Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ο Προφήτης Ναούμ

 
 
 
Ο Προφήτης Ναούμ είναι ένας από τους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες. Έζησε τον 5ο αιώνα προ Χριστού (άκμασε περί το 460 π.Χ.) και ήταν από τη φυλή του Συμεών. Πατρίδα είχε την Ελκεσέμ, γι' αυτό ονομάστηκε και Ναούμ ο Ελκεσαίος. Το βιβλίο της προφητείας του αποτελείται από τρία μικρά κεφάλαια και αφορά την τύχη της πόλης Νινευή. Στο Α' κεφάλαιο, υμνεί το Θεό, στο Β' κεφάλαιο, προαναγγέλλει τον όλεθρο της Νινευή με τα άρματα της, τους Ιππείς και τους θησαυρούς της ενώ στο Γ' κεφάλαιο, χαρακτηρίζει τη Νινευή σαν πόλη των αιμάτων, του ψεύδους, της μεγάλης αδικίας και πορνείας.

Ας δούμε, όμως, τι λέει για τους αμαρτωλούς ανθρώπους τέτοιας πόλης, και τι γι' αυτούς που είναι κοντά στον Κύριο: «Χρηστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτὸν καὶ ἐν κατακλυσμοῖς πορείας συντέλειαν ποιήσεται τοὺς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος» (Ναούμ, Α' 7 -8). Δηλαδή ο Κύριος είναι ευεργετικός για εκείνους που μένουν κοντά Του στις ημέρες των θλίψεων τους.Γνωρίζει ο Κύριος και περιβάλλει με συμπάθεια εκείνους που Τον σέβονται. Εναντίον όμως των αμαρτωλών, που αλαζονικά με κάθε είδους αμαρτία εγείρονται εναντίον Του, θα ορμήσει σαν κατακλυσμός για να τους εξαφανίσει τελείως. Θα καταδιώξει τους εχθρούς Του και θα τους κυριεύσει το σκοτάδι του θανάτου.

Η Ἐκκλησία ἑορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Ναούμ. Ὁ Ναοὺμ εἶν’ ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα «ἐλάσσονας», δηλαδὴ μικρότερους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ δώδεκα «ἐλάσσονες» Προφῆτες μὲ τὴ σειρὰ εἶναι οἱ ἑξῆς· Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ἀβδιού, Ἰωνᾶς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καὶ Μαλαχίας. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δώδεκα αὐτοὺς «ἐλάσσονας» Προφῆτες, εἶναι καὶ οἱ τέσσερις «μείζονες» δηλαδὴ μεγαλύτεροι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἑξῆς· Ἠσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰεζεκιὴλ καὶ Δανιήλ. Τῶν δεκαέξη αὐτῶν μεγάλων καὶ μικρῶν Προφητῶν τὰ προφητικὰ βιβλία περιλαμβάνονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ σειρὰ τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων Προφητῶν εἶναι χρονολογική.

Τὸ ὄνομα Ναούμ, ποὺ εἶναι βέβαια ἑβραϊκό, στὰ ἑλληνικὰ θὰ πῆ παρηγοριὰ ἤ ἀνάπαυση. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴν πόλη Καπερναούμ, ποὺ ἦταν, καθὼς βλέπομε στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, ἡ «ἰδία πόλις» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ κέντρο τῆς θεϊκῆς του διακονίας. Γιατί, καθὼς ξέρομε, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, μεγάλωσε στὴ Ναζαρὲτ καὶ δίδαξε καὶ θαυματούργησε τρία χρόνια μὲ κέντρο τὴν Καπερναούμ. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Προφήτης λέγει πὼς ἦταν Ἐλκεσσαῖος, ποὺ θὰ πῆ πὼς γεννήθηκε στὸ Ἕλκος, ἕνα χωριό, ποὺ θὰ ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντὰ στὴν Καπερναούμ. Τὸ ὄνομα Καπερ-Ναοὺμ θὰ πῆ χωριὸ τοῦ Ναούμ.

Ὁ προφήτης Ναοὺμ ἔζησε καὶ προφήτεψε 650 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προφητεία τοῦ Ναούμ, ποὺ εἶν’ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ τρία κεφάλαια, προφητεύει τὴν καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ. Πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ ὅτι, ἑκατὸ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ Ναούμ, μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κήρυξε μετάνοια στὴ Νινεβὴ ὁ προφήτης Ἰωνᾶς. Τότε, ἐπειδὴ μετανόησαν οἱ Νινεβίτες, ἡ πόλη δὲν καταστράφηκε, ἀλλὰ τώρα, λίγα χρόνια μετὰ τὴν προφητεία τοῦ Ναούμ, ἡ Νινεβὴ καταστράφηκε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τοὺς Βαβυλώνιους. Ἡ Νινεβὴ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῶν Ἀσσυρίων, μία πόλη τότε μὲ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους καὶ μὲ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καὶ σπουδαιότερες βιβλιοθῆκες τοῦ ἀρχαίου κόσμου.

Καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ λίγα λόγια γιὰ τοὺς Προφῆτες. Στὰ δύσκολα χρόνια τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὁ Θεὸς κάλεσε ὡρισμένους ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἔστειλε νὰ κηρύξουν στὸ λαὸ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Αὐτοὶ ἦσαν οἱ Προφῆτες, ποὺ ἡ ἐποχὴ τους εἶναι ἀπὸ τὸ 800 ὥς τὸ 400 πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ Προφῆτες λοιπόν, ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἴπαμε παραπάνω, ἔδρασαν μέσα σὲ τετρακόσια χρόνια. Οἱ Προφῆτες εἶναι ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ποὺ «ἐλάλησαν φερόμενοι ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου». Ἡ προφητεία εἶναι ὑπερφυσικὸς τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὴ βουλή του, καὶ εἶναι μοναδικὸ γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς καὶ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἔλθωμε τώρα στὴν προφητεία τοῦ Ναοὺμ κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε πολὺ γενικὰ τὸ περιεχόμενό της. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο ὁ Προφήτης ὑπενθυμίζει τὴν πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια προφητεία τοῦ Ἰωνᾶ γιὰ τὴ Νινεβὴ καὶ κηρύττει ὅτι ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώνεται στὸν κόσμο μαζὶ μὲ τὸ ἔλεός του· «ἐκδικὼν Κύριος», ἀλλὰ καὶ «Κύριος μακρόθυμος». Στὸ δεύτερο κεφάλαιο, περιγράφοντας τὴ Νινεβή, μὲ τὶς πολλὲς προστατευτικὲς τάφρους γύρω ἀπὸ τὰ τείχη της, τὴν βλέπει σὰν μία λίμνη· «Καὶ Νινεβή, ὡς κολυμβήθρα ὕδατος τὰ ὕδατα αὐτῆς». Στὸ τρίτο κεφάλαιο, προβλέποντας τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ τῆς Νινεβῆ, τὴν ὀνομάζει πόλη αἱμάτων· «Ὦ πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης».

Ὁ προφητικὸς λόγος εἰν’ ἕνα ξεχωριστὸ εἶδος στὴν παγκόσμια φιλολογία. Οἱ Προφῆτες βλέπουν ἐξωκόσμια ὁράματα καὶ κρίνουν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς των καὶ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ θείου νόμου. Ἡ γλώσσα τους εἶναι συμβολικὴ καὶ ἡ ἀλήθεια μὲς ἀπὸ τὶς προφητεῖες βγαίνει αἰνιγματική, περιμένοντας ἕναν καιρὸ στὰ κατοπινὰ χρόνια, γιὰ νὰ ξεδιαλυθῆ. Ὁ Προφήτης δὲν ἐξηγεῖ, ἀλλὰ σημαίνει καὶ προμηνάει ὅ,τι θὰ βρῆ τὴν ἐκπλήρωσή του στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσία. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λαλεῖ στὶς Γραφὲς «διὰ τῶν Προφητῶν» καὶ προμηνάει «τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας». Ἡ προφητεία τοῦ Ναοὺμ τὶς παραμονὲς τῆς καταστροφῆς τῆς Νινεβῆ εἶναι ἡ κραυγὴ τῶν βασανισμένων τοῦ κόσμου γιὰ δικαιοσύνη.Ο προφήτης Ναούμ πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων του. Ἀμήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1- Η οργή του Θεού κατά των εχθρών του. Το τέλος της παντοδυναμίας των Ασσυρίων.

Ναουμ. 1,1-Λῆμμα Νινευή, βιβλίον ὁράσεως Ναοὺμ τοῦ Ἐλκεσαίου.
Ναουμ. 1,1-Απειλῇ παρά Θεού κατά της Νινευή, όπως αυτήπεριέχεται στο βιβλίον της οράσεως Ναούμ του Ελκεσαίου.

Ναουμ. 1,2-Θεὸς ζηλωτὴς καὶ ἐκδικῶν Κύριος, ἐκδικῶν Κύριος μετὰ θυμοῦ, ἐκδικῶν Κύριος τοὺς ὑπεναντίους αὐτοῦ, καὶ ἐξαίρων αὐτὸς τούς ἐχθροὺς αὐτοῦ.
Ναουμ. 1,2-Ο Κυριος είναι Θεός ζηλότυπος και τιμωρός του κακού. Τιμωρεί ο Κυριος με θυμόν, τιμωρεί τους αντιτιθεμένους προς αυτόν και εξολοθρεύει τους εχθρούς του.

Ναουμ. 1,3-Κύριος μακρόθυμος, καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ, καὶ ἀθῷον οὐκ ἀθῳώσει Κύριος. ἐν συντελείᾳ καὶ ἐν συσσεισμῷ ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, καὶ νεφέλαι κονιορτὸς ποδῶν αὐτοῦ.
Ναουμ. 1,3-Είναι όμως ο Κυριος και μακρόθυμος. Αλλά και η τιμωρός δύναμίς του είναι μεγάλη. Και εις αυτόν ακόμη τον αθώον θα εύρη κάποιαν ενοχήν, δια να του αποστείλη την ανάλογον τιμωρίαν. Πολύ περισσότερον θα τιμωρήση τον αμαρτωλόν. Μέσα εις θύελλαν και σεισμόν πορεύεται ο Κυριος. Νέφη κονιορτού σηκώνονται οπίσω από τα πόδια του.

Ναουμ. 1,4-ἀπειλῶν θαλάσσῃ καὶ ξηραίνων αὐτὴν καὶ πάντας τοὺς ποταμοὺς ἐξερημῶν· ὠλιγώθη ἡ Βασανῖτις καὶ ὁ Κάρμηλος, καὶ τὰ ἐξανθοῦντα τοῦ Λιβάνου ἐξέλιπε.
Ναουμ. 1,4-Ο Κυριος απειλεί την θάλασσαν και την ξηραίνει, τους ποταμούς και τους κάνει ερήμους από νερά και ανθρώπους. Εμπρός εις την δικαίαν οργήν του ωλιγόστευσεν η χώρα Βασάν και το όρος Καρμηλος. Εχάθηκεν η πλουσία βλάστησις του όρους Λιβάνου.

Ναουμ. 1,5-τὰ ὄρη ἐσείσθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ, καὶ οἱ βουνοὶ ἐσαλεύθησαν· καὶ ἀνεστάλη ἡ γῆ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ ἡ σύμπασα καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ.
Ναουμ. 1,5-Εσείσθησαν ενώπιάν του τα όρη και συνεκλονίσθησαν τα βουνά, ολόκληρος η γη κατεπτοημένη συνεστάλη ενώπιόν του και όλοι οι κάτοικοί της.

Ναουμ. 1,6-ἀπὸ προσώπου ὀργῆς αὐτοῦ τίς ὑποστήσεται; καὶ τίς ἀντιστήσεται ἐν ὀργῇ θυμοῦ αὐτοῦ; ὁ θυμὸς αὐτοῦ τήκει ἀρχάς, καὶ αἱ πέτραι διεθρύβησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Ναουμ. 1,6-Ποιός, λοιπόν, ημπορεί να υπομείνη και να ανθέξη ενώπιον της οργής του; Ποιός δύναται να αντισταθή εις την έκρηξιν της οργής του θυμού του; Ο θυμός του λυώνει και τα πανύψηλα όρη. Τα βουνά θρυμματίζονται και μεταβάλλονται εις συντρίμμια ενωπιόν του.

Ναουμ. 1,7-χρηστὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτὸν ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως καὶ γινώσκων τοὺς εὐλαβουμένους αὐτόν·
Ναουμ. 1,7-Αλλά είναι ο Κυριος αγαθός και ευεργετικός δι' εκείνους, οι οποίοι μένουν κοντά του κατά τας ημέρας των θλίψεών των. Γνωρίζει ο Κυριος και περιβάλλει με συμπάθειαν εκείνους, που τον σέβονται.

Ναουμ. 1,8-καὶ ἐν κατακλυσμῷ πορείας συντέλειαν ποιήσεται τούς ἐπεγειρομένους, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ διώξεται σκότος.
Ναουμ. 1,8-Εναντίον όμως των εσκληρυμμένων αμαρτωλών, οι οποίοι αλαζονικώς εγείρονται εναντίον του, θα ορμήση ωσάν κατακλυσμός εις πλήρη εξαφανισμόν των. Θα καταδιώξη τους εχθρούς του και θα τους καταλάβη το σκότος του θανάτου.

Ναουμ. 1,9-τί λογίζεσθε ἐπὶ τὸν Κύριον; συντέλειαν αὐτὸς ποιήσεται, οὐκ ἐκδικήσει δὶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν θλίψει·
Ναουμ. 1,9-Σεις οι Ιουδαίοι τι ιδέαν και γνώμην έχετε σχετικώς με τον Κυριον; Αυτός στέλλει πλήρη την δικαίαν τιιμωρίαν εναντίον των αμαρτωλών. Δεν χρειάζεται να κτυπήση δύο φορές δια το ίδιον σφάλμα τον αμαρτωλόν· μία είναι αρκετή και πλήρης.

Ναουμ. 1,10-ὅτι ἕως θεμελίου αὐτοῦ χερσωθήσεται καὶ ὡς σμῖλαξ περιπλεκομένη βρωθήσεται καὶ ὡς καλάμη ξηρασίας μεστή.
Ναουμ. 1,10-Η Νινευή θα καταστραφή εκ θεμελίων, θα γίνη χέρσος γη, θα καταστραφή όπως το αναρριχώμενον αμπελοφάσουλον από το καύμα του ηλίου· όπως καίεται η κατάξηρος καλαμιά.

Το τέλος της παντοδυναμίας των Ασσυρίων

Ναουμ. 1,11-ἐκ σοῦ ἐξελεύσεται λογισμὸς κατὰ τοῦ Κυρίου πονηρὰ βουλευόμενος ἐναντία.
Ναουμ. 1,11-Αυτά θα γίνουν εναντίον σου, Νινευή, διότι από σένα εβγήκε πονηρά σκέψις εναντίον του Κυρίου. Εσκέφθης και απεφάσισες αντίθετα προς το θέλημά του.

Ναουμ. 1,12- τάδε λέγει Κύριος κατάρχων ὑδάτων πολλῶν· καὶ οὕτως διασταλήσονται, καὶ ἡ ἀκοή σου οὐκ ἐνακουσθήσεται ἔτι.
Ναουμ. 1,12-Δια τούτο ο Κυριος, ο άρχων και κυβερνήτης των πολλών υδάτων, αυτά λέγει εναντίον σου· Οπως άλλοτε τα ύδατα της Ερυθράς Θαλάσσης έτσι και τα ύδατα αυτά θα διαιρεθούν εις δύο ενώπιον του Κυρίου. Οι εχθροί σου θα ορμήσουν εναντίον σου, θα καταστραφής και δεν θα ακούεται πλέον τίποτε περί σου.

Ναουμ. 1,13-καὶ νῦν συντρίψω τὴν ῥάβδον αὐτοῦ ἀπὸ σοῦ καὶ τοὺς δεσμούς σου διαῤῥήξω·
Ναουμ. 1,13-Συ δέ, λαέ του Ισραήλ, μάθε ότι εγώ θα συντρίψω την ράδον των Ασσυρίων, ώστε να μη την φοβήσαι πλέον, και θα διαρρήξω τους δεσμούς του ζυγού, που σου επέβαλαν.

Ναουμ. 1,14-καὶ ἐντελεῖται περὶ σοῦ Κύριος, οὐ σπαρήσεται ἐκ τοῦ ὀνόματός σου ἔτι· ἐξ οἴκου Θεοῦ σου ἐξολοθρεύσω τὰ γλυπτὰ καὶ χωνευτά· θήσομαι ταφήν σου, ὅτι ταχεῖς.
Ναουμ. 1,14-Οσον δε δια σας, Ασσύριοι, ο Κυριος θα δώση την διαταγήν εις πλήρη καταστροφήν σας. Δεν θα μείνη απόγονός σας, δια να φέρη το όνομά σας πλέον. Θα εξολοθρεύσω από τους ειδωλολατρικούς ναούς σας τα γλυπτά και χωνευτά είδωλά σας. Θα ετοιμάσω τον τάφον σου, διότι συ ταχέως δια της αμαρτωλότητός σου σπεύδεις προς αυτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Όραμα για την καταστροφή της Νινευή.

Ναουμ. 2,1-Ἰδοὺ ἐπὶ τὰ ὄρη οἱ πόδες εὐαγγελιζομένου καὶ ἀπαγγέλλοντος εἰρήνην· ἑόρταζε, Ἰούδα, τὰς ἑορτάς σου, ἀπόδος τὰς εὐχάς σου, διότι οὐ μὴ προσθήσωσιν ἔτι τοῦ διελθεῖν διὰ σοῦ εἰς παλαίωσιν. - Συντετέλεσται, ἐξῇρται.
Ναουμ. 2,1-Ιδού, εις τα όρη ευρίσκονται οι πόδες εκείνου, ο οποίος φέρει το χαρμόσυνον μήνυμα και αναγγέλλει περίοδον ειρήνης δια τους Ιουδαίους. Ιουδαίοι, πανηγυρίσατε από εδώ και στο εξής τας εορτάς σας ήρεμοι, εκπληρώσατε τα ταξίματά σας προς τον Θεόν, διότι οι Ασσύριοι ποτέ πλέον δεν θα διαπεράσουν την χώραν σας εις καταστροφήν σας. Η πρωτεύουσά των η Νινευή οπωσδήποτε θα καταστραφή. Θα εξαφανισθή δια παντός.

Ναουμ. 2,2-ἀνέβη ἐμφυσῶν εἰς πρόσωπόν σου ἐξαιρούμενος ἐκ θλίψεως· σκόπευσον ὁδόν, κράτησον ὀσφύος, ἄνδρισαι τῇ ἰσχύϊ σφόδρα,
Ναουμ. 2,2-Ο Κυριος επέρχεται εναντίον σου, Νινευή, εξαπολύων εναντίον σου ως ορμητικόν άνεμον την δικαίαν οργήν του, ενώ τους Ισραηλίτας τους απαλλάσσει πλέον από την θλίψιν, που τους επροξένησες. Παρατήρησε τον δρόμον, ω Νινευή. Είναι γεμάτος στρατόν. Ζώσε την οσφύν σου, δείξε μεγάλην ανδρείαν εν τη δυνάμει σου.

Ναουμ. 2,3-διότι ἀπέστρεψε Κύριος τὴν ὕβριν Ἰακώβ, καθὼς ὕβριν τοῦ Ἰσραήλ, διότι ἐκτινάσσοντες ἐξετίναξαν αὐτοὺς καὶ τὰ κλήματα αὐτῶν, διέφθειραν
Ναουμ. 2,3-Διότι ο Κυριος θα απομακρύνη από τους απογόνους του Ιακώβ την ταπείνωσιν κα τον εξευτελισμόν, που τους επεβάλατε. Οπως επίσης την ταπείνωσιν από όλους τους Ισραηλίτας, διότι οι εχθροί της Νινευή θα ανατινάξουν και θα διασκορπίσουν τους κατοίκους αυτής και τας παραφυάδας των.

Ναουμ. 2,4-ὅπλα δυναστείας αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων, ἄνδρας δυνατοὺς ἐμπαίζοντας ἐν πυρί· αἱ ἡνίαι τῶν ἁρμάτων αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἑτοιμασίας αὐτοῦ, καὶ οἱ ἱππεῖς θορυβηθήσονται
Ναουμ. 2,4-Θα καταστρέψουν τα ισχυρά των ανθρώπινα όπλα, άνδρας δυνατούς, οι οποίοι παίζουν με τη φωτιά. Τα ηνία και αι αποσκευαί των αρμάτων είναι έτοιμα δια την ημέραν αυτήν, οι δε ιππείς και οι ίπποι κάμνουν μεγάλον θόρυβον στους δρόμους της πόλεως.

Ναουμ. 2,5-ἐν ταῖς ὁδοῖς, καὶ συγχυθήσονται τὰ ἅρματα καὶ συμπλακήσονται ἐν ταῖς πλατείαις· ἡ ὅρασις αὐτῶν ὡς λαμπάδες πυρὸς καὶ ὡς ἀστραπαὶ διατρέχουσαι.
Ναουμ. 2,5-Τα πολεμικά άρματα θα συγκρουσθούν, θα συμπλακούν εις τας πλατείας της πόλεως. Η όψις των είναι ωσάν λαμπάδες φωτιάς· ωσάν αστραπή διατρέχουν τους δρόμους.

Ναουμ. 2,6-καὶ μνησθήσονται οἱ μεγιστᾶνες αὐτῶν καὶ φεύξονται ἡμέρας καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν τῇ πορείᾳ αὐτῶν καὶ σπεύσουσιν ἐπὶ τὰ τείχη αὐτῆς καὶ ἑτοιμάσουσι τὰς προφυλακὰς αὐτῶν.
Ναουμ. 2,6-Εν όψει της φοβεράς αυτής επιδρομής οι άρχοντες της Νινευή θα ενθυμηθούν ότι και η πόλις των έχει ανάγκην υπερασπίσεως. Θα τρέξουν κατά το διάστημα της ημέρας, αλλά τα πόδια των θα παραλύσουν από τον φόβον. Θα σπεύσουν εις τα τείχη αυτής και θα ετοιμάσουν εκεί τας προφυλακάς των.

Ναουμ. 2,7-πύλαι τῶν ποταμῶν διηνοίχθησαν, καὶ τὰ βασίλεια διέπεσε,
Ναουμ. 2,7-Οι υδατοφράκται των ποταμών θα διαρραγούν, θα διαρρήξουν τα τείχη και έτσι τα βασιλικά ανάκτορα θα πέσουν εις τα χέρια των εχθρών.

Ναουμ. 2,8-καὶ ἡ ὑπόστασις ἀπεκαλύφθη, καὶ αὕτη ἀνέβαινε, καὶ αἱ δοῦλαι αὐτῆς ἤγοντο καθὼς περιστεραὶ φθεγγόμεναι ἐν καρδίαις αὐτῶν.
Ναουμ. 2,8-Ολη η ύπαρξις της πόλεως, άνθρωποι και πλούτη, θα αποκαλυφθούν ενώπιον των εχθρών. Θα συγκεντρωθούν και θα οδηγηθούν κάπου υψηλά. Δούλοι και δούλαι οι κάτοικοι της πόλεως θα οδηγηθούν εις αιχμαλωσίαν θα αναστενάζουν πικρώς εκ βάθους καρδίας, ωσάν αι περίστεραί που γουργουρίζουν.

Ναουμ. 2,9-καὶ Νινευή, ὡς κολυμβήθρα ὕδατος τὰ ὕδατα αὐτῆς, καὶ αὐτοὶ φεύγοντες οὐκ ἔστησαν, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐπιβλέπων.
Ναουμ. 2,9-Και η Νινευή, η οποία δια την πολυανθρωπίαν της ωμοίαζε προς δεξαμενήν αφθόνων υδάτων, θα ίδη τους κατοίκους να φεύγουν χωρίς σταματημόν διότι κανείς πλέον άνθρωπος η Θεός της δεν ενδιαφέρεται δι' αυτήν.

Ναουμ. 2,10-διήρπαζον τὸ ἀργύριον, διήρπαζον τὸ χρυσίον, καὶ οὐκ ἦν πέρας τοῦ κόσμου αὐτῆς· βεβάρυνται ὑπὲρ πάντα τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτῆς.
Ναουμ. 2,10-Οι εχθροί διαρπάζουν το αργύριον, διαρπάζουν το χρυσίον της, ατελείωτος είναι πλούτος και ο στολισμός της, βαρύτατοι οι θησαυροί της, περισσότεροι από κάθε άλλης πόλεως, τα σκεύη τα ωραία και πολύτιμα.

Ναουμ. 2,11-ἐκτιναγμὸς καὶ ἀνατιναγμὸς καὶ ἐκβρασμὸς καὶ καρδίας θραυσμὸς καί ὑπόλυσις γονάτων καὶ ὠδῖνες ἐπὶ πᾶσαν ὀσφύν, καὶ τὸ πρόσωπον πάντων ὡς πρόσκαυμα χύτρας.
Ναουμ. 2,11-Η πόλις, επάνω εις την ορμήν των εχθρών της, ανατινάσσεται εσωτερικώς, εκτινάσσεται έξω από τα τείχη. Αναβρασμός γίνεται, ωσάν να συγκλονίζεται από σεισμόν. Αι καρδίαι των κατοίκων συντρίβονται από τον πόνον και τον φόβον, παραλύουν τα γόνατά των, αι οσφύες των αισθάνονται οξύν πόνον, ωσάν τας ωδίνας επιτόκου γυναικός. Και το πρόσωπον όλων είναι ωχρόν και μαύρον, όπως η εξωτερική επιφάνεια χύτρας, την οποίαν προσβάλλει η φωτιά.

Ναουμ. 2,12-ποῦ ἐστι τὸ κατοικητήριον τῶν λεόντων καὶ ἡ νομὴ ἡ οὖσα τοῖς σκύμνοις, οὗ ἐπορεύθη λέων τοῦ εἰσελθεῖν ἐκεῖ, σκύμνος λέοντος καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκφοβῶν;
Ναουμ. 2,12-Που είναι τώρα η Νινευή, η κατοικία αυτή των λεόντων, τόπος βοσκής νεαρών λεόντων και όπου ο λέων με τους λεοντιδείς εισήρχετο, χωρίς κανείς να δύναται η να τολμά να τους εκφοβήση;

Ναουμ. 2,13-λέων ἥρπασε τὰ ἱκανὰ τοῖς σκύμνοις αὐτοῦ καὶ ἀπέπνιξε τοῖς λέουσιν αὐτοῦ καὶ ἔπλησε θήρας νοσσιὰν αὐτοῦ καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτοῦ ἁρπαγῆς.
Ναουμ. 2,13-Εις παλαιοτέρους καιρούς ο αγέρωχος Ασσύριος λέων ήρπαζεν αρκετά θύματα δια τους λεοντιδείς. Αλλα τα έπνιγε και τα έφερεν εις άλλους λέοντας και έτσι εγέμιζε την φωλεάν του από τα θηράματα. Το άντρον του ήτο γεμάτο από αρπαγάς.

Ναουμ. 2,14-ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, καὶ ἐκκαύσω ἐν καπνῷ πλῆθός σου, καὶ τοὺς λέοντάς σου καταφάγεται ῥομφαία, καὶ ἐξολοθρεύσω ἐκ τῆς γῆς τὴν θήραν σου, καὶ οὐ μὴ ἀκουσθῇ οὐκέτι τὰ ἔργα σου.
Ναουμ. 2,14-Ιδού όμως, ότι εγώ έρχομαι τώρα εναντίον σου, λέγει ο Κυριος ο παντοκράτωρ. Θα πυρπολήσω και θα μεταβάλω εις καπνόν το πλήθος σου και τους ως άλλους λέοντας άνδρας σου θα τους καταφάγη ρομφαία θανάτου. Θα σταματήσουν πλέον να υπάρχουν θηράματα εις την γην σου. Δεν θα ακουσθούν ποτέ πλέον τα κατορθώματά σου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3- Η αιτία της τιμωρίας της Νινευή η διαφθορά της.

Ναουμ. 3,1-Ὦ πόλις αἱμάτων, ὅλη ψευδής, ἀδικίας πλήρης, οὐ ψηλαφηθήσεται θήρα.
Ναουμ. 3,1-Νινευή, πόλις αιμάτων, γεμάτη από ψεύδη και αδικίας, δεν θα είσαι πλέον εις θέσιν ούτε να εγγίζης τέτοια θηράματα των αδικιών σου.

Ναουμ. 3,2-φωνὴ μαστίγων καὶ φωνὴ σεισμοῦ τροχῶν καὶ ἵππου διώκοντος καὶ ἅρματος ἀναβράσσοντος
Ναουμ. 3,2-Ιδού, κροταλισμοί από μαστίγια ιππέων ακούονται. Βαρύς θόρυβος των τροχοφόρων αρμάτων συγκλονίζει την γην, καλπασμός επερχομένου ιππικού και αναβρασμός πολεμικών αρμάτων.

Ναουμ. 3,3-καὶ ἱππέως ἀναβαίνοντος καὶ στιλβούσης ῥομφαίας καὶ ἐξαστραπτόντων ὅπλων καὶ πλήθους τραυματιῶν καὶ βαρείας πτώσεως· καὶ οὐκ ἦν πέρας τοῖς ἔθνεσιν αὐτῆς, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἀπὸ πλήθους πορνείας.
Ναουμ. 3,3-Οι ιππείς ορμητικοί επιτίθενται, στίλβουν αι ρομφαίαι των, λαμποκοπούν τα όπλα των, πλήθος είναι οι τραυματίαι σου, βαρεία και φοβερά η πτώσις σου. Πολυάριθμα τα έθνη σου, τα έγκλειστα εις τα τείχη σου. Ασθενικοί, άτονοι, θύματα εις σφαγήν εξ αιτίας της απεριγράπτου πορνείας σου.

Ναουμ. 3,4-πόρνη καλὴ καὶ ἐπίχαρις ἡγουμένη φαρμάκων, ἡ πωλοῦσα ἔθνη ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς καὶ λαοὺς ἐν τοῖς φαρμάκοις αὐτῆς.
Ναουμ. 3,4-Η Νινευή υπήρξεν ωραία και χαριτωμένη, πόρνη, αρχόντισσα εις τα μαγικά της φίλτρα και τας γοητείας της. Επωλούσε την διαφθοράν της και την γοητείαν της εις τα άλλα έθνη και με τας πορνικάς μαγείας της υπέτασσεν άλλους λαούς.

Ναουμ. 3,5-ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, καὶ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω σου ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου καὶ δείξω ἔθνεσι τὴν αἰσχύνην σου καὶ βασιλείαις τὴν ἀτιμίαν σου.
Ναουμ. 3,5-Ιδού, τώρα έρχομαι και εγώ εναντίον σου, λέγει Κυριος ο Θεός ο παντοκράτωρ. Θα ξεσκεπάσω την γυμνότητά σου και γυμνήν θα σε παρουσιάσω και θα δείξω εις τα έθνη την χαταισχύνην της γυμνότητάς σου, και εις τα άλλα βασίλεια της γης τον εξευτελισμόν σου.

Ναουμ. 3,6-καὶ ἐπιῤῥίψω ἐπὶ σὲ βδελυγμὸν κατὰ τὰς ἀκαθαρσίας σου καὶ θήσομαί σε εἰς παράδειγμα,
Ναουμ. 3,6-Θα κάμω τους άλλους να σε αηδιάσουν δια τας βρωμερότητάς σου και θα σε έχω ως παράδειγμα τιμωρίας και εξευτελισμού.

Ναουμ. 3,7-καὶ ἔσται πᾶς ὁ ὁρῶν σε καταβήσεται ἀπὸ σοῦ καὶ ἐρεῖ· δειλαία Νινευή· τίς στενάξει αὐτήν; πόθεν ζητήσω παράκλησιν αὐτῇ;
Ναουμ. 3,7-Θα συμβή, ώστε κάθε διαβάτης, που θα σε βλέπη εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν, θα απομακρύνεται από σε και θα λέγη· Αθλία Νινευή! Ποιός τότε θα ευρεθή να αναστενάξη δι' αυτήν; Κανείς. Από που να ζητήσω και να εύρω κάποιαν παρηγορίαν δι' αυτήν; Από πουθενά.

Ναουμ. 3,8-ἑτοίμασαι μερίδα, ἅρμοσαι χορδήν, ἑτοίμασαι μερίδα, Ἀμμὼν ἡ κατοικοῦσα ἐν ποταμοῖς, ὕδωρ κύκλῳ αὐτῆς, ἧς ἡ ἀρχὴ θάλασσα καὶ ὕδωρ τὰ τείχη αὐτῆς,
Ναουμ. 3,8-Ετοιμάσου δια την φοβεράν καταστροφήν, που σε περιμένει. Συναρμολόγησε τας χορδάς των οργάνων σου δια θρηνώδη μοιρολόγια. Ετοιμάσου δια την πτώσιν σου, συ η Αμμών, η ονομαστή πόλις της Αιγύπτου, αι Θήβαι. Συ, η οποία κατοικείς εν μέσω ποταμών και την οποίαν περιβάλλουν ως φυσική ασφάλεια κύκλω τα ύδατα. Συ που εβασίλευες επί αφθόνων ως η θάλασσα υδάτων και τα ύδατα ήσαν τα τείχη σου.

Ναουμ. 3,9-καὶ Αἰθιοπία ἰσχὺς αὐτῆς καὶ Αἴγυπτος, καὶ οὐκ ἔστη πέρας τῆς φυγῆς, καὶ Λίβυες ἐγένοντο βοηθοὶ αὐτῆς.
Ναουμ. 3,9-Η Αιθιοπία και η Αίγυπτος ήσαν η δύναμίς σου και δεν η,πορούσε να διαφύγη κανείς την επίδρασίν σου, αφού και οι κάτοικοι ακόμη της Λιβύης έγιναν βοηθοί σου.

Ναουμ. 3,10-καὶ αὐτὴ εἰς μετοικεσίαν πορεύσεται αἰχμάλωτος, καὶ τὰ νήπια αὐτῆς ἐδαφιοῦσιν ἐπ᾿ ἀρχὰς πασῶν τῶν ὁδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ἔνδοξα αὐτῆς βαλοῦσι κλήρους, καὶ πάντες οἱ μεγιστᾶνες αὐτῆς δεθήσονται χειροπέδαις.
Ναουμ. 3,10-Και ιδού, ότι συ αυτή θα πορευθής αιχμάλωτος εις εξορίαν. Τα νήπιά σου θα τα συντρίψουν κάτω στο έδαφος οι εχθροί σου, αυτό την αρχήν και έως εις όλην την έκτασιν των οδών σου. Εις όλα τα πολύτιμα πράγματά σου θα βάλουν κλήρον οι εχθροί σου, δια να τα διανεμηθούν μεταξύ των. Και όλοι οι άρχοντές σου,θα δεθούν με χειροπέδας.

Ναουμ. 3,11-καὶ σὺ μεθυσθήσῃ καὶ ἔσῃ ὑπερεωραμένη, καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῇ στάσιν ἐξ ἐχθρῶν.
Ναουμ. 3,11-Και συ, ω Νινευή, υπό το βάρος της συμφοράς θα είσαι ωσάν μεθυσμένη. Θα σε έχουν όλοι παραθεωρήσει και καταφρονήσει. Θα ζητήσης καταφύγιον και άσυλον, δια να σωθής από τους εχθρούς σου, και δεν θα εύρης.

Ναουμ. 3,12-πάντα τὰ ὀχυρώματά σου συκαῖ σκοποὺς ἔχουσαι· ἐὰν σαλευθῶσι, καὶ πεσοῦνται εἰς στόμα ἔσθοντος.
Ναουμ. 3,12-Ολα τα οχυρώματά σου θα είναι ωσάν τις συκές τις γεμάτες σύκα. Εάν σαλευθούν, θα πέσουν οι καρποί στο στόμα εκείνων, που θα τους φάγουν.

Ναουμ. 3,13-ἰδοὺ ὁ λαός σου ὡς γυναῖκες ἐν σοί· τοῖς ἐχθροῖς σου ἀνοιγόμεναι ἀνοιχθήσονται πύλαι τῆς γῆς σου, καὶ καταφάγεται πῦρ τοὺς μοχλούς σου.
Ναουμ. 3,13-Ιδού, το πλήθος των ανδρών σου είναι δειλόν ως αι γυναίκες. Εις τους εχθρούς σου θα ανοίγουν ορθάνοικτοι και ανεμπόδιστοι αι πύλαι της χώρας σου. Φωτιά θα κατακαύση τους μεγάλους ξυλίνους σύρτας των πυλών σου.

Ναουμ. 3,14-ὕδωρ περιοχῆς ἐπίσπασαι σεαυτῇ καὶ κατακράτησον τῶν ὀχυρωμάτων σου, ἔμβηθι εἰς πηλὸν καὶ συμπατήθητι ἐν ἀχύροις, κατακράτησον ὑπὲρ πλίνθον·
Ναουμ. 3,14-Διοχέτευσε και αποταμίευσε ύδωρ εις την πόλιν σου εν όψει της πολιορκίας σου. Ενίσχυσε τα οχυρώματά σου, έμπα μέσα στον πηλόν και δια των ποδών σου ζύμωσέ τον μαζή με άχυρα. Ενίσχυσε τα οχυρά σου με πλίνθους.

Ναουμ. 3,15-ἐκεῖ καταφάγεταί σε πῦρ, ἐξολοθρεύσει σε ῥομφαία, καταφάγεταί σε ὡς ἀκρίς, καὶ βαρυνθήσῃ ὡς βροῦχος.
Ναουμ. 3,15-Παρ' όλα όμως αυτά, η φωτιά θα σε καταφάγη. Η θανατική ρομφαία θα σε εξολοθρεύση. Φωτιά και μάχαιρα θα σε καταφάγουν, όπως αι ακρίδες κατατρώγουν την χλόην. Θα πλημμυρίσης και θα καταβαρυνθής από τους εχθρούς σου, όπως η χλόη από αναριθμήτους βρούχους.

Ναουμ. 3,16-ἐπλήθυνας τὰς ἐμπορίας σου ὑπὲρ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ· βροῦχος ὥρμησε καὶ ἐξεπετάσθη.
Ναουμ. 3,16-Επολλαπλασίασες εις μέγιστον αριθμόν τας εμπορικάς σου επιχειρήσεις, περισσότερον από τα άστρα του ουρανού· καμμία όμως η ωφέλειά σου. Ιδού όπως ο πολυάριθμος βρούχος ορμά και καταστρέφει την χλόην και πετά και φεύγει μακράν, αυτό θα συμβή με την πόλιν και τους πολυαρίθμους πολίτας σου.

Ναουμ. 3,17-ἐξήλατο ὡς ἀττέλεβος ὁ σύμμεικτός σου, ὡς ἀκρὶς ἐπιβεβηκυῖα ἐπὶ φραγμὸν ἐν ἡμέρᾳ πάγους· ὁ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ ἀφήλατο, καὶ οὐκ ἔγνω τὸν τόπον αὐτῆς· οὐαὶ αὐτοῖς.
Ναουμ. 3,17-Ο πολυπληθής ανάμικτος λαός σου επήδησε και εχάθηκε ωσάν τον αττέβελον, την άπτερον ακρίδα, η οποία εκρατείτο στον φράκτην εις ημέραν παγωνιάς. Ανέτειλεν όμως ο ήλιος και επήδησε και δεν εξαναγύρισε πλέον στον τόπον της. Το ίδιον θα πάθης συ και οι κάτοικοί σου. Αλλοίμονον εις αυτούς!

Ναουμ. 3,18-ἐνύσταξαν οἱ ποιμένες σου, βασιλεὺς Ἀσσύριος ἐκοίμισε τοὺς δυνάστας σου· ἀπῇρεν ὁ λαός σου ἐπὶ τὰ ὄρη, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκδεχόμενος.
Ναουμ. 3,18-Οι ποιμένες του λαού σου ενύσταξαν και εκοιμήθησαν, ω βασιλεύ των Ασσυρίων! Απεκοίμισες με την ιδέαν της αδιοταράκτου ασφαλείας τους άρχοντάς σου. Και ιδού ότι ο λαός σου έφυγε τρομαγμένος εις τα βουνά. Κανείς πλέον δεν του δίδει σημασίαν, κανείς δεν τον συγκεντρώνει.

Ναουμ. 3,19-οὐκ ἔστιν ἴασις τῇ συντριβῇ σου, ἐφλέγμανεν ἡ πληγή σου· πάντες οἱ ἀκούοντες τὴν ἀγγελίαν σου κροτήσουσι χεῖρας ἐπὶ σέ· διότι ἐπὶ τίνα οὐκ ἐπῆλθεν ἡ κακία σου διαπαντός;
Ναουμ. 3,19-Δεν υπάρχει πλέον ουδεμία θεραπεία εις την συντριβήν σου. Η φοβερά πληγή σου έπαθε φλεγμονήν, που οδηγεί στον θάνατον. Ολοι όσοι θα ακούσουν την αγγελίαν της καταστροφής σου, θα χειροκροτήσουν εις βάρος σου, διότι εναντίον τίνος δεν επεξετάθη η αδιάκοπος και συνεχής κακότης σου;

Στίχος
Ναούμ, τὸν Ἑλκεσαῖον ἐκπεπνευκότα, Ἕλκει πόθος με σμυρνίσαι σμύρνῃ λόγου. Πρώτη ἐκ βιότοιο Δεκεμβρίου ᾤχετο Ναούμ.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Νόμω ἔλαμψας, προαναγγέλλων, τᾶς τῆς χάριτος, Ναοὺμ Προφήτα, ὀμωνύμως παρακλήσεις ἐν Πνεύματι• δι' ὧν ὁ Λόγος οὐσίαν τὴν βρότειον, ἐπιφανεῖς τοὶς ἀνθρώποις κατηύφρανεν ὅθεν πρέσβευε, Τριάδι τὴ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β’
Τοῦ Προφήτου σου Ναοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ὡς πυρσὸς ἀκοίμητος Ναοὺμ Προφῆτα, φρυκτωρεῖς ἐν πέρασι, δι’ αἰνιγμάτων ἱερῶν, τὴν τῶν μελλόντων ἀλήθειαν, ὧν τὰς ἐκβάσεις ὁρῶντες τιμῶμέν σε.

Κάθισμα Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ἀμιγῆ χαρακτήρων τῶν κάτω ἔνδοξε, σὺ τὸν νοῦν κεκτημένος, τοῦ θείου Πνεύματος, καθαρώτατον Ναοὺμ δοχεῖον γέγονας, τὰς ἐλλάμψεις τὰς αὐτοῦ, εἰσδεχόμενος λαμπρῶς, καὶ πᾶσι διαπορθμεύων· διό σε ἐκδυσωποῦμεν, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου πρέσβευε.

Μεγαλυνάριον
Φρόνημα οὐράνιον αἰσχηκώς, οὐρανίου δόξης, ἐχρημάτισας θεωρός, βίῳ τε τὸν λόγον, Ναοὺμ ἐπισημαίνων· διὸ σὲ ὡς Προφήτην, θεῖον γεραίρομεν.

῾Ο προφήτης Δανιήλ




῾Ο προφήτης Δανιήλ εἶναι ἕνας ἀπό τούς τέσσερις μεγάλους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ῏Ηταν ᾿Ιουδαῖος στήν καταγωγή καί ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 7ου π. Χ. μέ τίς ἀρχές του 6ου π. Χ. αἰώνα. ῾Η ρίζα τοῦ Προφήτη ἦταν ἀπό βασιλική γενιά καί τό ὄνομά του στήν ῾Εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «ὁ Θεός κριτής καί ὑπερασπιστής μου».
᾿Από τή ζωή τοῦ ἅγιου Προφήτη δέν ἔχουμε πολλές λεπτομέρειες. ᾿Αλλά τά λίγα στοιχεῖα πού συγκεντρώνουμε ἀπό τίς διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί συγκεκριμένα ἀπό τό βιβλίο πού φέρει τό ὄνομά του, εἶναι ἀρκετά νά μᾶς δώσουν τό στίγμα τῆς βιοτῆς του. Νά μᾶς βεβαιώσουν δηλαδή, γιά τά βιώματά του καί τήν πίστη του καί γιά τό πῶς ἔζησε καί πολιτεύθηκε στήν ἐπίγεια πορεία του, ὁ ἐξαίρετος καί λαμπρός αὐτός «οὐρανοδρόμος» προφήτης.

῏Ηταν ἀκόμα μικρό παιδί, ὀκτώ περίπου ἐτῶν, ὅταν μαζί μέ ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του -ἀπό τά ὁποῖα ἔμειναν στήν ἱστορία μέ τό ὄνομά τους μονάχα οἱ Τρεῖς Παῖδες- ἁρπάχθηκαν αἰχμάλωτοι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες Βαβυλώνιους, ὅταν αὐτοί κυρίευσαν τήν ῾Ιερουσαλήμ.
Στήν πατρίδα του, πού τόσο ἀγαποῦσε καί νοσταλγοῦσε, δέν γύρισε ποτέ ὁ Προφήτης. ᾿Εκεῖνο ὅμως πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι, πολιτεύθηκε μέ τό βίωμα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Ψαλμωδός ὅταν λέει· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 23, 1). ῎Εζησε δηλαδή ὁ Προφήτης στή Βαβυλώνα, ὅπως ἀκριβῶς θά πολιτευόταν, ἄν εἶχε παραμείνει στή γῆ τῶν πατέρων του, στήν πίστη καί στή λατρεία τοῦ ᾿Αληθινοῦ Θεοῦ.

᾿Αγάπησε τούς ἀνθρώπους ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ἀνέθεσε ὑψηλά ἀξιώματα στό παλάτι τοῦ Βαβυλώνιου βασιλιᾶ, ἀγωνίσθηκε νά συμπαρασταθεῖ καί νά συντρέξει κάθε δυσκολεμένο καί πονεμένο συνάνθρωπό του.

᾿Ιδαίτερα νοιαζόταν ὁ προφήτης καί προσευχόταν ἀδιάλειπτα, γιά τόν ὑπόδουλο ᾿Ιουδαϊκό λαό. Ζητοῦσε τή συγχώρεση καί τό ἔλεος τοῦ Πανάγαθου Κυρίου του καί παρακαλοῦσε τή Φιλανθρωπία του, νά παραβλέψει τίς ἀνομίες τους καί νά εὐδοκήσει νά ἐπιστρέψουν μετανοημένοι στή γῆ τῶν πατέρων τους. ᾿Αλλά καί ἡ ἀγάπη τοῦ Δανιήλ γιά τόν εἰδωλατρικό λαό τῆς Βαβυλώνας, δέν ἦταν λιγότερη. Πονοῦσε ἡ ψυχή του, ὅταν τούς ἔβλεπε νά ζοῦν σέ τόση ἄγνοια καί πνευματικό σκοτάδι, λατρεύοντας γιά Θεό πότε τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο εἴδωλο. Γι αὐτό σέ κάθε εὐκαιρία, τούς μιλοῦσε γιά τόν ᾿Αληθινό Θεό, τό Δημιουργό τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Προσπαθοῦσε, σάν πνευματικός ἡγέτης καί φροντιστής τους ὁ Δανιήλ, νά ὁδηγήσει τό λαό του στή μετάνοια. Πιότερο ὅμως κι ἀπ᾿ αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε τό πνευματικό σκοτάδι τῶν Βαβυλωνίων. ῎Ενιωθε πώς ἔπρεπε νά δοξάσει τόν Θεό μέ τό λόγο, ἀλλά κυρίως μέ τή ζωντανή πίστη του καί τήν καθαρή ζωή του. ᾿Εργάσθηκε τό τάλαντο (Ματθ. κε´ 15-28) καί ὁ Κύριος τόν ἀξίωσε νά γίνει ὁ ἴδιος καθαρή νεφέλη οὐράνιου φωτός.

Τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τοῦ προφήτη Δανιήλ ἦταν προφητικό καί ἀποκαλυπτικό. Δέν ἀποκάλυπτε βέβαια, τίς βουλές τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐπιδείξει τή σοφία καί τό φωτισμό του, οὔτε πάλι γιά νά ἐξουθενώσει τούς ἄπιστους καί τούς ἁμαρτωλούς συνανθρώπους του. ῾Ο στόχος του πάντα ἦταν νά ὁδηγεῖ τόν κάθε προβληματισμένο ἄνθρωπο στή μετάνοια καί στήν ἐπιστροφή του «στήν αὐλή τῶν προβάτων», στόν ῞Ενα καί ᾿Αληθινό Θεό. Κήρυττε μέ τό παράδειγμά του καί βεβαίωνε μέ τή ζωή του ὅτι ᾿Εκεῖνος, ὁ ᾿Επουράνιος Πατέρας εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί ὁ Κύριος τῆς ἱστορίας. Αὐτός εἶναι ὁ Προαιώνιος, «ὁ Παλαιός τῶν ῾Ημερῶν» κι ᾿Εκεῖνος ἐπρόκειτο νά ἔπαιρνε σάρκα ἀνθρώπινη καί νά ἀποκαλυπτόταν -ὅταν ἐρχόταν «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου»- ὡς «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου». ᾿Εκεῖνος ἐπίσης, θά ὁρίσει τό τέλος τῆς ἱστορίας, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τόν ἐρχομό τῆς αἰώνιας Βασιλείας.

῾Η ἀγάπη τοῦ Δανιήλ στόν Θεό καί στούς ἀνθρώπους καί ἡ συνέπεια πού εἶχε στήν τήρηση τῆς πίστης του, τόν ὁδήγησαν ἀπό τή νεότητά του στήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. ῎Ετσι ἀξιώθηκε νά συνομιλεῖ μέ τούς ῾Αγίους ᾿Αγγέλους καί ἰδιαίτερα μέ τόν ᾿Αρχάγγελο Γαβριήλ. ῾Ο ᾿Αρχάγγελος μάλιστα, σέ μιά ἐμφάνισή του στόν Δανιήλ, τόν ἀποκάλεσε «ἄνδρα ἐπιθυμιῶν». ῎Ανθρωπο δηλαδή, πού τήν ψυχή του διακατέχει ἡ μοναδική καί εὐγενέστερη ἐπιθυμία, νά πορευθεῖ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά Τοῦ μοιάσει σάν γνήσιο καί ἀφοσιωμένο παιδί Του.

῾Ο Δανιήλ δέν γύρισε ποτέ πίσω στήν πατρίδα του, ἔζησε ὅμως μέ πατρίδα τόν οὐρανό καί συμπολίτες του τούς ῾Αγίους τοῦ Θεοῦ καί τούς ᾿Αγγέλους. ῾Υποτάχθηκε στούς ἐπίγειους ἄρχοντες καί βασιλεῖς, χωρίς ποτέ νά θαμπωθεῖ ἀπό τίς τιμές πού τοῦ ἀπονεμήθηκαν καί ἀπό τήν ἐφήμερη δόξα. Μίσησε τήν ἀνθρωπαρέσκεια καί τήν ὀφθαλμοδουλεία καί ζοῦσε μόνο γιά τόν Θεό. ῾Ο ᾿Επουράνιος Πατέρας του ἦταν πάντα τό στήριγμα, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀπαντοχή του. Γι᾿ αὐτό ἔγινε γιά ὅλους πηγή χαρᾶς, ὑπομονῆς καί ἔμπνευσης. Οἱ προκλήσεις τῆς Βαβυλώνιας ζωῆς ἦταν γιά τήν ὀμορφιά καί τά νειάτα του πάμπολες καί ὑπερβολικά ἑλκυστικές. ᾿Εκεῖνος ὅμως ἀντιστάθηκε σθεναρά καί προτίμησε τή μαρτυρική καί ταπεινή ὁδό τῆς καθαρότητας καί τῆς σωφροσύνης. ῎Ετσι ἡ καρδιά του πλατύνθηκε, φωτίσθηκε καί ἔγινε παραδείσειος τόπος, κατάλληλος γιά νά δεχθεῖ τόν κλῆρο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Κυρίου του.

ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ


Ο Προφήτης Ελισσαίος τιμάται στις 14 Ιουνίου. Χαίροις Ἐλισσαίε πάνσοφε, σὺ γὰρ καθάρας τὸν νοῦν,
ἡδόνων τῶν τοῦ σώματος, ὑπεδέξω ἔνδοξε,
τὰς αὐγὰς τὰς τοῦ Πνεύματος, τοῖς ἐφεξῆς τὲ πάσι μετέδωκας
καὶ ὅλος ὤφθης, φωτοειδέστατος, ὅθεν ἐσκήνωσας,
πρὸς τὸ φῶς τὸ ἄδυτον, ὑπὲρ ἡμῶν, πάντοτε δεόμενος,
τῶν εὐφημούντων σε.

Στη χορεία των Προφητών του Ισραήλ εξέχουσα θέση κατέχει και ο Προφήτης Ελισσαίος. Συνδέθηκε στενά με τον Προφήτη Ηλία το Θεσβίτη, ο οποίος και τον έχρισε Προφήτη κατά θεία εντολή. Ο Προφήτης Ελισσαίος γεννήθηκε στα Γάλγαλα, όπου είχε σκηνώσει πρώτα ο Ισραηλιτικός λαός, αφού διαπέρασε τον Ιορδάνη ποταμό. Εκεί ο Ιησούς του Ναυή έστησε θυσιαστήριο από δώδεκα λίθους, τους οποίους έλαβε από τον Ιορδάνη, σε ανάμνηση της θαυμαστής διάβασης του Ισραηλιτικού λαού και εκεί γιόρτασε το πρώτο Πάσχα στη γη Χαναάν.
Για τη γέννηση του Προφήτου Ελισσαίου στα Γάλγαλα ο Συναξαριστής Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (τ. Β΄ σ. 203) αναφέρει ότι όταν γεννήθηκε ο Προφήτης Ελισσαίος, η χρυσή δαμάλα, που προσκυνούσαν εκεί βόησε τόσο δυνατά που ακούστηκε στην Ιερουσαλήμ. Ο λαός ανατρίχιασε στο άκουσμα αυτό και ο Αρχιερέας αφού κοίταξε τις δύο πέτρες που κρέμονταν στο στήθος του, από τις οποίες η μία ονομαζόταν Δήλωση και άλλη Αλήθεια, σηκώθηκε όρθιος και σε στάση προσευχής, ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό και φώναξε: «Αυτή τη στιγμή προφήτης μεγάλος γεννάται, ο οποίος θα συντρίψει και κρημνίσει τα γλυπτά και τα χωνευτά είδωλα». Ο κόσμος, όταν άκουσε αυτή την προφητεία, έσκυψε φοβισμένος το κεφάλι του και προσευχήθηκε θερμά.
Ο Ελισσαίος από μικρό παιδί αγαπούσε τη γη και την καλλιεργούσε με αληθινή αγάπη. Τα δέντρα, τα φυτά, η φύση ολόκληρη τον συντρόφευε στις προσευχές του και στον ασκητικό του αγώνα.
Ο Προφήτης Ηλίας μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα της ζωής του, που τον είχαν συνταράξει, βρισκόταν απομονωμένος σε σπηλιά στις ψηλές πλαγιές του όρους Χωρήβ. Διψούσε η κουρασμένη του ψυχή να δει το Θεό, να ακούσει τη φωνή του. Και πράγματι ο Θεός του μίλησε: «Τι θέλεις εδώ Ηλιού;» Και ο Προφήτης του απάντησε με συγκίνηση: «Κύριε, σε λαχταράει η ψυχή μου. Δε βλέπεις τι γίνεται γύρω μας; Ο λαός σου εγκατέλειπε τη διαθήκη Σου. Γκρέμισαν τα θυσιαστήριά Σου, έσφαξαν σαν αρνιά με το μαχαίρι τους Προφήτες Σου και έμεινα εγώ μόνος. Κύριε και ζητούν και τη ζωή μου ακόμα να μου πάρουν…». Και η φωνή του Θεού είπε: «Πήγαινε πίσω στο δρόμο προς την έρημο της Δαμασκού και θα φτάσεις εκεί… και θα χρίσεις τον Ελισσαιέ, υιό Σαφάτ, Προφήτη, διότι αυτός θα συνεχίσει το έργο σου…».

Ο Προφήτης Ηλίας ξεκίνησε να εκτελέσει το πρόσταγμα του Θεού. Βρήκε τον Ελισσαιέ να οργώνει τη γη. Ο προφήτης Ηλίας τον πλησίασε και τον καλούσε με τον τρόπο του κοντά του. Ο Ελισσαίος αμέσως, πήγε, φίλησε τον πατέρα του αποχαιρετώντας τον, έσφαξε όλα τα βόδια του, τα έψησε και τα πρόσφερε στους φτωχούς του λαού. Ελεύθερος πλέον ακολούθησε τον Προφήτη Ηλία. Παρακολουθούσε κάθε λόγο του και κάθε ενέργεια του με προσοχή. Ήθελε να νιώσει βαθιά τη ζωή του Προφήτου, για να μπορέσει να βαδίσει στον ίδιο δρόμο (Γ΄ Βασιλ. Ιθ΄ 7-21).
Όταν ήρθε ο ώρα να φύγει από αυτόν τον κόσμο ο Ηλίας βρίσκονταν στην πόλη Βαιθήλ. Οι εμπνευσμένοι από το Θεό, της πόλης αυτής, πλησίασαν με συγκίνηση τον Ελισσαίο και του είπαν: «Η φωνή του Θεού μας λέει ότι σήμερα ο Κύριος θα πάρει με σύννεφο τον Ηλία, το γνωρίζεις;». Και ο Ελισσαίος τους είπε ότι το αισθανόταν. Με αποφασιστικότητα είπε στην Ηλία ότι δεν θα τον αφήσει μόνο του ούτε στιγμή, λέγοντας: «Ζει Κύριος και ζει η ψυχή σου». Έτσι τον ακολούθησε στην Ιεριχώ και από εκεί στον Ιορδάνη. Εκεί, παρόντων πενήντα εμπνευσμένων προφητών από την Ιερουσαλήμ, ο Ηλιού πήρε στο χέρι τη μηλωτή του, την άπλωσε και χτύπησε με αυτή τα νερά του Ιορδάνου ποταμού. Και τα νερά αμέσως σταμάτησαν, χωρίστηκαν σε δύο, άνοιξαν δρόμο και διάβηκαν και οι δύο απέναντι. Τότε ο Ηλιού του είπε: «Κάποια στιγμή θα αναληφθώ στους ουρανούς, εκεί δεν μπορείς να με ακολουθήσεις, μπορείς όμως να μου ζητήσεις ότι θέλεις». Ο Ελισσαίος αισθάνθηκε ρίγη να περνούν το κορμί του, βούρκωσαν τα μάτια του και είπε με λαχτάρα: «Τη χάρη, που έλαβες εσύ από το Θεό, θέλω να την αφήσεις διπλή σε εμένα». Τότε ο Ηλίας αποκρίθηκε: «Αν δεις την ανάληψή μου στους ουρανούς, θα αποκτήσεις διπλή τη χάρη». Προχώρησαν κουβεντιάζοντας, στην όχθη του ποταμού. Ξαφνικά ένα άρμα από φωτιά, άρπαξε τον Ηλία και εν μέσω θορύβου τον ανέβαζε προς τον ουρανό. Θαμπώθηκε ο Ελισσαίος και ξέσπασε φωνάζοντας: «Πάτερ, Πάτερ ἅρμα Ἰσραὴλ καὶ ἱππέας αὐτοῦ…». Είδε τη μηλωτή του να πέφτει από το άρμα πάνω του. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκε θεϊκή δύναμη να πλημμυρίζει την ψυχή του. Πήρε στα χέρια του ευλαβικά το πολύτιμο δώρο και κτύπησε με αυτή τα νερά του Ιορδάνου ποταμού, ζητώντας από το Θεό τη δύναμη του Ηλία και αμέσως άνοιξαν τα ύδατα και διήλθε τον Ιορδάνη. Οι προφήτες που παρακολουθούσαν έκπληκτοι τα φαινόμενα είπαν: «Αληθινά το πνεύμα του Ηλία αναπαύθηκε στον Ελισσαίο». Τον πλησίασαν, έσκυψαν ευλαβικά και τον προσκύνησαν (Δ΄ Βασιλ. β΄ 1-25).

Ο Θεός έκανε πολλά θαύματα μέσω του Προφήτου Ελισσαίου. Ακολουθούν δύο πολύ χαρακτηριστικά θαύματα. Τα νερά της Ιεριχούς, τα οποία έκαναν άτεκνους τους ανθρώπους και τα ζώα που τα έπιναν, τα γιάτρεψε ρίχνοντας αλάτι σε αυτά και λέγοντας «Τάδε λέει Κύριος, ἰατρεύω τὰ νερὰ αὐτὰ». Επίσης ανέστησε δύο νεκρούς, έναν ενώ ήταν ζωντανός, τον υιό της Σωμανίτιδας και άλλον μετά την κοίμησή του.

Ο Προφήτης Ελισσαίος θεράπευσε τον Νεεμάν, πολύτιμο συνεργάτη του βασιλιά της Συρίας από τη λέπρα. Μετά από επιστολή του Σύριου βασιλιά προς το βασιλιά του Ισραήλ απαιτώντας να θεραπευθεί ο Νεεμάν, έχοντας ακούσει για τον Προφήτη του Θεού που θεραπεύει από τις αρρώστιες, ολόκληρα άρματα, μακρά συνοδεία, φορτωμένα με άφθονα και πολύτιμα δώρα ξεκίνησε για την Παλαιστίνη. Ο άρχων της Συρίας πήγε στο ταπεινό σπίτι του Προφήτου και στάθηκε στην πόρτα του με όλα τα άρματα και τα πλούσια εφόδια. Μα πριν κατέβει άνθρωπος του Ελισσαίου τον πλησίασε και του έδωσε τη συνταγή της θεραπείας του: «Πήγαινε στον Ιορδάνη ποταμό και κάνε λουτρό επτά φορές και θα γίνει εντελώς καλά». Ο Νεεμάν θύμωσε, θεωρώντας ότι τον κορόιδεψε και ξεκίνησε για να φύγει. Όμως οι υπηρέτες του τον έπεισαν να μείνει και να πράξει αυτό που του είπε ο Προφήτης. Πράγματι πήγε στον Ιορδάνη ποταμό, πλύθηκε και η λέπρα σαν λέπια ψαριού έπεσε από πάνω του και έγινε το σώμα του καθαρό και υγιές. Με δάκρυα στα μάτια γύρισε στο σπίτι του Προφήτη Ελισσαίου, του εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του και ομολόγησε: «Πείσθηκα αδιάσειστα ότι μόνος αληθινός Θεός είναι ο Θεός του Ισραήλ. Η ευγνωμοσύνη μου θα είναι παντοτινή προς εσένα. Όλα τα δώρα είναι δικά σου. Είμαι δούλος σου». Όμως ο Προφήτης αρνήθηκε τα δώρα, γνωρίζοντας ότι η ευγνωμοσύνη οφείλεται στο Θεό, ενώ με την πράξη του δοξάστηκε το όνομα του Θεού.
Ωστόσο ο υπηρέτης του, Γιεζί, θαμπώθηκε από τα δώρα και επέδειξε φιλαργυρία, φιλοχρηματία και παρακοή. Έτρεξε στο Νεεμάν και του ζήτησε χρήματα και στολές, λέγοντας ψέματα ότι τα ζήτησε ο Προφήτης. Ο Νεεμάν αμέσως με χαρά έδωσε διπλάσια από όσα του ζήτησε και εκείνος τα πήρε και τα κράτησε για τον εαυτό του. Όταν γύρισε στο σπίτι είπε ψέματα στον Ελισσαίο και εκείνος αφού τον επέπληξε σκληρά για την πράξη του, την οποία γνώριζε, αφού το πνεύμα του είχε παρακολουθήσει την αμαρτία του υπηρέτη, του μετέδωσε τη λέπρα του Νεεμάν. Αμέσως ο Γιεζί αισθάνθηκε ένα τρομερό κλονισμό και με φρίκη είδε όλο του το κορμί να γεμίζει με λέπρα (Δ΄ Βασιλ. 5).
Όταν κοιμήθηκε ο Προφήτης Ελισσαίος ενταφιάστηκε στη Σεβαστούπολη που βρίσκεται στη Σαμάρεια. Στο έργο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου «Δωδεκάβιβλος» σημειώνεται ότι στον έβδομο χρόνο του Θεοδοσίου του Μικρού, το έτος 415, μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια το λείψανο του Προφήτου Ελισσαίου και κατετέθη στην Μονή Παύλου του Λεπρού. Από την Αλεξάνδρεια μεταφέρθηκαν τα λείψανά του και κατατέθηκαν στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων στην Κωνσταντινούπολη. Η κατάθεση αυτή εορτάζεται 20 Ιουνίου. Την ίδια ημέρα εορτάζεται η κατάθεση των λειψάνων και περιβολαίων των Αγίων Αποστόλων Λουκά, Ανδρέου και Θωμά και του Μάρτυρος Λαζάρου, τα οποία κατατέθηκαν επίσης στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων στην Κωνσταντινούπολη. Σπουδαίο είναι το γεγονός ότι ο Προφήτης Ελισσαίος προφήτευσε για την παρουσία του Χριστού.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Η φιλοξενία του Οσίου Παισίου του Μέγα και ο βίος του


Μια φορά, ενώ ο Oσιος Παίσιος προσευχόνταν στο κελί του πήγαν σ΄αυτόν ο Χριστός και δύο άγγελοι,όπως είχαν κάποτε πάει στον πατριάρχη Αβραάμ και του είπαν:''Χαίρε Παίσιε,σήμερα πρέπει να μας φιλοξενήσεις!''Ο Παίσιος τους δέχθηκε με χαρά,δεν ετοίμασε όμως φαγητά όπως ο Αβραάμ,αλλά έφερε νερό για να πλύνει τα πόδια Του.Και επειδή όταν φιλοξενείς καποιον δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από το να του πλύνεις τα πόδια,ο Παίσιος αυτό έκανε.Ο Χριστός του είπε:''Ειρήνη Σοι δούλε Μου''! και έφυγε.
Ο Άγιος Παίσιος καιόμενος  από τη θεική αγάπη έτρεξε και ήπιε το νερό με το οποίο είχε πλύνει τα πόδια του Ιησού και άφησε και λίγο για τον υποτακτικό του ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο.
Ερχόμενος ο υποτακτικός από το ταξίδι και όντας πολύ κουρασμένος του είπε ο όσιος:''Πήγαινε να πιείς νερό από το δοχείο εκείνο για να σβήσεις τη δίψα σου!''.Ο υποτακτικός υπάκουσε αλλά έλεγε από μέσα του:''Εγώ ταξίδεψα μέσα σε αφόρητο καύσωνα και ο γέροντας αντί να με στείλει στην πηγή να πιώ νερό δροσερό με στέλνει να πιω νερό βρώμικο και στάσιμο!''.
Αυτά σκεφτόνταν ο υποτακτικός όταν ο όσιος τον έστειλε για δεύτερη φορά και ενώ είπε ότι θα πάει δεν πήγε,Ο όσιος του το είπε για τρίτη φορά και αυτός δεν υπάκουσε.
Τότε του είπε'Τώρα θα πάρεις τον μισθό της ανυπακοής σου.δηλαδή θα χάσεις τα θεικά δώρα!''.Ακούγοντας αυτό ο υποτακτικός στενοχωρήθηκε και έτρεξε αμέσως να πιεί νερό από το δοχείο,αλλά αυτό είχε εξαφανιστεί,και είπε;;''Γέροντα,δε βρίσκω το νερό για να το πιώ΄΄
-Πως να το βρεις αφού έγινες ανάξιος;Επειδή η ανυπακοή διώχνει τη χάρη από τον ανυπάκουο,όπως η υπακοή φέρνει τη χάρη στον υπάκουο
-Ποιό ήταν αυτό το μεγάλο δώρο που έχασα και πως εξαφανίστηκε;
-Επειδή έκανες ανυπακοή,ενώ τρεις φορές σου είπα να πιείς από το νερό εκείνο,άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό  και πήρε το αγιασμένο νερό.
Ακούγοντας αυτό ο υποτακτικός συγκλονίστηκε και έμεινε άφωνος για πολύν ώρα.Ερχόμενος εις εαυτόν,έκλαιγε και θρηνούσε:''Τι έχασα ο άθλιος,τι έχασα!Ο διάβολος δεν μ΄άφησε να το αποκτήσω!''
Αφού έκλαψε πολύ  μετάνοιωσε και ζητούσε έλεος.
Ο όσιος του είπε:''Γιέ μου,ο Αδάμ έφυγε από τον παράδεισο για την ανυπακοή του.Επειδή όμως λυπήθηκες πολύ και μετανόησες,σήκω από την πτώση της ανυπακοής,κάνε υπακοή και ζήτα από τον Κύριο συγχώρεση.Ο Κύριος ελεεί όσους μετανοούν πραγματικά και προσεύχονται''
ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Ο Όσιος Παΐσιος καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε το έτος 300 μ.Χ. από γονείς πολύ πλούσιους, αλλά και ευσεβείς. Ήταν επτά αδέλφια και ο μικρότερος ήταν ο Παϊσιος. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η στοργική μητέρα του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου.
Σε νεαρή ηλικία ο Παΐσιος, πήγε στη έρημο κοντά στον διάσημο για την αρετή, του αββά Παμβώ. Με οδηγό αυτόν τον έμπειρο πνευματικό πατέρα, ο Παΐσιος απέκτησε πολλές θείες αρετές. Όταν πέθανε ο Παμβώ, ο Παΐσιος αναχώρησε στο δυτικό μέρος της ερήμου και εκεί έστησε τη διαμονή του, όπου πλήθος ανθρώπων πήγαιναν προς αυτόν, για να ζητήσουν το δρόμο της σωτηρίας και να ακούσουν από το στόμα του λόγια πνευματικά και ψυχωφελή.
Όταν ο Παΐσιος έφτασε σε βαθιά γεράματα, τον παρακάλεσαν πολλοί αδελφοί, ν’ αφήσει την έρημο και να κατεβεί στην κοντινότερη πόλη, για να μπορέσουν πολλοί άνθρωποι να ωφεληθούν από τους άγιος λόγους του. Πράγμα που έγινε και έτσι δόθηκε σε πολλούς η ευκαιρία να γνωρίσουν τον δρόμο της σωτηρίας, από τα θεόπνευστα λόγια του Παϊσίου. Μαθητής του Οσίου, υπήρξε και ο Όσιος Παύλος.

Αφού ο Όσιος Παΐσιος ωφέλησε πολλούς συνανθρώπους του, πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία και τον έθαψαν στην έρημο όπου ασκήτευσε. Μετά από χρόνια, ο πατήρ Ισίδωρος, ανακόμισε τα άγια λείψανά του και τα μετέφερε στην Πισιδία, όπου τα εναπόθεσε στο εκεί Μοναστήρι του.
Η Μονή του Οσίου Παισίου στην Αιγυπτο(www.miriamturism.ro)

Ο Όσιος Παίσιος ο Μέγας και Θεοφόρος εορτάζει στις 19 Ιουνίου

Κανών παρακλητικός είς τον άγιο Ιούδα τον Θαδαίο ( 19 Ιουνίουου)


Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως λέγομεν τον Ψαλμόν 142.
Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου. Καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σοῦ, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιον σου πᾶς ζῶν.
Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθησέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου Κύριε ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωῒ τὸ ἔλεός σου ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον. Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου. Τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολεθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου. Καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου ὅτι ἐγὼ δοῦλός σου εἰμι.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ.α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ.β΄.Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ.γ΄.Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καί ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Συνοδοιπόρος τοῦ Χριστοῦ θεοφόρος, πλουσίαν χάριν παρ’ Αὐτοῦ ἐκκομίσω, τοῦ ἐνεργεῖν παράδοξα Ἰούδα μοι· ὅθεν ταῖς πρεσβείαις σου, πολυμόρων κινδύνων, ἐκ παντοίων θλίψεων, καὶ δαιμόνων μαντείας, φύλαττε ζῶντας ἅπαντας ἡμᾶς, τοὺς σὲ μεσίτην πρὸς Κύριον ἔχοντας.
Δόξα Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίω Πνεύματι. Καὶ νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Θεοτοκίον.
Οὐ σιωπήσωμέν ποτε, Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰμὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τὶς ἡμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τὶς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ, σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.
Ὁ Ν΄ ψαλμός.
Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀπορρίψης μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαὶ με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιων, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Ὁ Κανὼν τοῦ Ἁγίου, οὑ ἡ Ἀκροστοιχίς: Εὐφρανον Θαδδαῖε θείᾳ χάριτί σου· Εὐάγγελον μέλψαντος τὴν ἄθλησίν σου.
Ὠδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὑγρὰν διοδεύσας.
Ἐχθρῶν ἀνηκέστων τὰς προσβολὰς δεχόμενος Ἅγιε, τῇ θερμῇ σου ἐπισκοπῇ προσβλέπω δεόμενος, ῥυσθῆναι τῆς φοβερᾶς μοι θεάδελφε θλίψεως.
Ὑπάρχων πολύτιμος ἀρωγὸς, δαιμόνων φατρίας, καὶ ἁπάσης ἐπιδρομῆς, ἡμᾶς ἀκεραίους διατήρει, ταῖς σαῖς πρεσβείαις Θαδδαῖε μοι Ἅγιε.
Φλογίσματα πάθους ὡς ὑετὸς, ἡμῖν κατασβέσας καὶ χαρίεσαν τὴν ζωὴν, ὑπεσχέθης ἅπασι Θαδδαῖε, αἴτει ἡμῖν τῶν πταισμάτων τὴν ἄφεσιν.
Θεοτοκίον.
Ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἐκ τοῦ πονηροῦ, τῶν πάντων προστάτις, Θεοτόκε χριστιανῶν, προστάτευε ἅπαντας Δέσποινα, τῶν ἀδυνάτων ψυχὰς προσελθόντων σοι.
Ὠδὴ γ΄. Οὐρανίας ἀψίδος.
Παθημάτων ποικίλων, καὶ φοβερῶν θλίψεων, πάντας θεραπεύσας θεόφρων, τοῖς προσελθόντας σοι, οὕτως ἀπάλλαξον, πάσης φροντίδος καὶ πόνου, Ἅγιε Θαδδαῖε μοι, τοὺς σὲ δοξάζοντας.
Πῦρ ὁ φθόγγος σου ὤφθη, καὶ δαψιλῶς φρίττουσι πάντων τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, δυνάμει μείζονι· ὅθεν κατάστειλον, τὴν τῶν παθῶν ἡμῶν στήλην, Ἅγιε Ἰούδα μοι, τῆς παρουσίας σου.
Ἀσφαλέστατον τεῖχος, καὶ συμπαγὲς ἔρεισμα, καὶ ἀναψυχὴ ἐν ἀνάγκαις, καὶ καταστάσεσι, γενοῦ Ἰούδα μοι, τῇ ἀγαθῇ σου καρδίᾳ, σπεύδουσι ἑκάστοτε, οἱ σὲ δοξάζοντες.
Θεοτοκίον.
Ῥάβδος ὤφθης ἁγία, πάντας Χριστῷ ἄγουσα, ὥσπερ Ἠσαΐας προεῖπε, Ἁγίω Πνεύματι, Κόρη πανένδοξε· διὸ τῇ σῇ μεσιτείᾳ, τὸ σκιῶδες φώτισον τὴς διανοίας μου.
Διάσωσον, θαυματουργὲ καὶ θεόπτα πάσης ἀνάγκης, καὶ μαντείας τοῦ πονηροῦ ἀλγομήτορος, τοὺς σὲ τιμῶντες Θαδαῖε μοι ἀθλοφόρε.
Ἐπίβλεψον ἐν εὐμενεία πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν τοῦ σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι τῆς ψυχῆς μου το άλγος.
Κάθισμα. Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή.
Κακίστου ἐχθροῦ, ἐδείχθης ἰσχυρότερος, καὶ πάντας σοφὲ, κατέπληξας τοῖς ἔργοις σου· καὶ νῦν μάκαρ προΐστασο, τῶν πιστῶς προσελθόντων ταῖς χεῖρες σου, καὶ τὸν Σωτήρα δυσώπει ἀεὶ, διδόναι ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
Ὠδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.
Θείαν χάριν δεξάμενος, τῇ διακονίᾳ Χριστοῦ πρεσβεύοντας, ἀπαυγάζεις τὴν ζωὴν ἡμῶν, μάκαρ μὴ παρίδης πάσης θλίψεως.
Ἀλγηδόνων παθήσεων, λύτρωσε Θαδαῖε μοι, τῇ πρεσβείᾳ σου, τοὺς προστάτην καὶ μεσίτην σε, κεχρισμένους μάκαρ πρὸς τὸν Κύριον.
Τεθνεότας σοι ἤγειρας, τῇ ζωοποιῷ ἐλεύσει σου Ἅγιε, οὕτω κράτησον Θαδδαῖε μοι, νεκρωθεῖσαν μάκαρ τὴν καρδίαν μου.
Θεοτοκίον.
Ἰησοῦν τὸν πανέντιμον, ὅν ἀκαταλήπτως Κόρη ἐκράτησας, καθικέτευε χαρίσασθαι, τῶν πλημμελημάτων ἡμῖν ἄφεσιν.
Ὠδὴ ε΄. Φώτισον ἡμᾶς.
Ἔχοντες τὴν σὴν, προστασίαν οὐ πτοούμεθα, τῶν δαιμόνων, καθ’ ἡμῶν τὰς προσβολὰς, διὰ τούτο σοι προσφεύγομεν Ἰούδα μοι.
Ἔλαμψας ὡς φῶς, καὶ ἀκτῖσι τῶν θαυμάτων σου, διαλύεις τὴν σκοτόδινον ἀεὶ, τῶν λαθῶν ἡμῶν Θαδδαῖε μοι λαμπρότατε.
Μέγας βοηθὸς, ἠξιώθης ἡμῖν Ἅγιε, διὰ τοῦτο σοὶ εὐχόμεθα θερμῶς, ἀνελοῦ ἡμᾶς κακώσεως καὶ θλίψεως.
Θεοτοκίον.
Ἄχραντε Ἀγνὴ, Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, ἐξελοῦ ἡμᾶς πολλῶν τε πειρασμῶν, Σὺ εἷ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Πανάγαθος.
Ὠδὴ στ΄. Τὴν δέησιν.
Σωμάτων, ἔκβαλε πόῤῥω τὰ ἄλγη τῶν πρὸς σὲ μετὰ σπουδῆς προσελθόντων, καὶ τῶν ψυχῶν ἀσωτείας τὸ βάρος, τὸ καταθλίβον ἡμᾶς ἀνακούφισον, Θαδδαῖε μοι θαυματουργὲ, τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ πρὸς Κύριον.
Ῥυσθῆναι, τοῦ μοχθηροῦ πανουργίας, καὶ ἅπάσης ἀπειλῆς καὶ κακίας, καὶ σκληροτάτων ἡμᾶς συμπτωμάτων, Χριστὸν δυσώπει παμμάκαρ Ἰούδα μοι, ὅτι ἀρίστην πρὸς Αὐτὸν παῤῥησίαν κρατεῖς ἁγιότατε.
Τοῖς πάθεσι δαψιλῶς, ἀστερόπτα, ἀνεδείχθης ἰατρὸς καὶ προστάτης, τῶν πληγωμένων θερμὸς ἀντιλήπτωρ, καὶ ἐλατὴρ τῶν δαιμόνων Θαδδαῖε μοι· προσφεύγοντες πάντες ὑμῖν, ἀρωγὴν καθ’ ἑκάστην προσμένομεν.
Θεοτοκίον.
Σοὶ πάντες, ἀναφωνοῦμεν Παρθένε, καὶ βοήθειαν ἑτοίμην ζητοῦντες, πάσης ἀνάγκης τῷ βίῳ καὶ πάντες, τῇ χάριτί σου ἐνθέως λυτρούμεθα, Θεοσωτῆρα Μαριάμ· διὰ τοῦτο ἀεὶ Σὲ γεραίρομεν.
Τὴν δέησιν ἐκχεῶ θεόπτα, πάσης ἀνάγκης, καὶ κακίας τοῦ μοχθηροῦ πολεμήτορος, καὶ δυσωπῶ σὲ θεάδελφε ἀθλοφόρε.
Ἄχραντε Ἁγνή Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τήν νοσοῦσάν μου τοῖς πάθεσι ψυχήν, θερπαείας τῇ σῇ χάριτι ἀξίωσον.
Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τῆς τῶν αἱμάτων σου.
Τοῖς τῶν θαυμάτων σου μάκαρ πυρσεύμασιν ἀποδιώκεις παθῶν τὴν ἐπίθεσιν καὶ βρῶσιν καὶ χάριν οὐράνιον, καὶ χαρμοσύνην παρέχεις Θαδδαῖε μοι, διὸ ἐξυμνοῦμεν σοι ἅπαντες.
Προκείμενον: Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην καί οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.
Στίχ. Μακάριος ἀνήρ, ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον.
Εὐαγγέλιον· ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ προσκαλεσάμενος ο Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τούτους ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε·
πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες· ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.
Δόξα Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Ταῖς τοῦ ᾿Αποστόλου, πρεσβείαις ᾿Ελεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καὶ νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις ᾿Ελεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Στίχ. ᾿Ελέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
Προσόμοιον. Ἦχος πλ. β΄. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Ῥήμασι ἐκόσμησας, τὴν σὴν ζωὴν φωτοδότα, καὶ πολλοὺς διέσωσας, λύσσης τοῦ ἀλάστορος τοῦ ἐχθρότατου· ἀφειδῶς πᾶσι γὰρ, δίδεις τὰς ἰάσεις· διὰ τοῦτό σοι δεόμεθα· ἴασαι Ἅγιε, τῆς ψυχῆς ἡμῶν τὴν κατήφειαν, καὶ λύτρωσαι τῶν θλίψεων, πάντας ἐξ ἡμῶν διαφύλαξον, εἰρήνην παρέχων ἡμῖν καὶ καλωσύνην ἀγαθὴν, ὧσπερ παμμάκαρ Θαδδαῖε μοι, ταῖς σαῖς ἀντιλήψεσι.
Ωδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας.
Ἀκαθάρτων δαιμόνων, σοὶ καθεῖλες παμμάκαρ πᾶσαν τὴν δύναμιν, πᾶσας τὰς μεθοδείας, αὐτῶν τᾶς ἀλλοτρίους ἑπιτυχῶς κατετρόπωσας, διὸ παράσχου ἡμῖν τὴν ἰατρείαν ταύτην.
Φωτισμὸν ἡμῖν αἴτει, καὶ δεινῶν προβλημάτων τὴν παλινόρθωσιν, καὶ βίου εὐπραξίαν, καὶ πᾶσαν εὐλογίαν, ἐκ Θεοῦ μάκαρ Ἅγιε, τοῖς προσελθοῦσι ἀεὶ, τῇ σῇ σεπτῇ πρεσβείᾳ.
Προκοπὴν μετανοίας, καὶ καρπούς μοι φανέρωσον μάκαρ Ἅγιε, δολείας ἁμαρτίας, ἐκβάλλων τὴν ἀπάτην, ὡς προστασίαν ἐδέχθημεν, Θαδδαῖε μοι ἐκλεκτὲ, Θεοῦ εὐλογητὸς εἷ.
Θεοτοκίον.
Ἐν ἀγκάλαις κρατοῦσα, ὥσπερ νήπιον Κόρη τὸν ἀπερίγραπτον, δεινῶν με τοῦ βελίαρ, διάσωσον ἐν τάχει, καὶ Θεῷ μοι συνέδεσε, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Παρθένε Θεοτόκε.
Ὠδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.
Σῶσον με μάκαρ, ἐκ τοῦ ἐχθροῦ μεθοδείας, καὶ διάσωσον ἀεὶ ἐξ ἁμαρτίας, τὴν καταστραφεῖσαν, Θαδδαῖε μοι, ψυχήν μου.
Ἀπὸ σκυμβάλων, καὶ μεθοδείας καὶ πλάνης, διαφύλαττε Θαδδαῖε ἀλωβήτους, τοὺς ἐπιζητούντας, τὴν σῆν ἐπιστασίαν.
Σωματικῶν μοι, καὶ ψυχικῶν παθημάτων, τήρει ἄτρωτον Θαδδαῖε μοι τρισμάκαρ, τοῦ καρκίνου πάθος, ἐν λόγῳ θεραπεύσας.
Θεοτοκίον.
Φώτισον Κόρη, τὴν ἀσθενοῦσαν ψυχήν μου, σβέσον πάθεσι καὶ πλείσταις ἁμαρτίαις, ἵνα σὲ δοξάζω, τὴν Κεχαριτωμένην.
Ὠδὴ θ΄. Κυρίως Θεοτόκον.
Θαυμάτων ἐξαισίων, σὲ ὁμολογοῦμεν, μὴ διαλάθῃς παρέχων εὐδόκιμα, ἑνὶ ἑκάστῳ Θαδδαῖε μοι βοηθήματα.
Ὡς θεῖος τοῖς ἀνθρώποις, καὶ δεινὸς ἐκφάντωρ, θαυματουργὲ καὶ ἐξάρχα Θαδδαῖε μοι, ὑπὲρ ἡμῶν τὴν Τριάδα ἀεὶ ἱκέτευε.
Τριάδος νῦν τῷ θρόνῳ παρεστὼς τρισμάκαρ, εὐχετηρίους ἀφθόνως προσάγαγε, ὑπὲρ τῶν πάντων δεήσεις τῶν εὐλαβούντων σε.
Θεοτοκίον.
Ἀπάλλαξον τὸν νοῦν μου, Μῆτερ Θεοτόκε, ἐκ λογισμῶν ἀντιθέτων τοῦ πύθωνος, καὶ τὴν καρδίαν μοι Ἄχραντε διάσωσον.
Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.
Μεγαλυνάρια.
Χάριν ἀναβλύζεις ζῶσα πηγὴ, καὶ τοὺς ἀσθενούντας, θεραπεύεις ὠς ἰατρός· δίδου ἡμῖν ῥῆσιν, ἀγάπην καὶ ὑγείαν, τρισμάκαρ Θαδδαῖε, τῇ ἀντιλήψει σου.
Θεῖος ἀνεδείχθης ὡς μαθητὴς, λαμπρότητα βίου, διαφαίνων ἀπὸ παιδὸς, καὶ τοῖς θαύμασί σου, πολλοὺς ζωοποιήσας, ἀξίως ἐφημίσθης, μάκαρ Ἰούδα μοι.
Χαίροις Ἀποστόλων ὁ ἀδελφὸς, καὶ τῶν Βασιλέων, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις τῶν χαρίτων, ἡ ζωηφόρος κρήνη, Ἰούδα μοι τρισμάκαρ, πάντων βοήθεια.
Νόσους ἰατρεύεις ὀδυνηρὰς, καὶ καρκίνου νεῖκος, χαρισάμενος συμπαθῶς, δίδου ἡμῖν χἀριν, ἐν βίῳ καὶ ὑγείαν, Θαδδαῖε μοι παμμάκαρ, τῇ ἀντιλήψει σου.
Δίδου τὴν πρεσβείαν σου πρὸς Χριστὸν, τῷ πιστῷ λαῷ σου, σοὶ θεάδελφε ἱερὲ, δύναμιν καὶ πίστιν, ἀγάπην καὶ γαλήνην, καὶ πᾶσαν εὐθυμίαν, πρὸς βίον μείζονα.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Τρισάγιον.
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (γ')
Δόξα... Καὶ νῦν...
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν.Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον, Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα... Καὶ νῦν...
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον, καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν, καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἑρήμου πολίτης
Θεαδέλφων τὸ μεῖον καὶ Μνηστῆρος τὸν δεύτερον, τὸν Θαδδαῖον ἔχων προστάτην γηθοσύνως δοξάσομεν· θαυμάτων γὰρ παρέχει δωρεὰς, καὶ πλήττει ἀσθενείας μιαρὰς, καὶ καρκίνον ἀπαλλάττει τῆς συνοχῆς, τοὺς εὐσεβῶς προστρέχοντας: δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἀπόλυσις, καὶ τὸ· ἦχος β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ Ξύλου.
Θεῖος ἀθλοφόρος γεγονὼς, καὶ θαυμάτων πλήθη δωρήσας, μάκαρ Θαδδαῖε μοι, πάσης καταστάσεως, καὶ ἀλγηδόνος πικρᾶς, καὶ δαιμόνων κακώσεων, καὶ κακοδοξίας, καὶ μαγείας λυτρώσας, τοὺς προσελθόντας σοι, ἔχεις γὰρ πολλὴν παῤῥησίαν, πρὸς τὸν Βασιλεά τῶν πάντων, ἐκζητῶν ἁπάντων τὰ αἰτήματα.

Ο άγιος Ιούδας



Υπάρχει άγιος Ιούδας; Και πότε γιορτάζει;
Ναι, υπάρχει και γιορτάζει, μαζί με άλλους αγίους, στις 19 Ιουνίου. Είναι ένας από τους αποστόλους, τους μαθητές του Χριστού, δεν είναι όμως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, που Τον πρόδωσε, αλλά άλλος μαθητής Του με το ίδιο όνομα (για τον Ιούδα τον Ισκαριώτη μπορείτε να δείτε εδώ & εδώ). Είναι ο άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος.
Φαίνεται πως είναι ένας από τους Αδελφόθεους, δηλ. τους λεγόμενους "αδελφούς του Κυρίου", τα παιδιά του αγίου Ιωσήφ του Μνήστορα (του αρραβωνιαστικού της Παναγίας) και της πρώτης του γυναίκας, της Σαλώμης (για τα παιδιά αυτά δείτε εδώ). Ο πιο γνωστός από τους αγίους αυτούς είναι ο άγ. Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, αδελφός του αγίου Ιούδα.
Ανεβάζουμε το βιογραφικό του αγίου από το Αηδόνι:


Βιογραφία


Τα βιογραφικά στοιχεία του Αγίου Ιούδα, είναι κάπως συγκεχυμένα, διότι συγχέονται μ' αυτά του Αποστόλου Θαδδαίου που η μνήμη του γιορτάζεται την 21η Αυγούστου. 
Ο μεν Σωφρόνιος Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιό του αναφέρει ότι, ο Ιούδας αυτός ήταν αδελφός του Χριστού και κατά σάρκα αδελφός του Αποστόλου Ιακώβου του αδελφοθέου (ο Ιούδας και ο Ιάκωβος ήταν παιδιά του Ιωσήφ από άλλο γάμο). 
Ο Ιούδας λοιπόν, κατά την παράδοση, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία, επισκέφθηκε την Έδεσσα και στην πόλη Αραράτ συνελήφθη από τους άπιστους, οι οποίοι τον εκτέλεσαν δια τοξευμού [με βέλη]. 
Επίσης, ο Σ. Ευστρατιάδης, αναφέρει ότι στον Λαυριωτικό Κώδικα Ι 78 φ. 2156 φέρεται κατά την ημέρα αυτή και η μνήμη άλλου Αγίου Αποστόλου Ιούδα του Ζηλωτού, ο οποίος μετά την Ανάληψη του Χριστού περιήρχετο σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά και δίδασκε το σωτήριο μήνυμα του Αναστάντος Χριστού. Και αφού έφερε πλήθος λαού σε μετάνοια απεβίωσε ειρηνικά. 
Ο δε Μιχαήλ Γαλανός στους «Βίους των Αγίων», αναφέρει για τον Απόστολο Ιούδα ότι ήταν ένας από τους δώδεκα Αποστόλους, γιος του Αλφαίου και αδελφός του Ιακώβου του μικρού, που ήταν και αυτός Απόστολος. Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. 
Ο Απόστολος Ιούδας έφερε και την προσωνυμία Θαδδαίος ή Λεββαίος. Η ζωή του κοντά στο Χριστό ήταν παρόμοια με των άλλων Αποστόλων. Μετά την Πεντηκοστή, αφού εργάστηκε για λίγο στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία ανάμεσα σε πολλούς κινδύνους. Αλλά ο Ιούδας, άξιος Απόστολος του Χριστού, γεμάτος αυταπάρνηση, μαρτύρησε τελικά στην Έδεσσα [της Συρίας]. 
Στην Καινή Διαθήκη, έχουμε και μια Καθολική [=παγκόσμια] Επιστολή του Ιούδα, που είναι σύντομη [1 κεφάλαιο όλο κι όλο], αλλά γεμάτη μηνύματα αληθινής ζωής [εδώ είναι η Καινή Διαθήκη, και μέσα σ' αυτήν διαβάστε την Επιστολή Ιούδα]. Να τι συμβουλεύει στους χριστιανούς, που ζουν μέσα στο διεφθαρμένο από την αμαρτία κόσμο: 
«Υμείς δε, αγαπητοί, τη άγιωτάτη υμών πίστει έποικοδομούντες εαυτούς, εν Πνεύματι Αγίω, προσευχόμενοι, εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε, προσδεχόμενοι το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις ζωήν αιώνιον» (Επιστολή Ιούδα στίχοι 20-21). 
Δηλαδή, σεις όμως, αγαπητοί, αντίθετα με το διεφθαρμένο κόσμο, να οικοδομείτε τους εαυτούς σας πάνω στο θεμέλιο της αγιωτάτης πίστης σας με την προσευχή, που θα κάνετε με την έμπνευση του αγίου Πνεύματος, φυλάξτε και διατηρείστε τους εαυτούς σας στην αγάπη του Θεού, περιμένοντας με εμπιστοσύνη το έλεος του Χριστού, για να πετύχουμε την αιώνια ζωή.

Προσευχή στον Άγιο Ιούδα το Θαδδαίο


Αγιώτατε Απόστολε, Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, πιστέ υπηρέτη και φίλε του Ιησού, η Ορθοδοξία, σ’ όλον τον κόσμο σε τιμά και σε επικαλείτε ως Προστάτη των απελπισμένων υποθέσεων, αυτών για τις οποίες έχει χαθεί κάθε ελπίδα.


Προσευχήσου για μένα. Είμαι τόσο απελπισμένος/η και μόνος/η. Σε ικετεύω κάνε χρήση αυτής της ιδιαίτερης Χάρης που σου έχει δοθεί, να φέρνεις ορατή και γρήγορη βοήθεια όπου δεν υπάρχει καμμία σχεδόν ελπίδα βοηθείας. Βοήθησέ με τούτη την ώρα της ανάγκης, για να μπορέσω να λάβω την παρηγοριά και την βοήθεια της Αγίας Τριάδος, σ’ όλες μου τις ανάγκες, δοκιμασίες, και βάσανα – (εδώ εκφράζετε το αίτημά σας) – και να μπορώ να υμνώ τον Χριστό μαζί με σένα και με όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.


Υπόσχομαι, ω ευλογημένε Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, να ενθυμούμαι πάντοτε αυτή τη μεγάλη Χάρη. Να σε τιμώ πάντοτε, ιδιαίτερα ως τον πιο δυνατό προστάτη μου, και μ’ ευγνωμοσύνη να ενθαρρύνω την ευλάβεια προς εσένα, ΑΜΗΝ.


Είθε το όνομα της Αγίας Τριαάδος να λατρεύεται και να υμνείται απ’ όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, στους αιώνες των αιώνων, ΑΜΗΝ.


Είθε το όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, να υμνείται και να δοξάζεται τώρα και παντοτεινά, ΑΜΗΝ.


Άγιε Ιούδα Θαδδαίε δεήσου για μας και άκουσε τις προσευχές μας, ΑΜΗΝ.


Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Ιησού Χριστού. Ας είναι ευλογημένο το όνομα της Υπεραγίας και Αειπαρθένου Μαρίας. Ας είναι ευλογημένος ο Άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος.


Σ’ όλο τον κόσμο και σ’ όλους τους αιώνες, ΑΜΗΝ.


Πάτερ Ημών …


Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ο Ιησούς. Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών νυν και αεί και την ώρα του θανάτου ημών, ΑΜΗΝ.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστοῦ σὲ συγγενῆ, ὢ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα, ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἰούδα, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνέτειλας ἡμῖν, τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κήρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.

Οσίου Παϊσίου του Μεγάλου

                                                                                                                                                                         

Οσίου Παϊσίου του Μεγάλου
του Στρατή Ανδριώτη

Θαυμαστός είναι ο βίος του Οσίου Παϊσίου του Μεγάλου που συντρίβει κάθε κακοδοξία αιρετικού, ή δύσπιστου ανθρώπου. Ως εκ τούτου καταδεικνύει την Αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως.
Γεννήθηκε στην Αίγυπτο γύρω στο 300μ.Χ. Αφιερώθηκε στον Θεό κατά θεία παραγγελία που απεκάλυψε Άγγελος Κυρίου στην μητέρα του. Επόθησε να γίνει μοναχός και αναχωρών στην έρημο υποτάχθηκε στον Αββά Παμβώ, ασκούμενος την υπακοή, την υπομονή, την ανάγνωση των Γραφών, προσευχόμενος και βασανίζοντας το σώμα με αγρυπνίες και νηστείες, στην αρχή τρώγων λίγο άρτο και άλας μόνο κάθε Σάββατο, αργότερα κάθε δύο Σάββατα, φθάνοντας σε σημείο να ζήσει νηστικός με την δύναμη του Θεού επί 70 έτη, μεταλαμβάνοντας κάθε Κυριακή των Αχράντων Μυστηρίων!
Για ακόμα περισσότερη άσκηση και ησυχία είχε αναχωρήσει βαθύτερα στην έρημο και κατοίκησε σε σπήλαιο που λάξευσε ο ίδιος, διδάσκοντας πολλούς ασκητές και λαμβάνοντας το χάρισμα να μεσιτεύει στον Θεό και να συγχωρούνται οι αμαρτίες όσων παιδεύονταν στον Άδη! Συχνά παρουσιαζόταν σ’ αυτόν Προφήτες, όπως ο Ιερεμίας ερμηνεύοντάς του απόκρυφα νοήματα. Άλλες φορές αρπάχτηκε εκστατικός στον ουρανό βλέποντας τα κάλλη του Παραδείσου, καθώς και όλους τους Αγίους! Άλλοτε έβλεπε τον Άγιο Κωνσταντίνο, ή και τάγματα Αγγέλων που φύλαγαν τους Μοναχούς.
Ακόμα και ο ίδιος ο Χριστός παρουσιαζόταν πολλές φορές ενώπιόν του και τον καθοδηγούσε στην ενάρετη βιωτή! Μία εξ’ αυτών, ενώ προσευχόταν ο θείος Παΐσιος στο κελί του, παρουσιάσθηκε ο Χριστός με δύο Αγγέλους, και του λέει: «Χαίροις Παΐσιε, σήμερα πρέπει να μας φιλοξενήσεις»! Ο Παΐσιος, μιμούμενος τον Πατριάρχη Αβραάμ, τους δεξιώθηκε με προθυμία, όχι όμως ετοιμάζοντας φαγητά και ποτά, αλλά φιλοξένησε τον πανταχού παρόντα με γνώμη καθαρά. Έπειτα έχυσε νερό μέσα στον νιπτήρα, ένιψε με την άκρα συγκατάβαση του Κυρίου τους αχράντους πόδας Του, και ενώ ο Παΐσιος επιμελώταν προθύμως την φιλοξενία, ο Σωτήρ έδειχνε σ’ αυτόν φιλανθρώπως την μεγάλη αγάπη Του. Επειδή από τα καλά της φιλοξενίας δεν είναι τίποτα άλλο πιο καταδεκτικότερο από το να πλύνει κανείς τα πόδια εκείνων οι οποίοι έρχονται προς αυτόν, γι’ αυτό έπραξε αυτό και ο Παΐσιος. Ο Κύριος λέγων προς αυτόν «ειρήνη σοι τω εκλεκτώ μου θεράποντι», έγινε άφαντος.
Ο θείος Παΐσιος, φλεγόμενος από τον θείο έρωτα της συνομιλίας του και μιμούμενος τον Κλεώπα, έχοντας όπως εκείνος καιομένη την καρδιά και δυσκολοκράτητη, έδραμε στο νερό εκείνο το απόνιμμα των ποδών Του που άφησε ο Σωτήρ, και έπινε αυτό προθύμως με μεγάλη επιθυμία, αφήνοντας λίγο για τον μαθητή του, ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο. Όταν ο μαθητής του επέστρεψε κατάκοπος από την οδοιπορία, του είπε ο Όσιος: «πήγαινε τέκνον, στον νιπτήρα και πιές το νερό που έχει μέσα για να σβήσεις την δίψα που έχεις από το καύμα του ήλιου». Ο μαθητής λέγοντας ότι θα κάνει την προσταγή του, έλεγε από μέσα του: ‘‘αντί να με στείλει στη βρύση να πιώ νερό καθαρό και δροσερό, με προστάζει αδιακρίτως να πιω το νερό του νιπτήρα, που είναι απόνιμμα’’; Ενώ αυτά συλλογιζόταν ο μαθητής, ο Όσιος του είπε πάλι: «πήγαινε τέκνον, στο νιπτήρα και πιες». Ο μαθητής είπε θα πάω, αλλά δεν πήγε. Για τρίτη φορά του είπε ο Όσιος να πιεί, αλλά δεν υπάκουσε. Τότε του είπε ο Όσιος: «απέλαβες ω τέκνον, την πληρωμή της παρακοής σου, διότι στερήθης τα θεία χαρίσματα». Αυτά ακούγοντας ο μαθητής λυπήθηκε πολύ, και πηγαίνοντας στον νιπτήρα δεν βρήκε τίποτα και είπε στο Γέροντα: «δεν βρίσκω πάτερ νερό στον νιπτήρα για να πιω». Και ο θείος Παΐσιος είπε σ’ αυτόν: «πως είναι δυνατόν να βρείς, αφού έκαμες ανάξιο τον εαυτό σου; διότι η παρακοή αποδιώκει από τον παρήκοο το χάρισμα, καθώς η υπακοή το προξενεί στον υπάκουο».
Λυπούμενος ο μαθητής για αυτά που άκουσε, ρώτησε ποιο ήταν το μέγα χάρισμα το οποίο στερήθηκε και πως εξαφανίσθηκε το νερό από τον νιπτήρα. Τότε ο Όσιος διηγήθηκε σ’ αυτόν όλα τα γενόμενα, λέγοντας και τούτο: «επειδή έμεινες στην παρακοή και δεν κατεδέχθης να πιείς εκείνο το νερό, το οποίο επροστάχθης τρεις φορές, για αυτό κατέβηκε από τον ουρανό Άγγελος Κυρίου, ο οποίος λαβών με κάθε ευλάβεια στα χέρια του το ιερό εκείνο απόνιμμα, ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Ακούγοντας ο μαθητής αυτά έφριξε και τρόμαξε στο διήγημα, και έμεινε ώρα πολλή άφωνος. Έπειτα ερχόμενος στον εαυτό του έκλαιε και οδυρόταν για την συμφορά του φωνάζοντας θρηνωδώς: «Αλλοίμονο σ’ εμένα το πανάθλιο! πόσο μέγα αγαθό έχασα! ποιος φθονερός δαίμονας δεν με άφησε να το απολαύσω»! Αφού με αυτούς τους λόγους έκλαυσε τον εαυτό του και μετανόησε, ζητούσε με δάκρυα να βρει έλεος. Ευσπλαχνισθείς αυτόν ο Όσιος του είπε: «Ο Αδάμ, τέκνον μου, για την παρακοή του εξέπεσε από τον Παράδεισο και αντί της αιωνίου ζωής απέκτησε τον θάνατο, ως ανάξιος της δόξης εκείνης και των αγαθών εκείνου έγινε εξόριστος. Με αυτό τον τρόπο και συ, διότι παράκουσες την εντολή μου, εξέπεσες από την χάρη την οποία έμελλες να απολαύσεις. Επειδή όμως λυπάσαι πικρώς και μετανοείς, σήκω από το πτώμα της παρακοής και κάμε υπακοή, εξιλέωσε θερμώς τον Θεό και ζήτησε παρ’ αυτού την συγχώρησή σου, διότι ο Θεός ευσπλαχνίζεται τους μετανοούντας και ελεεί εκείνους οι οποίοι τον παρακαλούν». Έτσι παρηγορήθηκε ο μαθητής από τους λόγους του γέροντός του και υπέμεινε.

Θαυμαστά από τον βίο του Οσίου Παϊσίου του Μεγάλου


Τα Θαυμάσια της Ορθοδόξου Πίστεως
Θαυμαστός είναι ο βίος του Οσίου Παϊσίου του Μεγάλου που συντρίβει κάθε κακοδοξία αιρετικού, ή δύσπιστου ανθρώπου. Ως εκ τούτου καταδεικνύει την Αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως.

Γεννήθηκε στην Αίγυπτο γύρω στο 300μ.Χ. Αφιερώθηκε στον Θεό κατά θεία παραγγελία που απεκάλυψε Άγγελος Κυρίου στην μητέρα του. Επόθησε να γίνει μοναχός και αναχωρών στην έρημο υποτάχθηκε στον Αββά Παμβώ, ασκούμενος την υπακοή, την υπομονή, την ανάγνωση των Γραφών, προσευχόμενος και βασανίζοντας το σώμα με αγρυπνίες και νηστείες, στην αρχή τρώγων λίγο άρτο και άλας μόνο κάθε Σάββατο, αργότερα κάθε δύο Σάββατα, φθάνοντας σε σημείο να ζήσει νηστικός με την δύναμη του Θεού επί 70 έτη, μεταλαμβάνοντας κάθε Κυριακή των Αχράντων Μυστηρίων!...

Για ακόμα περισσότερη άσκηση και ησυχία είχε αναχωρήσει βαθύτερα στην έρημο και κατοίκησε σε σπήλαιο που λάξευσε ο ίδιος, διδάσκοντας πολλούς ασκητές και λαμβάνοντας το χάρισμα να μεσιτεύει στον Θεό και να συγχωρούνται οι αμαρτίες όσων παιδεύονταν στον Άδη! Συχνά παρουσιαζόταν σ’ αυτόν Προφήτες, όπως ο Ιερεμίας ερμηνεύοντάς του απόκρυφα νοήματα. Άλλες φορές αρπάχτηκε εκστατικός στον ουρανό βλέποντας τα κάλλη του Παραδείσου, καθώς και όλους τους Αγίους! Άλλοτε έβλεπε τον Άγιο Κωνσταντίνο, ή και τάγματα Αγγέλων που φύλαγαν τους Μοναχούς.
Ακόμα και ο ίδιος ο Χριστός παρουσιαζόταν πολλές φορές ενώπιόν του και τον καθοδηγούσε στην ενάρετη βιωτή! Μία εξ’ αυτών, ενώ προσευχόταν ο θείος Παΐσιος στο κελί του, παρουσιάσθηκε ο Χριστός με δύο Αγγέλους, και του λέει: «Χαίροις Παΐσιε, σήμερα πρέπει να μας φιλοξενήσεις»! Ο Παΐσιος, μιμούμενος τον Πατριάρχη Αβραάμ, τους δεξιώθηκε με προθυμία, όχι όμως ετοιμάζοντας φαγητά και ποτά, αλλά φιλοξένησε τον πανταχού παρόντα με γνώμη καθαρά. Έπειτα έχυσε νερό μέσα στον νιπτήρα, ένιψε με την άκρα συγκατάβαση του Κυρίου τους αχράντους πόδας Του, και ενώ ο Παΐσιος επιμελώταν προθύμως την φιλοξενία, ο Σωτήρ έδειχνε σ’ αυτόν φιλανθρώπως την μεγάλη αγάπη Του. Επειδή από τα καλά της φιλοξενίας δεν είναι τίποτα άλλο πιο καταδεκτικότερο από το να πλύνει κανείς τα πόδια εκείνων οι οποίοι έρχονται προς αυτόν, γι’ αυτό έπραξε αυτό και ο Παΐσιος. Ο Κύριος λέγων προς αυτόν «ειρήνη σοι τω εκλεκτώ μου θεράποντι», έγινε άφαντος.
Ο θείος Παΐσιος, φλεγόμενος από τον θείο έρωτα της συνομιλίας του και μιμούμενος τον Κλεώπα, έχοντας όπως εκείνος καιομένη την καρδιά και δυσκολοκράτητη, έδραμε στο νερό εκείνο το απόνιμμα των ποδών Του που άφησε ο Σωτήρ, και έπινε αυτό προθύμως με μεγάλη επιθυμία, αφήνοντας λίγο για τον μαθητή του, ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο. Όταν ο μαθητής του επέστρεψε κατάκοπος από την οδοιπορία, του είπε ο Όσιος: «πήγαινε τέκνον, στον νιπτήρα και πιές το νερό που έχει μέσα για να σβήσεις την δίψα που έχεις από το καύμα του ήλιου». Ο μαθητής λέγοντας ότι θα κάνει την προσταγή του, έλεγε από μέσα του: ‘‘αντί να με στείλει στη βρύση να πιώ νερό καθαρό και δροσερό, με προστάζει αδιακρίτως να πιω το νερό του νιπτήρα, που είναι απόνιμμα’’; Ενώ αυτά συλλογιζόταν ο μαθητής, ο Όσιος του είπε πάλι: «πήγαινε τέκνον, στο νιπτήρα και πιες». Ο μαθητής είπε θα πάω, αλλά δεν πήγε. Για τρίτη φορά του είπε ο Όσιος να πιεί, αλλά δεν υπάκουσε. Τότε του είπε ο Όσιος: «απέλαβες ω τέκνον, την πληρωμή της παρακοής σου, διότι στερήθης τα θεία χαρίσματα». Αυτά ακούγοντας ο μαθητής λυπήθηκε πολύ, και πηγαίνοντας στον νιπτήρα δεν βρήκε τίποτα και είπε στο Γέροντα: «δεν βρίσκω πάτερ νερό στον νιπτήρα για να πιω». Και ο θείος Παΐσιος είπε σ’ αυτόν: «πως είναι δυνατόν να βρείς, αφού έκαμες ανάξιο τον εαυτό σου; διότι η παρακοή αποδιώκει από τον παρήκοο το χάρισμα, καθώς η υπακοή το προξενεί στον υπάκουο».
Λυπούμενος ο μαθητής για αυτά που άκουσε, ρώτησε ποιο ήταν το μέγα χάρισμα το οποίο στερήθηκε και πως εξαφανίσθηκε το νερό από τον νιπτήρα. Τότε ο Όσιος διηγήθηκε σ’ αυτόν όλα τα γενόμενα, λέγοντας και τούτο: «επειδή έμεινες στην παρακοή και δεν κατεδέχθης να πιείς εκείνο το νερό, το οποίο επροστάχθης τρεις φορές, για αυτό κατέβηκε από τον ουρανό Άγγελος Κυρίου, ο οποίος λαβών με κάθε ευλάβεια στα χέρια του το ιερό εκείνο απόνιμμα, ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Ακούγοντας ο μαθητής αυτά έφριξε και τρόμαξε στο διήγημα, και έμεινε ώρα πολλή άφωνος. Έπειτα ερχόμενος στον εαυτό του έκλαιε και οδυρόταν για την συμφορά του φωνάζοντας θρηνωδώς: «Αλλοίμονο σ’ εμένα το πανάθλιο! πόσο μέγα αγαθό έχασα! ποιος φθονερός δαίμονας δεν με άφησε να το απολαύσω»! Αφού με αυτούς τους λόγους έκλαυσε τον εαυτό του και μετανόησε, ζητούσε με δάκρυα να βρει έλεος. Ευσπλαχνισθείς αυτόν ο Όσιος του είπε: «Ο Αδάμ, τέκνον μου, για την παρακοή του εξέπεσε από τον Παράδεισο και αντί της αιωνίου ζωής απέκτησε τον θάνατο, ως ανάξιος της δόξης εκείνης και των αγαθών εκείνου έγινε εξόριστος. Με αυτό τον τρόπο και συ, διότι παράκουσες την εντολή μου, εξέπεσες από την χάρη την οποία έμελλες να απολαύσεις. Επειδή όμως λυπάσαι πικρώς και μετανοείς, σήκω από το πτώμα της παρακοής και κάμε υπακοή, εξιλέωσε θερμώς τον Θεό και ζήτησε παρ’ αυτού την συγχώρησή σου, διότι ο Θεός ευσπλαχνίζεται τους μετανοούντας και ελεεί εκείνους οι οποίοι τον παρακαλούν». Έτσι παρηγορήθηκε ο μαθητής από τους λόγους του γέροντός του και υπέμεινε.