Τα θεολογικά έργα του «Πανάριον» και «Αγκυρωτός»
Τούτη η συνείδηση, ότι η αίρεση
συνεπάγεται θάνατο, διακρατεί τον άγιο σε όλες τις ενέργειές του. Γι’
αυτό τον λόγο και συντάσσει το περισπούδαστο έργο του “Πανάριον”. (Ο
όρος Πανάριον έχει σχέση με τον λατινικό όρο panarium, που τελικά εμείς
το λέμε πανέρι). Ο ίδιος το “Πανάριον” αποκαλεί χώρο ή αποθήκη φαρμάκων,
ώστε όποιος δαγκωθεί από τις αιρέσεις, να μπορεί να πάρει το αντίδοτο
φάρμακο από το “Πανάριον”. Στο βιβλίο του αυτό (βλέπε Πατρολογία Migne
τόμ. 41 και 42) ο άγιος διαπραγματεύεται ογδόντα αιρέσεις. Και μας
διασώζει αρκετά στοιχεία για πολλές από τις αιρέσεις, οι οποίες και θα
μας ήταν άγνωστες αλλά και για άλλες που δεν θα τις γνωρίζαμε στην
πληρότητά τους. Ακόμη στον “Πανάριόν” του ο άγιος Επιφάνιος διασώζει
επιστολές του Αρείου, και αυτό είναι σημαντικό για την επιστήμη της
Θεολογίας, αφού τα έργα του Αρείου δεν υπάρχουν, εκτός από αποσπάσματά
τους. Δείγμα γραφής της συμπεριφοράς και του ήθους του Αρείου φαίνεται
σε μια επιστολή του ιδίου προς τον, δυστυχώς, ομόφρονά του Ευσέβιο
Νικομηδείας. Γράφει ο Άρειος σχολιάζοντας τον επίσκοπό του, Πατριάρχη
Αλεξανδρείας Αλέξανδρο: “Πάν κακόν κινεί καθ’ ημών ο επίσκοπος, ώστε
εκδιώξαι ημάς ως αθέους εκ της πόλεως, ότι ου συμφωνούμεν αυτώ δημοσία
λέγοντι αεί Πατήρ αεί Υιός …”. Και διερμηνεύοντας ο άγιος το υπεροπτικό
του αιρετικού Αρχιμανδρίτη Αρείου, σημειώνει: Στον Αρειο εισήλθε “πνεύμα
Σατάν …”. Και “επάρματι αρθείς ο Γέρων (ο Αρειος) του προκειμένου
εξέστη. Ήν δε την ηλικίαν υπερμήκης, κατηφής το είδος, εσχηματισμένος ως
δόλιος όφις, δυνάμενος υποκλέψαι πάσαν άκακον καρδίαν διά του αυτού
πανούργου σχήματος… γλυκύς ήν τη προσηγορία…”. Πλήρης, διαχρονική και
ακριβής ηθογραφία αιρετικού. Έτσι όχι μόνο τις θεολογικές παρεκτροπές
των αιρετικών γνωρίζει ο άγιος και αντικρούει, αλλά και αποβαίνει
άριστος διερμηνέας του ψυχισμού τους.
Ένα άλλο σημαντικό έργο του αγίου
Επιφανίου, μικρό βέβαια σε έκταση, σε σχέση με το Πανάριον, είναι ο
“Αγκυρωτός”. Στα 119 (κατά την έκδοση του Κ. Holl) ή 120 (κατά το Migne,
PG τόμ. 43) κεφάλαιά του ο άγιος Επιφάνιος δεν διαπραγματεύεται
ξεχωριστά για μια μόνο αίρεση ή κάποιες επώνυμες αιρέσεις. Αποτελεί το
έργο του αυτό μια, ίσως, την πρώτη στον είδος της απόπειρα, και ασφαλώς
στα μέτρα της εποχής της, σύνοψη της δογματικής διδασκαλίας της
Εκκλησίας μας. Αποβαίνει πράγματι ο “Αγκυρωτός”, η άγκυρα πίστης, όπως
σημειώνει και ο άγιος στον έργο του, γιατί παραθέτει, με μια
αξιοθαύμαστη δόμηση, την διδασκαλία της Εκκλησίας μας σε θέματα της
τριαδολογίας και της θείας οικονομίας.
Οπωσδήποτε σε μια σύντομη και εκ των
πραγμάτων περιορισμένη έκθεση για τον άγιο Επιφάνιο και το έργο του,
πολλά πράγματα μόλις διατυπώνονται και θίγονται και πλείστα άλλα
αναγκαστικά παραλείπονται.
Η θεολογική σκέψη του αγίου Επιφανίου
Έτσι ως δείγμα του δυναμισμού της
θεολογικής σκέψης του αγίου καταθέτομε μερικές έξοχες τοποθετήσεις του.
Διδάσκει χαρακτηριστικά ο άγιος ότι το πρόσωπο του Πατρός στην θεότητα,
κατά τρόπο άρρητο και αποφατικό, αποτελεί την πηγή και την αιτία των
προσώπων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Γιατί, αν από τον Πατέρα δεν
πηγάζουν ο Υιός και το Πνεύμα, τότε ο Πατήρ είναι πηγή άγονη ή ξηρή,
κατά τον άγιο Επιφάνιο ή και τον Μ. Αθανάσιο. Τούτο το θεοπρεπές σχήμα
ερμηνεύει ότι και τα πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος συνιστούν
την αλήθεια του προσώπου Πατρός. Έτσι ο Πατήρ είναι ο “αεί ών μονάρχης”
και ο “γεννητικός μόνου μονογενούς Υιού και ουχ ετέρου τινός έτι (υιού)…
και ανομβρητικός (εκ του ανομβρέω-ω, εκπηγάζω, εκχειλίζω, εκπορεύω)
Πνεύματος Αγίου και ουχ ετέρου Πνεύματος”. Ειλικρινά πόσο ωραία είναι
τούτη η διατύπωση του αγίου; Έτσι διερμηνεύει την αποκλειστικότητα της
άρρητης προέλευσης των προσώπων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος από τον
Πατέρα, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει την μοναδικότητά του, φυγαδεύοντας
συγχρόνως οποιαδήποτε σύγχυση ή παρανόηση για την εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος. (Σημ. όπως της αίρεσης του filioque).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της
γόνιμης θεολογικής σκέψης του αγίου είναι και η απάντηση, την οποία
έδινε στους αρειανόφρονες στο σχετικό με την ύπαρξη του Υιού
ψευδοδίλημμα, που έθεταν. Έλεγαν με δολιότητα οι οπαδοί του Αρείου:
“Θέλων εγέννησεν ο Πατήρ τον Υιόν ή μη θέλων;”. Και ο άγιος Επιφάνιος
απαντούσε: “Εγώ δεν είμαι, όπως εσύ, ω φιλόνεικε, ίνα έν τοιούτον
διανοηθώ διά τον Θεό!” Διότι, “εάν είπωμεν”, λέγει ο άγιος, ότι “θέλων
εγέννησεν ο Πατήρ τον Υιόν, διδόαμεν ότι ήν το θέλημα προ του Λόγου
(Υιού)”, πράγμα που σημαίνει ότι προτού υπάρξει ο Υιός, υπήρξε το θέλημα
του Πατρός, άρα ο Υιός δεν υπήρχε πάντοτε· και έτσι βεβαιώνεται η άποψη
του Αρείου ότι “ήν ποτε (χρόνος) ότε ο Υιός ουκ ήν”. Αν, πάλι,
δεχθούμε, διατυπώνει ο άγιος, ότι “μή θέλων” γεννά τον Υιόν ο Πατήρ,
τότε “ανάγκη περιβάλλομεν το Θείον”· δηλαδή ο Θεός ευρίσκεται κάτω από
αναγκαιότητα, την οποία δεν μπορεί να αποτρέψει, πράγμα που αντίκειται
στην περί Θεού αντίληψη. Έτσι οι Αρειανοί με το ψευδοδίλημμα ήθελαν
σώνει και καλά να υποβάλουν στους ορθοδόξους την ιδέα ότι ο Θεός Πατήρ
“θέλων εγέννησε τον Υιόν”, για να στηρίξουν την δική τους κακοδοξία, ότι
ο Υιός κάποτε δεν υπήρχε και άρα “αρχήν έχει ο Υιός”, όπως δίδασκε ο
αρχηγός τους Άρειος.
Ο άγιος Επιφάνιος διαισθανόμενος την
πανουργία των Αρειομανιτών, όπως τους αποκαλεί, δίδει την εξής εύστοχη
απάντηση: “Ούτε θέλων τοίνυν εγέννησε (ο Πατήρ τον Υιόν) ούτε μή θέλων
αλλ’ υπερβολή φύσεως”. Δεν είναι ο Υιός προϊόν της θέλησης του Πατρός,
αλλά προϊόν της φύσης του. Γιατί της θείας θέλησης υπερβαίνει και
προηγείται η θεία φύση, ενώ η θεία θέληση έπεται της θείας φύσης και
πηγάζει από αυτή. “Υπερβαίνει γαρ η θεία φύσις βουλήν και ουχ υποπίπτει
χρόνω, ούτε ανάγκη άγεται”.
Ασφαλώς παρόμοια δείγματα της δυνατής
θεολογικής σκέψης του αγίου υπάρχουν πάρα πολλά και σε όλα τα κεφάλαια
της πίστης της Εκκλησίας μας. Με όσα πιο πάνω παραθέσαμε απλά παρέχομε
μερικά στοιχεία, που παροτρύνουν τον αναγνώστη σε αρτιότερη γνώση της
διδασκαλίας του αγίου αλλά και περαιτέρω γνωριμία με αυτόν.
Προτού κλείσω την σύντομη αυτή αναφορά
στον άγιο Επιφάνιο, αισθάνομαι έντονα την ανάγκη να θίξω ακόμα τρία
βασικά θέματα, που έχουν σχέση με την ζωή και το έργο του. Στα δύο
επικρατεί ακόμη σε κάποιους μια μικρή ή μεγάλη παρεξηγημένη αντίληψη.
Και εννοώ ως πρώτο το θέμα της σχέσης του αγίου με τον άγιο Ιωάννη τον
Χρυσόστομο.
Δύο παρεξηγημένες αντιλήψεις σχετικές με τον άγιο
Είναι γεγονός ότι ο άγιος στην δύση της
ζωής του μεταβαίνει (403) στην Κωνσταντινούπολη, με πρόσκληση του
Θεοφίλου Αλεξανδρείας και με δέλεαρ την πρόταση -διαβολή του ιερού
Χρυσοστόμου ότι αυτός ωριγενίζει. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο ιερός
Χρυσόστομος προστάτευε τους υπό του Θεοφίλου διαβληθέντας ως ωριγενιστές
και διωκόμενους “Μακρούς αδελφούς”. Ερχόμενος τότε ο άγιος στην
Κωνσταντινούπολη, διέμενε εκτός αυτής, απορρίπτοντας μάλιστα και σχετική
πρόσκληση του Χρυσοστόμου για φιλοξενία του, θεωρώντας την αποδοχή
ξενίας από τον ιερό Χρυσόστομο έκνομη, αφού ο Επιφάνιος επρόκειτο να
συμμετάσχει σε δικαστήριο για υπόθεση που αφορούσε στον Χρυσόστομο.
Αλλά, προτού γίνει η δίκη, όντας ο άγιος έξω της Πόλης, τον επισκέφθηκαν
οι μοναχοί -“Μακροί αδελφοί”- και του διερμήνευσαν την πραγματικότητα
της αγάπης του ιερού Χρυσοστόμου και τους λόγους εχθρότητας του
Θεοφίλου. Η ευθυκρισία του αγίου Επιφανίου και η περισσή αγάπη του για
τους μοναχούς, τον έπεισαν για την αλήθεια των πραγμάτων και την
δολιότητα του Θεοφίλου. Έτσι αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη, χωρίς
να συμμετάσχει στην σύνοδο της Δρυός. Τα άλλα, δηλαδή τα περί
αντικανονικής χειροτονίας κληρικού υπό του Επιφανίου ή το ότι αντάλλαξε
με τον Χρυσόστομο βαρείς χαρακτηρισμούς, ιστορικά δεν επιβεβαιώνονται,
αλλ’ ούτε και συνάδουν με το εκκλησιαστικό ήθος των δύο ανδρών.
Όσο αφορά στα όσα και παλαιότερα αλλά
και σήμερα ορισμένοι διατείνονται περί αντίθεσης του αγίου Επιφανίου
στην ιστόρηση εικόνων, αυτά είναι εντελώς ανυπόστατα. Οι εγκλήσεις αυτές
πηγάζουν από τους κύκλους των εικονοκλαστών (και σήμερα κύκλους των
Προτεσταντών), οι οποίοι και οχυρώνονταν πίσω από τέτοιες επίπλαστες
συκοφαντίες, για δικούς τους ασφαλώς λόγους. Ο διάλογος ο οποίος
διασώζεται (J. Mansi) μεταξύ του διακόνου Επιφανίου, φίλου των εικόνων,
και του εικονομάχου επισκόπου Γρηγορίου στις συζητήσεις της εβδόμης
Οικουμενικής Συνόδου είναι στον έπακρο διαφωτιστικές, αφού ο διάκονος
Επιφάνιος απορρίπτει και διασκεδάζει κάθε υπόνοια εικονομαχικής διάθεσης
του αγίου Επιφανίου και επαναλαμβάνει εκείνο που η Εκκλησία διατύπωσε
για τον άγιο, ότι δηλαδή ο άγιος Επιφάνιος αναγνωρίζεται ως “Πατέρας και
Διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας”.
Άλλωστε και οι σχετικές και για το υπόψη
θέμα αναφορές του Λεοντίου Νεαπόλεως (σημερινής Λεμεσού) για τον άγιο
και εκείνες του Θεοδώρου του Στουδίτη, δικαιώνουν πανηγυρικά την αλήθεια
για τον άγιο Επιφάνιο. Περίτρανη ακόμη διακήρυξη της αλήθειας των
πραγμάτων είναι και το γεγονός ότι ο μαθητής και διάδοχός του στον Θρόνο
Σαρβίνος, μετά την κοίμηση του αγίου, ιστόρησε με εικόνες την βασιλική
του αγίου Επιφανίου στην Σαλαμίνα και μάλιστα εικονογράφησε και το
πρόσωπό του. Αν ο άγιος ήταν εναντίον των εικόνων, τότε, το ολιγότερο, η
πράξη τούτη του μαθητή του θα συνιστούσε ασέβεια στην μνήμη του.
Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω είναι γνωστό
ότι πρωτογενής ρίζα της εικονομαχίας υπήρξε ο μονοφυσιτισμός. Τούτο όμως
το στοιχείο πουθενά και σε καμιά περίπτωση, ούτε και κατ’ ίχνος, δεν
απαντάται στη χριστολογική διδασκαλία του αγίου.
«Έχαιρε φήμης αγίου»
Ως αναγκαία συμπλήρωση για τον άγιο,
πρέπει να σημειωθεί και το γεγονός ότι ο Επιφάνιος και ζώντας έχαιρε
φήμης αγίου. Όταν μετέβαινε κάπου, για να τελέσει την θεία Λειτουργία,
πλήθος πιστών συνέρρεαν, για να τον δουν, να τον ακούσουν, να πάρουν την
ευλογία του και να θεραπεύσουν τις ασθένειές τους. Έπεφταν στα πόδια
του και τον κρατούσαν, παρακαλώντας τον να μείνει κοντά τους. Το κύρος
του υπερακόντισε τα όρια της Κύπρου. Πολλές Εκκλησίες τον παρακαλούν να
τους γράψει. Άλλες ζητούν την προσωπική διαμεσολάβησή του για ρύθμιση
θεμάτων που τους απασχολούσαν. Έφθασε και μέχρι την Ρώμη (382) ως
προσκεκλημένος του Πάπα Δαμάσου. Ο Μέγας Βασίλειος σε απαντητική
Επιστολή του (αρ. 258) γράφει με πολύ σεβασμό προς τον άγιο. Χιλιάδες
πιστοί συνέρρευσαν, για να δουν έστω και από μακριά το πρόσωπό του, όταν
μετέβη (το 393) στα Ιεροσόλυμα.
Κορύφωμα της πολύμορφης ποιμαντικής του
διακονίας, ασφαλώς, υπήρξε η συγκρότηση του Μοναχισμού στην Κύπρο. Όντας
ο ίδιος μοναχός ασκητικός και όντας τέκνον της οσιακής μορφής του
Γέροντα Ιλαρίωνα, ουδέποτε απέστη, έστω και αν ήταν επίσκοπος, της
μοναχικής του κλί(η)σης και συνείδησης.
Έτσι η ποιμαντορία του στα 36 συναπτά
έτη στον Θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα σφράγισε την καθόλου εκκλησιαστική
ζωή της Κύπρου και χάρις στην διακονία του η Εκκλησία της Κύπρου γνώρισε
μέρες ευλογημένες, ώστε να αντέξει στην μετέπειτα τρικυμιώδη ιστορική
της πορεία.
Αυτός εν ολίγοις υπήρξε ο Μέγας
Επιφάνιος. Και σεμνύνεται δίκαια η κατά Κύπρου Εκκλησία και η απανταχού
Καθολική Εκκλησία. Ευχή και προσευχή μας προς τον άγιο να μεσιτεύσει
προς τον Κύριο των δυνάμεων σύντομα να απελευθερωθεί η
σκλαβωμένη-ημικατεχόμενη Πατρίδα μας Κύπρος, ώστε γονυκλινείς ικέτες να
τελέσομε την θεία Λειτουργία στην ερειπωμένη Βασιλική του αγίου στην
Σαλαμίνα και να προσκυνήσομε στον χώρο όπου βρίσκεται και ο τάφος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου