Ο Όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε στο Καρδάμυλα της Χίου περί το 1750 από ευσεβείς γονείς και το αρχικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Σε νεαρή ηλικία αρρώστησε βαριά και σώθηκε από τη Χάρη της Παναγίας της Νεαμονήτισσας, στην οποία είχε αφιερωθεί από τους γονείς του.
Στη συνέχεια εισήλθε στη Νέα Μονή και εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Νικηφόρος. Η Αδελφότητα της Νέας Μονής τον έστειλε στα Σχολεία της Χίου και είχε σπουδαίους δασκάλους, τους Γαβριήλ Αστρακάρη, Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και το λόγιο και ιεροκήρυκα Ιάκωβο Μαύρο. Στη Νέα Μονή έμενε διαρκώς κοντά στο σεβάσμιο Γέροντα Άνθιμο τον Αγιοπατερίτη.
Μετά το τέλος των σπουδών του επανήλθε στη Μονή, χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος. Αργότερα διορίστηκε  Διδάσκαλος στη Σχολή της Χίου επί σχολαρχίας Αθανασίου του Πάριου ( 24 Ιουνίου) ως το 1802, οπότε ανέλαβε την Ηγουμενία της Νέας Μονής.
Λόγω πολλών προβλημάτων στην Ιερά Μονή και των πολλών αντιδράσεων των πατέρων, αποχώρησε από αυτή και κατέφυγε στο Ρεστά, στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου, όπου μόναζε και ο ιεροδιδάσκαλος Ιωσήφ από τα Άγραφα.
Υπό την επίδραση του Αγίου Μακαρίου (17 Απριλίου), που βρισκόταν στα τελευταία έτη της ζωής του και με τον οποίο ήταν πάντοτε σε συχνότατη επικοινωνία και του μεγάλου διδασκάλου Αθανασίου Παρίου, που από το 1812  αποσύρθηκε στα Ρεστά και μαζί με τους μοναχούς Ιωσήφ και Νείλο τον Καλόγνωμο, ο Νικηφόρος εγκαθίσταται στη Μονή των Ρεστών.
Από τα Ρεστά διήλθαν και έλαβαν ενίσχυση στην πίστη τους οι νεομάρτυρες Δημήτριος ο Πελοποννήσιος (14 Απριλίου), Μάρκος ο νέος (5 Ιουνίου) και Αγγελής ο Αργείος (3 Δεκεμβρίου).
Είκοσι χρόνια σκληρών ασκητικών αγώνων στη Μονή των Ρεστών, που συνδυάζεται με ακαταπόνητη εργασία. Ο όσιος φύτεψε πολλά δέντρα, που και σήμερα ακόμη χαρίζουν τη σκιά τους στους προσκυνητές. Διένειμε πολλά δεντρύλλια σαν  ευλογία και παρακινούσε τους χωρικούς να τα φυτεύουν.
Συνέγραψε πολλά ψυχωφελή βιβλία, όπως την Ακολουθία των Αγίων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ και την Ιστορία της Νέας Μονής. Το 1819  εξέδωσε στη Βενετία το Νέον Λειμωνάριον με βίους Νεομαρτύρων, έργο συλλογικό, αφού την αρχική ύλη συνέλεξαν ο Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος και ο Μέγας Διδάσκαλος Αθανάσιος ο Πάριος.
Ο Νικηφόρος συνέθεσε Χαιρετισμούς και Ύμνους και Ιδιόμελα και Ασματικές Ακολουθίες. Ο Νικηφόρος έζησε όσια ζωή και πέθανε το καλοκαίρι του 1821 στη Χίο. Το λείψανό του μεταφέρθηκε και ετάφη στα Ρεστά. Τα λείψανά του ανευρέθησαν το 1845. Ο βίος και η ακολουθία του γράφτηκαν το 1907, όταν για πρώτη φορά εορτάστηκε επίσημα ο Άγιος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαϊου.
Ἀπολυτίκιον
Αστήρ φαεινότατος της Εκκλησίας Χριστού, λιμών δαψιλέστατος της αληθείας αυτού και σάλπιγξ μελίρρυτος, δέδειξαι Νικηφόρε, ουρανόθεν τοις θείοις, νάμασι καθηδύνων των πιστών τας καρδίας. Δι' ο πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα πολιούχος Λευκάδας

Γεννήθηκαν στην κωμόπολη Παναπέα της Θηβαίδας Αιγύπτου. Ο Τιμόθεος ήταν αναγνώστης και κήρυκας του Ευαγγελίου στην Εκκλησία των Παναπέων και εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα με θερμότατο ζήλο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το φθόνο και το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι τον κατήγγειλαν  στον έπαρχο Αριαννό, είκοσι μέρες μετά το γάμο του με τη Μαύρα.
Ο Αρριανός κάλεσε τον Τιμόθεο να κάψει  τα ιερά βιβλία του στην πυρά, ο οποίος αρνήθηκε να το πράξει, λέγοντας στον έπαρχο ότι τα θεωρεί ως ιερά πνευματικά του όπλα και εφόδια. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την οργή του Αρριανού, ο οποίος διέταξε να συλλάβουν και να βασανίσουν σκληρά τον Τιμόθεο, για να υπακούσει την εντολή του.
Για να κάμψει το σθένος του Αγίου, ο έπαρχος διέταξε να συλλάβουν τη σύζυγό του Μαύρα, την οποία  προέτρεπε με κολακείες να θυσιάσει στα είδωλα, για να μην υποστεί τα ίδια βασανιστήρια.
Η Μαύρα ομολόγησε την πίστη της στο Θεό και τότε  ο Αρριανός διέταξε τον άγριο βασανισμό της Αγίας, η οποία καθ' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων έψαλε ύμνους και προσευχές.
Τα βασανιστήρια που υπέστη, ήταν απάνθρωπα. Τη βύθισαν μέσα σε βραστό νερό και επειδή δεν έπαθε το παραμικρό έγκαυμα, ο Αρριανός θεώρησε ότι ήταν κρύο και για να το διαπιστώσει, πρόσταξε να του ραντίσουν το χέρι. Τότε η Αγία  έριξε με τη χούφτα της νερό  πάνω στο χέρι του, με αποτέλεσμα να υποστεί φρικτά εγκαύματα.
Τέλος ο Αρριανός διέταξε να τους σταυρώσουν πάνω σε ένα σταυρό και εκεί οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαύρα από το 1331  θεωρείται ως πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, η οποία παλιότερα ονομαζόταν «Αγία Μαύρα». Μέσα στο Φράγκικο Κάστρο, στα Βόρεια του νησιού, υπήρχε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας, που καταστράφηκε το 1810, καθώς οι Άγγλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το Φρούριο. Σήμερα, ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Μαύρας και του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, υπάρχει στη θέση παλιού προμαχώνα του Φρουρίου, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1886 σε ναό.
Ο ναός αποτελεί εξωκκλήσι της ενορίας Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως) της πόλης της Λευκάδας και κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Αγίας, συρρέουν πλήθη προσκυνητών. Στο ναό της Ευαγγελιστρίας φυλάσσεται μάλιστα και παλαιά εικόνα της Αγίας, τοποθετημένη σε ειδικό προσκυνητάριο.
Η ιστορία για το πως έφτασε η τιμή της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα έχει ως εξής: Το 1331 το νησί της Λευκάδας πέρασε στην κυριαρχία του Φράγκου ηγεμόνα Βάλτερου Βρυέννιου. Οι Φράγκοι κατάγονταν από την κωμόπολη Sainte Maure (Αγία Μαύρα), που βρισκόταν στο νομό Intre et Loir της σημερινής Γαλλίας. Φτάνοντας στο νησί, του έδωσαν το όνομα της μακρινής πατρίδας τους και έχτισαν μικρό ναό, ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στο όνομα της Αγίας Μαύρας
Στα μέσα του 15ου αιώνα - 130 χρόνια αργότερα – έφτασε στο νησί η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου και σύζυγος του δεσπότη της Σερβίας Λαζάρου Βούκοβιτς. Σκοπός του ταξιδιού της ήταν ο γάμος της κόρης της, Μελίσσας, με το Δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδο Γ’ τον Τόκκο. Στην πορεία τους προς το νησί κινδύνεψαν από σφοδρή θαλασσοταραχή. Η ευσεβής Ελένη έκανε τάμα στην Αγία Μαύρα, προς το νησί της οποίας κατευθυνόταν, να σωθεί και θα της έφτιαχνε έναν όμορφο ναό.
Πράγματι, σώθηκε και έχτισε τον περικαλλή ορθόδοξο ναό της Αγίας Μαύρας. Επίσης, έχτισε και το μοναστήρι της Οδηγήτριας – στην περιοχή της Απόλπαινας. Η Αγία Μαύρα θεωρείται επίσης πολιούχος του χωριού Ρουπάκι Ηλείας. Η Κάρα της Αγίας βρίσκεται στον ομώνυμο Ναό Κοιλανίου Λεμεσού Κύπρου και απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Κύκκου Κύπρου και στο Ναό του Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας.
Η μνήμη τους τιμάται στις 3 Μαϊου.
Ἀπολυτίκιον
«Ὡς ζεῦγος ὁμόζυγον, καὶ ξυνωρὶς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, καὶ Μαῦρα νύμφη Χριστοῦ, ἐνθέως ἠθλήσατε, σύμμορφοι γὰρ ὀφθέντες, τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, δόξης ἀκατάλυτου, ἠξιώθητε ἄμφω, πρεσβεύοντες τῷ Σωτήρι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν».