Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ

Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ



Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ
Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ
(4 Δεκεμβρίου)
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

       Η αγία Βαρβάρα αποτελεί κόσμημα του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την Ανατολή και μεγάλωσε μέσα σε ειδωλολατρική οικογένεια. Ο πατέρας της, που ονομαζόταν Διόσκορος, ήταν πλούσιος, αλλά και φανατισμένος ειδωλολάτρης. Η θυγατέρα του ήταν καλοπροαίρετος άνθρωπος και κατηχήθηκε στην πίστη του Χριστού από μία ευσεβή γυναίκα. Μετά την βάπτισή της ζούσε, μέσα στον πύργο που την είχε κλεισμένη επειδή ήταν πολύ όμορφη, με άσκηση και προσευχή. Οι δυσκολίες ήσαν πάμπολλες, αλλά η αγία Βαρβάρα είχε μάθει να αναθέτη με εμπιστοσύνη στον Θεό όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Ο πατέρας της δεν άργησε να μάθη ότι η κόρη του είναι Χριστιανή. Άρχισε να φτειάχνη στο σπίτι του ένα λουτρό και διέταξε να ανοίξουν δύο παράθυρα. Η αγία είπε στους τεχνίτες και άνοιξαν τρία παράθυρα. Στην απορία του πατέρα της απάντησε ότι άνοιξε τρία παράθυρα, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τότε, γεμάτος θυμό όρμησε εναντίον της με ξίφος και εκείνη κατέφυγε στο δάσος. Την κυνήγησε, την συνέλαβε και την οδήγησε στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα που προσπάθησε, πρώτα με κολακείες και ύστερα με απάνθρωπα βασανιστήρια, να την πείση να αρνηθή τον Χριστό. Επειδή όμως εκείνη έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της, θέλησε να την εξευτελίση και να την ντροπιάση. Γι’ αυτό και διέταξε να την ξεγυμνώσουν και να την διαπομπεύσουν σε όλη την πόλη. Δεν μπόρεσε όμως να πραγματοποιήση τον άθλιο σκοπό του, επειδή ο Θεός την φύλαξε με θαυμαστό τρόπο. Την στιγμή που προσπαθούσαν να την ξεγυμνώσουν, ντυνόταν αμέσως με καινούργια ρούχα, καλύτερα και λαμπρότερα από τα προηγούμενα. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να την αποκεφαλίσουν και ο πατέρας της γεμάτος μίσος και τυφλό φανατισμό, την αποκεφάλισε με ίδιά του τα χέρια, για να λάβη έτσι η μακαρία τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Βαρβάρας μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:

Πρώτον. Η αναφορά του ανθρώπου στον Θεό και η ανάθεση σε Αυτόν, με ακλόνητη εμπιστοσύνη, των διαφόρων προβλημάτων που τον απασχολούν, είναι ένας τρόπος ζωής που τον βοηθά να πορεύεται ισορροπημένα στην ζωή του και να μην απελπίζεται, να μη τον “παίρνουν από κάτω”, όπως συνήθως λέμε. Γιατί δεν είναι μικρό πράγμα να σε μισή ο ίδιος ο πατέρας σου, να σε παραδίδη στα βασανιστήρια και τέλος να σού προξενή τον θάνατο με τα ίδια του τα χέρια. Δηλαδή, από εκεί που περιμένεις να γευθής την αγάπη, την πεμπτουσία της ζωής, να συναντάς το μίσος και τον θάνατο. Εκεί που ζητάς να ακουμπήσης για να βρής στήριγμα και παρηγοριά στις δυσκολίες της ζωής, να αντιμετωπίζεσαι εχθρικά και το σπουδαιότερο χωρίς να έχης διαπράξει κανένα παράπτωμα. Μόνον και μόνον επειδή έχεις επιλέξει διαφορετική πίστη από αυτήν που έχει εκείνος, ο οποίος έπρεπε να σε αγαπά θυσιαστικά.

Μήπως δεν συμβαίνουν και στις μέρες μας παρόμοια γεγονότα; Δηλαδή, το να θέλη κανείς να επιβάλη τις απόψεις του στον άλλο, όταν αισθάνεται ότι έχει την δυνατότητα να το κάνη, είτε με κολακείες και υποσχέσεις για καλύτερη ζωή, είτε με διαφόρους εκβιασμούς όταν ο άλλος είναι σε μειονεκτική θέση. Πολλές φορές η φτώχεια και η εξαθλίωση οδηγούν τους ανθρώπους στην απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να υποβληθούν στην δοκιμασία της αναζήτησης καλυτέρων και πιο ανθρώπινων συνθηκών ζωής. Και τότε, δυστυχώς, λαμβάνουν χώρα αρκετά τραγικά γεγονότα, σε πολλά από τα οποία είναι πρωταγωνιστές και κάποιοι γονείς.

Δεύτερον. Η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία και η αποστασία του από τον Θεό, τον οδήγησε στην δημιουργία υποκατάστατων του αληθινού Θεού. Στην ανακάλυψη διαφόρων θρησκειών, οι οποίες ουσιαστικά λατρεύουν τα κτίσματα και ανύπαρκτους θεούς. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να ελευθερώση τον άνθρωπο από την τυραννία του διαβόλου και των κτισμάτων. Η Ορθοδοξία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου και με αυτή την έννοια δεν είναι θρησκεία, αλλά Εκκλησία. Δηλαδή, είναι αποκάλυψη του Ιδίου του Θεού καί, όπως τονίζει ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, είναι “η θεραπεία της θρησκείας, ήτοι της δεισιδαιμονίας”. Δυστυχώς, γινόμαστε και σήμερα μάρτυρες άρρωστων εκδηλώσεων, όπως είναι το μίσος και ο τυφλός φανατισμός, που πηγάζουν από τα διάφορα ανθρώπινα κατασκευάσματα.

Υπάρχουν και στις μέρες μας πολλοί που υποστηρίζουν, προφανώς από άγνοια, ότι ο Θεός είναι ένας και ότι λατρεύουμε όλοι τον ίδιο Θεό. Ασφαλώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από αυτήν. Γιατί ποιά σχέση μπορεί να έχη ο Άγιος Τριαδικός Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που είναι Πρόσωπο, αναπτύσσει προσωπική κοινωνία αγάπης με τον άνθρωπο και διδάσκει την αγάπη ακόμα και προς τους εχθρούς, με την πληθώρα των θεών των ειδώλων ή με τον Δυνάστη θεό των διαφόρων θρησκειών, που είναι χωρίς έλεος για τους “απίστους” και εμπνέει την εκδίκηση, την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό; Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πιστεύη ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα. Η βίωση της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής εξανθρωπίζει τον άνθρωπο και τον ανυψώνει σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να αγαπά, όχι μόνον τα σαρκικά του παιδιά που είναι το αυτονόητο, ή τους φίλους και τους ομοϊδεάτες του, αλλά και τους εχθρούς του και να σέβεται την διαφορετικότητά τους και την πίστη τους.

Η προσωπική κοινωνία με τον προσωπικό Θεό της Εκκλησίας γεννά την ακλόνητη εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, η οποία απαλλάσσει τον άνθρωπο από όλα τα συμπλέγματα και τα αδιέξοδα και ανυψώνει την ανθρωπιά του.
 
από την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
 
***
ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ 
Χρίστος Βασιλειάδης
Θεολόγος - Φιλόλογος
 
Σεβασμιώτατε Δέσποτα, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί,
Σήμερον, 4η Δεκεμβρίου, τόσο η ορθόδοξος Εκκλησία, κατά το Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, όσον και η ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία», κατά το ρωμαϊκό μαρτυρολόγιόν της, εορτά­ζουν και τιμούν τη μνήμην της αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας.
Εις όλους μας είναι γνωστόν πόσο λαοφιλής είναι η αγία -, είναι εκ των δημοφιλεστέρων αγίων-, καθώς και ποιαν ιδιαιτέρα θέσιν κατέχει αυτή στην συνείδησιν του ελληνικού λαού.
Όμως, οι ειδικοί ερευνητές του βίου της αγίας, οι λεγόμενοι αγιολόγοι επιστήμονες δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Διαφωνούν σε δυο σημεία: πρώ­τον, ως προς τον τόπον της αθλήσεως της αγίας μας και, δεύτερον, ως προς το χρόνον της ζωής της. Κι' αυτό, γιατί οι αγιολογικές πηγές μας δίδουν διαφορετικές μεταξύ τους πληροφο­ρίες για την αγία.
Ως είναι γνωστόν εις τους θεολό­γους, για την πληροφόρησίν μας περί της αγίας, υπάρχουν τα λεγόμενα «Άκτα» της αγίας Βαρβάρας -σημειώστε ότι οι ειδικοί αγιολόγοι ονομάζουν «Άκτα» τα κείμενα που περιγράφουν τα μαρτύρια και το μαρτυρικό θάνα­τον των αγίων-, τα Άκτα, λοιπόν, αυτά της αγίας Βαρβάρας είναι πολλά: άλλα σώθηκαν και φέρονται υπό το όνομα του αγίου Ιωάννου του Δαμα­σκηνού, μπορεί δε να τα βρη κανείς στον εννενηκοστόν έκτον τόμον της γνωστής ελληνικής Πατρολογίας του Migne. Άλλα σώθηκαν υπό το όνομα του Αρσενίου Κερκύρας και τα εξέδωσεν αυτόθι το 1848 ο Μουστοξύδης, ενώ άλλα τα είχεν εκδόσει στην εποχήν του ο Συμεών ο Μεταφραστής και τα βρίσκει ο ενδιαφερόμενος στον εκατο­στό δέκατον έκτον τόμον της προαναφερθείσης Ελληνικής Πατρολογίας του Migne. Εκτός όμως αυτών, σώζονται και άλλα χειρόγραφα σε παλαιούς κώδικες.
Τα αναφέραμε, γιατί αυτά είναι τα κείμενα που διαφέρουν μεταξύ τους, και για μεν τον τόπον του μαρτυρίου της αγίας, δίνουν μία γκάμμαν τόπων πολύ ευρεία: διότι, άλλα απ' αυτά μας δίδουν ως πληροφορίαν ότι η αγία Βαρβάρα εμαρτύρησεν εις την Τοσκάνην της Ιταλίας, άλλα λέγουν ότι εθανατώθη στη Νικομήδειαν - κι' αυτά είναι τα αρχαιότατα Άκτα της αγίας, γνωστά με το όνομα του Ιωάννου Δα­μασκηνού καθώς και κάποια σωζόμενα σε αρχαιότατους κώδικες.
Τα πλείστα, όμως, φέρουν ως τόπο μαρτυρίου και γεννήσεως της αγίας, την Ηλιούπολιν. Αυτήν την εκδοχή από μεν τους Έλληνες δέχεται ο Συμεών ο Μεταφράστης και από τους Λατίνους ο Mombritius. Είναι αυτή που δεχόμεθα και εμείς.
Η δεύτερη διαφωνία αφορά στο χρόνον του μαρτυρίου της αγίας Βαρβάρας. Και οι μεν κώδικες που ανάγουν το μαρτύριόν της στην εποχή του Μαξιμιανού, φαίνονται ότι υπέστησαν βλάβην. Τα αρχαιότερα όμως από τα «Άκτα» μαρτυρούν ότι η Αγία άθλησεν περί το 237, επί Μαξιμίνου, προκατόχου του Αλεξάνδρου και ότι μυήθηκεν στις Άγιες Γραφές από τον «αδαμάντινον και χαλκέντερον» , όπως τον ονόμασαν θεολόγον Ωριγένην.
Και καθ' ημάς, λοιπόν, η αγία μεγαλομάρτυς Βαρβάρα γεννήθηκεν εις τη μεγάλην πόλιν της λεγόμενης Κοίλης Συρίας, την Ηλιούπολιν.
Αυτή δε η Κοίλη Συρία ήταν μια από τις δυο επαρχίες, στις οποίες ο Σεπτίμιος Σεβήρος διήρεσε διοικητικώς την χώραν της Συρίας. Αυτήν τη διχοτόμησεν ο Ρωμαίος αυτός ηγεμόνας αφ' ενός μεν στην προαναφερθεί- σαν Κοίλην Συρίαν προς Βορράν, με πρωτεύουσαν την μεγάλην Αντιόχειαν και, κατά βραχείαν παρένθεσιν χρό­νου, τη Λαοδίκειαν και, αφ' ετέρου, στη Φοινικική Συρίαν προς Νότον, με πρωτεύουσαν τη Βηρυττόν.
Ως γνωστό, νωρίς ήδη, απ' αυτές τις Πράξεις Αποστόλων (ια', 19), μαρτυρείται η διάδοσις του Χριστιανι­σμού γενικώτερον στην Συρίαν και πιο συγκεκριμένα στην πρωτεύουσά της, την Αντιόχειαν. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, κατά τον γ' αιώνα, οπότε γεννήθηκεν η αγία μας, η Συρία γενικά ήταν από τις πιο εκχριστιανισμένες περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως τουλάχιστον συμπεραίνει ο διάσημος Γερμανός ιστορικός, ειδικός στην ιστορίαν του αρχαίου Χριστιανι­σμού Άντολφ φον Χάρνακ, στο έργον του: «Ιεραποστολή και διάδοσις του Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώ­τους αιώνες». Παρ' όλην, όμως, την πλατειά διάδοσίν του, ο Χριστιανισμός ήταν ποσοτικά ακόμη μειονοψηφία σε σχέσι με την επικρατούσαν τότε ακόμη ειδωλολατρίαν και ο λόγος του Ευαγγελίου διεδίδετο με χίλιες δυο προφυ­λάξεις και λήψιν μέτρων συνέσεως. Ανά πάσαν στιγμήν του εικοσιτετραώ­ρου και επί καθημερινής βάσεως και μάλιστα εις διάρκειαν τριών ολόκλη­ρων αιώνων, οι Χριστιανοί ήσαν μεν πανέτοιμοι για το μαρτυρικόν θάνα­τον, όμως όχι αλόγιστα και απερίσκεπτα, αλλά αφού είχαν και την εντολήν του Κυρίου να είναι μεν ακέραιοι ως αι περιστεραί, αλλά συνάμα φρόνιμοι ως οι όφεις, δηλαδή να μη εκτίθενται από επιπολαιότητα και χωρίς σοβαρό λόγον στους κινδύνους. Διεδίδετο δε η νέα πίστις, δια του κηρύγματος του λόγου του Θεού, αλλά συνοδευομένου και «εν δυνάμει Θεού», δια πολλών, δηλαδή, σημείων και θαυμάτων. Και ήταν συχνότατον το φαινόμενον, η πίστις των οπαδών του Ναζωραίου και η εκ μέρους των ομολογία αυτής, να οδηγή κατά χιλιάδες τους Χριστια­νούς, όπως οδήγησεν και την σήμερον τιμωμένην αγία Βαρβάραν, σε φρικτά βασανιστήρια και σ' αυτόν το μαρτυ­ρικό θάνατον.
Πάντως δε, οι ειδωλολάτρες, με το να θανατώνουν τους Χριστιανούς, πρόδιδαν ακριβώς τον εαυτόν τους φανέρωναν τουτέστιν το δικόν τους τρόμον μπροστά στο φαινόμενον του θανάτου, πρόβαλλαν το δικόν τους πρόβλημα προ του φρικτού γι' αυτούς μυστηρίου, που κρύβει η ταφόπετρα. Υπέβαλλαν, δηλαδή, τους Χριστιανούς σε ό,τι οι ίδιοι πιο πολύ εφοβούντο στο θάνατον, προσπαθώντας έτσι τρόπον τινά, να τον εξορκίσουν απ' την ζωήν των.
Αλλ' οι Χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι μόνον ο Χριστός είναι ο νικητής του θανάτου και ο χορηγός της αιώνιας ζωής. Και ακριβώς το γενικά αναγνωρισμένο θάρρος τους να βαδίζουν προς το μαρτύριον αποδείκνυεν ότι όντως κατείχαν το μυστικόν αντίδοτον, τον όρον κατά του θανάτου, δια του θανά­του και της αναστάσεως.
Ο Χριστιανισμός, βλέπετε, είναι η θρησκεία, που, αυτός ο ιδρυτής της, ο και Θεός της έδωσεν ο ίδιος το παρά­δειγμα της θεληματικής, της εκούσιας θυσίας της ζωής του, δια θανάτου θανάτου δε σταυρού, «υπογραμμόν υπολιμπάνων» εις τους χριστιανούς «ίνα τοις ίχνεσιν αυτού περιπατήσωσιν». Πως, λοιπόν, οι χριστιανοί θα μπορούσαν να έχουν άλλην τύχην από το Χριστόν; Ο Χριστός τους καλεί σα­φώς και χωρίς διγλωσσίαν να συναποθάνουν μαζύ του για να συναναστηθούν μετ' αυτού, όχι απλώς συμβολικά αλλά μυστηριακά, που σημαίνει πραγ­ματικά, κατά ένα τρόπον όμως, που μένει στη διακριτικήν ευχέρειαν του Θεού και μόνον.
Όταν οι ειδωλολάτρες έβλεπαν νεκρόν το ορατόν, αισθητόν, απτόν, πολύπαθον, μαρτυρικόν σώμα του μάρτυρος άρα και της αγίας Βαρβάρας -αυτό άλλωστε τους έμενεν στα χέρια, και στην κατοχήν και στην εξουσίαν τους-, ενόμιζαν ότι όλα τελείωσαν, άλλ' ο χριστιανός μάρτυρας, ο ένοικος του σκηνώματος, είχε ήδη διεκφύγει, είχε πετάξει στον ουρανόν, είχε αποδημήσει εντεύθεν.
Διότι τα αδιάψευστα χείλη του Κυρίου είχαν προειδοποιήσει τους πιστούς: αυτός που πιστεύει σε μένα, «θάνατον ου θεωρήσει εις τον αιώνα».
Τα δικά μας χείλη βέβαια εξακο­λουθούν να ψελλίζουν την ερώτησιν: Καλά, αλλά: πως όμως «ο πιστεύων θάνατον ου θεωρήσει»; Είπαμεν: η απάντησις σ' αυτό το «πως» δεν ανήκει σ' εμάς και στις ανθρώπινες δυνατότητές μας. Είναι έργον και μυστικόν του Θεού. Από δική μας πλευρά, μόνο με ταπεινήν υποταγήν και υπόκλισιν της λογικής μέσω της πίστεως στο μυστή­ριον του Θεού, προσεγγίζομεν χρι­στιανικά το θάνατον.
Είτε λοιπόν, πρόκειται για φυσι­κόν, ήρεμον ακόμη και οσιακό θάνα­τον, είτε και για βίαιο, μαρτυρικόν όπως των μαρτύρων, οίον θάνατον υπέστη και η αγία Βαρβάρα, περίπτωσις επί μέρους μαρτυρίου των τριών πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, όμως κατά την χριστιανικήν φιλοσο­φίαν περί θανάτου, «δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος αυτών και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα. Οι δε εισίν εν ειρήνη. Και ολίγα παιδευθέντες, μεγά­λα ευεργετηθήσονται. Ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς και εύρεν αυτούς άξιους εαυτού. Ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτούς». Αγαπητοί μου, όσοι είναι οι «πεποιθότες επί τω Θεώ», αυτοί και «συνήσουσιν την αλήθειαν» των λεγο­μένων μου, αλλά και «οι πιστοί εν αγάπη προσμενούσιν Αυτόν».
Ακριβώς, λοιπόν, έτσι, ως «ολοκάρ­πωμα θυσίας», αδελφοί μου, προσεδέ­ξατο ο Θεός και τη θυσίαν της ζωής της Nύμφης του Χριστού μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, της οποίας, ως παραδίδεται, δήμιος, σφαγέας, εκτελεστής έγινεν ο ίδιος ο πατέρας της, ο Διόσκορος. Σημειωτέον, ο παιδοκτόνος αυτός Διόσκορος ήταν πάμπλουτος, με μεγάλην κοσμικήν εξουσίαν και ισχύν και δύναμιν και κοινωνικήν επιφάνειαν: ήταν άρχοντας, ή, όπως ονομάζετο ο τίτλος του, δια το πολιτικόν αξίωμά του, ήταν «τοπάρχης». Και μη νομίσε­τε ότι υπήρξεν απλά και μόνον ένας φανατικός ειδωλολάτρης, αλλά του ταυτό ιερέας των ειδώλων, επίλεκτο δηλαδή μέλος ή μάλλον στέλεχος της αλόγου αυτής θρησκείας. Πως, όμως έφθασε να γίνη επί πλέον και παιδοκτόνος, εκτελεστής της ίδιας του της θυγατέρας, της μικρής Βαρβάρας; Υποψιάζεσθε μήπως ότι δεν την αγαπούσεν; Όλοι τότε ομολογούσαν ότι την αγαπούσεν και μάλιστα παθο­λογικά, τυφλά, μ’ εκείνην την τυφλήν αγάπην, την όχι φωτισμένην, τη μη λουσμένην στο φως του Χριστού, με την οποία, δυστυχώς, μέχρι και σήμε­ρα πολλοί γονείς αγαπούν τα παιδιά τους. Και για να μη είμαστε αόριστοι για το τι ακριβώς εννοούμεν, αναφέρομεν το περιστατικό εκείνο μιας χριστιανής βασίλισσας της Ρωσσίας, η οποία, μπαίνοντας στο δωμάτιον της κόρης της, της πριγκίπισσας, η οποία είχεν ήδη ενηλικιωθή, της είπε, σε τόνο πολύ σοβαρό. -Παιδί μου, δώσε προ­σοχή σ' αυτό που θα σου πω: Ξέρεις πόσον σ’ αγαπώ. Ξέρεις την απέραντη μητρική μου στοργήν. Σε διαβεβαιώνω ότι οιανδήποτε στιγμή θα έδινα και την ζωή μου για σένα, αλλά ακόμη και χίλιες ζωές μου, αν τις είχα. Όμως, θέλω να ξέρης και κάτι άλλο: ότι θα προτιμούσα χωρίς κανένα ενδοιασμό, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμίαν επιφύλαξιν χωρίς καμίαν, μα καμίαν αναστολή· να σε έβλεπα νεκρή στο κρεβάτι σου, παρά να δω τυχόν να αμαρτάνης. Για μένα, κόρη μου, σαν χριστιανή μητέρα, η αμαρτία είναι άπειρες φορές χειρότερη, ούτε που συγκρίνεται, με το θάνατο της προσφι­λούς μου θυγατέρας.
Έτσι αντιμετωπίζουν, αγαπητοί μου, οι χριστιανοί γονείς τα παιδιά τους: τα ανατρέφουν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, κυρίως με το ίδιον τους το παράδειγμα, και ενδιαφέρονται πρωτίστως για την κατάστασιν της ψυχής τους. Δηλαδή, όχι μόνον κα­λό φαγητό και καλό ντύσιμο, όχι μόνον σπουδές κοσμικές για την ανάπτυξιν της διανοίας και γλώσσες και πτυχία και επιστήμες, αλλά και επιμέλειαν ψυχής. Γεμίσαμε από πτυχιούχους και επιστήμονες. Έχομεν ανάγκη από ανθρώπους του Θεού.
Η Βαρβάρα, λοιπόν, ήταν η μονα­χοκόρη του Διόσκορου, του άρχοντα. Και καταλαβαίνετε τι σήμαινε αυτό. Ήταν δε η Βαρβάρα και καλλονή σωματικώς. Επί πλέον, ο πατέρας της της έδωσεν και την ως καλλίτερην θεωρούμενην τότε ανατροφήν και μόρ- φωσιν. Οι τρόποι της ήσαν κομψοί και άψογοι, η ευγένειά της υποχρεώνουσα όσους την εγνώριζαν, η συμπεριφορά της, προς όσους είχαν την τύχη να την πλησιάσουν, μαγευτική. Ήταν χάρμα άνθρώπου. Ηταν η ενσάρκωσις, η πραγμάτωσις του ιδανικού αρχαιοελληνικού εκείνου ανθρώπου, για τον οποίον οι ειδωλολάτρες πρόγονοί μας έλεγαν το γνωστόν εκείνο: «ως χαρίεν ο άνθρωπος, όταν άνθρωπος είη».
Το ρητό, βέβαια, αυτό είναι μια αλήθεια, ή μάλλον, η μισή, διότι μιλά­ει για το μισόν άνθρωπον, το μονοδιάστατον. Είναι αυτός, ο φυσικός άνθρωπος, τον οποίον ονειρεύονται να πραγματώσουν και πραγματούμενο διαφημίζουν μέχρι σήμερον οι διάφο­ροι ανθρωπισμοί και που εις τας ημέρας μας τον μονοπωλεί κυρίως ο τύπος του ιδανικού Ευρωπαίου ανθρώπου.
Άλλος όμως απ' αυτόν είναι ο άν­θρωπος της Χάριτος, ο αναγεννημένος, ο φίλος του αναστάντος Χριστού, με τον οποίον αυτός κάνει παρέαν καθη­μερινήν, κρατώντας τον απ' το χέρι, από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός. Και τέτοια δεν ήταν ακόμη η μικρή Βαρβάρα. Δεν είχεν ακόμη κάνει γνω­ριμία με τον Χριστόν. Είχεν όμως τις απαιτούμενες γι' αυτό προϋποθέσεις. Είχε τις αγαθές προθέσεις και ακριβώς ό,τι θέλει ο Θεός. Η Βαρβάρα ήταν ήδη το σκαμμένο εκείνο χωράφι όπου θα έπεφτε ο αγαθός σπόρος και θα εγονιμοποιείτο. Και, ως γνωστόν, σε τέτοιες καλοπροαίρετες ψυχές είναι που στέλνει ο Θεός τους αγγέλους του, τους κατάλληλους ανθρώπους και προ παντός την προκαταρκτική χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν αυτοί δέχονται και συνεργάζονται μαζύ της, όσοι, δηλαδή, έχουν αυτήν την αγαθήν πρόθεσιν και προαίρεσιν.
Ο ειδωλολάτρης πατέρας της, λοιπόν, ο Διόσκορος, για να την προφυλάξη από τα αδιάκριτα, πονηρά, φθονερά και βάσκανα βλέμματα και από τις κακές παρέες, της έκτισεν ένα πύργον, ή όπως θα λέγαμε σήμερα μίαν τεράστιαν και μεγαλοπρεπέστα­των εξοχικήν βίλλαν, όπου την απομόνωσεν, προμηθεύοντάς της όλα τα αγαθά, για να περνάη η κόρη του βασιλικά. Αλλά και μια ομάδα από εκλεκτόν προσωπικόν και διαλεχτές υπηρέτριες την υπηρετούσαν, κι' αυτή μάλιστα είχεν κι'όλας μπει στα δεκαέξη της χρόνια. Περήφανος ο πατέρας της για μια τέτοια κόρη, που συμπλήρωνεν την ευτυχίαν του και την έφερνε στο ζενίθ της, την καμάρωνεν. Ήταν το καύχημά του. Τον έβγαζε ασπροπρόσωπον, τρόπον τινά, και εξωτερικά και εσωτερικά. Εξωτερικά μεν, στην ειδωλολατρικήν κοινωνίαν. Πόσοι, αλήθεια, πατεράδες θα τον είχαν ζηλέψει και θα τον είχαν μακαρίσει για το στο­λίδι αυτό του σπιτιού του, αλλά και για το ότι αποτελούσεν κόσμημα της ειδωλολατρικής κοινωνίας!
Εσωτερικά δε, διότι η περίπτωσις της κόρης του, βαθειά μέσα του, στη συνείδησίν του, ήταν πραγματοποίησις των βαθέων προσωπικών του πόθων και ελπίδων, αλλά και η επαλήθευσις δύο πραγμάτων: Πρώτον: ότι η ειδωλολατρική αγωγή της ειδωλολατρικής κοινωνίας μπορούσε σωστά λειτουρ­γούσα να βγάζη τέτοιες κοπέλλες. Δεύτερον: η επαλήθευσις και δικαίωσις της θρησκείας των ειδώλων: ιδού, οι θεοί στον πιστόν λάτρην και ιερέα τους χαρίζουν τέτοιο υπέροχον δώρον: κόρην με τέτοια χαρίσματα. Τι ήταν λοιπόν, τότε ακόμη η μικρή Βαρβάρα: Ο τέλειος φυσικός άνθρωπος, χωρίς όμως το Θεάνθρωπον.
Και μολονότι ο Διόσκορος κατείχεν τέτοιον ανθρώπινο θησαυρόν και μολονότι τον έκρυβεν επιμελώς στον πύργον σαν σε πολυτελές θησαυροφυλάκιον, όμως η φήμη της Βαρβάρας κυκλοφόρησεν ευρύτερα. Και τώρα στα δεκάξη της, ηλικίαν που την εποχήν εκείνην συνήθιζαν να παντρεύ­ουν τα κορίτσια, οι προξενητάδες άρχισαν να καταφθάνουν ο ένας μετά τον άλλον, από διάφορες πόλεις και χώρες, για να προτείνουν ο καθένας το δικόν του επίδοξον μνηστήρα. Οι προξενητάδες πρότειναν πλούσιους άρχοντες και ονόματα ξακουστά και κοινωνικώς ζηλευτά, σαν γαμβρούς. Αλήθεια! Ποια τοτεινή αλλά και σημε­ρινή κοπέλλα δεν θα ζήλευε, δεν θα ήθελε να έχη την τύχην της νεαρής Βαρβάρας; Μεγάλωνε μέσα στα πλούτη και στα πούπουλα. Την πολιορ­κούσαν ήδη διάσημοι γαμπροί. Στην αρχήν ο πατέρας της, απλώς, τους έδιωχνεν τους προξενητάδες, γιατί δεν ήταν δά και βιαστικός! Ήθελε να το θελήση πρώτα η κόρη του. Αλλά, ενώ περίμενε καιρό και καιρό, είδεν κι' απόειδεν, διότι η Βαρβάρα δεν τούκανε κουβέντα για γάμον. «Ώσπου ο Διόσκορος κάποτε αποφάσισε να λύση την σιωπή και να τη ρωτήση τι η ίδια σκέπτεται για το ζήτημα αυτό. Ευθύς εξ αρχής όμως, η Βαρβάρα απέκλεισεν το γάμο: -Μη μου ξαναμιλήσης για κάτι τέτοιο, πατέρα.
Λυπημένος φεύγει ο πατέρας. Σκέ­πτεται πως ίσως ο χρόνος και οι καλοί του οι τρόποι της αλλάξουν το μυαλό. Γιατί όμως η Βαρβάρα ηρνείτο; Τι είχε, λοιπόν, μεσολαβήσει;
Η μικρή Βαρβάρα, όπως ήταν απομονωμένη στη βίλλα της, παρατη­ρούσε εκεί στην έξοχή γύρω της το μεγαλείο της Φύσεως και των φυσικών φαινομένων και γέμιζεν από θαυμα­σμόν, απορίαν και σκέψιν στοχαστι­κήν . Όλα αυτά της φανέρωναν ότι δεν αποτελούν παρά τη σφραγίδα ενός πάνσοφου και παντοδύναμου Δημι­ουργού. Ήταν σαν να περπατούσεν Αυτός ο Δημιουργός πάνω στην άμμον και σαν να άφηνεν τις πατημασιές του, τα ίχνη του, τα αποτυπώματά του εκεί. Ακολουθώντας τα, λοιπόν, η Βαρβάρα και ανιχνεύοντάς τα έφθανεν στον ίδιον το Θεόν. Σκέπτονταν συνάμα η ίδια, πως τα ξύλινα είδωλα, οι πέτρι­νοι θεοί του πατέρα της, δηλαδή της ειδωλολατρίας, που ούτε ακούνε, ούτε βλέπουν, ούτε σκέπτονται και είναι χειροποίητα έργα ανθρώπων, δεν μπορεί να είναι αυτά θεοί και νάχουν δημιουργήσει τα θαυμάσια της δημι­ουργίας. Ποιος, λοιπόν, είναι ο ένας αληθινός Θεός;
Για να βρη την απάντησιν στο αγωνιώδες ερώτημά της, βοηθήθηκεν από μίαν κρυφή χριστιανή μεταξύ των υπηρετριών της. Και στην συνέχειαν, η χριστιανή αυτή οδήγησεν τη Βαρβάραν στη χριστιανικήν κατακόμβην, όπου την εγνώρισε με ένα χριστιανό ιερέα, ο οποίος μόλις είχεν έλθει από την Αλεξάνδρειαν και έκανεν τον έμπορον για να βρίσκη αφορμή να κάνη ιεραπο­στολήν. Για ένα διάστημα κατηχήθηκεν, έμαθε δηλαδή τις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως και, τελικά βαπτίσθηκε χριστιανή. Τώρα πια μπρο­στά της ηνοίγετο ένας δρόμος, που άρχιζεν απ' αυτήν εδώ τη γην και έφθανεν στον ουρανόν. Η ψυχή της γέ­μιζε χαράν και ευτυχίαν και το πνεύμα της ελούζετο στις αχτίνες του φωτός του Αγίου Πνεύματος. Δίπλα της είχεν την συνεχή παρουσίαν του Νυμφίου της, του Ιησού Χριστού, τον οποίον και ηγάπησε σφόδρα, παράφορα, περιπαθώς. Στα μάτια της είχαν σβή­σει πια οι ματαιότητες αυτού του κό­σμου: κάλλη, πλούτη, δόξα, φήμη, κοινωνική αναγνώριση, διανοητικά χαρίσματα, μόρφωσις. Καλά όλα αυτά. Αλλά πόσο μικρά ήσαν! Πόσον ολίγα! Τι ήσαν, αλήθεια, όλα αυτά μπροστά στο θησαυρόν της πίστεως που ανεκάλυψεν, μπροστά στους ουράνιους κόσμους, που ο Θεός της αποκάλυψεν;
Να, γιατί θέλησε να αφιερωθή ολο­κληρωτικά στο Νυμφίον της Χριστόν. Σκέπτονταν, δηλαδή, ότι αξιολογικά είναι τόσο μικρή αυτή η ζωή. Ας την περάσουμε, λοιπόν, με τον πιο καλόν, με τον πιο θεάρεστον τρόπον, αφού μάλιστα απ' αυτήν εξαρτάται το μέλλον μας. Να και γιατί είχεν αρνηθή η νεαρή Βαρβάρα το γάμον: ποθούσεν ήδη τα κρείττονα.
Όλα αυτά, λοιπόν, είχαν προηγηθή, πριν ο πατέρας της της μιλήσει για γάμον. Έτσι εξηγείται και η δική της απόλυτα αρνητική απάντησις. Ο πα­τέρας της όμως ενόμιζεν ότι η κόρη του αντιμετώπιζε κατ' αυτόν τον τρόπον το ζήτημα του γάμου είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας της, είτε εξ αιτίας του περιορισμού και της αυστηράς απομόνωσης στην οποίαν την είχε υποβάλει είτε και ένεκα της αποξενώσεώς της από την κοσμικήν ζωήν και τις διασκεδάσεις και τα γλέντια των συνομηλίκων της. Γι' αυτό άλλαξεν τα­κτικήν: της επέτρεψεν, λοιπόν, στο εξής ελεύθερες εξόδους, να συνάπτη φιλικάς σχέσεις να κάνη κοσμικές συναναστροφές. Ό,τι, δηλαδή, ακριβώς απεχθανόταν η Βαρβάρα. Αλλά, η νεοφώτιστη Βαρβάρα εχρησιμοποίησε την ελευθερίαν που, με τη λήψιν νέων μέτρων, της έδινεν ο πατέρας της, για να δημιουργήση σύνδεσμον με χριστιανές κοπέλλες προκειμένου να παρακολουθή με κάθε δυνατήν προφύλαξιν τις χριστιανικές λατρευ­τικές ακολουθίες και τα τονωτικά κηρύγματα στη χριστιανικήν κατακόμ­βην προς και για χάριν των διωκομένων χριστιανών. Αλλά, η μεγαλύτερη εντύπωσις, που απεκόμιζεν η Βαρβά­ρα, ήσαν εκείνα τα φρικτά μαρτύρια των χριστιανών, τα οποία και την εξοικείωναν με τη θυσίαν και το θάνα­τον και της στερέωναν την πίστιν.
Ο πατέρας της πάντως, μέχρι αυτού του χρονικού σημείου δεν είχε καταλάβει η υποψιασθή τίποτε για την κόρην του. Οπότε μίαν ημέραν που την επισκέφθηκεν, η Βαρβάρα τον παρακαλεί να της κτίσει δίπλα στη βίλλαν ένα λουτρόν. Γιατί να της χαλάσει το χατήρι ο Διόσκορος που την ελάτρευεν; Αμέσως αναθέτει σε σχεδιαστές να σχεδιάσουν υπό την καθοδήγησίν του το λουτρόν και δίνει εντολήν στους εργολάβους για την οικοδόμησίν του, ενώ ο ίδιος αμέσως αναχωρεί σε μακρυνόν ταξείδι για υποθέσεις του. Οι βδομάδες πέρναγαν και το κτίριον σχεδόν τελείωνε, οπότε η Βαρβάρα παρατήρησεν ότι το λουτρόν είχε δύο παράθυρα. Αμέσως, λοιπόν, ζήτησεν από τους μηχανικούς να ανοίξουν και ένα τρίτον παράθυρον. Και όταν εκείνοι της είπαν ότι η εντολή του πα­τέρα της ήταν για δύο παράθυρα, εκεί­νη επέμενεν και τους είπεν: Ανοίξτε εσείς και τρίτον παράθυρον και όταν ο πατέρας μου γυρίση από το ταξείδι, θα του πω και θα του εξηγήσω ότι το τρίτον παράθυρον ήταν δική μου επιθυμία και εντολή και θα σάς δικαι­ολογήσω, θα σάς καλύψω. Και ανοίχθηκεν και το τρίτον παράθυρον. Σε λίγο, αποπερατώθηκεν το όλον έργον του λουτρού, επενδυμένου με πλάκες μαρμάρου που άστραφταν με μαρμα­ρυγές. Μπήκε, λοιπόν, μέσα η αγία και σημείωσε με το δάκτυλόν της σε μία πλάκα το σημείον του σταυρού και εκείνο χαράχθηκεν ανεξίτηλον εκεί πάνω. Κατόπιν έστρεψε γύρω-γύρω το πρόσωπον, είδε τα είδωλα, που κατ' εντολήν του πατέρα της είχαν τοποθετηθή και στέναξεν η αγία για τα είδωλα του πατρός της. Στέναξεν και ψιθύρισε: γιατί, Χριστέ μου, οι λάτρεις των ειδώλων να κλείνουν τα μάτια προ της Αληθείας Σου; Γιατί να γονατίζουν μπροστά στο ψέμμα; Και με δάκρυα στα μάτια παρεκάλεσεν το Θεό για τον πατέρα της: Θεέ μου, συγχώρεσέ τον και άνοιξέ του τα μάτια να δη τι λατρεύει. Και από τότε, από κείνην την στιγμήν η αγία ζήταγεν την ευκαιρία να μιλήση στον πατέρα της για την πλάνην των ειδώλων και για την αλήθειαν της χριστιανικής πίστεως. Όταν, λοιπόν, γύρισεν από το τα­ξείδι του ο Διόσκορος, είχεν σαν πρώτην του δουλειά να κοιτάξη το και­νούργιο λουτρόν. Και όταν αντίκρυσεν το τρίτον παράθυρον, ωργίσθηκε φο­βερά. Οι μάστορες φοβηθήκανε, αλλά η Βαρβάρα τους έβγαλεν από τη δύσκολη θέσιν, όπως τους είχεν υποσχεθή. Εγώ, είπεν στον πατέρα της, διέταξα να γίνουν τρία τα παράθυρα. Γιατί, πατέρα, τρία είναι τα παράθυ­ρα, που φωτίζουν κάθε άνθρωπον, που έρχεται στον κόσμον! Η σεμνή νέα μ' αυτό εννοούσε βέβαια τις τρεις υποστάσεις, τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Ο πατέρας της όμως δεν εννόησεν ακόμη τίποτε, αλλά μέσα του ταράχθηκε ασύνειδα. Την οδήγησεν τότε στο λουτρό ρωτώντας την κάπως απότομα: Και πως γίνεται φωτιστικόν το φως των τριών παραθύ­ρων για κάθε άνθρωπον; Και εκείνη του αποκρίθηκεν: «Πρόσεχε, πατέρα και θα καταλάβης. Και κάνοντας το σημείον του σταυρού, πρόσθεσεν: - «Πατήρ, Υιός και άγιον Πνεύμα. Με το Φως αυτό των προσώπων της Αγίας Τριάδος ζωογονείται, φωτίζεται, λαμποκοπά και αστράφτει όλος ο κόσμος». Σαν άκουσεν τα λόγια αυτά ο πατέρας της, ο λάτρης και ιερέας των ειδώλων, τυφλώθηκεν από το θυμόν του. Στην στιγμήν ξέχασεν ότι είναι κόρη του, ξέχασεν ότι είναι αίμα του. Τράβηξεν το ξίφος και ορμά καταπά­νω της να την σφάξη. Εκείνη του ξεφεύγει άπ’ τα χέρια, κι' άρχισε τρέχοντας ν' ανηφορίζη στο κοντινό βου­νό . Ξωπίσω ο πατέρας της, σκυλί λυσ­σασμένο τρέχει να την συλλάβη για να την σκοτώση. Εκείνη θαυματουργικώς εσώθη: Ένας βράχος σχίστηκε στα δυο για να κρύψη στην αγκαλιάν του την αγία. Η σκληρή πέτρα δείχθηκε μαλακώτερη, απ' την καρδιάν του πατέρα της, που γυρίζει άπραγος σπί­τι. Παίρνει και άλλους μαζύ του, χτενί­ζουν το βουνό, όπου επί μέρες κρυβό­ταν η αγία τρεφόμενη με άγρια χόρτα του βουνού. Τέλος τη βρίσκει ο Διό­σκορος εκεί που κρυβόταν, τη δέρνει αλύπητα. Λιπόθυμην την σέρνει απ' τα μαλλιά, την πηγαίνει σπίτι. Την κλείνει σ' ένα στενό δωματιάκι και σφραγίζει την πόρτα του βάζοντας και σκοπούς να τη φρουρούν. Στην συνέχεια, τρέχει στον αμέσως ανώτερόν του ηγεμόνα το Μαρκιανόν: -»Μου συμβαίνει κάτι φοβερό. Η κόρη μου καταφρονεί τους θεούς μας, τιμάει και λατρεύει το Χριστό, ασπάστηκεν τη θρησκείαν των Χριστιανών». Τα χάνει ο Μαρκιανός ακούγοντάς τον, ζητάει να τη δη, να της μιλήση ο ίδιος. Και ο θηριόψυχος πατέρας, που όλη η πατρική του στορ­γή ειχε μεταστραφή σε μίσος, του λέει: -»Άκου, μη τη λυπηθής καθόλου. Βασάνισέ την σκληρά μ' όλα τα φρικτά βασανιστήρια. Σε εξορκίζω στο όνομα των θεών μας».
Φέρνουν τη Βαρβάρα μπροστά στο Μαρκιανόν. Αυτός θαμπώνεται από την ομορφιάν, την σεμνότητα, το ακτινοβόλο βλέμμα της. Συγκινημένος της λέει με γλυκειά φωνή.
-Είσαι τόσο νέα και τόσο ωραία, Βαρβάρα. Μπροστά σου ανοίγεται μια ολόκληρη ζωή. Σε περιμένουν χαρές και ευτυχία. Πρέπει να ζήσης, να γλεντήσεις τις τόσο όμορφες χαρές που μας χαρίζουν οι θεοί μας. Όλα είναι μπροστά σου. Δεν λυπάσαι τον εαυτόν
σου; Εγώ λυπάμαι να σε θανατώσω τόσο νέαν, τόσο ωραίαν. Προσκύνησε τους θεούς των γονέων σου. Λυπάμαι αλλά άλλη λύση δεν υπάρχει. Ή θα γίνη αυτό, ή θα θανατωθής με τα πιο σκληρά μαρτύρια.
Η Βαρβάρα αρνείται: -Εγώ προσ­κυνώ σαν Κύριον και Θεό μου τον Ιησούν Χριστόν. Μπρος, λοιπόν, κάνε ό,τι νομίζεις.
Ταραγμένος ο Μαρκιανός απ' την απάντησίν της νοιώθοντας το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του, διατάζει να τη γυμνώσουν και να τη μαστιγώσουν. Τα μαστίγια όργωναν και χαράκωναν το κορμί της. Πληγές άνοιξαν, ποτάμι το αίμα. Και πάνω στους φρικτούς πόνους της, οι βασανιστές έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα υφάσματα. Τι υπομονή, τι πίστις ήταν εκείνη; Σκε­φτικοί οι βασανιστές μονολογούσαν: - Πως άντεξε; Που τη βρήκε τόση δύνα­μη! Και μετά τη ρίχνουν στο μπου­ντρούμι. Πιστεύουν ότι με μια δεύτερη ανάκριση και μ' ένα νέο μαρτύριο θάλλαζε γνώμην. Πόσον όμως γελά­στηκαν !
Τα μεσάνυχτα στη φυλακήν της εμ­φανίζεται ο Χριστός, την ενθαρρύνει: Μη λυγίσης. Είμαι μαζί σου! Η αγία νοιώθει μαζύ με τα παρήγορα αυτά λόγια του Κυρίου κάτι στο σώμα της. Οι πληγές της δεν την πονούν πια. Βάζει το χέρι στις πληγές. Δεν υπήρχαν πια στο κορμί της πληγές. Γονατίζει, δοξολογεί τον Παντοδύναμο. Την άλλη μέρα τη φέρνουν ξανά μπροστά στο Μαρκιανό. Βλέπει αυτός ότι δεν υπήρ­χαν πια πληγές. Δεν μπορεί να το εξηγήση, και της λέγει: Βλέπεις, λοιπόν, τη δύναμη των θεών μου; Σε λυπήθη­καν και σου γιάτρεψαν τις πληγές.
Στην συνέχειαν ακολούθησαν άλλα βασανιστήρια και προσπάθειες εξευτελισμού της. Σ' όλα ήταν παρών ο σκληρόκαρδος πατέρας της. Τι μαύρη ψυχή! Και τι θηρίον ανήμερο απεδείχθη σε λίγο; Τι τίγρις σε οργή, μίσος, εκδίκηση κατά του σπλάχνου του; Διότι μόλις βγήκεν η απόφασις της εις θάνατον καταδίκης, ζήτησε ο ίδιος να την εκτελέση. Την οδηγούν στο βουνό. Τα μάτια της δεν στάζουν δάκρυ. Δεν βγήκεν απ' την καρδιάν της στεναγμός. Δεν ακούσττικε θρήνος της.. Δεν λυπόταν που έφευγε τόσο γρήγορα από την ζωήν. Αντίθετα προχωρούσε με χαρά, αγαλλίασιν, ηρεμίαν, σαν να πήγαινε στο γάμον της. Από μέσα της συνεχώς προσευχόταν. Φθάνουν στον τόπο της εκτελέσεως. Η αγία περιμένει το δή­μιο. Με έκπληξη όμως βλέπει τον πα­τέρα της, άγριο, κοκκινομάτη, ναρπάζη το ξίφος και να την πλησιάζει για να την σκοτώσει ο ίδιος.
-Μη πατέρα, του φωνάζει εκείνη. Ας με σκοτώση οποιοσδήποτε άλλος. Μη κάνης εσύ αυτό το φοβερό αμάρτημα. Θα κολασθής. Θα χάσης την ψυχήν σου.
Άλλ' εκείνος, μεθυσμένος από εγωισμόν και φιλοδοξίαν -ήθελε να του πουν μπράβο, οι άλλοι ειδωλολάτρες για το μεγάλο του κατόρθωμα! Σέρνει με ορμήν το ξίφος, ο άσπλαχνος και αιμοβόρος, της κόβει το κεφάλι. Άλλ' ο ουρανός αγανάκτησε για την αδικίαν. Ενώ ήταν ξάστερος ξαφνικά μαζεύονται σύννεφα κι' ένας τρομα­κτικός κρότος ακούγεται. Αστραπή αυλακώνει τον ουρανό και ο κεραυνός πέφτει στο κεφάλι του σφαγέα της κόρης του και τον κατέκαψεν κυριολεκτικώς. Μετεωρολογικόν φαινόμενον, φυσικόν ατύχημα φώναξεν ο Μαρκιανός αμετανόητος, πράγμα που δείχνει ότι ήταν αθεράπευτα τυφλός, αφού ερμήνευσεν έτσι ένα τέτοιο γεγονός.
Αυτός ήταν ο μαρτυρικός θάνατος της αγίας, την οποίαν έκτοτε μέχρι σήμερον και πάντοτε θα τιμούν οι Χριστιανοί και θα επικαλούνται την μεσολάβησιν και προστασίαν της, διότι η Νύμφη αυτή του ουρανίου Νυμφίου έχει μεγάλην παρρησίαν στον Κύριον.
Δεηθείτε Σεβασμιώτατε Δέσποτα ταίς πρεσβείαις της αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Θεός ημών να ελεήσει και σώσει ημάς. Αμήν.
 
Εξεφωνήθη την 4.11.05 στην αίθουσα διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Ιωνίας & Φιλαδελφείας. Πηγή: «ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ» Έτος 7ον, Τεύχος 43ον · ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005 ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
 
  
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com
2   ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου