|
Πανορμίτης
Από τον Γιαλό κατευθυνόμαστε ανατολικά. Η ακτή ξεδιπλώνεται όμορφη δίπλα. Να το νησάκι της Αγίας Μαρίνας με το γραφικό εκκλησάκι του. Θαυμάσιος τόπος για μπάνιο με κρυστάλλινα νερά. Εδώ στη γιορτή της πηγαινοέρχονται ολημερίς από το Γιαλό και το Πέδι τα πλεούμενα που φέρνουν τους πανηγυριστές. Το καΐκι στρίβει το ακρωτήρι και βάζει πλώρη για τον νότο. Το γραφικό Πέδι ξετυλίγει την όμορφη παραλία με τον άνετο οικισμό. Το Πέδι χάνεται κι αυτό πίσω από τον κάβο. Δύο άλλες αγκαλιές ανοίγονται σε λίγο στα πόδια της Βίγλας. Είναι ο Δυσάλωνας και η Νανού. Οι τόποι προσφέρονται για ψάρεμα και μπάνιο. Στη Νανού υπάρχει η δυνατότητα προσέγγισης στον πανέμορφο όρμο.
Ο προσεκτικός επισκέπτης θα διακρίνει υπολείμματα από τα αναλήμματα αμαξωτής οδού, που συνέδεε στα αρχαία χρόνια τη Νανού με τα οροπέδια τηςΤσαγκριάς και του Σωτήρα της Λιγής. Στον όρμο της Νανούς είναι χτισμένο ένα γραφικότατο εκκλησάκι, ο Αι-Παντελεήμονας, στη νότια πλευρά του οποίου είναι ενσωματωμένο ένα αρχαίο κιονόκρανο. Ο επόμενος όρμος με καταγάλανη θάλασσα είναι εκείνος της Μαραθούντας. Εισχωρεί σε βάθος, έχει αραιοκτισμένο οικισμό με προεξέχουσα την έπαυλη του Ιωάννη Τσαβαρή. Η ακρογιαλιά της Μαραθούντας είναι στρωμένη με μεγάλες κροκάλες. Πάνω στο βάθος, φαίνεται ένας άλλος οικισμός, εκείνος των Ζερρών.
Μετά αντικρύζουμε τη Φανερωμένη, τοποθεσία που πήρε την ονομασία της από το ομώνυμο εκκλησάκι και όπου, όταν είναι μεγάλη κακοκαιρία και στον Πάτοη αναταραχή της θάλασσας είναι πολύ έντονη, αποβιβάζονται οι ταξιδιώτες και μεταβαίνουν με τα πόδια μέσω του θαυμάσιου πευκοδάσους της Φανερωμένης στον Πανορμίτη.
Ο Πάτος, που θα τον αντιμετωπίσουμε σύντομα, στο γύρισμα για το μοναστήρι, και στις μέρες της καλοκαιρίας, ακόμη, έχει κύμα. Στα αριστερά μας βλέπουμε τον νησί των Σεσκλιών, που είναι μετόχι της μονής Πανορμίτη. Στο κάτω μέρος του υπάρχει προβλήτα και θαυμάσια ακρογιαλιά. Χρειάζεται μόνο προσοχή στα ρεύματα. Εδώ υπάρχει ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Απόστολο Παύλο, που σύμφωνα με την τοπική παράδοση προσέγγισε στο σημείο αυτό βρίσκοντας θαλασσοταραχή στα γύρω νερά. Τα Σεσκλιά έχουν δύο πηγές με δροσερό νερό και τρεις ερημονησίδες. Είναι ο Κουλουντρός, το Πλατύ και τοΤρούμπετο. Από την παραλία του Αγίου Παύλου δρόμος οδηγεί στο υποστατικό, όπου διαμένουν οι βοσκοί ή οι γεωργοί, που χρησιμοποιεί η Μονή Πανορμίτη, η οποία κατά καιρούς καλλιεργεί στο νησί καρπούζια, πεπόνια, αμπέλια, ρεβύθια κ.λπ. Υπάρχουν συκιές και φραγκοσυκιές και άγρια κατσίκια, πέρδικες και αγριοπερίστερα. Εκτρέφονται περιοδικά αγελάδες και αιγοπρόβατα.
Σχετικά με τη Σεσκλιά, στη Σύμη δημιουργήθηκε παλαιότερα μια παράδοση, που μερικοί την αφηγούνται ως σήμερα, σύμφωνα με την οποία υπάρχει στο νησί κρυμμένος θησαυρός, που έθαψε πειρατής, που το χρησιμοποιούσε ως καταφύγιο. Το βέβαιο είναι ότι βρέθηκαν σε αυτό ίχνη από τη νεολιθική εποχή, τμήματα αρχαίου κεραμικού εργαστηρίου και λιμανιού, πελασγικά τείχη κ.λπ.
Το νησί ανήκε στην Κοινότητα Σύμης, που το πούλησε στο μοναστήρι, όπως μαρτυρείται από πωλητήριο έγγραφο της 8ης Μαρτίου και άλλο της 2ας Απριλίου 1791 του Μητροπολίτη Ρόδου Καλλίνικου, καθώς και από νεότερο έγγραφο της 12ης Ιουλίου 1892 της Κοινότητας Σύμης, που ανανεώνει τη σύμβαση, που προέβλεπε εκτός από ένα εφάπαξ ποσό 2600 γρόσια και αβαέτι 18 γροσίων το χρόνο.
Ο πλους συνεχίζεται τώρα δυτικά, για πολύ λίγο όμως. Ο όρμος του Πανορμίτη ανοίγεται μπροστά μας. Το μοναστήρι, στο μυχό, λογχίζει τον ουρανό με το ψηλό καμπαναριό του. Η ωραία θαλασσινή εκδρομή καταλήγει (μετά από δύο περίπου ώρες) σε ένα μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, όπως έχει εξελιχθεί η Μονή Πανορμίτη. Μέσα από αρκετό πράσινο, δίπλα στη θάλασσα, προβάλλει η ιστορική μονή. Όταν γιορτάζει (8 Νοεμβρίου και Πεντηκοστή), κόσμος από όλα τα Δωδεκάνησα, την υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό συγκεντρώνεται εδώ. Είναι ένα πραγματικό λαϊκό θαλασσινό πανηγύρι. Σε όλους τους προσκυνητές προσφέρεται φαγητό (μπακαλιάρος) και κρασί και παρέχεται δωρεάν διαμονή. Στις ακολουθίες προεξάρχει κυρίως ο Μητροπολίτης Ρόδου και συχνά λαμβάνουν μέρος και άλλοι Αρχιερείς.
Την ύπαρξη παλαιοχριστιανικού ναού στη θέση του σημερνού Καθολικού της μονής Πανορμίτη μαρτυρούν μαρμάρινες κολώνες, που έχουν χρησιμοποιηθεί είτε στην κατασκευή του ίδιου του καθολικού είτε στις πέριξ αψίδες μπροστά στα κελλιά της αυλής. Την ύπαρξη της μονής Πανορμίτη στον 15ο αιώνα βεβαιώνει ένα χειρόγραφο του 1460 με παρακλητικό κανόνα.
Κάτω από το καμπαναριό του Πανορμίτη και πάνω από την κεντρική πύλη της μονής έχει ενσωματωθεί ένα φτερωτό λιοντάρι, κατάλοιπο της περιόδου της Βενετοκρατίας.
Το θαμάσιο καμπαναριό της μονής (1905-1911), ρυθμού μπαρόκ-ροκόκο μιμείται ανάλογο της μονής Ζαγκόρσκ, που βρίσκεται κοντά στη Μόσχα.
Την ίδρυση της μονής Πανορμίτη η λαϊκή παράδοση της Σύμης συνδέει με την ευλάβεια του συμαϊκού λαού. Παραδίδεται μάλιστα το όνομα μιας θεοφοβούμενης γυναίκας, της Μαριώς του Πρωτενιού, που βρήκε σκάβοντας το χωράφι της στον Πάνορμο ένα μικρό εικόνισμα του Πανορμίτη στη ρίζα ενός σχίνου. Η παράδοση απαντάει με διάφορες παραλλαγές, η επικρατέστερη από τις οποίες είναι η παρακάτω:
«Σκάβοντας καπότε μια ευλαβής νοικοκυρά βρήκε στον Πάνορμο κάτω από ένα σχίνο μια πολύ μικρή παλιά εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, την οποία πήρε κι έκρυψε από τις συντρόφισσές της. Τη μετέφερε στο σπίτι της και την τοποθέτησε στο εικονοστάσι ανάμεσα στα άλλα ιερά εικονίσματα, μπροστά στα οποία άναβε μέρα και νύχτα καντήλι. Την επομένη όμως το εικονισματάκι εξαφανίστηκε. Πηγαίνοντας ξανά στον Πάνορμο η νοικοκυρά τη βρήκε και πάλι στο σημείο, κάτω από τον σχινί. Την ξαναπήγε στο σπίτι της και την έβαλε στο εικονοστάσι της, αλλά και τη φορά αυτή εξαφανίσθηκε.Τότε κατάλαβε ότι ο Ταξιάρχης δεν ήθελε να μείνει στο σπίτι της κι αυτό της δημιούργησε μεγάλη λύπη. Στο ύπνο της όμως εμφανίσθηκε ο ίδιος ο Αρχάγγελος «λαμπροφορών και απστράπτων» και της εξέφρασε την επιθυμία του να μείνει στον Πάνορμο. Την άλλη μέρα πήγε στον πνευματικό της και εκείνος τη συμβούλευσε να κτίσει ένα εκκλησάκι στον τόπο, όπου βρήκε το εικονισματάκι.»
Το 1806, ο σουλτάνος Σελίμ, εξέδωσε φιρμάνι, μετά από παράκληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με το οποίο προστατευόταν το μοναστήρι και η περιουσία του από οιαδήποτε «έξοθεν επέμβασιν». Ηγούμενος του Πανορμίτη ήταν ο Νεόφυτος Β’(1794-1838). Το φιρμάνι έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί προφυλλάσει το μοναστήρι από αυθαιρεσίες οργάνων ή παραγόντων του ίδιου Οθωμανικού κράτους.
Την ίδια αυτή περίοδο η φήμη του μοναστηρίου γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση στην Αγία Ρωσία, από την οποία προέρχονται αξιόλογα αφιερώματα.
Ένα όμως περιστατικό, που συνέβη το 1815, όταν προσέγγισε το μοναστήρι ένα τουρκικό καράβι με υπάλληλο της Υψηλής Πόρτας, παραλίγο να δημιουργήσει μεγάλο ζήτημα σε βάρος της μονής.Υπήρχε τότε επιδημία πανώλης και δεν άφηναν να προσεγγίσει στον Πανορμίτη κανένα πλοίο. Ο υπάλληλος, εντούτοις, επέμενε να βγει οπωσδήποτε και στην άρνηση του μοναστηρίου απάντησε με πυροβολισμούς, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο του ίδιου από μια σφαίρα, που προφανώς αστόχησε, αφού από την πλευρά του μοναστηριού δεν ήταν δυνατόν να ανταλλάγουν πυροβολισμοί. Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι μετέφεραν τον νεκρό στη Ρόδο, όπου απέδωσαν τον θάνατο του υπαλλήλου σε πυροβολισμό από το μοναστήρι. Αλλά ο ηγούμενος Νεόφυτος Β’ ενέργησε έγκαιρα και με τη μεσολάβηση των προκρίτων της Σύμης και του Μητροπολίτη Ρόδου Αγαπίου, που δάνεισε μάλιστα 3000 γρόσα στη μονή, και το θέμα έκλεισε με την καταβολή στους Τούρκους μεγάλης χρηματικής αποζημίωσης. Για να συγκεντρώσει τα χρήματα, η μονή έκανε κι άλλους δανεισμούς κι αναγκάσθηκε να εκποιήσει βαρύτιμα αντικείμενα.
Το μοναστήρι, εξ’άλλου, ενίσχυσε την ελληνική Επανάσταση, όπως αναφέρει η συμαϊκη παράδοση. Σχετικό πρέπει να είναι έγγραφο των Συμαίων προς τον Ιωάννη Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830), στο οποίο γίνεται λόγος, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα ο Πανορμίτης, για παροχή 7000 γροσίων σε «καράβια της Πουμπουλίνας, που ήλθον εις την Σύμην ως από τον Υψηλάντην σταλμένα», όπως και στον Πάτμιο αγωνιστή Θέμελη.
Το μοναστήρι είχε στενούς δεσμούς με τους Υδραίους και τον Ανδρέα Μιαούλη, η οικογένεια του οποίου συνδεόταν ιδιαίτερα με τον Ηγούμενο Νεόφυτο Β’. Υπάρχει μάλιστα παράδοση ότι συγγενείς του, μάλλον ο πατέρας του, ενταφιάσθηκε στο μοναστήρι.
Το 1843, επί Μητροπολίτη Ρόδου Ιακώβου (1839-1856), η Μονή Πανορμίτη απέκτησε κανονισμό λειτουργίας, που επικυρώθηκε με πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα. Ηγούμενος μόλις είχε αναλάβει ο επιφανής Συμαίος δάσκαλος και λόγιος Ιερόθεος Φωτιάδης. Στο Ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας Προκαθήμενος ήταν ο Πατριάρχης Γερμανός. Με τον κανονισμό αυτό εξασφαλιζόταν η πνευματική λειτουργία και οικονομική ευταξία του μοναστηριού, καθώς και ο κληρικολαϊκός χαρακτήρας της διοίκησής του. Ο κανονισμός προέβλεπε όλα τα σχετικά με τη ζωή των μοναχών, τα καθήκοντα του ηγουμένου και των αδελφών. Το 8ο άρθρο απαγόρευε στον ηγούμενο να συνάπτει κουμπαριές με την τέλεση είτε γάμων είτε βαπτίσεων, όπως και στους υπόλοιπους πατέρες της μονής που πρέπει να διάγουν ασκανδάλιστο βίο γινόμενοι «καλόν παράδειγμαν της κοινής ειρήνης και ησυχίας».
Σήμερα το μοναστήρι διοικείται από εφορεία λαϊκών με θεολογική μόρφωση και θρησκευτικό φρόνημα και τη συμμετοχή εκπροσώπων του Δήμου Σύμης, που διορίζει ο Μητροπολίτης Ρόδου. Πρόεδρος της εφορείας είναι ο ηγούμενος, ο οποίος και εκτελεί τις αποφάσεις του.
Στο Αρχείο της Ι. Μονής Πανορμίτου Σύμης σώζεται ένα τετράδιο με αντίγραφα εγγράφων εξαπολυθέντων από το μοναστήρι και καταγραφές προσορμήσεων πλοίων και προσφορών προς τη Μονή κυρίως καπεταναίων και ναυτικών της περιόδου 1901-1919. Στα αντίγραφα αυτά αναγνωρίζεται ο γραφικός χαρακτήρας του τότε γραμματικού και αργότερα Τοποτηρητή του Πανορμίτη Σωφρόνιου. Το ενδιαφέρον τους είναι εξαιρετικό, γιατί προβάλλουν ανάγλυφα τις ταλαιπωρίες και τα δεινά των μοναχών του μοναστηρίου, που υπέφεραν από τους Ιταλούς κατακτητές, αλλά και οι καταγραφές των προσορμήσεων και προσφορών είναι πολύ σημαντικές (1901-1914), γιατί δείχνουν πόσο οι θαλασσινοί ευλαβούνταν ήδη στα χρόνια εκείνα τον Πανορμίτη και μαρτυρούν τη μεγάλη φήμη, που είχε το Προσκύνημα του όχι μόνο στα Δωδεκάνησα, μα και πιο πέρα, στον Μικρασιατικό Ελλήνισμό.
Η πιο μαύρη σελίδα της Ιταλοκρατίας ήταν η εκτέλεση το 1944 του Ηγούμενου της Μονής, του οικονόμου της Μονής και ενός Έλληνα στρατιώτη τίμημα της προσφοράς του μοναστηριού στην εθνική αντίσταση.
Τα νεότερα χρόνια, η μονή Πανορμίτη χρησιμοποιείται και ως χώρος συνεδρίων. Ήδη το 1909 είχε συνέλθει σ’αυτήν Συνέδριο με θέμα τα προνόμια των Δωδεκανήσων και το 1919 το Β’Πανδωδεκανησιακό Συνέδριο με σκοπό την ένωση των νησιών με την Ελλάδα. Το πρώτο αποφάσισε την αποστολή ως πληρεξούσιων στην Πόλη του Μιχαήλ Βενιαμίν και του Νεοκλή Καλαβρού, για τη διάσωση των προνομίων, ενώ το δέυτερο έβγαλε ψήφισμα προς τους συμμάχους με αίτημα την Ένωση.
Η μονή φιλοξενεί τα καλοκαίρια στα κελλιά της μεγάλο αριθμό παραθεριστών προσφέροντάς τους κάθε άνεση έναντι χαμηλοτάτου μισθίου. Στο καθολικό της η λατρεία είναι αδιάλειπτη. Στο γηροκομείο της, που ίδρυσε ο Ηγούμενος Γαβριήλ, περιθάλπτει άπορους γέροντες. Έχει πλούσιο γενικά κοινωνικό έργο. Μεγάλο πανηγύρι γίνεται και την παραμονή του Σωτήρος, της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου), όταν μεταφέρεται σ’αυτήν από το μετόχι του Μ.Σωτήρη η ασημοντυμένη εικόνα της. Μετά τον εσπερινό, προσφέρονται ακούμια και ρακί. Σε όλη την περίοδο του θέρους, ψαρόβαρκες φέρνουν από τη γύρω θάλασσα φρέσκα ψάρια, γαρίδες, αστακούς κ.α. θαλασινά.
Η μονή Πανορμίτη έχει δύο μουσεία, ένα εκκλησιαστικής τέχνης, πλούσιο σε εκθέματα, όπως αρχιερατικά άμφια, αργυρές εικόνες, ρωσικούς επιτάφιους και εκκλησιαστικά σκεύη, τάματα που η θάλασσα έφερε από μακριά στον Πανορμίτη, ομοιώματα καραβιών κ.λπ., κι ένα λαογραφικό, με αξιόλογα αντικείμενα του λαϊκού πολιτισμού του νησιού (τζάκι-«τσιμιά»-σοφράς κ.λπ.), και από τη μονή, που έχουν σχέση με τον αλιευτικό, αγροτικό και ποιμενικό βίο.Έχει ακόμη Βιβλιοθήκη με μεταβυζαντινά χειρόγραφα και εκδόσεις εκκλησιαστικού, ιστορικού και φιλολογικού περιεχομένου, Πινακοθήκη με τοπία της μονής, δύο παρεκκλήσια (Ευαγγελισμού, Τ.Προδρόμου), μια πολύ μεγάλη Τράπεζα, όπου εκτός από τη φιλοξενία στις πανηγύρεις της μονής, γίνονται συνέδρια κ.α. εκδηλώσεις. Φημισμένο και πολυτραγουδισμένο είναι το «πλατύ» της μονής στρωμένο με ασπρόμαυρα βότσαλα και ωραία διακοσμητικά σχέδια.
Θαυμάσια είναι η διαδρομή Σύμης-Πανορμότη από την ξηρά. Ανηφορίζοντας θα χαρούμε την ωραία θέα της πολιτείας που απλώνεται στα πόδια μας. Στο δρόμο μας συναντούμε την Αγία Αικατερίνη, την Παναγιά του Στύλου, τον Άγιο Κωνσταντίνο, και ανάμεσα σε δάσος από κυπαρίσσια, πυκνό κι ζωογόνο, θα αντικρύσουμε την Παναγιά τη Στρατερή, τον Άγιο Ιωάννη, τον Άγιο Δημήτρη και ύστερα την Αγία Μαρίνα της Νεράς και το μοναστήρι του Μεγάλου Σωτήρη.
Πρόκειται για μετόχι της μονής Πανορμίτη, που έχει φρουριακή μορφή με τα κελλιά κτισμένα γύρω στο καθολικό του (Μεταμόρφωση). Μέσα στον περίβολό του υπάρχουν επιπλέον τρία παρεκκλήσια, δύο παλαιότερα (Άι Χαράλαμπος και Άι Αντώνης) κι ένα νεότερο (Κοίμηση της Θεοτόκου) του Χάλλαρη.
Ο Δημοσθένης Χαβιαράς το θεωρεί κτίσμα των «βυζαντινών χρόνων» και χαρακητίζει τον περίβολό του τετράγωνο. Μια προεξοχή μόνο υπάρχει του κελλιού δίπλα στην Παναγιά την Κοίμηση του Χάλλαρη, που βγαίνει έξω από τον περίβολο. Στην πλευρά της προεξοχής αυτής βρίσκεται κι η είσοδος (μια μικρή πόρτα κάτω από καμάρα, όπου είναι κτισμένο το καμπαναριό), στην άλλη άκρη, προς το κελλί του Τσίκη.
]Σ’ολόκληρο το μοναστήρι κυριαρχούν τα τόξα κι οι καμάρες. Στην πλευρά της εισόδου (κάτω όροφος) είναι κτισμένο ένα κελλί, που χρησιμοποιείται ως μαγειρείο και πρόχειρη τράπεζα, με στέρνα από κάτω, καθώς και το πατητήρι, με στέρνα από κάτω, καθώς και το μεγάλο μαγειρείο. Στον πάνω όροφο είναι κτισμένη η Παναγία του Χάλλαρη με νάρθηκα, ένα κελλί όπου έμενε επί Τουρκοκρατίας ο δασονόμος και το ακραίο κελλί, όπως είπαμε προεξέχει. Η κάθετη πλευρά, πίσω από το ιερό του καθολικού δεν είναι κτισμένη, υπάρχει μόνο ψηλός τοίχος στο ύψος των κτισμένων πλευρών που δένει το τετράγωνο. Στην απέναντι κάθετη πλευρά, μπρος στο καθολικό, είναι κτισμένα (κάτω) το μαγειρείο κι η στέρνα του κελλιού του Τσίκη, κι άλλα τρία κελλιά, και στον πάνω όροφο το κελλί του Τσίκη, το πιο δροσερό μέρος του μοναστηριού, κι ακόμη τρία κελλιά, όπου οδηγούν μια σκάλα από την πλευρά της εισόδου κι άλλη μια από την απέναντι. Σ’εκείνη την πλευρά είναι κτισμένα (κάτω) το μικρό μαγειρείο κι ο Άγιος Χαράλαμπος με κοιμητήριο από κάτω του και στον πάνω όροφο ο Άγιος Αντώνης με αμφικλινή στέγη πλακόστρωτη. Στον Άγιο Χαράλαμπο σώζεται το πιο παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο με δύο αξιόλογες μεταβυζαντινές εικόνες, της Παναγίας Οδηγήτριας και του Ιησού Χριστού, καθώς κι ένα μοναδικό κειμήλιο: ο παλιός επιτάφιος («βαβαλάκι») του Μεγάλου Σωτήρη.
Έξω από τον περίβολο υπάρχει μια ακόμη στέρνα, φούρνος, αλώνι, αποθήκη για τα σιτηρά κι ένας στάβλος. Ένας μικρός κήπος σημειώνεται κάτω από το κελλί του Τσίκη. Τεράστιο είναι το αμπέλι του Μεγάλου Σωτήρη με ελιές, συκιές και κλήματα, στην κοιλάδα της Νέρας. Το μοναστήρι έχει ακόμα ένα περιβόλι πριν τη Στρατερή και μικρά περιβόλια γύρω του. Περίφημος είναι ο συκεώνας του Μεγάλου Σωτήρη, που και σήμερα παράγει μεγάλες ποσότητες σύκων : άσπρων, μαύρων και τσιγγανάτων, πολλά από τα οποία τα ξεραίνουν για το χειμώνα. Από τα σύκα φτιάχνουν τσικουδιά. Το αμπέλι παράγει ωραία επιτραπέζια μαύρα σταφύλια, που δίνουν και λιγοστό κρασί.
Στο κέντρο ακριβώς του τετράγωνου περιβόλου υψώνεται το Καθολικό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, που συνδέεται με 5 τόξα με την πλευρά της εισόδου, με δύο με την μπροστινή του κάθετη πλευρά των κελλιών και με άλλα 4 με την πλευρά, όπου τα παρεκκλήσια τ’Άι Χαραλάμπη και τ’Αι Αντώνη.Το καθολικό έχει ρυθμό βασιλικής μονόκλιτης καμαρόστεγης με αμφικλινή εξωτερικιά στέγη σκεπασμένη με πλάκες, που είναι ο συνηθισμένος στη Σύμη τύπος στέγασης των εξωκκλησιών. Οι εσωτερικοί τοίχοι του καθολικού του Μεγάλου Σωτήρη είναι καταζωγράφιστοι. Στην κόγχη του ιερού αναγράφεται η χρονολογία της ιστόρησής του : «1727 Ιουνίου 18». Οι τοιχογραφίες σώζονται σε καλή κατάσταση οι περισσότερες, αντίθετα προς εκείνες του καθολικού της μονης Πανορμίτη. Ο τεχνίτης που τις φιλοτέχνησε είναι ο ίδιος μ’εκείνον που ιστόρησε το μονύδριο του Μιχαήλ του Κουρκουνιώτη, που βρίσκεται άλλωστε κοντά στον Μεγάλο Σωτήρη, στο δρόμο προς τον Πανορμίτη. Από τις τοιχογραφίες του μονυδρίου του Κουρκουνιώτη σώζονται μόνο τμήμα (δεξιά) στην κόγχη του ιερού και πάνω η Πλατυτέρα. Στον δεξιό τοίχο υπάρχουν ίχνη νεότερης κακότεχνης τοιχογραφίας του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Η αξία των τοιχογραφιών του Μεγάλου Σωτήρη δεν είναι μεγάλη, αλλά αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι επιχρυσωμένο, αλλά οι εικόνες του είναι αναγεννησιακής τεχνοτροπίας.Υπάρχουν, εξάλλου,πάμπολες παραστάσεις Αγίων «εντός μεταλλίων» που συμπληρώνουν τις λαϊκότροπες τοιχογραφίες του καθολικού.Στην οροφή του σχηματίζονται δύο τόξα στολισμένα με τέτοιες παραστάσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η Αγία Τράπεζα με ξύλινο κιβώριο.
Οι τοιχογραφίες διαγράφουν συνεχή εικονογραφικό κύκλο από τη ζωά του Χριστού,αν τις πάρει κανείς από το ιερό προς τα έξω. Η τεχνοτροπία του ζωγράφου τους συγγενεύει με του γνωστού Συμιακού ζωγράφου μοναχού Γρηγορίου, που έδρασε στον 18ο αιώνα στη Σύμη, τη Ρόδο και την Τήλο.
Ο αγιογράφος του Μεγάλου Σωτήρη υπηρετεί την ίδια παράδοση με τον Γρηγόριο, ίσως έχουν κοινό δάσκαλο, το παλαιότερο έργο του δεύτερου στη Σύμη χρονολογείται στα 1738 κι ο Μεγάλος Σωτήρης εχεί ιστορηθεί στα 1727, και ακολουθούν τον ίδιο εικονογραφικό κύκλο. Ίσως μάλιστα και ο αγιογράφος του Μεγάλου Σωτήρη και του Κουρκουνιώτη να είναι μοναχός,όπως συνέβαινε κατά κανόνα στα μονασήρια, όπου όπως εδώ φιλοτεχνούνται μοναχοί Άγιοι με ειλητάρια όπου αναγράφονται χωρία για τη μοναχική ζωή.Όταν ο αγιογράφος αυτός εργαζόταν στον Μεγάλο Σωτήρη, το μοναστήρι ήταν αυτοτελές και βρισκόταν ασφαλώς σε ακμή. Πιθανώς, λοιπόν, ο αγιογράφος να ήταν αδελφός της μονής.
Ξεχωριστός λόγος πρέπει να γίνει για το χαλικόστρωτο «πλατύ» του Μεγάλου Σωτήρη.Ακόμη ωραιότερο,δουλεμένο με ψιλότερομαύρο και ασπρό χαλίκι είναι το δάπεδο του καθολικού. Το μοναστήρι του Μεγάλου Σωτήρη είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία μοναστηριακής αρχιτεκτονικής και τέχνης της Σύμης,μια ακόμη μαρυρία της βαθειάς ευλάβειας των κατοίκων της. Της Μεταμόρφωσης (6 Αυγούστου)γίνεται μεγάλο πανηγύρι και προσφέρονται στους προσκυνητές τηγανητά ψάρια.
Από το ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Κουρκουνιώτη θα χαρούμε την έξοχη πανοραματική θέα του Πανορμίτη κάτω πέρα.Από εκεί κατηφορίζουμε προς το μοναστήρι. Θα συναντήσουμε τον Προφήτη Ηλία και την Παναγιά των Ζερρών με εξοχικά σπίτια.Ένας δρόμος οδηγεί αριστερά στη Μαραθούντα.Από τις Ζέρρες ο δρόμος κατηφορίζει στη Μονή Πανορμίτη.
Η διαδρομή από τη Σύμη στον Πανορμίτη είναι πολύ εντυπωσιακή. Κάτι που δεν μπορεί να φανταστεί ο επισκέπτης που πρωτοαντικρύζει τον άγριο ορεινό όγκο του νησιού.Το πράσινο κυριαρχεί παντού και τα ξωκκλήσια, που ασβεστωμένα, καθαρά, ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά του νησιού αποτελούν ευχάριστους σταθμούςγια τον οδοιπόρο.Στον ίσκιοπ τους θα ξαποστάσει, για να συνεχίσει ξεκούραστος τον δρόμο.
|
Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013
Πανορμίτης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου