Η ιστορία της Σύμης, του μικρού και βραχώδους νησιού των Δωδεκανήσων, έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί είναι ταυτισμένη με την ναυπηγική και την σπογγαλιεία. Το άγονο αυτό ακριτικό νησί, που η έκτασή του δεν ξεπερνά τα 58 τ.χιλ., έχει σ’ορισμένα του σημεία δάση και ήταν αυτά με την άφθονη ξυλεία τους, που δώσαν από τα αρχαία χρόνια την δυνατότητα να αναπτυχθεί στην Σύμη η τέχνη της ναυπηγικής. Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ο Γλαύκος ο πρώτος κάτοικος της Σύμης ήταν δεινός κολυμβητής και ναυπηγός.
Το κύριο επάγγελμα των κατοίκων της Σύμης από τα παλιά ήταν η σπογγαλιεία, και η κατασκευή σκαφών. Οι κάτοικοι της Σύμης ναυπηγούν συστηματικά από τον 17ο αιώνα, όταν πολλοί καραβομαραγκοί εργάζονται περιστασιακά στους ταρσανάδες της Ρόδου και αποκτούν νέες εμπειρίες. Οι Συμιακοί εξελίσσονται στους καλύτερους τεχνίτες. Κατασκευάζουν τα πιο γρήγορα σκάφη και για τον λόγο αυτό οι Τούρκοι τους παραχωρούν ειδικά προνόμια.
Το κύριο επάγγελμα των κατοίκων της Σύμης από τα παλιά ήταν η σπογγαλιεία, και η κατασκευή σκαφών. Οι κάτοικοι της Σύμης ναυπηγούν συστηματικά από τον 17ο αιώνα, όταν πολλοί καραβομαραγκοί εργάζονται περιστασιακά στους ταρσανάδες της Ρόδου και αποκτούν νέες εμπειρίες. Οι Συμιακοί εξελίσσονται στους καλύτερους τεχνίτες. Κατασκευάζουν τα πιο γρήγορα σκάφη και για τον λόγο αυτό οι Τούρκοι τους παραχωρούν ειδικά προνόμια.
Οι Συμιακοί ναυπηγούν από εκείνη την εποχή αλιευτικά σκάφη κυρίως για τις ανάγκες της σπογγαλλιείας. Οι συμιακές “σκάφες” είναι τα χαρακτηριστικά ιστιοφόρα του νησιού. Η ακμή της ναυπηγικής συνεχίστηκε και στις αρχές του 20ού αιώνα παρόλες τις αλλαγές που συνέβησαν στο χώρο. Τα Συμιακά ναυπηγεία κατασκευάζουν καίκια από όλο το φάσμα της τυπολογίας των σκαφών και τα συμιακά σκαριά είναι περιζήτητα. Το ίδιο όμως και οι συμιακοί καραβομαραγκοί, που με την τέχνη τους εξαπλώνονται σ’όλη την Ελλάδα. Δεν υπάρχει σημαντικό ναυπηγείο στην Ελλάδα να μην έχει έναν τεχνίτη που να κατάγεται από τη Σύμη. Οι παπούδες ή οι προπάπουδες αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθουν αλλού, κάνοντας οικογένειες, και μεταφέροντας την τέχνη τους, την τεχνοτροπία τους και τη μαστοριά τους και σ΄ άλλους τόπους.
Πρωτεύουσα της Σύμης είναι το Χωριό. Κτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σ’ενα λόφο θεωρείται δίκαια ως ο ωραιότερος οικισμός των Δωδεκανήσων. Στην κορυφή ξεχωρίζουν οι 20 πέτρινοι ανεμόμυλοι, απομεινάρια της μεγάλης ακμής του νησιού, όταν τρέφαν με το αλεύρι τους, τους 25 χιλιάδες κατοίκους του. Από εκεί μέχρι την παραλία και το λιμάνι, ξεδιπλώνονται τα χαρακτηριστικά σπιτάκια της Σύμης. Μικρά και πολύχρωμα σαν κουκλόσπιτα, με δύριχτη συνήθως κεραμοσκεπή στέγη, προκαλούν με τα έντονα χρώματά τους, τα κομψά μπαλκονάκια τους και τις περίτεχνες πορτοσιές τους. Η Καλή Στράτα είναι ο πλακόστρωτος δρόμος με τα 500 φαρδιά σκαλοπάτια που συνδέει το λιμάνι, τον Γιαλό, με την κορυφή του Χωριού. Μιά ευχάριστη και σχετικά εύκολη εικοσάλεπτη ανεβασιά είναι αρκετή για να απολαύσει κανείς τις ανεπανάληπτες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και να φαντασθεί τα πλούτη και τα μεγαλεία κείνων των εποχών.
Ας μην παρασυρθούμε όμως από την αρχιτεκτονική γιατί δεν θάχουμε τελειωμό. Θέμα μας είναι τα πανηγύρια. Στη Σύμη λοιπόν, όπως άλλωστε και σ’όλα τα νησιά του Αιγαίου, υπήρχαν πολλά πανηγύρια. Σε μια μοναδική έκδοση – γιατί, απ’ όσο ξέρω, σε κανένα άλλο νησί δεν έχει γίνει μελέτη για τα τοπικά πανηγύρια ¬- το “Πανηγύρια της Σύμης”, η ακούραστη συγγραφέας, εκπαιδευτικός και ερευνήτρια Ελένη Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα κατέγραψε για το νησί της, τη Σύμη, που έχει πληθυσμό 2.600 κατοίκους, 128 εκκλησιές και 307 πανηγύρια.
Το πιο γνωστό και ξακουστό σ’ όλα τα Δωδεκάνησα είναι το πανηγύρι του Πανορμίτη. Πολιούχος της Σύμης, προστάτης των ναυτικών και των σφουγγαράδων, το μοναστήρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ βρίσκεται στο κόλπο του Πανορμίτη. Η αγάπη του Δωδεκανησιακού λαού αποδεικνύεται από το παλαϊκό προσκύνημα που γίνεται τις ημέρες της γιορτής του ( 8 Νοεμβρίου) , όταν συρρέουν πλήθη από όλη την Οικουμένη.
“Επήα και στην Κρεμαστή, επήα και στην Πάτμο
καλόμ’ Παερμιωτάκι μου και πως να σε ξεχάσω”.
καλόμ’ Παερμιωτάκι μου και πως να σε ξεχάσω”.
Μ’ αυτά τα λιτά στιχάκια δείχνουν την αγάπη τους οι νησιώτες, συγκρίνοντάς το με τα άλλα δυό μεγάλα προσκυνήματα των Δωδεκανήσων, την Παναγιά την Κρεμαστή στη Ρόδο και τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στην Πάτμο.
Στον Πανορμίτη έφθασα με το βαποράκι από τη Ρόδο, δυο ώρες ταξίδι. Στο βάθος του μικρού κόλπου ξεχωρίζει το μεγαλοπρεπές κοδωνοστάσιο και ένα καλόγουστο μεγάλο συγκρότημα ξενώνων. Αργότερα θα μάθαινα ότι είναι οι νέοι ξενώνες του Μοναστηριού. Εκατοντάδες πιστοί ξεχύθηκαν από τα 3 πλοία που κατέφθασαν την ίδια ώρα. Πρώτη τους έννοια να προμηθευτούν στρώματα και στρωσίδια και να βολευτούν στα αναρίθμητα κελιά. Ο κόσμος πολύς κι έτσι η κατάληψη των χώρων φτάνει ως το Λαογραφικό Μουσείο, στα στεγασμένα προαύλια που περικλείουν τον ναό και στις περισσότερες βοηθητικές αίθουσες. Μετά την εγκατάσταση των πιστών έρχεται η ώρα του προσκυνήματος. Ο ναός του Αρχάγγελου Μιχαήλ σε σχήμα μονόκλιτης βασιλικής, δωδεκανησιακού τύπου σχηματίζει δυό οξύκορφα σταυροθόλια. Ο υπάρχων ναός, το τέμπλο του καθολικού και οι περισσότερες αγιογραφίες χρονολογούνται από τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ανακατασκευάσθηκε εκ βάθρων.
Αυτό που κλέβει την παράσταση είναι το καμπαναριό, το βοτσαλωτό προαύλιο και η εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Το αριστουργηματικό καμπαναριό που υψώνεται πάνω από την κεντρική πύλη της Μονής, ρυθμού κάτι μεταξύ μπαρόκ και Αναγέννησης, θεωρείται ένα από τα ομορφώτερα του Αιγαίου πελάγους και ανακαινίσθηκε το 1996, ενώ η μεγάλη καμπάνα του έχει βάρος πάνω από τρείς τόνους.
Η χαλικόστρωτη αυλή γύρω από το ναό είναι στρωμένη με θαλασσινά άσπρα και μαύρα βότσαλα σε σχήμα ψαροκόκκαλου ενώ η μπορντούρα της έχει παραστάσεις από μπλεγμένα φυτά.
Η χαλικόστρωτη αυλή γύρω από το ναό είναι στρωμένη με θαλασσινά άσπρα και μαύρα βότσαλα σε σχήμα ψαροκόκκαλου ενώ η μπορντούρα της έχει παραστάσεις από μπλεγμένα φυτά.
“Του Παερμιώτη η αυλή που είν’ όλο χαλίκι
και περπατούν οι Συμιακοί με τέτοιο μεαλίκι”.
και περπατούν οι Συμιακοί με τέτοιο μεαλίκι”.
Στη δεξιά πλευρά του ναού βρίσκεται η μεγάλη ολόσωμη εικόνα του Πανορμίτη, αναγεννησιακής τεχνοτροπία, που ασημώθηκε το 1724 με δαπάνη του κλήρου και των καπετανέων του νησιού. Ο άγιος απεικονίζεται ολόσωμος φτερωτός πολεμιστής με πανοπλία και με σπαθί στο δεξί χέρι, καλυμένος όλος από ασήμι, με μόνο το προσωπό του να μένει ακάλυπτο.
Άλλα αξιοθέατα του Πανορμίτη είναι η Βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει παλαιές και νεότερες εκδόσεις, ιστορικού, βυζαντινολογικού, υμνογραφικού και θεολογικού περιεχομένου. Το Εκκλησιαστικό Μουσείο περιέχει τάματα κυρίως σε ξύλινα και ασημένια ομοιώματα καραβιών, διάφορα ασημένια αφιερώματα και ιερατικά σκεύη. Εδώ μπορεί κανείς να δει και πολλά τάματα μπουκάλια. Σύμφωνα με την παράδοση, όπου και νάσαι, αν ρίξεις στη θάλασσα ένα μπουκάλι αφού βάλεις μέσα ένα κερί, χρήματα και ένα χαρτί όπου έχεις γράψει τα ονόματα “ζώντων και τεθνεότων” για να διαβαστούν στο μοναστήρι, τότε τα θαλάσσια ρεύματα ή τα περαστικά καράβια θα το πάνε στον Πανορμίτη.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το Λαογραφικό Μουσείο που εκτείνεται σε οκτώ ισόγεια κελλιά με όλους τους ενδιάμεσους διαδρόμους και τους λειτουργικούς χώρους που υπήρχαν εκεί, όπως η μεγάλη κουζίνα, όπου παλιά παρασκευαζόταν φαγητό για εκατό άτομα, οι αποθήκες, τα “αμπάρια” (χώροι αποθήκευσης γεννημάτων), τα πιθάρια του λαδιού και τα βαρέλια του κρασιού. Στο Λαογραφικό Μουσείο εκτίθενται αντικείμενα από τον αλιευτικό, ναυτικό, αγροτικό και μοναστηριακό βίο. Όλοι αυτοί οι ιδιαίτερα εντυπωσιακοί χώροι, στη γιορτή του Πανορμίτη, για να τους επισκεφθείς πρέπει να υπερίπτασαι των στρωμάτων που καταλαμβάνουν κάθε σπιθαμή γης και διαδρόμων. Με την βοήθεια του Αρχάγγελου πάντως τα κατάφερα.
Η τοποθεσία του Πανορμίτη είναι μοναδική. Το ίδιο, τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις του μοναστηριού, αλλά και συγκίνηση, η ευλάβεια και η κατάνοιξη των επισκεπτών, άλλωστε για τα θαύματα του Αρχάγγελου έχει γραφεί ολάκερο βιβλίο. Αυτό που μπορεί να ενοχλήσει λιγάκι την ημέρα του προσκηνύματος είναι η πολυκοσμία και η εμποροπανήγυρη στην παρακείμενη πλατεία, κάτι όμως που συνοδεύει πάντα πανηγύρια και κοσμοσυρροές (Παναγιά της Τήνου, Παναγιά Εκατονταπυλιανή στην Πάρο).
Ικανοποιημένος απο όσα είδα και έζησα στον Πανορμίτη πήρα τον δρόμο για την Σύμη. Η πληροφορία ότι στο νησί υπάρχουν συνολικά εννέα ναοί αφιερωμένοι στον Αρχάγγελο Μιχαήλ με κινητοποίησε πάραυτα. Δεν θα ‘πρεπε να φύγω από το νησί αν δεν επισκεπτόμουν κάποιο πανηγύρι μικρότερης κλίμακας, με περισσότερο τοπικό και οικογενειακό χαρακτήρα.
Η επιλογή ήταν εύκολη. Απο τα δυό μοναστήρια, του Πανορμίτη και του Μιχαήλη του Ρουκουνιώτη και τα επτά ξωκκλήσια, τον Αυλακιώτη, τον Θαρρινό, τον Καϊλλιώτη, τον Κοκκιμίδη,τον Κουρκουνιώτη, τον Μιχαήλη του Νιμπορειού και τον Περιμπλιώτη, οι περισσότεροι μου συνέστησαν το μοναστήρι του Μιχαήλη του Ρουκουνιώτη. Ανήμερα της γιορτής στήθηκα στη στάση των λεωφορείων, όπου κόσμος πολύς περίμενε στη σειρά.
Τα ελάχιστα ταξί ήσαν εξαφανισμένα, ο χρόνος ήταν περιορισμένος και τελικά χωρίς πολλές σκέψεις επέλεξα τη λύση της επιβίβασης στην καρότσα αγροτικού φορτηγού που πήγαινε κατά κει φορτωμένο με πιστούς.
Η επιλογή ήταν εύκολη. Απο τα δυό μοναστήρια, του Πανορμίτη και του Μιχαήλη του Ρουκουνιώτη και τα επτά ξωκκλήσια, τον Αυλακιώτη, τον Θαρρινό, τον Καϊλλιώτη, τον Κοκκιμίδη,τον Κουρκουνιώτη, τον Μιχαήλη του Νιμπορειού και τον Περιμπλιώτη, οι περισσότεροι μου συνέστησαν το μοναστήρι του Μιχαήλη του Ρουκουνιώτη. Ανήμερα της γιορτής στήθηκα στη στάση των λεωφορείων, όπου κόσμος πολύς περίμενε στη σειρά.
Τα ελάχιστα ταξί ήσαν εξαφανισμένα, ο χρόνος ήταν περιορισμένος και τελικά χωρίς πολλές σκέψεις επέλεξα τη λύση της επιβίβασης στην καρότσα αγροτικού φορτηγού που πήγαινε κατά κει φορτωμένο με πιστούς.
Το μοναστήρι του Ρουκουνιώτη είναι η παλιώτερη Μονή του νησιού και έχει μια ιδιομορφία: τα κτίσματα είναι δύο, το ένα πάνω στ’ άλλο. Ο Κάτω ή Παλιός Μιχαήλης βρίσκεται μέσα στο έδαφος και ο Νέος ή Πάνω Μιχαήλης είναι χτισμένος ακριβώς στο ίδιο σημείο από πάνω του.
Ο Κάτω Μιχαήλης, που η κατασκευή του χρονολογείται από την εποχή του Βυζαντίου, είναι επισκέψιμος. Καθώς τον προσεγγίζεις περνώντας από κάποιους στενούς διαδρόμους, νομίζεις ότι μπαίνεις σε κατακόμβες. Ο Πάνω Μιχαήλης είναι μεταγενέστερος και φωτίζεται από άπλετο φώς. Εδώ πρωταγωνιστεί η εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ που στο μέτωπό του φέρει ένα αστέρι φιλοτεχνημένο από ασήμι και πολύχρωμες πέτρες, έργο του περίφημου αργυροχρυσοχόου Ιωάννη Πελοποννήσιου που εργάστηκε στη Σύμη την δεκαετία του 1730.
Ο Κάτω Μιχαήλης, που η κατασκευή του χρονολογείται από την εποχή του Βυζαντίου, είναι επισκέψιμος. Καθώς τον προσεγγίζεις περνώντας από κάποιους στενούς διαδρόμους, νομίζεις ότι μπαίνεις σε κατακόμβες. Ο Πάνω Μιχαήλης είναι μεταγενέστερος και φωτίζεται από άπλετο φώς. Εδώ πρωταγωνιστεί η εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ που στο μέτωπό του φέρει ένα αστέρι φιλοτεχνημένο από ασήμι και πολύχρωμες πέτρες, έργο του περίφημου αργυροχρυσοχόου Ιωάννη Πελοποννήσιου που εργάστηκε στη Σύμη την δεκαετία του 1730.
Μετά την λειτουργία ο κόσμος, καμιά διακοσαριά νοματαίοι, αφού τίμησαν τον συμιώτικο καφέ (βρασμένος σε καζάνες μαζί με φρέσκο γάλα), περάσαν σε δόσεις στην μεγάλη τραπεζαρία του μοναστηριού. Μια πολυμελής επιτροπή είχε φροντίσει από την προηγουμένη για την προετοιμασία του γεύματος. Σε ένα βαθύ πιάτο μας περίμενε σούπα με κριθαράκι βρασμένη στο ζωμό του κρέατος με ντομάτα και αυγολέμο, και σε ένα άλλο η βραστή γίδα.. Σαλάτες με ελιές και παστό ψάρι και ένα ημίγλυκο εξαίσιο ροδίτικο συνόδευαν το γεύμα.
Παλιά, μου εξιστόρησαν οι γηραιότεροι, πριν τριάντα περίπου χρόνια, στο προαύλιο της μονής, εκεί όπου ένα τεράστιο θηλυκό κυπαρίσσι ζήλεψε την δόξα του πλατάνου, απλώθηκε σαν ομπρέλα και σκέπασε μια μεγάλη πίστα, γινόταν ο χορός. “Ξεκινάγαμε μαλακά. Με ταγκό, φοξ αγκλέ, μαζούρκες και κατόπιν πιάναμε τα νησιώτικα, τη σούστα, τους συρτούς, τον μηχανικό. Ξέρεις ο μηχανικός είναι Συμιακός χορός. Μετά τον πήραν οι Καλύμνιοι. Στην αρχή στον συρτό που πάει αργά ο μηχανικός στην κορυφή χορεύει με το μπαστουνάκι (αναπαραστώντας τον χτυπημένο απο την αρρώστια των βυθών βουτηχτή) υποβασταζόμενος από τους υπολοίπους. Στην πορεία ο μηχανικός γιατρεύται, πετά το μπαστούνι και χορεύει σε γρηγορώτερους ρυθμούς”. Στην απορία μου γιατί ο χορός έγινε γνωστός από τους Καλύμνιους μου απαντούν.
” Στα παλιά τα χρόνια τα σφουγγάρια τα μαζεύαμε βουτώντας χωρίς μηχανήματα. Οι Συμιακοί βουτηχτάδες είχαν τις μεγαλύτερες αναπνοές. Το πρώτο μηχάνημα τροφοδοσίας με αέρα στην Ελλάδα το έφερε Συμιακός. Προκάλεσε όμως τέτοιο πανικό μην τυχόν και φέρει ανεργία, γιατί από κει που κάθε βάρκα ήθελε πέντε βουτηχτάδες, τώρα με το μηχάνημα θα χρειάζονταν δυό. Στην πλατεία λοιπόν του Αγίου Ιωάννου το 1878 έγινε δημοψήφισμα σύμφωνα με το οποίο όποιος θα χρησιμοποιούσε μηχάνημα, θα δημευόταν η περιουσία του και αυτός θα εξοριζόταν από το νησί. Τότε οι Καλύμνιοι χρησιμοποίησαν τα μηχανήματα και πήραν την πάνω βόλτα και εμείς την κατιούσα. Τέλος πάντων. Τα μουσικά όργανα που συνόδευαν τότε τους χορούς ήταν η λύρα, το λαγούτο, το σαντούρι, η τσαμπούνα αλλά και το ακορντεόν και το τρομπόνι. Πριν τριάντα χρόνια ο ηγούμενος μας τα απηγόρεψε και από τότε πολύ σπάνια χρησιμοποιούμε όργανα και κάνουμε γλέντι”.
Αποχωρώντας από την Σύμη είχα γνωρίσει δυό πανηγύρια, δυό κόσμους. Ένα πανηγύρι οικογενειακού χαρακτήρα με χαρακτηριστικά όπως στα περισσότερα του Αιγαίου, και ένα πιό “σαματατσίδικο”, όπως εύστοχα μού το σχολίασε κάποιος ντόπιος. Ένα πανηγύρι πιο οικουμενικό. Πόσες φορές όμως δεν είδα στον Πανορμίτη, ανθρώπους που ζουν σήμερα σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, αλλά και του κόσμου ολάκερου, να συναντιώνται μετά από χρόνια και με δάκρυα στα μάτια να αγκαλιάζονται, να φιλιώνται και να θυμούνται με συγκίνηση τα παλιά, τα νειάτα τους. Τους είχε ξανασμίξει η πίστη τους και ο Πανορμίτης.
Υ.Γ. Το αφιερώνω στη μνήμη του αδικοχαμένου φίλου μου Μιχάλη Καλογερόπουλου, που λάτρευε τις αποδράσεις και τα γλέντια εντός και εκτός Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου