερβῆ τόν ἑαυτόν του καί ἔχει δοθῆ ὁλοκληρωτικά εἰς τό ποίμνιόν του. * * *
       Ὁ ἀνιδιοτελής ποιμήν οὐδέποτε σφετερίζεται τό ἔργον τοῦ Θεοῦ πρός ἴδια ὀφέλη, ὑλικά ἤ πνευματικά. Δέν ζητᾶ χρήματα οὔτε δόξαν. Τά πάντα ἀνήκουν εἰς τόν Θεόν.
       Δέν ζηλεύει, οὔτε ἐποφθαλμιᾶ ἄλλους ἐργάτας τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖον, εἶναι καί τό κριτήριον τῆς ἀνιδιοτελείας του.
       Ζεῖ καί συνεργάζεται μετά τῶν ἄλλων ποιμένων καί ἐργατῶν, ἁρμονικῶς.
       «Τῷ ἐπισκόπῳ προσέχετε, σημειώνει ὁ Ἅγιος Πατήρ, συγκοπιᾶτε ἀλλήλοις, συναθλεῖτε, συντρέχετε, συμπάσχετε... ὡς Θεοῦ οἰκονόμοι καί πάρεδροι καί ὑπηρέται».
       Εἶναι χαρακτηριστική ἡ πρόθεσις «σύν» εἰς τά ἀνωτέρω ρήματα. Εἶναι ἡ ἐπιμονή τοῦ ἁγίου Πατρός εἰς τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τῆς συνεργασίας καί τῆς ἀληθοῦς κοινωνίας. Ἄν ποτε συμβῆ κάποια δυσκολία ἤ δυστροπία, τότε «μακροθυμήσατε μετ᾿ ἀλλήλων ἐν πραότητι, ὡς ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν».
       Σεβασμιώτατε Ἅγιε Δέσποτα,
       Σεβαστοί Ἅγιοι Πατέρες.
       Αὐτός εἶναι ὁ ποιμήν ὁ καλός, ὅπως τόν ζητᾶ ὁ Θεός καί τόν σκιαγραφῆ εἰς τήν πρός Πολύκαρπον Ἐπιστολήν του ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος.
       Εἶναι μία μαρτυρική φωνή, ὄχι μόνον διά τήν ἐποχήν του ἀλλά διά κάθε ἐποχήν, καί τήν ἐποχήν μας, πού μαρτύρεται Χριστόν καί ἀρετήν: «Τό βάπτισμα ὑμῶν μενέτω ὡς ὅπλα, ἡ πίστις ὡς περικεφαλαία, ἡ ἀγάπη ὡς δόρυ, ἡ ὑπομονή ὡς πανοπλία, τά δεπόσιτα ὑμῶν (αἱ ἀποθῆκαι ὑμῶν) τά ἔργα ὑμῶν».
       Ὁ ποιμήν, καθῆκον ἔχει, νά ἀντικατοπτρίζεται εἰς τοιαύτας ἁγίας ποιμαντικάς συγγραφάς.
       Νά ἀντλῆ δυνάμεις, σοφίαν, ἁγιότητα, τέχνην.
       Νά τοῦ ὑπενθυμίζεται ὅτι ὀφείλει «ἀναζωπυρεῖν τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐν αὐτῷ διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν» τοῦ πρεσβυτερίου (Β΄Τιμ. Α΄6).
       Νά ζῆ τήν ἀσκητικότητα, τήν νῆψιν τῆς ψυχῆς, τήν ἁγιότητα.
       Νά λούεται εἰς τό φῶς καί τήν σοφίαν τοῦ Χριστοῦ.
       Νά γίνεται διαρκῶς ἀξιόθεος καί θεοπρεπής.
       Ἄοκνος καί θεοδρόμος.
       Χριστομαθής καί ἁγιοφόρος.
       Χριστοφόρος, ναοφόρος καί θεοφόρος, κατά τάς ὡραίας ἐκφράσεις τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου.
       Ὁ ἀληθής Χριστιανός Ποιμήν, δέν ἀνήκει ποτέ εἰς τόν ἑαυτόν του ἀλλά πάντοτε εἰς τόν Χριστόν. Δέν κρατᾶ τίποτα διά τόν ἑαυτόν του.
       Ἠμπορεῖ ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά λέγη: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
       «Χριστιανός, ἑαυτοῦ ἐξουσίαν οὐκ ἔχει ἀλλά Θεῷ σχολάζει». Ὁ ποιμήν ὁ ἀληθής, σχολάζει, κινεῖται καί ζεῖ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, πάντοτε.
       Ὧ ἡ δόξα μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.