Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΟΝΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ








Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΟΝΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ



Στις 8 Μαΐου εορτάζεται η ανάδυση θαυματουργικής κόνεως (σκόνης) από τον τάφο του Ευαγγελιστού, μέσω της θαυματουργικής επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «επίγειο μάνα».
 Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αφού, ύστερα από θείο φωτισμό, προέβλεψε ότι επρόκειτο να μεταστεί από την παρούσα ζωή στην αιώνια και ατελεύτητη, παρέλαβε τους μαθητές του και βγήκε έξω από την Έφεσο. Εκεί σε ένα σημείο υπέδειξε να ανοιχτεί τάφος. Μόλις έγινε αυτό, μπήκε μέσα ζωντανός και κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο τάφος αυτός εφεξής έγινε πηγή ιαμάτων.




Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ



ΘΕΟΛΟΓΙΑ



Το Ευαγγέλιο και οι επιστολές του Ιωάννη απαρτίζουν μία θεολογική συλλογή, την οποία τη χαρακτηρίζει η κυριαρχία του Λόγου. Η βασική αρχή που διέπει τη χριστολογία του Ιωάννη είναι πως ο Χριστός μόνος φανερώνει το Θεό και εξηγεί τα περί Θεού (Ιω. 1, 18). Απώτερος σκοπός των "σημείων" Του, είναι να πιστέψει ο κόσμος ότι είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού (Ιω. 20, 31). Ο Χριστός μπορεί και αποκαλύπτει το Θεό, διότι είναι ο Λόγος του.



Η έννοια του Λόγου εδώ λαμβάνεται τόσο από την ελληνική φιλοσοφία, όσο και από τη ιουδαϊκή παράδοση αφού ήδη την είχε χρησιμοποιήσει ο Φίλων ο Ιουδαίος. Η έννοια όμως λαμβάνει μία τελείως διαφορετική διάσταση καθώς στην περίπτωσή του δεν είναι απλώς μία ανυπόστατη δύναμη του Θεού, όπου χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η συστατική και θεραπευτική θεία δύναμη των όντων, όπως στην περίπτωση του Φίλωνα. Διαφοροποίηση μάλιστα υπάρχει και από την έννοια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, όπου εκεί κατανοείται ως συνεκτική δύναμη του κόσμου και του ανθρώπου με το θεό. Την έννοια του λόγου τη βλέπουμε επίσης στον Πλάτωνα, που την θεωρεί ως θεμελιακό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στον Αριστοτέλη, που υπογραμμίζεται πως η κατάκτηση του λόγου είναι ανθρώπινο ίδιον και συνάμα θεμέλιο της αρετής και της ευδαιμονίας και τη Στοά που είχε ανθρωπολογικό και κοσμολογικό περιεχόμενο.



Έτσι λοιπόν η θεολογία της έννοιας του Λόγου λαμβάνει μία νέα διάσταση που έχει ένα νέο σαφές θεολογικό περιεχόμενο. Ο Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο δημιουργός του σύμπαντος, το φως και η ζωή της ανθρωπότητας, ο οποίος ενανθρωπίστηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Ο τίτλος Λόγος βέβαια έχει περιορισμένη χρήση στη γραμματεία του Ιωάννη αφού περιορίζεται στον πρόλογο του ευαγγελίου του, μία φορά στην πρώτη επιστολή του (1,1) και μία φορά στην Αποκάλυψη (19,13):



"ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο." (Ιω. 1, 1-18).



Ο Ιωάννης σε αυτό το ομολογιακό κείμενο αναφέρει πως ο Λόγος είναι προαιώνιος και θείος, ότι είναι ο δημιουργός του σύμπαντος κόσμου. Ο Ιησούς Χριστός είναι η ζωή και το φως και είναι σαφώς Θεός. Ο κόσμος λοιπόν ήλθε σε ύπαρξη δια μέσω του Λόγου. Ο κόσμος όμως αν και ήλθε σε ύπαρξη δια του Λόγου δεν είχε συνείδηση του γεγονότος αυτού και της δυνάμεως αυτού (ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω) και μάλιστα ο ίδιος ο λαός του τον αρνήθηκε (ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον).

Ο Λόγος αυτός ενσαρκώθηκε, σε μία συγκλονιστική ενοίκηση, απτή και ορατή (εθεασάμεθα τη δόξα αυτού). Σαφής είναι ο στόχος του Ιωάννη εδώ, να αποκρούσει κάθε τάση δοκητισμού. Η έλευση μάλιστα του Ιησού συνιστά πλήρωση του αποκαλυπτικού έργου του Θεού όπως δόθηκε στο Μωϋσή. Τελειώνει μάλιστα με μία εκπληκτική δήλωση. Το Θεό κανείς δεν είδε ποτέ αναφέρει ο Ιωάννης. Είναι ακατάληπτος και αόρατος, αλλά γίνεται γνωστός με τη θεία ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος ως μονογενής υιός, που είναι θεός και υπάρχει στους κόλπους του Πατρός, είναι ο μόνος ικανός να Τον φανερώνει και να Τον εξηγεί.



Εδώ λοιπόν φανερώνεται η θεία υπόσταση του Λόγου, προκειμένου να αναφερθεί η υπόσταση του προαιώνιου Υιού του Θεού. Στόχος τελικά του Ιωάννη, στη χρήση αυτού του όρου είναι να κατασταθεί σαφές ότι ο εναθρωπήσας Λόγος και ο προαιώνιος Λόγος και Υιός του Θεού, ο οποίος ενήργησε ποικιλοτρόπως κατά την Παλαιά Διαθήκη για το σχέδιο της θείας οικονομίας, είναι ο ίδιος. Ο Λόγος αυτός ο οποίος έχει άναρχη ύπαρξη προς τον Πατέρα, είναι ο Μεσσίας, τον οποίον είδαν και άκουσαν οι μαθητές Του. Είναι αυτός που θα έρθει με δόξα για να δώσει τέλος στην ανθρώπινη τραγωδία (Αποκ. 19, 11-16).

Ο Ιησούς κατά τον Ιωάννη είναι Θεός (Ιω. 1, 1) και αυτή η θεότητα σφραγίζεται από την ιδιάζουσα σχέση με τον πατέρα του (Ιω. 5, 19-23). Μάλιστα το γεγονός ότι ο υιός έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη να επιτελέσει το έργο του Πατρός είναι δείγμα της ισότητάς του με τον Πατέρα, ενώ επιβεβαιώνεται και από το ότι όποιος πιστέψει σε αυτόν θα βρει ζωή αιώνιο, ενώ όποιος απειθεί "ουκ όψεται ζωήν" (Ιω. 3, 35). Ο Υιός μάλιστα είναι ανενδεής και παντογνώστης (Ιω. 16, 30), στον οποίο ο Πατέρας έδωσε κάθε δύναμη (3, 35). Ο ίδιος είναι παντοδύναμος καθώς δεν είναι απλώς δημιουργός του παντός, αλλά γνωρίζει τα παρελθόντα (4, 17), την εσωτερική κατάσταση ων ανθρώπων (2, 24-25) να διακρίνει καταστάσεις από μακριά (1, 42. 47-50).



Ο Ιησούς δεν κάνει απλή διδασκαλία, αλλά ανοίγει το δρόμο για την ένωση και την κοινωνία με το Θεό. Αυτή λοιπόν η σχέση πραγματώνεται με τα μυστήρια, όπως ακριβώς μυστηριακή ήταν και η θεία ενσάρκωση. Το βάπτισμα έχει θεμέλιο την ενσάρκωση (3, 1-15) που ανοίγει τη θύρα της βασιλείας του ουρανού (3, 5), ενώ η Θεία Ευχαριστία είναι το νέο μάννα που θρέφει το νέο Ισραήλ. Ο άρτος αυτός είναι ο ίδιος ο Ιησούς, άρτο τον οποίο αν δε φάει ο κόσμος δε θα βρει αιώνια ζωή (6, 30-58), ενώ όποιος δε φάει από τη σάρκα Του δε θα έχει μέσα του τον Κύριο (6, 56) και άρα δεν επιτυγχάνεται αυτή η μυστική ένωση. Εδώ ο ευαγγελιστής μιλά για τα μυστήρια ως μία κατάσταση που πραγματώνει τη σχέση ανθρώπου και Θεού.




Στη θεολογία του Ιωάννη  το ευαγγέλιο ταυτίζεται με τον Ιησού και η υποστατικότητα αυτού τονίζεται με την έννοια του "εγώ ειμί". Η φράση είναι σαφώς βιβλική καθότι ο Θεός διαβεβαίωσε τον Μωυσή στη βάτο ότι "εγώ ειμί ο ων" (Έξοδος 3, 14). Επίσης δηλώνει και στον ισραηλιτικό λαό πως "Εγώ ειμί ο θεός, και ουκ εστίν άλλος" (Ησαΐας 45,22). Εδώ λοιπόν ο Θεός ομιλεί με υποστατικό τρόπο. Και ο Θεός που ομιλεί δεν είναι άλλος από τον άσαρκο Λόγο, που φανερώνει και τον Πατέρα. Ο Ιωάννης μας αναφέρει με σαφήνεια περισσότερες από δέκα ομολογίες του Κυρίου ο οποίος αναφέρει επίσης το "εγώ ειμί" (Ιω. 4, 25-26. 6, 35. 8, 12. 8, 24. 8, 28. 10, 7-9 κ.α.). Από τις δηλώσεις αυτές είναι φανερό ότι ο Ιησούς είναι ο Θεός Λόγος ο οποίος "Ο ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·" (Α΄ Ιωάννου 1, 1-2).



Ο Πατήρ έστειλε τον Λόγο και δεν τον άφησε μόνο (8, 29). Τον απέστειλε ως μονογενή του υιό για να πιστέψει ο κόσμος και να σωθεί (3, 16-17). Ο Υιός είναι συνδημιουργός του κόσμου αφού ο Υιός ποιεί όσα ο πατήρ ποιεί (5, 19). Ο Πατέρας μάλιστα "πάντα έδωκεν τη χειρί αυτού" (3, 35) και είναι συναΐδιοι (1, 1-2). Ο Πατήρ τελικά δοξάζεται εν τω Υιώ (14, 13) και το αντίθετο (17, 22) και γι αυτό και στο πρόσωπο του Ιησού οι άνθρωποι βλέπουν τον Πατέρα που είναι και οι δύο αχώριστοι.



Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής στο στόμα του Κυρίου:

"ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα" (14, 9)

"πιστεύετέ μοι οτι εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί" (14, 11).

"εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν" (10, 30).

Γι αυτο και:

"ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν μαρτυρίαν ἐν αὐτῷ· ὁ μὴ πιστεύων τῷ Θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν, ὅτι οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία, ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐστιν. ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει." (Α΄ Ιωάννη 5, 10-12).



Η κοινωνία Πατρός και Υιού έχει πολύ σπουδαία σημασία διότι η αιώνια ζωή συντελείται στους κόλπους της θείας ενότητας κατά τον Ιωάννη (Α΄ Ιωάννου 2, 24-25). Η βάση λοιπόν όλης της Ιωάννειας θεολογίας στηρίζεται στο ότι ο Πατέρας και ο Υιός κατά την ουσία και το έργο είναι ένα. Γι αυτό και ο Ευαγγελιστής μας επισημαίνει πως:

"Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ.".



Σύμφωνα με τον Ιωάννη ο Ιησούς έχει αποσταλεί από τον Πατέρα στον κόσμο όχι για να επιτελέσει το ίδιο έργο, αλλά για να τελειώσει το κοινό τους έργο (10, 36). Είναι λοιπόν απεσταλμένος του Πατρός και τίποτα δεν επιτελεί αφ εαυτού, καθώς ποιεί όσα διδάχτηκε από τον πατέρα (2, 28). Ο Υιός είναι αυτός ο οποίος επιτελεί τα έργα το Πατρός ανταποκρινόμενος σε μια μοναδική αποστολή, κάτι το οποίο αποδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους. Εν συνεχεία, μετά τη δική του αποστολή, ο ίδιος θα ζητήσει από τον Πατέρα να στείλει το παράκλητο Πνεύμα (14, 16-17) για να ολοκληρώσει το έργο, όπου θα μείνει με την ανθρωπότητα στον αιώνα.





ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ



Όταν ο Κύριος θα απέλθει, θα αποσταλεί ο παράκλητος, για να μείνει ανάμεσά τους "καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα" (14, 16-17). Το Πνεύμα κατά τον Ιωάννη είναι πρόσωπο, το οποίο διακρίνεται από τον Υιό και τον πατέρα "ἀλλ' ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς·" (16, 7).

Όπως ο Υιός εστάλη από τον πατέρα έτσι και ο παράκλητος θα εκπορευθεί από τον Πατέρα (15, 26). Το Πνεύμα αυτό έχει υπόσταση και είναι το πνεύμα της αληθείας (14, 17) γιατί κατά την ουσία του είναι αλήθεια. Όπως ο Υιός είναι αλήθεια και το Πνεύμα είναι αλήθεια, αλλά συγχρόνως ο Υιός και το Πνεύμα διδάσκουν (7, 14. 14, 26), μαρτυρούν (8, 14. 15, 26), κρίνουν και ελέγχουν τον κόσμο για να τον οδηγήσουν στη σωτηρία (3, 17-20. 16, 7-11). Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα εκφράζουν και επιτελούν τα έργα του Πατρός (14, 10. 16, 13).

Ακριβώς λοιπόν μέσα από αυτές τις περικοπές διακρίνεται πως ενώ υπάρχει υποστατική διάκριση, υπάρχει ταυτότητα ενεργειών. Η ενέργεια τελικά των τριών προσώπων είναι μία. Γι αυτό και με την έλευση του Αγίου Πνεύματος έρχεται ο ίδιος ο Χριστός, όπως ακριβώς με την παρουσία του Χριστού είναι συγχρόνως δεδομένη και η παρουσία του Πατρός (14, 10-11).

Το Πνεύμα αυτό δοξάζει τον Υιό και χαριτώνει τους Αποστόλους για να συνεχίσουν το αγιαστικό έργο του Σωτήρα (20, 22-23). Η είσοδος μάλιστα στη βασιλεία των ουρανών είναι έργο του Πνεύματος, αφού όποιος δε γεννηθεί άνωθεν, δηλαδή εν Πνεύματι Αγίω δεν θα εισέλθει στη βασιλεία (3, 5), γι αυτό και το πνεύμα είναι ζωή (6, 63).





ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ



Παρότι ο Ιωάννης στο ευαγγέλιο του δε χρησιμοποιεί τον όρο εκκλησία, αλλά περισσότερο από όλους τους ευαγγελιστές ενήμερος για την ύπαρξη και τη θέση της εκκλησίας, ως σώμα που λειτουργεί σε αντιδιαστολή με την κοινωνία των Ιουδαίων. Ο Χριστός για τον Ιωάννη είναι η απαρχή μια νέας κατάστασης, την οποία οι Ιουδαίοι απέρριψαν με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός αυτής. Αντιθέτως όσοι πίστεψαν "τέκνα Θεού γενέσθαι" (1, 11-12). Η απιστία μεταλλάσσει τα τέκνα του Αβραάμ (8, 41-42) σε τέκνα διαβόλου (8, 44), ενώ αντίθετα όσοι πιστεύουν στον Κύριο γίνονται μαθητές του και μέτοχοι της αλήθειας (8, 31-32).

Στη νέα πραγματικότητα τα μυστήρια συνδέονται με ένα σαφή εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Το βάπτισμα και η Θεία Ευχαριστία ενσωματώνουν το μέλος στην εκκλησία και την νέα ζωή. Αυτή η νέα ζωή νοείται μόνο με ενσωμάτωση στο ίδιο το σώμα της εκκλησίας, που είναι και το σώμα του ζώντος Χριστού. Γι αυτό και μόνο η βρώση "σώματος και αίματος" οδηγούν τον άνθρωπο στην αιώνια ζωή, αφού όποιος φάει από τη σάρκα του Κυρίου θα ενωθεί με τον Κύριο, κατά τον τρόπο που κοινωνεί αυτός με τον πατέρα (6, 57). Στα ίδια πλαίσια πρέπει να κατανοούνται και οι παραβολές του Κυρίου. Οι παραβολές του καλού ποιμένα (10, 1-16) και της αμπέλου (15, 1-10) φανερώνουν τον τύπο της σχέσης του ιδρυτού της εκκλησίας και του ποιμνίου. Ο Κύριος είναι ο ποιμήν ο καλός που θα δώσει τη ζωή του υπέρ των προβάτων, ενώ ο Κύριος είναι και η άμπελος. Όποιος λοιπόν είναι εκτός της αμπέλου και άρα από το Χριστό, που συνεπάγεται την εκκλησία, αδυνατεί να βρει ζωή και να καρποφορήσει.





ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ



Κατά τον Ιωάννη ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα κάτω από τη θεία επίβλεψη. Ο σαρκωθείς Υιός άλλωστε έχει "εξουσία πάσης σαρκός" (17, 2). Η έλευσή Του στον κόσμο απέβλεπε στον επαναπροσανατολισμό του ανθρώπου, στην πνευματική αναγέννησή του. Έτσι ο Χριστός, ενώνοντας την θεϊκή φύση με την ανθρώπινη, την εμβολιάζει με τα στοιχεία της θείας φύσης, τα οποία υψώνουν τον άνθρωπο σε άλλο επίπεδο ύπαρξης.

Σύμφωνα με τον Ιωάννη, όσοι λαμβάνουν Αυτόν, τους δίδεται η εξουσία να κληθούν τέκνα του (1, 12). Αυτή η υιοθεσία όμως δεν εννοείται ως μία γέννηση εξ αίματος, αλλ εκ Θεού (1, 13) η οποία θέτει ως θεμέλιο την πίστη στον Χριστό (1, 12). Ο άνθρωπος λοιπόν μέσα από τη νέα γέννηση, το βάπτισμα, οδηγείται στη γνώση της αλήθειας που τον ελευθερώνει από την αμαρτία (8, 44). Εκτός λοιπόν της χριστιανικής ζωής ο άνθρωπος είναι δέσμιος της αμαρτίας. Η γέννηση κατά τον Ιωάννη προϋποθέτει την πίστη, τη γνώση της αλήθειας, αλλά και την αγάπη (Α΄ Ιωάννη 3, 14-18), τη δικαιοσύνη (Α΄ Ιωάννη 2, 29) και τα αγαθά έργα (Α΄ Ιωάννη 5, 2-3). Έτσι τελικά ο άνθρωπος στη θεολογία του Ιωάννη δεν είναι μία αυτοτελής οντότητα, αλλά μια οντότητα που προσδιορίζει τη ύπαρξη της σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού, γι αυτό και είναι βαθύτατα θεοκεντρική.





ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ



Η εσχατολογία του Ιωάννη, όπως και κάθε τι στη θεολογία του, προσδιορίζεται από την εμφάνιση του Λόγου. Το έσχατο της ιστορίας για τον Ιωάννη είναι εδώ και τώρα, αλλά συγχρόνως το αναμενόμενο και προσδοκώμενο. Υπάρχει λοιπόν σύγκλιση του παρόντος και του εσχάτου. Έτσι αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κύριος: "ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται" (5, 25).



Ο Χριστός για τον Ιωάννη είναι η πηγή της ζωής, γι αυτό και όποιος ακούει τον Υιό μεταβαίνει από το θάνατο στη ζωή (5, 24-29) καθώς ο λόγος του είναι λόγος ζωής αιωνίου (6, 68). Η ζωή αυτή η αιώνιος όμως είναι συνέπεια της κρίσεως, αφού κρίση είναι το φως που ήλθε στον κόσμο (3, 19). Στην προσωπική ιστορία του κάθε πιστού, η υπέρβαση της κρίσεως πραγματώνεται με την μετάβαση στην εν Χριστώ ύπαρξη (5, 24). Θα υπάρξει όμως και η τελική κρίση του κόσμου. Αυτή θα είναι μία καθολική κρίση που θα οδηγήσει στη μέλλουσα και αιώνιο ζωή. Στο τέλος ο θρίαμβος της θεϊκής δύναμης είναι αναπόφευκτος. Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές, καθώς προηγείται της αιωνίου βασιλείας παγκόσμια κρίση. Η ανθρωπότητα στέκεται ενώπιον του θρόνου του Θεού, που τώρα εν δόξη εμφανίζεται στην ιστορία. Οι εγγραμμένοι στη βίβλο τη ζωής εισέρχονται στη βασιλεία των ουρανών, ενώ αντίθετα όσοι εκλείπουν, θα βρεθούν εκτός χάριτος. Οι δούλοι του αρνίου θα κοινωνούν μαζί Του και θα βλέπουν το πρόσωπό του: "καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων" (Αποκ. 22, 1-5).





ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπηπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον, δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος· ὃν ἱκέτευε, Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον

Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ μεγαλεῖά σου Παρθένε, τὶς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου