O ΑΓΙΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Agios IgnatiosΣΗΜΕΡΑ ἑορτάζει ἕνας ἅγιος ἄγνωστος δυστυχῶς στοὺς πολλούς. Εἶνε ὁ ἅγιος  Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος ἐπίσκοπος  Ἀντιοχείας. Γι᾿ αὐτὸν θὰ σᾶς πῶ λίγες  λέξεις.

* * *

Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐπεισόδια τῶν  Εὐαγγελίων εἶνε τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα  πλησίασαν τὸ Χριστὸ κάτι φτωχὲς μανάδες μὲ τὰ παιδιά τους στὴν ἀγκαλιά, γιὰ  νὰ τὰ εὐλογήσῃ. Οἱ μαθηταὶ τὶς διώχνανε, νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν. Ὁ Χριστὸς  ὅμως εἶπε· «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με»· ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ  ᾿ρθοῦν κοντά μου (Μᾶρκ. 10,14). Καὶ τὰ πῆρε  στὴν ἀγκαλιά του τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῶν  ψαράδων, τὰ εὐλόγησε καὶ τοὺς εἶπε  λόγια πατρικά.
Γιατί τὰ λέω αὐτά; Γιατὶ ἕνα ἀπὸ τὰ  παιδιὰ ἐκεῖνα, ποὺ πῆρε στὴν ἀγκαλιά  του ὁ Χριστός, ἦταν καὶ ὁ ἅγιος  Ἰγνάτιος. Τότε ὁ Κύριος εἶπε· «Ὅστις  ταπεινώσῃ ἑ αυτὸν ὡς τὸ παιδίον  τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ  βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῶ  ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται»· ὅποιος  ταπεινωθῇ σὰν αὐ τὸ τὸ παιδί, αὐτὸς  εἶνε ὁ ἀνώτερος στὴ βασιλεία τῶν  οὐρανῶν· κι ὅποιος δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ στὸ ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται (Ματθ. 18,4-5).
Πόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ πηγαίνῃ ἡ  μά να τὰ παιδιά της στὸ Χριστό! Ἄλλοτε  εἶχαν χαρὰ νὰ βλέπουν τὸ παιδί τους  στὸ ἀναλόγιο νὰ λέῃ τὸ «Πάτερ ἡμῶν»  καὶ τὸ «Πιστεύω». Τώρα ἀλλάξανε τὰ  πράγματα. ^Y­πάρχουν γονεῖς ποὺ ἐμποδίζουν τὰ παιδιά τους ν᾿ ἀκοῦνε τὰ  λόγια τοῦ Χριστοῦ. Φοβοῦνται μὴ  γίνουν καλόγεροι, μὴ μείνουν «κα θυ στερημένα». Μάνα, ποὺ δὲν ἀφήνει τὸ  παιδί της νὰ πάῃ κοντὰ στὸ Χριστό,  κάνει τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα. Για τὶ  παιδί, ποὺ δὲ᾿ γνωρίζει καὶ δὲν ἀ  γαπάει τὸ Χριστό, εἶνε δυστυχισμένο,  ἔστω καὶ ἂν αὔριο γίνῃ ἐπιστήμονας  καὶ πάρῃ προῖκες καὶ μάθῃ γλῶσσες.
Ἕνα, λοιπόν, ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ποὺ  εὐλόγησε ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ  μεγάλωσε κοντὰ στοὺς ἀποστόλους. Γνώρισε τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ  ἔγινε μαθητής του. Ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους χειροτονήθηκε διᾶκος,  ἔπειτα πα πᾶς, καὶ τέλος ἐπίσκοπος  στὴ μεγάλη πόλι τῆς Ἀντιοχείας. Εἶνε  ὁ δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας  μετὰ τὸν Εὔοδο.
Εἶχε ἐπίγνωσι τῆς ἀποστολῆς του.  Ὅταν λειτουργοῦσε, λέει ὁ βίος του,  ἔβλεπε ὀπτασίες, νὰ γεμίζῃ ἀγγέλους τὸ ἅγιο βῆμα. Ὅπως ὁ ἅγιος  Σπυρίδων, ποὺ «ἀγγέλους ἔσχε συλ λειτουργοῦντας», ἔτσι καὶ αὐτός.
Ἦταν ἐπίσκοπος σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ  μεγαλύτερα κέντρα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, στὴν Ἀντιόχεια, ἀπέναντι  ἀπὸ τὴν Κύπρο. Δὲν ἦταν τό τε εὔκολο νὰ  εἶσαι Χριστιανός. Ὁ χριστιανισμὸς  στοίχιζε συλλήψεις, φυλακίσεις,  θάνατο.
Πέρασε τότε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ εἰδωλολάτρης βασιλιᾶς Τραϊανός, ποὺ  πήγαινε σὲ πό λεμο ἐναντίον τῶν  Πάρθων. Σταμάτησε ἐ κεῖ κ᾿ ἔμαθε, ὅτι  ὑπάρχει στὴν πόλι ἕνας ἐπίσκοπος,  ποὺ κάνει μεγάλη θραῦσι στοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸν κάλεσε λοιπόν. Μόλις τὸν  εἶδε τοῦ εἶπε·
―Κακοδαίμων καὶ δυστυχισμένε  ἄνθρωπε.
―Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ Ἰγνάτιος· εἶμαι  εὐτυχισμένος. Ὅποιος πιστεύει στὸ  Χριστό, εἶνε ὁ πιὸ εὐτυχισμένος· δυστυχισμένος εἶνε αὐτὸς ποὺ δὲν  πιστεύει στὸ Χριστό, ἔστω καὶ ἂν ἔχῃ  κορώνα ἐπάνω στὸ κεφάλι…
Ἔγινε μεγάλος διάλογος, ἀλλὰ ὁ  Ἰγνάτιος ἔμενε ἀσάλευτος στὴν  πίστι. Στὸ τέλος ὁ Τραϊανὸς δ ιατάζει, νὰ τὸν συλ λάβουν, νὰ τὸν δέ  σουν, καὶ νὰ τὸν χτυπήσουν μὲ μολύβδ ινες σφαῖ ρες. Τοῦ ἅπλωσαν τὰ χέ ρια κ᾿  ἔβαλαν ἀ πὸ κάτω φωτιά. Ἄναψαν ξύλα  βουτηγμένα στὸ λάδι καὶ τοῦ ἔκαιγαν  τὰ πλευ ρά. Τὸν ἔβαλαν ὄρθιο πάνω σὲ  ἀναμμένα κάρβουνα. Τοῦ ἔξυναν τὸ σῶμα  μὲ σιδερένια νύχια. Τίποτε δὲ᾿  στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν κάνῃ νὰ ὑποχωρήσῃ.
Τέλος ὁ αὐτοκράτωρ διατάζει δέκα  στρατιῶτες, ἕνα βάρβαρο ἀπόσπασμα,  νὰ τὸν με ταφέρουν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια  στὴ Ῥώμη, γιὰ νὰ τὸν ῥίξουν στὰ θηρία.  Τότε, γιὰ τὸ ταξίδι αὐτὸ χρειάζονταν  τρεῖς – τέσσερις μῆνες.