Τρίτη 11 Αυγούστου 2020

Των Αγίων Φωτίου, Ανικήτου, Παλάμωνος, Κάστορος, Παμφίλου, Καπίτωνος κ.ά.


12-8 (1)Τω αυτώ μηνί ΙΒ’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φωτίου και Ανικήτου.
Πυρ Ανίκητον συμφλέγει τω Φωτίω,
Ους φωτός οίκος ως ανικήτους φέρει.
Πυρ κατά δωδεκάτην κτάνε Φώτιον ηδ’ Ανίκητον.
Ούτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του Βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη’ [288]. Ο δε Φώτιος ήτον ανεψιός του Αγίου Ανικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν, ήτοι εις την νυν τουρκιστί λεγομένην Σμίτην, εδημηγόρησεν εναντίον των Χριστιανών, παρούσης εκεί και της συγκλήτου βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον είδη πολλά βασανιστηρίων οργάνων, φοβερίσας ο ασεβέστατος, ότι θέλει αφανίσει με παντοίους τρόπους εκείνους, οπού επικαλούνται το του Χριστού όνομα, από όλα τα άκρα της οικουμένης· όταν λέγω ο αλιτήριος αυτός τύραννος, εβλασφήμησε κατά της θεότητος και δόξης του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρών και ο Μάρτυς του Χριστού Ανίκητος, δεν εφοβήθη τους φοβερισμούς του τυράννου, αλλά παρρησία ωμολόγησε τον εαυτόν του Χριστιανόν. Ήλεγξε δε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα, είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια ταύτα λοιπόν τα λόγια οι των ειδώλων λατρευταί τόσον πολλά έδειραν τον Άγιον, ώστε οπού από τας ραβδίας έγιναν πληγαί και σχισίματα εις το σώμα του, δια μέσου των οποίων εφαίνοντο τα κόκκαλά του. Έπειτα άφησαν ένα λέοντα κατεπάνω του, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη. Επειδή κοντά οπού ο λέων ήτον μεγάλος εις το σώμα, και κοντά οπού ώρμησε με θυμόν και μανίαν, προς τούτοις εβρύχησε και με ένα φοβερόν και καταπληκτικόν βρύχημα. Όταν όμως επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερος από κάθε πρόβατον, και συμπονώντας τον Μάρτυρα, εσπόγγιζε με το δεξιόν του ποδάρι τον ιδρώτα, οπού εχύθη εις το πρόσωπόν του από τον φόβον. Ευχαριστήσαντος λοιπόν τω Θεώ του Αγίου, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, από δε τον σεισμόν, έπεσε κάτω το είδωλον του Ηρακλέους, και έγινεν ως κονιορτός. Αλλά και ένα μέρος της πόλεως Νικομηδείας εκρημνίσθη, και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν.
Όθεν επρόσταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσουν τον Μάρτυρα. Ο δε στρατιώτης, οπού έμελλε να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διατί επιάσθη το χέρι του, και δεν εδύνετο να κατεβάση το σπαθί, δια τούτο εμετάβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν, και δέσας τον Άγιον εις ένα τροχόν, έστρωσε φωτίαν υπό κάτω του. Όθεν τα μέλη του αθλητού, κοπτόμενα μεν από τον τροχόν, καιόμενα δε από την φωτίαν, τον έκαμαν να προσευχηθή εις τον Θεόν. Προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! ελύθησαν τα δεσμά, και ο τροχός εστάθη, και η φωτία έσβυσε. Τότε και ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε κοντά εις τον Άγιον, και εναγκαλισάμενος αυτόν, ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Εδέθη λοιπόν και αυτός μαζί με τον θείον του με αλυσίδας σιδηράς, και ερρίφθησαν και οι δύω εις την φυλακήν. Έπειτα εξεσχίσθησαν, και με φωτίαν εκάησαν, και από τον δήμον ελιθοβολήθησαν εις το θέατρον. Από όλα δε τα βάσανα ταύτα αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Χριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα από τους πόδας, και εσύρθησαν από άλογα άγρια. Μετά ταύτα πάλιν έδειραν αυτούς δυνατά, και με άλας και ξύδι έτριψαν τα πληγωμένα μέλη των, και έτζι ριφθέντες εις την φυλακήν, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρεις ολοκλήρους χρόνους. Αφ’ ου δε κατεξηράνθησαν από την πολυχρόνιον κακοπάθειαν της φυλακής, τότε άναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Αντωνίνου, και εκεί μέσα έκλεισε τους Αγίους. Επειδή δε οι Μάρτυρες επροσευχήθησαν, εσχίσθη ο πάτος του λουτρού, και ευγήκεν αποκάτω πλήθος νερού, και λοιπόν οι Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι, όχι μέσα εις πυρωμένον λουτρόν, αλλά μέσα εις δροσερόν περιβόλι. Ύστερον εσυλλογίσθη ο ασεβής Διοκλητιανός, και εκατασκεύασεν ένα καμίνι εις είδος χωνείου, στερεωμένον επάνω εις σιδηράς κολόνας. Εις τούτο λοιπόν βαλθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε, ότι αφ’ ου εβάλθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας. Τα δε σώματα αυτών τραβιχθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα, ήτον σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη η φωτία ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής των. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον Ναόν τους, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον. (Σημείωσαι, ότι το Μαρτύριον τούτων ευρίσκεται ελληνικόν εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Διοκλητιανού του δυσσεβούς βασιλεύοντος».)
*
Τη αυτή ημέρα ο Όσιος Παλάμων εν ειρήνη τελειούται (1).
Ψυχήν Παλάμων παλάμαις Θεού δίδως,
Άληπτος οφθείς παλάμαις ψυχοφθόρου.
(1) Ο Όσιος Παλάμων ούτος, ήτον γέρωντας και διδάσκαλος σοφός και πρακτικός του Μεγάλου Παχωμίου. Και όρα περί αυτού εις τον κατά πλάτος Βίον του Παχωμίου, ευρισκόμενον εν τη Καλοκαιρινή, κατά την δεκάτην πέμπτην του Μαΐου.
*
Οι Άγιοι δώδεκα Μάρτυρες οι από στρατιωτών, οι εκ Κρήτης ορμώμενοι, ξίφει τελειούνται.
Αριθμός αθλεί Μαρτύρων δια ξίφους,
Χριστού μαθηταίς ισάριθμος εγκρίτοις.
(Ή, εκ Κρήτης παρ’ άλλοις.)
*
Ο Όσιος Κάστωρ εν ειρήνη τελειούται.
Θεία θρυαλλίς σβέννυται Κάστωρ μέγας,
Λείψαντος εις φως ως ελαίου του βίου.
*
Οι Άγιοι Μάρτυρες Πάμφιλος και Καπίτων ξίφει τελειούνται.
Οι κείμενοι γη και λύθρω πεφυρμένοι,
Ξίφος μετήλθον Πάμφιλος και Καπίτων.
*
Οι Όσιοι Σέργιος και Στέφανος εν ειρήνη τελειούνται.
Ίσων ιδρώτων Σεργίω και Στεφάνω,
Ίσοι στέφανοι. Και γαρ ούτω το πρέπον.
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.
* * *


12-8 (1)Τῷ αὐτῷ μηνὶ ΙΒ΄, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Φωτίου καὶ Ἀνικήτου.
Πῦρ Ἀνίκητον συμφλέγει τῷ Φωτίῳ,
Οὓς φωτὸς οἶκος ὡς ἀνικήτους φέρει.
Πῦρ κατὰ δωδεκάτην κτάνε Φώτιον ἠδ’ Ἀνίκητον.
Οὗτοι οἱ Ἅγιοι ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Βασιλέως Διοκλητιανοῦ ἐν ἔτει σπη΄ [288]. Ὁ δὲ Φώτιος ἦτον ἀνεψιὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνικήτου. Ὅταν λοιπὸν ὁ Διοκλητιανὸς εἰς τὴν Νικομήδειαν, ἤτοι εἰς τὴν νῦν τουρκιστὶ λεγομένην Σμίτην, ἐδημηγόρησεν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, παρούσης ἐκεῖ καὶ τῆς συγκλήτου βουλῆς, καὶ ὅταν ἔβαλεν εἰς τὸ μέσον εἴδη πολλὰ βασανιστηρίων ὀργάνων, φοβερίσας ὁ ἀσεβέστατος, ὅτι θέλει ἀφανίσει μὲ παντοίους τρόπους ἐκείνους, ὁποῦ ἐπικαλοῦνται τὸ τοῦ Χριστοῦ ὄνομα, ἀπὸ ὅλα τὰ ἄκρα τῆς οἰκουμένης· ὅταν λέγω ὁ ἀλιτήριος αὐτὸς τύραννος, ἐβλασφήμησε κατὰ τῆς θεότητος καὶ δόξης τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τότε παρὼν καὶ ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀνίκητος, δὲν ἐφοβήθη τοὺς φοβερισμοὺς τοῦ τυράννου, ἀλλὰ παρρησίᾳ ὡμολόγησε τὸν ἑαυτόν του Χριστιανόν. Ἤλεγξε δὲ καὶ ἐστηλίτευσε τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, προσθέσας καὶ τοῦτο, ὅτι ὅσοι σέβονται τὰ εἴδωλα, εἶναι κωφοὶ καὶ ἀναίσθητοι. Διὰ ταῦτα λοιπὸν τὰ λόγια οἱ τῶν εἰδώλων λατρευταὶ τόσον πολλὰ ἔδειραν τὸν Ἅγιον, ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τὰς ῥαβδίας ἔγιναν πληγαὶ καὶ σχισίματα εἰς τὸ σῶμά του, διὰ μέσου τῶν ὁποίων ἐφαίνοντο τὰ κόκκαλά του. Ἔπειτα ἄφησαν ἕνα λέοντα κατεπάνω του, τὸν ὁποῖον βλέπων ὁ Ἅγιος ἐφοβήθη. Ἐπειδὴ κοντὰ ὁποῦ ὁ λέων ἦτον μεγάλος εἰς τὸ σῶμα, καὶ κοντὰ ὁποῦ ὥρμησε μὲ θυμὸν καὶ μανίαν, πρὸς τούτοις ἐβρύχησε καὶ μὲ ἕνα φοβερὸν καὶ καταπληκτικὸν βρύχημα. Ὅταν ὅμως ἐπλησίασεν εἰς τὸν Ἅγιον, ἔγινεν ἡμερώτερος ἀπὸ κάθε πρόβατον, καὶ συμπονῶντας τὸν Μάρτυρα, ἐσπόγγιζε μὲ τὸ δεξιόν του ποδάρι τὸν ἱδρῶτα, ὁποῦ ἐχύθη εἰς τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ τὸν φόβον. Εὐχαριστήσαντος λοιπὸν τῷ Θεῷ τοῦ Ἁγίου, εἰς τὸ τέλος τῆς εὐχαριστίας ἔγινε σεισμός, ἀπὸ δὲ τὸν σεισμόν, ἔπεσε κάτω τὸ εἴδωλον τοῦ Ἡρακλέους, καὶ ἔγινεν ὡς κονιορτός. Ἀλλὰ καὶ ἕνα μέρος τῆς πόλεως Νικομηδείας ἐκρημνίσθη, καὶ πολλοὺς Ἕλληνας κατεπλάκωσεν.
Ὅθεν ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεὺς νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Μάρτυρα. Ὁ δὲ στρατιώτης, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ἀποκεφαλίσῃ τὸν Ἅγιον, ἔμεινεν ἀνενέργητος, διατὶ ἐπιάσθη τὸ χέρι του, καὶ δὲν ἐδύνετο νὰ κατεβάσῃ τὸ σπαθί, διὰ τοῦτο ἐμετάβαλεν ὁ βασιλεὺς τὴν ἀπόφασιν, καὶ δέσας τὸν Ἅγιον εἰς ἕνα τροχόν, ἔστρωσε φωτίαν ὑπὸ κάτω του. Ὅθεν τὰ μέλη τοῦ ἀθλητοῦ, κοπτόμενα μὲν ἀπὸ τὸν τροχόν, καιόμενα δὲ ἀπὸ τὴν φωτίαν, τὸν ἔκαμαν νὰ προσευχηθῇ εἰς τὸν Θεόν. Προσευχηθέντος δέ, ὢ τοῦ θαύματος! ἐλύθησαν τὰ δεσμά, καὶ ὁ τροχὸς ἐστάθη, καὶ ἡ φωτία ἔσβυσε. Τότε καὶ ὁ ἀνεψιός του Φώτιος ἔτρεξε κοντὰ εἰς τὸν Ἅγιον, καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτόν, ὠνόμαζε πατέρα καὶ μητέρα καὶ θεῖόν του. Ἐδέθη λοιπὸν καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν θεῖόν του μὲ ἁλυσίδας σιδηρᾶς, καὶ ἐρρίφθησαν καὶ οἱ δύω εἰς τὴν φυλακήν. Ἔπειτα ἐξεσχίσθησαν, καὶ μὲ φωτίαν ἐκάησαν, καὶ ἀπὸ τὸν δῆμον ἐλιθοβολήθησαν εἰς τὸ θέατρον. Ἀπὸ ὅλα δὲ τὰ βάσανα ταῦτα ἀβλαβεῖς διαφυλαχθέντες οἱ τοῦ Χριστοῦ ἀθληταί, ἐδέθησαν εἰς ξύλα ἀπὸ τοὺς πόδας, καὶ ἐσύρθησαν ἀπὸ ἄλογα ἄγρια. Μετὰ ταῦτα πάλιν ἔδειραν αὐτοὺς δυνατά, καὶ μὲ ἅλας καὶ ξύδι ἔτριψαν τὰ πληγωμένα μέλη των, καὶ ἔτζι ῥιφθέντες εἰς τὴν φυλακήν, ἐκεῖ ἔμειναν ἀνεπιμέλητοι τρεῖς ὁλοκλήρους χρόνους. Ἀφ’ οὗ δὲ κατεξηράνθησαν ἀπὸ τὴν πολυχρόνιον κακοπάθειαν τῆς φυλακῆς, τότε ἄναψεν ὁ τύραννος τρεῖς ἡμέρας τὸ λεγόμενον λουτρὸν τοῦ Ἀντωνίνου, καὶ ἐκεῖ μέσα ἔκλεισε τοὺς Ἁγίους. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Μάρτυρες ἐπροσευχήθησαν, ἐσχίσθη ὁ πάτος τοῦ λουτροῦ, καὶ εὐγῆκεν ἀποκάτω πλῆθος νεροῦ, καὶ λοιπὸν οἱ Ἅγιοι ἐφαίνοντο ὅτι εἶναι, ὄχι μέσα εἰς πυρωμένον λουτρόν, ἀλλὰ μέσα εἰς δροσερὸν περιβόλι. Ὕστερον ἐσυλλογίσθη ὁ ἀσεβὴς Διοκλητιανός, καὶ ἐκατασκεύασεν ἕνα καμίνι εἰς εἶδος χωνείου, στερεωμένον ἐπάνω εἰς σιδηρᾶς κολόνας. Εἰς τοῦτο λοιπὸν βαλθέντες οἱ Ἅγιοι καὶ προσευχηθέντες, παρέδωκαν τὰς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ, καὶ οὕτως ἔλαβον παρ’ αὐτοῦ τοὺς στεφάνους τῆς ἀθλήσεως. Λέγουσι δέ, ὅτι ἀφ’ οὗ ἐβάλθησαν οἱ Ἅγιοι εἰς τὴν κάμινον, ἔμειναν ζωντανοὶ τρεῖς ἡμέρας. Τὰ δὲ σώματα αὐτῶν τραβιχθέντα ἔξω τῆς καμίνου μὲ σιδηρᾶ ὄργανα, ἦτον σῶα καὶ ὁλόκληρα, χωρὶς νὰ βλάψῃ ἡ φωτία οὔτε μίαν τρίχα τῆς κεφαλῆς των. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις εἰς τὸν ἁγιώτατον Ναόν τους, τὸν εὑρισκόμενον εἰς τόπον λεγόμενον Στρατήγιον. (Σημείωσαι, ὅτι τὸ Μαρτύριον τούτων εὑρίσκεται ἑλληνικὸν ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, οὗ ἡ ἀρχή· «Διοκλητιανοῦ τοῦ δυσσεβοῦς βασιλεύοντος».)
*
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος Παλάμων ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται (1).
Ψυχὴν Παλάμων παλάμαις Θεοῦ δίδως,
Ἄληπτος ὀφθεὶς παλάμαις ψυχοφθόρου.
(1) Ὁ Ὅσιος Παλάμων οὗτος, ἦτον γέρωντας καὶ διδάσκαλος σοφὸς καὶ πρακτικὸς τοῦ Μεγάλου Παχωμίου. Καὶ ὅρα περὶ αὐτοῦ εἰς τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Παχωμίου, εὑρισκόμενον ἐν τῇ Καλοκαιρινῇ, κατὰ τὴν δεκάτην πέμπτην τοῦ Μαΐου.
*
Οἱ Ἅγιοι δώδεκα Μάρτυρες οἱ ἀπὸ στρατιωτῶν, οἱ ἐκ Κρήτης ὁρμώμενοι, ξίφει τελειοῦνται.
Ἀριθμὸς ἀθλεῖ Μαρτύρων διὰ ξίφους,
Χριστοῦ μαθηταῖς ἰσάριθμος ἐγκρίτοις.
(Ἤ, ἐκ Κρήτης παρ’ ἄλλοις.)
*
Ὁ Ὅσιος Κάστωρ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.
Θεία θρυαλλὶς σβέννυται Κάστωρ μέγας,
Λείψαντος εἰς φῶς ὡς ἐλαίου τοῦ βίου.
*
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πάμφιλος καὶ Καπίτων ξίφει τελειοῦνται.
Οἱ κείμενοι γῇ καὶ λύθρῳ πεφυρμένοι,
Ξίφος μετῆλθον Πάμφιλος καὶ Καπίτων.
*
Οἱ Ὅσιοι Σέργιος καὶ Στέφανος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται.
Ἴσων ἱδρώτων Σεργίῳ καὶ Στεφάνῳ,
Ἶσοι στέφανοι. Καὶ γὰρ οὕτω τὸ πρέπον.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου