Της Ελένης Χριστοδουλοπούλου
Θεωρούνται από τους πιο σημαντικούς αγίους της νεότερης χριστιανικής ιστορίας της Κρήτης, που η επίσημη αναγνώρισή τους από την Εκκλησία μας έγινε μόλις το 2007. Η ζωή και η δράση των Αγίων Παρθένιου και Ευμένιου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την Μεγαλόνησο, και συγκεκριμένα με τη Μονή Κουδουμά, η οποία ιδρύθηκε από τους ίδιους στα νότια παράλια του νομού Ηρακλείου.
Τα δύο αδέρφια, Παρθένιος και Ευμένιος, κατάγονταν από το χωριό Πιτσίδια Πυργιώτισσης (κοντά στα Μάταλα). Οι γονείς τους, Χαρίτωνας και Μαρία Χαριτάκη, αντιλήφθηκαν από πολύ νωρίς την κλίση των παιδιών τους προς τον μοναχισμό, μέσω διάφορων θαυματουργών γεγονότων. O Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 και του έδωσαν το κοσμικό όνομα Νικόλαος. Δέκα εφτά χρόνια αργότερα, το 1846 γεννήθηκε και ο αδερφός του, Ευμένιος, που βαπτίστηκε Εμμανουήλ. Ο Νικόλαος από παιδί ακόμα αγαπούσε ιδιαίτερα την ησυχία, απέφευγε τα παιχνίδια, επισκεπτόταν συχνά την εκκλησία και τηρούσε πάντα τις νηστείες. Δεν συμπαθούσε τα γράμματα, σε αντίθεση με τον αδερφό του, Εμμανουήλ, ο οποίος τα διδάχθηκε από τον δάσκαλο του χωριού.
Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό τους και να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Η μητέρα τους δεν προέβαλε καμία αντίσταση στην απόφαση των παιδιών της, καθώς είχε πειστεί και η ίδια για την κλίση τους. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πολλά ήταν τα θαύματα που συνέβησαν πριν ακόμα οι δύο άγιοι χειροτονηθούν. Το πρώτο θαύμα συνέβη όταν ο Νικόλας ήταν ακόμα μικρό παιδί. Μια μέρα, λοιπόν, έπεσε σε ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Οι συγχωριανοί του έτρεξαν για να βγάλουν το παιδί, πιστεύοντας πως θα ήταν σίγουρα νεκρό. Εκείνο, όμως, δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα, κάνοντας όλους να απορήσουν με το γεγονός.
Κάποια στιγμή, ο νονός του Νικόλα, που ήταν ναυτικός, θέλησε να τον πάρει μαζί του, ώστε να δουλέψει και αυτός στα καράβια. Το παιδί, όμως, σύμφωνα με την παράδοση, άκουσε μια φωνή (κάποιοι υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για τη φωνή του Θεού) να του λέει πως το καράβι με το οποίο θα ταξίδευε επρόκειτο να βυθιστεί. Έτσι, λοιπόν, την ημέρα του ταξιδιού βρήκε μια δικαιολογία και εξαφανίστηκε. Πράγματι, το καράβι βυθίστηκε.
Το τρίτο θαύμα ήταν ιδιαίτερα καθοριστικό, καθώς μέσω αυτού πείσθηκε η μητέρα τους και έδωσε τη συγκατάθεσή της ώστε να γίνουν μοναχοί. Μια μέρα, λοιπόν, η μητέρα τους ήθελε να φουρνίσει και έδωσε εντολή στα παιδιά να ανάψουν τον φούρνο. Ο Νικόλας αρνήθηκε να ανάψει το φούρνο και είπε: «Για να δεις, μάνα, πως εμάς, τα δύο παιδιά σου, ο Θεός θέλει να γίνουμε μοναχοί, να βάλεις τα ψωμιά στον φούρνο χωρίς να τον ανάψουμε, χωρίς φωτιά». Πράγματι τα ψωμιά ψήθηκαν από μόνα τους, χωρίς φωτιά. Η μητέρα τότε, συγκινημένη, δόξασε τον Θεό και τον ευχαρίστησε που διάλεξε τα παιδιά της.
Ο δρόμος προς τον μοναχισμό
Το 1858 τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν για το μοναστήρι της Οδηγήτριας, όπου ύστερα από τέσσερα χρόνια δοκιμασίας (27 Αυγούστου του 1862) ο Νικόλαος χειροτονήθηκε μοναχός με το όνομα Νέστωρ. Ο Εμμανουήλ χειροτονήθηκε μοναχός έπειτα από επτά χρόνια, το 1865, και πήρε το όνομα Μεθόδιος. Ο Νέστωρ ήταν ιδιαίτερα υπάκουος μέσα στο μοναστήρι, αποτελώντας συχνά παράδειγμα για τον μικρότερο αδερφό του. Ο ηγούμενος της μονής, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, αποφάσισε να τον στείλει στον σπηλαιώδη Ναό του Μαρτσάλου. Εκεί έπρεπε να χτίσει κελιά αλλά και μια δεξαμενή για τη συλλογή του νερού. Όπως ήταν φυσικό, δεν γινόταν να τα κάνει όλα μόνος του, οπότε ζήτησε από τον γέροντα να πάει και ο Μεθόδιος, ώστε να τον βοηθήσει.
Τα δυο αδέρφια έζησαν για αρκετό καιρό ήσυχα στο Μάρτσαλο, έχοντας την ευκαιρία να εφαρμόσουν ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως. Η ησυχία, όμως, αυτή δεν κράτησε για πολύ καιρό. Γρήγορα μαθεύτηκε στη γύρω περιοχή η αρετή των αγίων και πολύς ήταν ο κόσμος που πήγαινε για να πάρει την ευχή τους. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1866, κηρύχθηκε επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προβούν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο. Εκεί δεν δίστασαν να κάψουν ακόμα και τις εικόνες που βρίσκονταν στην εκκλησία. Μετά την καταστροφή αυτή, οι δύο μοναχοί ξεκίνησαν από την αρχή όλες τις εργασίες, με σκοπό να αποκαταστήσουν τις ζημιές. Τότε, ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους χρίσει μεγαλόσχημους μοναχούς. Πράγματι, ο γέροντας το έπραξε. Ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Από εκείνη τη στιγμή, τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να ακολουθήσουν ακόμα σκληρότερο πρόγραμμα ασκήσεως. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Παρθένιου, ο οποίος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι.
Το 1868 μ.Χ. ο επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτόνησε τον Ευμένιο διάκονο στην Ιερά Μονή της Οδηγήτριας και το 1870 ο επίσκοπος Ακαρδίας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Ύστερα από λίγα χρόνια, άλλαξε ο ηγούμενος της μονής και τη θέση ανέλαβε ο Αγαθάγγελος, ο οποίος ήταν αρκετά ενοχλημένος από την προσέλευση του κόσμου στο Μάρτσαλο, για να συναντήσει από κοντά τα δύο αδέρφια. Έτσι, άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στους μοναχούς. Μάλιστα, τους οδήγησε στο σημείο να αποχωρήσουν από τη μονή το 1874.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια περιπλάνηση, που κράτησε τέσσερα χρόνια, στα σπήλαια των Αστερουσίων, στην περιοχή του Κουδουμά. Όσο καιρό ζούσαν στις σπηλιές δέχονταν τη βοήθεια των βοσκών αλλά και των ψαράδων της περιοχής, οι οποίοι τους πρόσφεραν τροφή και νερό. Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους αυτής, συνάντησαν στον Άγιο Ιωάννη τον γέροντα Γεράσιμο, ο οποίος ασκήτευε σε μια σπηλιά. Εκεί, όμως, μαζευόταν καθημερινά πολύς κόσμος, με σκοπό να μαθητεύσει δίπλα στον γέροντα, και, έτσι, δεν άντεξαν να μείνουν κοντά του.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Μεγάλο Σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου, όπου υπήρχε και πόσιμο νερό. Ούτε εκεί, όμως, κατάφεραν να μείνουν εξαιτίας της υγρασίας που είχε το σπήλαιο. Συνέχισαν την πορεία τους, προς τα ανατολικά αυτήν τη φορά, στην περιοχή του Κουδουμά, όπου βρήκαν ένα απόκρημνο σπήλαιο, ιδιαίτερα απομακρυσμένο. Έτσι, αποφάσισαν να ζήσουν σε αυτό, μακριά από τους ανθρώπους.
Η ίδρυση του μοναστηριού
Στον Κουδουμά βρισκόταν εδώ και πολλούς αιώνες ένα εγκαταλελειμμένο μοναστήρι, όπου ασκήτευσαν πολλοί γνωστοί ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων, μεταξύ τους και ο Άγιος Κοσμάς. Οι δύο άγιοι, βλέποντας το ερειπωμένο μοναστήρι, θέλησαν να το φτιάξουν με σκοπό να λειτουργήσει ξανά. Στο συγκεκριμένο, όμως, σημείο, ο τόπος ήταν άγριος και δύσκολα προσβάσιμος. Όταν άρχισαν να εγκαταλείπουν την ιδέα αναστήλωσης του μοναστηρίου, ο Παρθένιος είδε σε όραμα την Παναγία να του λέει: «Μείνε εδώ να ιδρύσεις μονύδριον, να εκτελείτε τα της μοναδικής πολιτείας καθήκοντα και την τάξιν της ακολουθίας σώαν και μη φοβού, διότι Εγὼ θα είμαι οικονόμος». Πράγματι, τα δύο αδέλφια ξεκίνησαν αμέσως τις εργασίες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστολή που έστειλε ο Όσιος Ευμένιος στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο στις 08/10/1915, λέγοντας «ιδρύσαμε εκ βάθρων την Μονήν, μη έχων τότε ειμή ολίγον τείχος παλαιόν εν τη εκκλησία...». Αρχικά, λοιπόν, έφτιαξαν ένα πολύ μικρό τμήμα του σημερινού ναού, ώστε να πραγματοποιούν τις λειτουργίες, και οι ίδιοι έμεναν σε ένα σπήλαιο που βρισκόταν δίπλα. Το έργο αυτό χρειαζόταν πολλά χρήματα, τα οποία οι δύο μοναχοί δεν διέθεταν. Οι κάτοικοι, όμως, της περιοχής έδωσαν αρκετά χρήματα και βοήθησαν και οι ίδιοι στο χτίσιμο. Σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται και άλλοι μοναχοί, με τη βοήθεια των οποίων μεγάλωσαν τον Ναό της Παναγίας.
Το χτίσιμο του συγκεκριμένου ναού ήταν ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, καθώς τα πετρώματα της περιοχής ήταν ακατάλληλα για επεξεργασία. Ακόμα και οι μάστορες αδυνατούσαν να δουλέψουν και ζήτησαν να αποχωρήσουν από το έργο. Οι άγιοι, τότε, τους παρακάλεσαν να μείνουν μία νύχτα ακόμα και να φύγουν την επόμενη μέρα. Όλη τη νύχτα οι δύο μοναχοί έμειναν ξάγρυπνοι και προσεύχονταν στην Παναγία, ώστε να τους βοηθήσει. Το επόμενο πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα έτοιμες πέτρες, λαξευμένες. Έτσι, οι μάστορες συνέχισαν τις εργασίες τους και το χτίσιμο του ναού ολοκληρώθηκε το 1895 μ.Χ. Ο ναός, λόγω του θαυματουργού τρόπου με τον οποίο χτίστηκε, ονομάζεται Θεόκτιστος.
Τα δύο αδέλφια πλέον ήταν ελεύθερα να απολαύσουν την ηρεμία της μοναστικής ζωής. Σύμφωνα με καταγεγραμμένα γεγονότα, φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα αυστηροί τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τους δόκιμους μοναχούς. Συγκεκριμένα, κοιμούνταν μόνο δύο ώρες την ημέρα πάνω σε ένα ψαθί και χρησιμοποιούσαν για προσκέφαλο πέτρες. Τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από τη νηστεία και την άσκηση. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα ράσο, το οποίο έπλεναν μία φορά τον χρόνο στη θάλασσα. Ο Όσιος Παρθένιος, που ήταν και πιο αυστηρός στους κανονισμούς, είχε κάνει το μοναστήρι άβατο. Η είσοδος απαγορευόταν ακόμα και στους δόκιμους, οι οποίοι έμεναν στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος ήταν πολύ αυστηρός στη διαπαιδαγώγηση των νέων μοναχών, αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη.
Ο Όσιος Ευμένιος, από την άλλη, ήταν ο πνευματικός της μονής και τον είχε χειροτονήσει ο Μητροπολίτης Κρήτης, Μελέτιος. Γνώριζε εις βάθος τους ιερούς κανόνες και βοήθησε αρκετούς νέους με τις συμβουλές του. Γρήγορα, η Μονή Κουδουμά μετατράπηκε σε ένα μεγάλο πνευματικό κέντρο χάρη στα δύο αδέρφια. Πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν για να μαθητεύσουν κοντά στους μοναχούς και να γνωρίσουν από κοντά το μεγαλείο των θαυμάτων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπαν τους αγίους να λάμπουν από φως, να αιωρούνται, καθώς και να περιβάλλονται από φωτοστέφανο.
Το όραμα
Το 1905 ο Όσιος Παρθένιος αρρώστησε βαριά. Ο οργανισμός του ήταν όμως, ήδη, εξασθενημένος από τη χρόνια άσκηση και τις νηστείες. Οι υπόλοιποι μοναχοί φώναξαν τον γιατρό Αλέξανδρο Παπαχατζάκη, ο οποίος του χορήγησε φάρμακα, αλλά του είπε πως θα έπρεπε να αρχίσει να τρώει κρέας και άλλες δυναμωτικές τροφές. Ο άγιος αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού, και μάλιστα συνέχισε να κοιμάται πάνω στην ψάθα του. Την ίδια νύχτα, κάλεσε όλους τους μοναχούς και τους δόκιμους της μονής για να τους μιλήσει. Με δάκρυα στα μάτια, τους ζήτησε να μείνουν πιστοί στην παράδοση και έχρισε ως διάδοχό του τον αδερφό του, Ευμένιο, χαρίζοντάς του το φυλαχτό του. Αφού κοινώνησε, ακούστηκαν ξαφνικά ψαλμωδίες και εμφανίστηκε η Θεοτόκος, η οποία ήρθε να παραλάβει τον Άγιο Παρθένιο. Ο Όσιος τότε ψέλλισε: «Καλώς όρισες, Παναγία μου» και εκοιμήθη.
Το 1907 η εκκλησία πληροφορήθηκε για την αγιότητά του και αποφάσισε την ανακομιδή των λειψάνων και την τοποθέτησή τους στον Ναό της Παναγίας.
Ο Όσιος Ευμένιος, παρόλο που έμεινε μόνος του, συνέχισε το έργο του αδερφού του, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να τον πολεμήσουν, τόσο μέσα στη μονή όσο και έξω από αυτή. Όσα χρόνια, όμως, τη διοίκησε, η προσφορά και τα έργα του ήταν πολλά. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν ο κανονισμός που θέσπισε για την ομαλή λειτουργία της μονής. Ακόμα, λόγω της συχνής επικοινωνίας μέσω επιστολών με τον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο, γνωρίζουμε πάρα πολλά για την πορεία της λειτουργίας της. Ύστερα από αρκετά χρόνια άσκησης και εξομολόγησης, ο Άγιος Ευμένιος κοιμήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 μ.Χ. Προς τιμήν των δύο αγίων, ο Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Κύριλλος έχτισε έναν ναό, του οποίου τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 10 Ιουλίου του 1983. Η επίσημη κατάταξη των δύο οσίων στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο έγινε το 2007, ύστερα από την εισήγηση του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριου.
Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο στις 10 Ιουλίου.
Θεωρούνται από τους πιο σημαντικούς αγίους της νεότερης χριστιανικής ιστορίας της Κρήτης, που η επίσημη αναγνώρισή τους από την Εκκλησία μας έγινε μόλις το 2007. Η ζωή και η δράση των Αγίων Παρθένιου και Ευμένιου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την Μεγαλόνησο, και συγκεκριμένα με τη Μονή Κουδουμά, η οποία ιδρύθηκε από τους ίδιους στα νότια παράλια του νομού Ηρακλείου.
Τα δύο αδέρφια, Παρθένιος και Ευμένιος, κατάγονταν από το χωριό Πιτσίδια Πυργιώτισσης (κοντά στα Μάταλα). Οι γονείς τους, Χαρίτωνας και Μαρία Χαριτάκη, αντιλήφθηκαν από πολύ νωρίς την κλίση των παιδιών τους προς τον μοναχισμό, μέσω διάφορων θαυματουργών γεγονότων. O Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 και του έδωσαν το κοσμικό όνομα Νικόλαος. Δέκα εφτά χρόνια αργότερα, το 1846 γεννήθηκε και ο αδερφός του, Ευμένιος, που βαπτίστηκε Εμμανουήλ. Ο Νικόλαος από παιδί ακόμα αγαπούσε ιδιαίτερα την ησυχία, απέφευγε τα παιχνίδια, επισκεπτόταν συχνά την εκκλησία και τηρούσε πάντα τις νηστείες. Δεν συμπαθούσε τα γράμματα, σε αντίθεση με τον αδερφό του, Εμμανουήλ, ο οποίος τα διδάχθηκε από τον δάσκαλο του χωριού.
Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό τους και να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Η μητέρα τους δεν προέβαλε καμία αντίσταση στην απόφαση των παιδιών της, καθώς είχε πειστεί και η ίδια για την κλίση τους. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πολλά ήταν τα θαύματα που συνέβησαν πριν ακόμα οι δύο άγιοι χειροτονηθούν. Το πρώτο θαύμα συνέβη όταν ο Νικόλας ήταν ακόμα μικρό παιδί. Μια μέρα, λοιπόν, έπεσε σε ένα πολύ βαθύ πηγάδι. Οι συγχωριανοί του έτρεξαν για να βγάλουν το παιδί, πιστεύοντας πως θα ήταν σίγουρα νεκρό. Εκείνο, όμως, δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα, κάνοντας όλους να απορήσουν με το γεγονός.
Κάποια στιγμή, ο νονός του Νικόλα, που ήταν ναυτικός, θέλησε να τον πάρει μαζί του, ώστε να δουλέψει και αυτός στα καράβια. Το παιδί, όμως, σύμφωνα με την παράδοση, άκουσε μια φωνή (κάποιοι υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για τη φωνή του Θεού) να του λέει πως το καράβι με το οποίο θα ταξίδευε επρόκειτο να βυθιστεί. Έτσι, λοιπόν, την ημέρα του ταξιδιού βρήκε μια δικαιολογία και εξαφανίστηκε. Πράγματι, το καράβι βυθίστηκε.
Το τρίτο θαύμα ήταν ιδιαίτερα καθοριστικό, καθώς μέσω αυτού πείσθηκε η μητέρα τους και έδωσε τη συγκατάθεσή της ώστε να γίνουν μοναχοί. Μια μέρα, λοιπόν, η μητέρα τους ήθελε να φουρνίσει και έδωσε εντολή στα παιδιά να ανάψουν τον φούρνο. Ο Νικόλας αρνήθηκε να ανάψει το φούρνο και είπε: «Για να δεις, μάνα, πως εμάς, τα δύο παιδιά σου, ο Θεός θέλει να γίνουμε μοναχοί, να βάλεις τα ψωμιά στον φούρνο χωρίς να τον ανάψουμε, χωρίς φωτιά». Πράγματι τα ψωμιά ψήθηκαν από μόνα τους, χωρίς φωτιά. Η μητέρα τότε, συγκινημένη, δόξασε τον Θεό και τον ευχαρίστησε που διάλεξε τα παιδιά της.
Ο δρόμος προς τον μοναχισμό
Το 1858 τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν για το μοναστήρι της Οδηγήτριας, όπου ύστερα από τέσσερα χρόνια δοκιμασίας (27 Αυγούστου του 1862) ο Νικόλαος χειροτονήθηκε μοναχός με το όνομα Νέστωρ. Ο Εμμανουήλ χειροτονήθηκε μοναχός έπειτα από επτά χρόνια, το 1865, και πήρε το όνομα Μεθόδιος. Ο Νέστωρ ήταν ιδιαίτερα υπάκουος μέσα στο μοναστήρι, αποτελώντας συχνά παράδειγμα για τον μικρότερο αδερφό του. Ο ηγούμενος της μονής, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, αποφάσισε να τον στείλει στον σπηλαιώδη Ναό του Μαρτσάλου. Εκεί έπρεπε να χτίσει κελιά αλλά και μια δεξαμενή για τη συλλογή του νερού. Όπως ήταν φυσικό, δεν γινόταν να τα κάνει όλα μόνος του, οπότε ζήτησε από τον γέροντα να πάει και ο Μεθόδιος, ώστε να τον βοηθήσει.
Τα δυο αδέρφια έζησαν για αρκετό καιρό ήσυχα στο Μάρτσαλο, έχοντας την ευκαιρία να εφαρμόσουν ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως. Η ησυχία, όμως, αυτή δεν κράτησε για πολύ καιρό. Γρήγορα μαθεύτηκε στη γύρω περιοχή η αρετή των αγίων και πολύς ήταν ο κόσμος που πήγαινε για να πάρει την ευχή τους. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1866, κηρύχθηκε επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να προβούν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο. Εκεί δεν δίστασαν να κάψουν ακόμα και τις εικόνες που βρίσκονταν στην εκκλησία. Μετά την καταστροφή αυτή, οι δύο μοναχοί ξεκίνησαν από την αρχή όλες τις εργασίες, με σκοπό να αποκαταστήσουν τις ζημιές. Τότε, ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους χρίσει μεγαλόσχημους μοναχούς. Πράγματι, ο γέροντας το έπραξε. Ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Από εκείνη τη στιγμή, τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να ακολουθήσουν ακόμα σκληρότερο πρόγραμμα ασκήσεως. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Παρθένιου, ο οποίος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι.
Το 1868 μ.Χ. ο επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτόνησε τον Ευμένιο διάκονο στην Ιερά Μονή της Οδηγήτριας και το 1870 ο επίσκοπος Ακαρδίας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Παρθένιου, ο οποίος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίριΤα πρώτα προβλήματα
Ύστερα από λίγα χρόνια, άλλαξε ο ηγούμενος της μονής και τη θέση ανέλαβε ο Αγαθάγγελος, ο οποίος ήταν αρκετά ενοχλημένος από την προσέλευση του κόσμου στο Μάρτσαλο, για να συναντήσει από κοντά τα δύο αδέρφια. Έτσι, άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στους μοναχούς. Μάλιστα, τους οδήγησε στο σημείο να αποχωρήσουν από τη μονή το 1874.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια περιπλάνηση, που κράτησε τέσσερα χρόνια, στα σπήλαια των Αστερουσίων, στην περιοχή του Κουδουμά. Όσο καιρό ζούσαν στις σπηλιές δέχονταν τη βοήθεια των βοσκών αλλά και των ψαράδων της περιοχής, οι οποίοι τους πρόσφεραν τροφή και νερό. Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους αυτής, συνάντησαν στον Άγιο Ιωάννη τον γέροντα Γεράσιμο, ο οποίος ασκήτευε σε μια σπηλιά. Εκεί, όμως, μαζευόταν καθημερινά πολύς κόσμος, με σκοπό να μαθητεύσει δίπλα στον γέροντα, και, έτσι, δεν άντεξαν να μείνουν κοντά του.
Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο Μεγάλο Σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου, όπου υπήρχε και πόσιμο νερό. Ούτε εκεί, όμως, κατάφεραν να μείνουν εξαιτίας της υγρασίας που είχε το σπήλαιο. Συνέχισαν την πορεία τους, προς τα ανατολικά αυτήν τη φορά, στην περιοχή του Κουδουμά, όπου βρήκαν ένα απόκρημνο σπήλαιο, ιδιαίτερα απομακρυσμένο. Έτσι, αποφάσισαν να ζήσουν σε αυτό, μακριά από τους ανθρώπους.
Η ίδρυση του μοναστηριού
Στον Κουδουμά βρισκόταν εδώ και πολλούς αιώνες ένα εγκαταλελειμμένο μοναστήρι, όπου ασκήτευσαν πολλοί γνωστοί ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων, μεταξύ τους και ο Άγιος Κοσμάς. Οι δύο άγιοι, βλέποντας το ερειπωμένο μοναστήρι, θέλησαν να το φτιάξουν με σκοπό να λειτουργήσει ξανά. Στο συγκεκριμένο, όμως, σημείο, ο τόπος ήταν άγριος και δύσκολα προσβάσιμος. Όταν άρχισαν να εγκαταλείπουν την ιδέα αναστήλωσης του μοναστηρίου, ο Παρθένιος είδε σε όραμα την Παναγία να του λέει: «Μείνε εδώ να ιδρύσεις μονύδριον, να εκτελείτε τα της μοναδικής πολιτείας καθήκοντα και την τάξιν της ακολουθίας σώαν και μη φοβού, διότι Εγὼ θα είμαι οικονόμος». Πράγματι, τα δύο αδέλφια ξεκίνησαν αμέσως τις εργασίες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστολή που έστειλε ο Όσιος Ευμένιος στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο στις 08/10/1915, λέγοντας «ιδρύσαμε εκ βάθρων την Μονήν, μη έχων τότε ειμή ολίγον τείχος παλαιόν εν τη εκκλησία...». Αρχικά, λοιπόν, έφτιαξαν ένα πολύ μικρό τμήμα του σημερινού ναού, ώστε να πραγματοποιούν τις λειτουργίες, και οι ίδιοι έμεναν σε ένα σπήλαιο που βρισκόταν δίπλα. Το έργο αυτό χρειαζόταν πολλά χρήματα, τα οποία οι δύο μοναχοί δεν διέθεταν. Οι κάτοικοι, όμως, της περιοχής έδωσαν αρκετά χρήματα και βοήθησαν και οι ίδιοι στο χτίσιμο. Σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται και άλλοι μοναχοί, με τη βοήθεια των οποίων μεγάλωσαν τον Ναό της Παναγίας.
Το χτίσιμο του συγκεκριμένου ναού ήταν ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα, καθώς τα πετρώματα της περιοχής ήταν ακατάλληλα για επεξεργασία. Ακόμα και οι μάστορες αδυνατούσαν να δουλέψουν και ζήτησαν να αποχωρήσουν από το έργο. Οι άγιοι, τότε, τους παρακάλεσαν να μείνουν μία νύχτα ακόμα και να φύγουν την επόμενη μέρα. Όλη τη νύχτα οι δύο μοναχοί έμειναν ξάγρυπνοι και προσεύχονταν στην Παναγία, ώστε να τους βοηθήσει. Το επόμενο πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα έτοιμες πέτρες, λαξευμένες. Έτσι, οι μάστορες συνέχισαν τις εργασίες τους και το χτίσιμο του ναού ολοκληρώθηκε το 1895 μ.Χ. Ο ναός, λόγω του θαυματουργού τρόπου με τον οποίο χτίστηκε, ονομάζεται Θεόκτιστος.
Όλη τη νύχτα οι δύο μοναχοί έμειναν ξάγρυπνοι και προσεύχονταν στην Παναγία, ώστε να τους βοηθήσει. Το επόμενο πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα έτοιμες πέτρες, λαξευμένεςΔύο ώρες ύπνος με προσκέφαλο την πέτρα
Τα δύο αδέλφια πλέον ήταν ελεύθερα να απολαύσουν την ηρεμία της μοναστικής ζωής. Σύμφωνα με καταγεγραμμένα γεγονότα, φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα αυστηροί τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τους δόκιμους μοναχούς. Συγκεκριμένα, κοιμούνταν μόνο δύο ώρες την ημέρα πάνω σε ένα ψαθί και χρησιμοποιούσαν για προσκέφαλο πέτρες. Τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από τη νηστεία και την άσκηση. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα ράσο, το οποίο έπλεναν μία φορά τον χρόνο στη θάλασσα. Ο Όσιος Παρθένιος, που ήταν και πιο αυστηρός στους κανονισμούς, είχε κάνει το μοναστήρι άβατο. Η είσοδος απαγορευόταν ακόμα και στους δόκιμους, οι οποίοι έμεναν στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος ήταν πολύ αυστηρός στη διαπαιδαγώγηση των νέων μοναχών, αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη.
Ο Όσιος Ευμένιος, από την άλλη, ήταν ο πνευματικός της μονής και τον είχε χειροτονήσει ο Μητροπολίτης Κρήτης, Μελέτιος. Γνώριζε εις βάθος τους ιερούς κανόνες και βοήθησε αρκετούς νέους με τις συμβουλές του. Γρήγορα, η Μονή Κουδουμά μετατράπηκε σε ένα μεγάλο πνευματικό κέντρο χάρη στα δύο αδέρφια. Πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν για να μαθητεύσουν κοντά στους μοναχούς και να γνωρίσουν από κοντά το μεγαλείο των θαυμάτων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έβλεπαν τους αγίους να λάμπουν από φως, να αιωρούνται, καθώς και να περιβάλλονται από φωτοστέφανο.
Το όραμα
Το 1905 ο Όσιος Παρθένιος αρρώστησε βαριά. Ο οργανισμός του ήταν όμως, ήδη, εξασθενημένος από τη χρόνια άσκηση και τις νηστείες. Οι υπόλοιποι μοναχοί φώναξαν τον γιατρό Αλέξανδρο Παπαχατζάκη, ο οποίος του χορήγησε φάρμακα, αλλά του είπε πως θα έπρεπε να αρχίσει να τρώει κρέας και άλλες δυναμωτικές τροφές. Ο άγιος αρνήθηκε να ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού, και μάλιστα συνέχισε να κοιμάται πάνω στην ψάθα του. Την ίδια νύχτα, κάλεσε όλους τους μοναχούς και τους δόκιμους της μονής για να τους μιλήσει. Με δάκρυα στα μάτια, τους ζήτησε να μείνουν πιστοί στην παράδοση και έχρισε ως διάδοχό του τον αδερφό του, Ευμένιο, χαρίζοντάς του το φυλαχτό του. Αφού κοινώνησε, ακούστηκαν ξαφνικά ψαλμωδίες και εμφανίστηκε η Θεοτόκος, η οποία ήρθε να παραλάβει τον Άγιο Παρθένιο. Ο Όσιος τότε ψέλλισε: «Καλώς όρισες, Παναγία μου» και εκοιμήθη.
Το 1907 η εκκλησία πληροφορήθηκε για την αγιότητά του και αποφάσισε την ανακομιδή των λειψάνων και την τοποθέτησή τους στον Ναό της Παναγίας.
Ο Όσιος Ευμένιος, παρόλο που έμεινε μόνος του, συνέχισε το έργο του αδερφού του, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να τον πολεμήσουν, τόσο μέσα στη μονή όσο και έξω από αυτή. Όσα χρόνια, όμως, τη διοίκησε, η προσφορά και τα έργα του ήταν πολλά. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν ο κανονισμός που θέσπισε για την ομαλή λειτουργία της μονής. Ακόμα, λόγω της συχνής επικοινωνίας μέσω επιστολών με τον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο, γνωρίζουμε πάρα πολλά για την πορεία της λειτουργίας της. Ύστερα από αρκετά χρόνια άσκησης και εξομολόγησης, ο Άγιος Ευμένιος κοιμήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 μ.Χ. Προς τιμήν των δύο αγίων, ο Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Κύριλλος έχτισε έναν ναό, του οποίου τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 10 Ιουλίου του 1983. Η επίσημη κατάταξη των δύο οσίων στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο έγινε το 2007, ύστερα από την εισήγηση του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριου.
Η μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο στις 10 Ιουλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου