Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

᾿Επὶ τῇ ἱερᾷ μνήμῃ τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ († 25η Σεπτεμβρίου 1392) ῾Ο ῞Οσιος καὶ Θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, ὁ Θαυματουργὸς*


Ο ΟΣΙΟΣ Σέργιος ἦταν ὁ δεύτερος ἀπὸ τοὺς τρεῖς υἱοὺς εὐσεβῶν
Βογιάρων, τοῦ Κυρίλλου καὶ τῆς Μαρίας, οἱ ὁποῖοι διεκρίνοντο
γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἰσχύ τους στὴν ἡγεμονία τοῦ Ροστώφ.
᾿Ολίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννησι
τοῦ ῾Αγίου, ὁ Θεὸς μὲ σημεῖο προεμήνυσε

τὴν μελλοντικὴ δόξα τοῦ δούλου Του. Μία
Κυριακή, ἐφώναξε δυνατὰ τρεῖς φορές, κα-
τὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας μέ-
σα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του!
Γεννήθηκε τὸ 1314 καὶ οἱ γονεῖς του στὸ
Βάπτισμα τὸν ὠνόμασαν Βαρθολομαῖο. Τὸ
σκεῦος αὐτὸ τῆς ῾Αγίας Τριάδος τὶς Τετάρ-
τες, τὶς Παρασκευὲς καὶ ὅταν ἡ μητέρα του
κρεοφαγοῦσε, δὲν ἐθήλαζε τὸ μητρικὸ γάλα.
Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ὁ Βαρθολομαῖος ἐστάλη ἀπὸ τοὺς γονεῖς
του νὰ μάθη γράμματα. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν ἐπιμέλειά του, δὲν προ-
ώδευε καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα ζητοῦσε τὴν θεία βοήθεια. Τοῦ συνέβη
τότε κάτι παρόμοιο μὲ τὸν Σαοὺλ (βλ. Αʹ Βασ. κεφ. 9).
Μία ἡμέρα, ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε νὰ βρῆ τὰ χαμένα τους
ἄλογα καὶ ὁ Βαρθολομαῖος συνάντησε ἕναν ῾Ιερομόναχο, ὁ ὁποῖος
προσευχόταν κάτω ἀπὸ μία βελανιδιά. Μὲ ἁπλότητα τοῦ εἶπε τὴν
– 2 –
δυσκολία του καὶ ὁ Γέροντας τὸν εὐλόγησε καὶ
τοῦ ἔδωσε νὰ φάη ἕνα κομμάτι πρόσφορο, ὡς
σημεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κατανό-
ησι τῶν γραμμάτων. Τοῦ προφήτευσε δέ, ὅτι θὰ
γίνη κατοικητήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καὶ θὰ ὁ-
δηγήση πολλοὺς στὴν κατανόησι τοῦ θείου θε-
λήματος.
Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτό, ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλ-
μοὶ τοῦ νοῦ του καὶ ὁ Βαρθολομαῖος μὲ ζῆλο παρακολουθοῦσε τὶς
ἐκκλησιαστικὲς ᾿Ακολουθίες καὶ μελετοῦσε τὴν ῾Αγία Γραφή.
᾿Ενωρὶς ἄρχισε καὶ αὐστηρὴ νηστεία. Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρα-
σκευὴ ἔμενε τελείως ἄσιτος, ἐνῶ τὶς ἄλλες ἡμέρες τοῦ ἀρκοῦσε
ξερὸ ψωμὶ καὶ νερό.
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, λόγῳ τῆς καταλήψεως τοῦ Ροστὼφ ἀπὸ τὸν
Μεγάλο ῾Ηγεμόνα τῆς Μόσχας ᾿Ιωάννη Καλιτά, ὁ πατέρας του ἐ-
πτώχευσε καὶ γύρω στὸ 1330 ἀναγκάσθηκε νὰ μετοικήση μὲ τὴν
οἰκογένειά του στὸ Ραντονέζ. ῾Ο Βαρθολομαῖος παρέμεινε κοντὰ στοὺς
ἡλικιωμένους γονεῖς του, ἕως ὅτου ἔγιναν Μοναχοὶ καὶ ἀναπαύθη-
καν στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ τῆς Θεοτόκου, στὸ Χότκωφ.
* * *
ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟΣ τότε ἀπὸ κάθε φροντίδα, σὰν διψασμένο
ἐλάφι, ἀναζητοῦσε — μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του Στεφάνου, ὁ
ὁποῖος μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τῆς γυναίκας του εἶχε γίνει Μονα-
χὸς — τόπον κατάλληλο γιὰ ἡσυχαστικὴ ζωή. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς
ἔρευνες, βρῆκε κάποιο ξέφωτο στὴν καρδιὰ παρθένου δάσους, δέ-
κα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὸ Ραντονέζ. Μὲ κορμοὺς δένδρων ἔφτι-
αξαν μία καλύβα καὶ μία μικρὴ ᾿Εκκλησία, τὴν ὁποίαν ἀφιέρωσαν
στὴν ῾Αγία Τριάδα. ῾Ο Στέφανος ὅμως δὲν ἄντεχε στὶς στερήσεις
τῆς ἐρήμου καὶ σύντομα ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Μονὴ τῶν Θεοφανείων
(Μπογκογιαβλένσκυ), στὴν Μόσχα.
Μένοντας ὁλομόναχος ὁ Βαρθολομαῖος δὲν
ἀποθαρρύνθηκε. Τὸ 1337, σὲ ἡλικία εἴκοσι τριῶν
ἐτῶν, ἔλαβε ἀπὸ τὸν ῾Ηγούμενο Μητροφάνη τὸ
Μοναχικὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε Σέργιος.
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, μόνον ὁ Θεὸς γνω-
ρίζει τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς δοκιμασίες τοῦ Σεργίου
– 3 –
ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων μέσα στὴν ἄγρια μοναξιὰ τοῦ
δάσους, τὴν ὁποία διέσχιζαν τὰ οὐρλιαχτὰ τῶν λύκων καὶ τῶν
ἀρκούδων. Τὰ θηρία πολλὲς φορὲς ἔφθαναν ὣς τὴν καλύβα του.
῾Ο Σέργιος γρήγορα συμφιλιώθηκε μὲ μία ἀρκούδα, ἡ ὁποία τὸν
ἐπισκεπτόταν καθημερινά, γιὰ νὰ βρῆ λίγη τροφή. Μαζί της μοιρα-
ζόταν τὸ ὀλιγοστὸ ψωμί του, τοποθε-
τώντας τὸ μερίδιό της ἐπάνω σὲ ἕνα
κούτσουρο. ῍Αν τὸ ψωμὶ ἦταν ἐλάχι-
στο, τὸ ἔδινε σὲ ἐκείνην, γιὰ νὰ μὴν
τὴν ἀπογοητεύση, ἐνῶ αὐτὸς ἔμενε νη-
στικός.
* * *
ΥΣΤΕΡΑ ἀπὸ δύο περίπου χρόνια τελείας μονώσεως, σιγὰ-σιγὰ
συναθροίσθηκαν κοντά του δώδεκα ἀδελφοί. ῾Ο καθένας ἔκτιζε τὸ
κελλί του καὶ φρόντιζε μόνος γιὰ τὴν ἐξεύρεσι τῶν ἀναγκαίων.
Καθημερινὰ τελοῦσαν ἀπὸ κοινοῦ στὴν ᾿Εκκλησία ὅλες τὶς ᾿Ακολουθί-
ες. Γιὰ τὴν θεία Λειτουργία καλοῦσαν ῾Ιερέα ἀπὸ τὸ κοντινὸ χωριό.
Παρὰ τὴν ὑποτυπώδη κοινὴ διαβίωσι, ὁ ῞Οσιος μὲ πολλὴ ταπεί-
νωσι διακονοῦσε τὴν μικρὴ ᾿Αδελφότητα. ῎Εκοβε ξύλα ἀπὸ τὸ δά-
σος, ἄλεθε τὸ σιτάρι, ζύμωνε καὶ φούρνιζε τὰ ψωμιά, μαγείρευε,
μετέφερε νερὸ καὶ τὸ ἄφηνε μπροστὰ σὲ κάθε κελλί, ἔρραβε ροῦχα,
ἐπιδιώρθωνε ὑποδήματα.
Μὲ τὴν ἔμπρακτη αὐτὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ᾿Αδελφούς, τοὺς ἔδιδε
στὰ ἀνθρώπινα μέτρα μία εἰκόνα τῆς τελείας κοινωνίας τῶν τριῶν
Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ὥστε προσβλέποντας πρὸς αὐτὴν
οἱ Μοναχοί του, νὰ ἀντικατοπτρίζουν στὴν ζωή τους τὴν ἀμοιβαία
θεϊκὴ ἀγάπη καὶ ἑνότητα ἐν ἐλευθερίᾳ.
Σύντομα, ἦλθε νὰ ζήση μαζί τους καὶ ὁ ῾Ηγούμενος Μητροφάνης,
ὁ ὁποῖος εἶχε κείρει τὸν Σέργιο Μοναχό. ῞Οταν μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο
ἀναπαύθηκε ὁ Μητροφάνης, οἱ ᾿Αδελφοὶ μὲ ἐπιμονὴ ζητοῦσαν ἀπὸ
τὸν Σέργιο νὰ γίνη αὐτὸς ῾Ηγούμενός τους. ῾Ο ῞Οσιος ἀπὸ ταπείνω-
σι ἀρνήθηκε. Μετὰ ὅμως ἀπὸ παρακλήσεις καὶ ἀπειλές, φοβήθηκε
τὴν κρίσι τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπέκυψε.
Τὸ 1354, χειροτονήθηκε ῾Ιερεὺς καὶ ἐνθρονίσθηκε ῾Ηγούμενος ἀπὸ
τὸν ἐπίσκοπο Βολυνίας ᾿Αθανάσιο. Τελοῦσε καθημερινὰ τὴν θεία Λει-
τουργία καὶ σὲ κάθε ᾿Ακολουθία πήγαινε πρῶτος στὴν ᾿Εκκλησία. Τὰ
– 4 –
πρόσφορα, τὰ κεριὰ καὶ τὰ κόλλυβα τὰ ἑτοίμαζε πάντα μόνος του.
῾Υπὸ τὴν καθοδήγησί του οἱ ᾿Αδελφοὶ τὴν ἡμέρα ἐνάλλασσαν τὸν
χρόνο τους μεταξὺ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς χειρωνακτικῆς ἐργασίας.
Τὴν νύκτα οἱ ὧρες ἦσαν ἀφιερωμένες ἀποκλειστικὰ στὸν Θεό.
Μετὰ τὸ ᾿Απόδειπνο, ἀπαγόρευε αὐστηρὰ τὶς συζητήσεις μεταξὺ
τῶν ᾿Αδελφῶν καὶ τὶς ἐπισκέψεις στὰ κελλιά.
Στὴν ἀρχὴ ἐστεροῦντο καὶ τὰ πλέον ἀπαραίτητα. Γιὰ φωτισμό,
στὶς ᾿Ακολουθίες χρησιμοποιοῦσαν δαδιὰ ἀπὸ σημύδα. Σὲ φλοιοὺς
σημύδας ἐπίσης ἦσαν γραμμένα καὶ τὰ λειτουργικά τους βιβλία. Γιὰ
νὰ χαλκεύση τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν Μοναχῶν του στὴν θεία Πρό-
νοια, τοὺς ἀπαγόρευε αὐστηρὰ νὰ ζητοῦν ἐλεημοσύνες γιὰ τὶς
ἀνάγκες τους.
Κάποτε, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ μεγάλη ἔλ-
λειψι τροφῆς, ὁ ἴδιος ὁ ῞Οσιος, ἀφοῦ ἔ-
μεινε τελείως νηστικὸς τρεῖς ἡμέρες, τὴν
τετάρτη ἐργάσθηκε ἀπὸ τὸ πρωΐ, ἀνοί-
γοντας δρόμο μπροστὰ στὸ κελλὶ τοῦ Γέ-
ροντος Δανιήλ. ῾Ως ἀμοιβή, τοῦ ἐζήτησε
ὀλίγα κομμάτια μουχλιασμένο ψωμί, τὰ
ὁποῖα δὲν ἔφαγε πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνάτη ὥρα.
῎Αλλη φορὰ πάλι, ποὺ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ᾿Αδελφούς, πιεζόμενοι
ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐγόγγυζαν ἐναντίον του καὶ τὸν ἀπειλοῦσαν πὼς
θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν καὶ θὰ φύγουν, ὁ Θεὸς τοὺς ἔστειλε μὲ ἄ-
γνωστους εὐεργέτες ἅμαξες μὲ πολλὰ τρόφιμα καὶ προμήθειες.
* * *
ΚΑΠΟΙΑ νύκτα, καθὼς ὁ ῞Οσιος προσευχόταν γιὰ τοὺς μαθητάς
του, ἄκουσε φωνή: «Σέργιε! ῾Ο Κύριος εἰσήκουσε τὶς προσευχές σου.
Κοίταξε τὶ πλῆθος συναθροίσθηκε γύρω σου εἰς τὸ ὄνομα τῆς ῾Αγίας
Τριάδος!». ῾Ο Σέργιος ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ εἶδε μέσα σὲ ὑπερκό-
σμιο φῶς, ποὺ κατηύγαζε τὸ νυκτερινὸ στερέωμα, χιλιάδες πουλιὰ
νὰ πετοῦν ἐπάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Μονή, κελαηδώντας μία ἐξαί-
σια μελωδία. «Σὰν αὐτὰ τὰ πουλιά», συνέχισε ἡ φωνή, «θὰ πληθυν-
θοῦν οἱ μαθηταί σου καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ αὐτοὶ ποὺ θὰ θελή-
σουν νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου».
Περὶ τὸ 1355, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ῞Αγιος Φιλόθεος Κόκκι-
νος ἔστειλε στὸν ῞Οσιο Σταυρό, Πολυσταύρι καὶ Σχῆμα, συνοδευόμε-
να ἀπὸ μία ἐπιστολή, στὴν ὁποία ἔγραφε:
– 5 –
«Πληροφορηθήκαμε γιὰ τὸν ἐνάρετο κατὰ Θεὸν βίο σας καὶ αἰνέ-
σαμε καὶ δοξάσαμε τὸν Θεό. ῞Ενα ὅμως κεφαλαιῶδες σᾶς λείπει·
δὲν ἔχετε τὸ Κοινόβιο. Γνωρίζεις, ὁσιώτατε, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ θεοπά-
τωρ προφήτης Δαβὶδ τίποτε δὲν ἐγκωμίασε τόσο, ὅσο τὸ Κοινόβιο
λέγων ῾῾᾿Ιδοὺ δὴ τὶ καλὸν ἢ τὶ τερπνόν, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελ-
φοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;᾿᾿ (Ψαλμ. 132, 1). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς σᾶς δίνομε καλὴ
συμβουλὴ νὰ ἱδρύσετε Κοινόβιο».
᾿Ενθαρρυνόμενος καὶ ἀπὸ τὸν Μητροπο-
λίτη Μόσχας ᾿Αλέξιο, ὁ ῞Οσιος εἰσήγαγε στὴν
Μονὴ πλῆρες κοινοβιακὸ σύστημα· κανεὶς δὲν
μποροῦσε νὰ ἔχη κάτι ὑπὸ τὴν κατοχή του
ἢ νὰ ὀνομάζη κάτι ἰδικό του. Τὰ πάντα ἦ-
σαν κοινά, κατὰ τὶς ὑποτυπώσεις τῶν ῾Αγί-
ων Πατέρων. ῍Αν καὶ ὁ ἴδιος παρέμεινε ἐρα-
στὴς τῆς ἡσυχίας, δέχθηκε νὰ ἀναλάβη τὴν
εὐθύνη τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Γιὰ τὸν κάθε μαθητή του ἔγινε ὄχι
μόνον ὁ ῾Ηγούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ πατέρας καὶ ὁ χειραγωγὸς εἰς
Χριστόν.
* * *
Η ΣΥΝΕΧΗΣ αὔξησις τῶν μαθητῶν του ἔφερε εὐημερία στὸ Μο-
ναστήρι· καὶ ὁ ῞Οσιος, ἀκριβὴς τηρητὴς τῆς μοναχικῆς ἀκτημοσύνης,
ἐθέσπισε τὴν φιλοξενία καὶ τὴν φιλανθρωπία, ὥστε νὰ ξοδεύεται
ἐκεῖ τὸ «περίσσευμα».
῾Η οὐσιαστικὴ αὐτὴ ἀλλαγὴ στὴν ζωὴ τῆς ᾿Αδελφότητος δὲν ἔγινε
χωρὶς ἀντιδράσεις. Μερικοί, δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸ νέο σύστημα,
γόγγυζαν γιὰ τὴν πειθαρχία καὶ τοὺς περιορισμούς, τοὺς ὁποίους
ἐπέβαλλε τὸ Κοινόβιο, καὶ ἤθελαν νὰ παυθῆ ὁ Σέργιος ἀπὸ ῾Ηγούμε-
νος. ῾Ο ἴδιος ὁ ἀδελφός του Στέφανος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπανέλθει στὸ
Μοναστήρι μαζὶ μὲ τὸν μικρό του υἱὸ ᾿Ιωάννη, τὸν μετέπειτα ῞Οσιο
Θεόδωρο τοῦ Σιμονώφ, κάποια Κυριακὴ στὸν ῾Εσπερινό, ἀκούσθηκε
νὰ φωνάζη δυνατὰ μέσα στὴν ᾿Εκκλησία:
«Ποιός εἶναι ἐδῶ ὁ ῾Ηγούμενος; ᾿Εγὼ δὲν ἦλθα πρῶτος σ᾿ αὐτὸν
τὸν τόπο;». ῾Ο ῞Οσιος τὸν ἄκουσε μέσα ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα, ἀλλὰ
ἐσιώπησε.
Μετὰ τὴν ᾿Ακολουθία, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἐγκατα-
στάθηκε σὲ ἔρημη τοποθεσία, κοντὰ στὸν ποταμὸ Κίρζατς, ὅπου
– 6 –
ἵδρυσε τὴν Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. ᾿Αρκετοὶ ᾿Αδελφοὶ τότε, μὴ ὑπο-
φέροντας τὴν στέρησι τοῦ πνευματικοῦ τους Πατρός, ἀνήσυχοι τὸν
ἀναζητοῦσαν. Τέλος, κατέφυγαν στὸν Μητροπολίτη ᾿Αλέξιο, ὁ ὁποῖ-
ος ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Σέργιο νὰ ἐπιστρέψη στὴν Μονή του, διότι ἡ
παρουσία του ἦταν τόσο ἀναγκαία.
῞Οταν ὁ ᾿Αλέξιος διαισθάνθηκε τὸ τέλος του, κάλεσε κοντά του
τὸν Σέργιο, τοῦ πρόσφερε τὸ ἀρχιερατικό του ἐγκόλπιο καὶ προσ-
πάθησε νὰ τὸν πείση νὰ γίνη ὁ διάδοχός του στὴν Μητρόπολι τῆς
Μόσχας. Παρὰ τὴν μεγάλη πίεσι, ἀνυποχώρητος στὴν ἄρνησί του ὁ
῞Οσιος, μὲ πολλὴ ταπείνωσι τὸν ἐβεβαίωνε ὅτι ἦταν ὁ ἁμαρτωλότε-
ρος πάντων καὶ ὁ πλέον ἀκατάλληλος γιὰ τὶς εὐθῦνες τοῦ ὑψηλοῦ
αὐτοῦ ἀξιώματος. Φοβούμενος ὁ ᾿Αλέξιος μήπως ὁ Σέργιος ἐξ αἰτί-
ας τῆς πιέσεως ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν περιοχὴ καὶ τὸν χάση τελείως,
τὸν ἄφησε νὰ ἐπιστρέψη ἢσυχος στὴν Μονή του.
῞Οταν τὸ 1378 ὁ Μητροπολίτης ἐκοιμήθη, οἱ Πρίγκιπες ἔκαναν μία
ἀκόμη προσπάθεια νὰ πείσουν τὸν Σέργιο νὰ ἀναλάβη τὴν διαποί-
μανσι τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ῞Οσιος καὶ πάλι ἀρνήθηκε, καὶ
στὸν θρόνο, ὕστερα ἀπὸ μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις, ἀνῆλθε ὁ
῞Αγιος Κυπριανός.
Τὸ 1380, ὁ Μέγας ῾Ηγεμὼν τῆς Μόσχας ῞Αγιος Δημήτριος ᾿Ιβάνο-
βιτς (Ντονσκόϋ), προτοῦ νὰ ἀντιμετωπίση τὸν χαγάνο Μαμάη, ὁ
ὁποῖος εἶχε ἀποφασίσει νὰ κατακυριεύση τὴν γῆ τῆς Ρωσίας, πῆγε
νὰ συμβουλευθῆ τὸν ῞Οσιο Σέργιο.
᾿Εκεῖνος τοῦ προεῖπε τὴν νίκη, τὸν εὐλόγη-
σε καὶ τοῦ ἔδωσε ὡς συντρόφους δύο ἀπὸ
τοὺς Μοναχούς του. ῾Η ἀναμέτρησις τῶν Ρώ-
σων μὲ τὴν ἀπειράριθμη ταταρικὴ στρατιὰ ἔ-
γινε στὴν πεδιάδα τοῦ Κουλίκοβο, νοτίως τοῦ
ποταμοῦ ῎Οκα, στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1380. Κα-
τὰ τὴν διάρκεια τῆς μάχης, ὁ ῞Οσιος προσευ-
χόταν στὴν Λαύρα του μὲ τοὺς ᾿Αδελφούς.
Μὲ τοὺς διορατικοὺς ὀφθαλμούς του ἔβλεπε
τὴν αἰσία ἔκβασι τῶν μαχῶν καὶ ἕως τὴν τε-
λικὴ κατατρόπωσι τοῦ ἐχθροῦ πληροφοροῦσε τοὺς ᾿Αδελφούς, κα-
τονώμαζε ἕνα-ἕνα τοὺς πεσόντας καὶ προσευχόταν γιὰ τὴν ἀνά-
παυσι τῆς ψυχῆς τους. ῾Η περίφημη αὐτὴ νίκη τοῦ Κουλίκοβο ἀπετέ-
λεσε τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὸν τατα-
ρικὸ ζυγὸ καὶ ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὸ μέλλον τῆς χώρας.
– 7 –
* * *
ΜΙΑ ΝΥΚΤΑ, τέσσερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησί του, καθὼς ὁ
῞Οσιος ἔψαλλε τοὺς Χαιρετισμοὺς ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτό-
κου καὶ προσευχόταν θερμὰ γιὰ τὸ Μοναστήρι του, τὸν ἐπισκέφθηκε
μέσα σὲ ἐκτυφλωτικὴ φωτοχυσία ἡ Παναγία, συνοδευομένη ἀπὸ
τοὺς ῾Αγίους ᾿Αποστόλους Πέτρο καὶ ᾿Ιωάννη!
῾Ο ῞Οσιος ἔκθαμβος ἔπεσε στὸ ἔδαφος. ῾Η Θεοτόκος τὸν ἔπιασε
ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, ἐκλεκτέ μου! ῏Ηλθα νὰ σὲ
ἐπισκεφθῶ. Οἱ προσευχές σου γιὰ τοὺς μαθητάς σου εἰσακούσθη-
καν. ᾿Εγὼ θὰ γίνω προστάτις τῆς Μονῆς σου, ὄχι μόνον τώρα ποὺ
ζῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό σου».
Τὸ ὅραμα αὐτὸ ἦταν καὶ ἕνα σημεῖο
πὼς πλησιάζει τὸ τέλος του. Προαι-
σθανόμενος τὴν ἀναχώρησί του ἀπὸ
τὰ ἐπίγεια ἕξι μῆνες ἐνωρίτερα, ἐσύν-
αξε τὴν ᾿Αδελφότητα, τῆς ὑπέδειξε ὡς
διάδοχό του τὸν Νίκωνα καὶ ἀποσύρθη-
κε στὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ προετοιμασθῆ.
Τὸν Σεπτέμβριο ἀρρώστησε βαρει-
ά. Κάλεσε πάλι τοὺς ᾿Αδελφούς, τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες νουθεσί-
ες καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὶς 25 Σεπτεμβρίου 1392, σὲ ἡλικία ἑβδο-
μήντα ὀκτὼ ἐτῶν.
῾Η Μονή του, γνωστὴ ὡς Λαύρα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, παραμένει
μέχρι σήμερα τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ εὐλαβείας τῶν
Ρώσων.

(*) Νέος Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου, τ. Αʹ, Σεπτέμβριος, σελ. 275-281, ἐκδόσεις ῾Ορμύλια 2001. ᾿Επιμέλ.
ἡμετ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου