Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019



Γεννήθηκε το 1837 στις Μαλλές Ιεράπετρας από απλούς, φτωχούς αλλά θεοσεβείς γονείς, τον Ιωάννη και την Αθηνά, οι οποίοι μεγάλωσαν το παιδί τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Από μικρή ηλικία ο Αντώνιος  Μπερμπεράκης είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει μοναχός και απέφευγε συστηματικά κάθε σωματική απόλαυση.

Δεν έτρωγε ποτέ  κρέας, ψάρι και τυροκομικά,  ήταν πάντα ξυπόλυτος και ντυμένος κατάσαρκα με τρίχινα και χονδρά ράσα, ενώ για κρεβάτι του είχε το δέρμα ενός ζώου, συνήθως προβάτου και μαξιλάρι του μία κακόβολη πέτρα.

Σε ηλικία μόλις 14 ετών εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι και κατέφυγε στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καψά Σητείας, όπου εκάρη Μοναχός και έλαβε το όνομα Ανανίας.

Υπήρξε μαθητής και συμμοναστής του Οσίου Ιωσήφ του Γεροντογιάννη, ιδρυτού της σημερινής Μονής Καψά, ο οποίος τον όρισε διάδοχό του.

Μετά το θάνατο του Οσίου Ιωσήφ το 1870, εξελέγη Ηγούμενος της Μονής, αλλά κάποιες συκοφαντίες  εκ μέρους  κάποιων μοναχών που τον ζήλευαν, τον ανάγκασαν  να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα. Επειδή έμεινε στους Αγίους Τόπους, όπου είχε πάει να προσκυνήσει τα Ιερά Προσκυνήματα, φέρει τον τίτλο του Χατζή, που στα αραβικά σημαίνει προσκυνητής.

Επέστρεψε στις Μάλλες το έτος 1877, όπου κατέφυγε στην Ιερά Μονή της Παναγίας Εξακουστής και επιδόθηκε στο ανακαινιστικό έργο της. Υπήρξε ένας από τους δραστήριους εκείνους μοναχούς, που έδρασαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ως ανακαινιστές ξεχασμένων μοναστηριών και ως ιδρυτές καινούργιων.

Ο Χατζη-Ανανίας ανακαίνισε το σπηλαιώδη ναό, ανοικοδόμησε τον παλαιό ναό, τον οποίο και μετέτρεψε σε καθολικό της νεοσύστατης Μονής. Σύμφωνα με το Γάλλο αρχαιολόγο Πωλ Φωρ, βρήκε εκεί «ερείπιόν τι ναού, αγνώστου ονόματος και μικρόν τι Εξωκκλήσιον, επωνομαζόμενον δε Παναγία Εξακουστή...».

Αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, που αναφέρουν ότι ο Χατζή-Ανανίας ανακαίνισε την εκκλησία που υπήρχε εκεί και άρχισε να οικοδομεί την καινούργια Μονή κοντά στο σπήλαιο. Η αποπεράτωση των εργασιών της ανακαίνισης της Μονής έγινε πέντε χρόνια μετά και αναφέρεται σε επιγραφή, που σώζεται στη βάση του κωδωνοστασίου του Ναού: «ΤΗ 21η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1882 / ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ  ΕΞΑΚΟΥΣΤΗΣ/ ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΣΟΥ ΑΝΑΝΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ / ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ».

Σύμφωνα με την παράδοση, στη μονή  υπήρχε ένα μικρό φυσικό σπήλαιο, στο οποίο  είχε καταφύγει μικρό παιδί ο Αντώνιος Μπαρμπεράκης, ο μετέπειτα Μοναχός Χατζη-Ανανίας, για να προφυλαχθεί από τη βροχή. Αποκοιμήθηκε και είδε στο όνειρό του την Παναγία, η οποία του είπε ότι είναι εκεί και να ερευνήσει να βρει την εικόνα της. Το παιδί εκείνο ξύπνησε φοβισμένο και έφυγε.

Το ίδιο όνειρο επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα μέσα στη σπηλιά, οπότε ο Αντώνιος, όταν ξύπνησε, ερεύνησε στο βάθος του σπηλαίου και ανακάλυψε μία εικόνα της Παναγίας, την οποία μετέφερε το βράδυ στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας του Αντωνίου φοβήθηκε να κρατήσει την εικόνα στο σπίτι του, επειδή θεωρούσε ανάξιο και ακατάλληλο το χώρο αυτό για την Παναγία. Έτσι παρήγγειλε στο γιο του να επιστρέψει την εικόνα στον τόπο που τη βρήκε. Από τότε ο μικρός Αντώνιος πήγαινε καθημερινά στο χώρο αυτό και άναβε κανδήλι μπροστά στην εικόνα. Αργότερα μαζί με τον πατέρα του διαμόρφωσαν εκείνο το σπήλαιο σε Ναΰδριο.

Ο Ανανίας με την έντονη προσωπικότητά του προσέλκυσε και άλλους Μοναχούς στη Μονή, οι οποίοι πρόσφεραν και την πατρική τους περιουσία, με αποτέλεσμα τη σύντομη αποπεράτωση και επάνδρωσή της. Η γύρω περιοχή ανήκε στην οικογένεια Τσακιράκη, που τη δώρισε για την ανέγερση της Μονής και βοήθησε το Χατζή-Ανανία στο έργο του. Νέοι προσκυνητές κατέφθαναν καθημερινά στο νεόδμητο τότε μοναστήρι και υποψήφιοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν σ' αυτό.

Το 1881 η Μονή αριθμούσε οκτώ μοναχούς και δύο λαϊκούς κατοίκους. Ηγούμενος της Μονής παρέμεινε ως το 1895  ο Χατζή-Ανανίας, ο οποίος προσπάθησε με τα πλούσια διοικητικά του χαρίσματα να αποκτήσει το μοναστήρι πόρους, για να μπορέσει να επιβιώσει. «...Η της Μονής περιουσία, η οποία κατ’ αρχάς αποτελείτο κατ’ έκτασιν εκ κτήματος οκτώ στρεμμάτων πέριξ της Μονής, ηυξήθη δι’ αγορών εις τριάκοντα στρέμματα, καλλιεργημένα και δενδροφυτευμένα. Εις την περιουσίαν ταύτην, δι’ αγορών ομοίως και αφιερώσεων, προσετέθησαν και άλλα εις εννέα διαφόρους θέσεις κτήματα, εν οις και ελαιοτριβείον εντός του χωρίου Μαλλών...», σημειώνει ο Ν. Ι. Παπαδάκης στο έργο του «Η Εκκλησία της Κρήτης».

Το 1893, κανονικός Ηγούμενος της Μονής εξελέγη ο Ιερομόναχος Μεθόδιος Βρυγιωνάκης από τους Αρμένους, αλλά τίποτα δεν γινόταν στη Μονή χωρίς τη γνώμη και του Χατζή-Ανανία, τον οποίο όλοι αναγνώριζαν ως κτήτορα. Τα χρόνια αυτά η Αδελφότητα της Μονής είχε δύναμη οκτώ Μοναχούς και δύο δοκίμους, ενώ διέθετε αξιόλογη κτηματική περιουσία και ικανό αριθμό αιγοπροβάτων.

Το επόμενο έτος ο π. Μεθόδιος παραιτήθηκε και στη θέση του ηγουμένου εξελέγη ο Ιερομόναχος Ιερόθεος Μπαρμπεράκης, ανηψιός του Χατζή-Ανανία. Λίγο αργότερα, λόγω δύσκολων συνθηκών, ο τότε Επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος ανέθεσε πάλι στο Χατζή-Ανανία την επιστασία της Μονής από τις 7 Απριλίου 1898 έως 3 Φεβρουαρίου 1899.

Η σπουδαία αυτή πορεία του Μοναστηριού διακόπηκε με το ξεκίνημα του 20ου αιώνα, αφού η Μονή έκλεισε σύμφωνα με τον Καταστατικό Νομό της Κρητικής Πολιτείας 276/1900 της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την οποία οι δέκα (10) μοναχοί μετατέθηκαν και εγγράφησαν στη Μονή Φανερωμένης. Το 1903 η Μονή επανασυστάθηκε και ο Χατζή-Ανανίας με όλη την αδελφότητα των μοναχών επανήλθαν στον αγαπημένο τους τόπο.

Ο Όσιος Ανανίας πέθανε τη νύκτα του Πάσχα, στις 22 Απριλίου του 1907, την ώρα  της Αναστάσεως. Στη συνείδηση όσων τον γνώρισαν από κοντά είναι ένας άγιος, που έλαβε από το Θεό το προορατικό χάρισμα  και το χάρισμα της ίασης ασθενών. Τα Λείψανά του μετά την εκταφή απέπνεαν ευωδία και έκαναν  θαύματα σε όσους με πίστη επικαλούνται τη βοήθειά του. Μετά το θάνατο του Οσίου Ανανία, η Μονή παρήκμασε και το 1920  αριθμούσε μόλις τέσσερις μοναχούς, ενώ το 1935 κρίθηκε διαλυτέα και άρχισε η ερήμωσή της. Η μνήμη του Οσίου Ανανία τιμάται τις 22 Απριλίου.



 

Όσιος Ιωσήφ ο υμνογράφος



Γεννήθηκε στη Σικελία και η καταγωγή του ήταν κρητική. Έζησε τον 9ο αιώνα και από μικρός διακρίνονταν στη σύνθεση εκκλησιαστικών ύμνων, ψαλμωδιών, καθώς και στην αντιγραφή  χειρογράφων, που αποτελούσε μία από τις σημαντικές τέχνες της εποχής.

Όταν πέθανε ο πατέρας του, μαζί με τη μάνα του και την αδελφή του Αγαθή, βρέθηκε στην  Πελοπόννησο και από εκεί έφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου χειροτονήθηκε μοναχός. Η πορεία του συνεχίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, απ΄ όπου εξορίστηκε στη Ρώμη, όταν αντέδρασε την περίοδο των εικονομαχιών στα διατάγματα του αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄.

Στο δρόμο για την αιώνια πόλη έπεσε στα χέρια πειρατών, οι οποίοι τον έφεραν πίσω στην Κρήτη. Από εκεί κατάφερε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε το 842 σε βαθιά γεράματα. Η μνήμη του τιμάται στις  3 Απριλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου