Ανάμεσα σε κείνους που δούλεψαν ή με την παρουσία τους συνέβαλαν στο να πάρει η
νήσος μας το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων», είναι κι ο φίλος και μαθητής
του Χριστού μας, ο «τετραήμερος» Λάζαρος.
Η άγια αυτή μορφή κατοικούσε στο μικρό προάστιο της Ιερουσαλήμ τη Βηθανία κι
είχε δύο αδελφές, τη Μάρθα και τη Μαρία.
Στο σπίτι τους, το
φιλόξενο σπίτι τους, πολλές φορές ο Ιησούς είχε ξαποστάσει μαζί με τους μαθητές
Του και είχε δοκιμάσει τις στοργικές περιποιήσεις τους.
Κάποια φορά όμως, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (ια', 3), που ο Κύριος
βρισκόταν στη Γαλιλαία «πέραν του Ιορδάνου εις τον τόπον όπου ην Ιωάννης το
πρώτον βαπτίζων», έμαθε πως ο φίλος Του ο Λάζαρος ήταν άρρωστος.
Του το είχαν
διαμηνύσει οι αδελφές του με τούτα τα λόγια: «Κύριε, ίδε
όν φιλείς ασθενεί» (στίχ. 3). Κύριε, να, αυτός που τόσο πολύ αγαπάς,
είναι άρρωστος.
Σαν ήκουσε όμως ο Ιησούς τούτο, είπε: Αυτή η αρρώστια δεν είναι
για θάνατο, αλλά για να φανεί η δόξα του Θεού. Κι έμεινε εκεί στον τόπο που
βρισκόταν ακόμη δύο μέρες κι ύστερα είπε στους μαθητές Του: «Άγωμεν εις την
Ιουδαίαν πάλιν». Πάμε πάλι στην Ιουδαία.
Οι μαθητές, που
ήξεραν τους κινδύνους που μπορούσε να έχει για τον Δάσκαλό τους ένα τέτοιο
ταξίδι, προσπάθησαν να Τον αποτρέψουν από του να το κάμει. «Ραββί, του είπαν,
νυν εζήτουν σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι και πάλιν υπάγεις εκεί;» Δάσκαλε, πριν λίγες
μέρες οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν και πάλι θέλεις να πάς εκεί; (Στίχ.
8).
Το περιστατικό αυτό, η απόπειρα εκείνη των Ιουδαίων ενάντια στον Ιησού, είχε
γίνει σχεδόν πριν από δύο μήνες. Ήταν χειμώνας, περί τα μέσα περίπου του δικού
μας Δεκεμβρίου, όταν ο Κύριος μετά τη γιορτή των εγκαινίων.
Η γιορτή αυτή εορταζόταν για ανάμνηση της καθάρσεως του ναού από τη βεβήλωση που
είχε ανοσιουργήσει ο Αντίοχος ο Επιφανής (168 π.Χ.) με τη μεταβολή του ναού του
Θεού σε ναό του Διός. Τρία χρόνια αργότερα ο Ιούδας ο Μακκαθαίος είχε εκδιώξει
τους επιδρομείς από τα Ιεροσόλυμα κι αφού επιδιώρθωσε τον ναό που είχε σχεδόν
ερημωθεί, ανήγειρε άλλο θυσιαστήριο και με τελετές και ύμνους εγκαινίασε τον ναό
του Θεού και ώρισε κάθε χρόνο να γίνεται ανάμνηση αυτής της καθάρσεως και των
εγκαινίων. Η γιορτή εορταζόταν μέσα περίπου Δεκεμβρίου και διαρκούσε 8 μέρες.
περπατούσε στον περίβολο του Ναού, εκεί στο παλαιό υπόστεγο που εθεωρείτο ότι
είχε κτισθεί από τον Σολομώντα μαζί με τον πρώτο ναό που είχε καταστραφεί από
τους Βαβυλώνιους. Στο πολυσύχναστο εκείνο μέρος Τον είχαν δει οι Ιουδαίοι κι
αφού Τον έβαλαν στη μέση άρχισαν να του λένε: « Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις;
ει συ ει ο Χριστός, ειπέ ημίν παρρησία» (Στίχ. 24). Δηλαδή μέχρι πότε θα μας
κρατάς σε αγωνία κι αγνοία; Αν είσαι συ ο Χριστός που περιμένουμε, πες μας το
καθαρά. Στην ερώτηση τους αυτή ο Ιησούς απήντησε: Σάς είπα γι' αυτό που με
ρωτάτε κι άλλη φορά κι όμως σεις δεν πιστεύετε. Αλλά κι αν δεν σας έλεγα ποίος
είμαι, τα έργα που κάμνω εγώ με την εξουσιοδότηση του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν
για μένα και βεβαιώνουν ότι είμαι ο Χριστός, Σεις όμως δεν πιστεύετε, γιατί,
όπως σας είπα, δεν είσθε από εκείνους που ο Πατέρας μου προόρισε, να γίνουν
πρόβατα μου και πιστοί ακόλουθοί μου. (στίχ. 25-26).
Στα λόγια αυτά του Ιησού οι φθονεροί Ιουδαίοι εξεμάνησαν κυριολεκτικά κι άρπαξαν
πέτρες για να Τον λιθοβολήσουν. Ο Κύριος όμως ξέφυγε από τα χέρια τους κι έφυγε
μακριά στην πέραν του Ιορδάνου χώρα. Εκεί δε που ήταν, εγνώριζε ότι ο Λάζαρος
είχε αρρωστήσει και θα απέθνησκε. Έμεινε όμως στον ίδιο τόπο μέχρι που ήρθε ο
απεσταλμένος των αδελφών του Λαζάρου. Αλλά και πάλι παρέμεινε εκεί άλλες δύο
μέρες κι ύστερα είπε στους μαθητές Του: Παιδιά «άγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν».
Παιδιά, πάμε πίσω στην Ιουδαία. Και στην προσπάθεια των μαθητών του να αναβάλει
ένα τέτοιο ταξίδι ο Κύριος πρόσθεσε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται, αλλά
πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν». Δηλαδή ο φίλος μας ο Λάζαρος κοιμήθηκε και πρέπει
να πάω να τον ξυπνήσω. Κι οι μαθητές, που δεν κατάλαβαν τα λόγια του Χριστού και
νόμισαν πως ο Λάζαρος είχε κοιμηθεί τον φυσικό ύπνο, του είπαν: «Κύριε, ει
κεκοίμηται, σωθήσεται». Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα ξυπνήσει μοναχός του. Τι ανάγκη
είναι να πάμε εμείς, για να τον ξυπνήσουμε; Τότε ο Χριστός μίλησε καθαρά σ'
αυτούς και τους είπε: «Λάζαρος απέθανε, και χαίρω δι' υμάς, ίνα πιστεύσητε, ότι
ουκ ήμην εκεί, αλλ' άγωμεν προς αυτόν». Παιδιά, ο Λάζαρος απέθανε. Και χαίρω για
σας. Δεν χαίρω γιατί απέθανε, αλλά χαίρω γιατί θα δείτε, ότι ο τάφος δεν θα
μπορέσει να κρατήσει τον αγαπημένο φίλο. Χαίρω, γιατί θα δείτε, ότι ο θάνατος
δεν μπορεί να παρακούσει στο πρόσταγμά μου. Χαίρω, γιατί, ενώ δεν ήμουνα εκεί,
ήξερα ότι απέθανε. Τον άφησα να αποθάνει, για να τον αναστήσω και με το θαύμα
της αναστάσεως του να πιστεύσετε και σεις ότι είμαι Θεός και Κύριος της ζωής και
του θανάτου. Πάμε, λοιπόν προς τον Λάζαρο.
Στην αμετάθετη αυτή απόφαση του Ιησού να επιστρέψουν στην Ιουδαία, οι μαθητές,
παρά τους ενδοιασμούς τους, έσπευσαν να πειθαρχήσουν. Τη λύση είχε δώσει ο
Θωμάς. «Άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ' αυτού» τους είχε πει.
Αφού ο Διδάσκαλος δεν υποχωρεί και θέλει να βαδίσει προς τον θάνατο, ελάτε να
πάμε κι εμείς μαζί του. Τι έχει η ζωή χωρίς τον Διδάσκαλο;
Πόσο θάρρος και πόση αυταπάρνηση, στ' αλήθεια, δείχνουν τα λόγια αυτά του Θωμά.
Ως φίλος γνήσιος, είχε συνδέσει τη ζωή του μαζί με τη ζωή του Χριστού. Κι η
αφοσίωση του σ' Αυτόν τον κάνει να περιφρονεί κι αυτόν τον θάνατο.
Τι ευλογία θα ήταν
να είχαμε κι εμείς την ίδια αγάπη προς τον Κύριο μας! Αγάπη μέχρι θανάτου! Ευχή
και προσευχή μας είναι να γίνει κάποτε τούτο. Να γίνει για να μπορούμε κι εμείς
να λέμε μαζί με τον θείο Παύλο: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;»
Και να απαντάμε με την ίδια πίστη κι αυτοπεποίθηση του αποστόλου: Είμεθα
πεπεισμένοι ότι καμιά δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει και να
μας απομακρύνει από την αγάπη του Χριστού. (Ρωμ. η', 35-39).
Αυτό έγινε και με τους μαθητές του Κυρίου. Ύστερα από τον διάλογο που είχαν μαζί
του για επιστροφή στην Ιουδαία και την πρόταση του Θωμά, σηκώθηκαν όλοι και
ξεκίνησαν. Μέχρι να φτάσουν στη Βηθανία πέρασαν κιόλας τέσσερις μέρες από τότε
που ο Λάζαρος είχε αποθάνει και ενταφιασθεί.
Ο ερχομός του Κυρίου έγινε αμέσως γνωστός στη μικρή πολίχνη της Βηθανίας. Πρώτη
ειδοποιήθηκε η Μάρθα, η οποία κι έτρεξε να συναντήσει τον Ιησού κι αφού Τον
πλησίασε και Τον προσκύνησε με ευλάβεια, Του είπε με πόνο ψυχής: «Κύριε, ει ης
ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει, αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αίτηση τον
Θεόν δώσοι Σοι ο Θεός». (Ιωάν. ια' 21-22). Κύριε, αν ήσουνα εδώ ο αδελφός μου
δεν θα είχε αποθάνει. Αλλά και τώρα ξέρω, πως ό,τι ζητήσεις από τον Θεό θα στα
δώσει ο Θεός. Τούτα τα λόγια της αγνής κόρης, της Μάρθας, δείχνουν πως αυτή δεν
είχε ξεκαθαρισμένη ιδέα της Παντοδυναμίας του Ιησού. Όμως στα λόγια της υπάρχει
μια αόριστη, αλλά και σοβαρότατη ελπίδα πως ο Κύριος θα μπορούσε, κι ύστερα
ακόμη κι απ' τον θάνατο του Λαζάρου, να παρουσιάσει κάποιο μεγάλο θαύμα.
Καταπληκτική, στ' αλήθεια, η πίστη της κόρης. Γι' αυτό, όταν ο Κύριος στα λόγια
της έδωσε την απάντηση με το «αναστήσεται ο αδελφός σου», αυτή με πολλή σύνεση
ζητάει μία σαφέστερη εξήγηση και προσθέτει: Ναι, Κύριε, το ξέρω. Θα αναστηθεί ο
αδελφός μου. Θα αναστηθεί τότε, που θα γίνει η γενική ανάσταση όλων των νεκρών.
Θα αναστηθεί στη συντέλεια των αιώνων.
Μεγάλη, πολύ μεγάλη της Μάρθας η πίστη. Δεν έχει όμως, όπως βλέπουμε, σαν
αντικείμενο της το πρόσωπο του Σωτήρος. Γι' αυτό κι ο Κύριος αναλαμβάνει να την
τραβήξει προς αυτήν την κατεύθυνση και διακηρύττει: «Εγώ ειμί η ανάστασης και η
ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται και πας ο ζών και πιστεύων εις εμέ
ου μη αποθάνει εις τον αιώνα» (στίχ. 25, 26), Τι φοβάσαι, Μάρθα; Γιατί
ολιγοπιστείς; Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ είμαι η πηγή της ζωής.
Ζωντανοί και νεκροί από μένα παίρνουν τη ζωή τους. Γνώριζε όμως πως κι εκείνος
που πιστεύει σε μένα, κι αν αποθάνει σωματικά, όπως απέθανε ο αδελφός σου, θα
ζήσει πάλι. Θα ζήσει, γιατί έκτος από την ουράνια και πνευματική ζωή, που από
τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, στον ορισμένο καιρό θα αναστηθεί αυτός και
σωματικά από μένα. Μα και καθένας από εκείνους που δεν απέθαναν ακόμη, αλλά ζουν
την επίγεια ζωή, μια και πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει χωρίς κανένα φόβο
τον πρόσκαιρο θάνατο, που φοβούνται και τρέμουν όσοι μένουν μακριά μου. Όσοι
πάλι μένουν ενωμένοι μαζί μου, δεν θα δοκιμάσουν ποτέ πνευματικό θάνατο, που
είναι και ο πραγματικός κι ανεπανόρθωτος θάνατος. Μάρθα, το πιστεύεις αυτό;
Πίστευε το και θα το δεις. Ο αδελφός σου θα αναστηθεί.
Στα λόγια αυτά του θείου Διδασκάλου η Μάρθα έσπευσε με προθυμία να δώσει την
απάντηση. «Ναι, Κύριε, εγώ πεπίστευκα, ότι συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο
εις τον κόσμον ερχόμενος» (στίχ. 27). Ναι, Κύριε. Από καιρό έχω πιστέψει, ότι Συ
είσαι ο Χριστός που προανήγγειλαν οι Προφήτες. Συ είσαι ο Υιός του θεού, που
ήλθες στον κόσμο, για να επανασυνδέσεις τους ανθρώπους με τον Θεό.
Ευλογημένη κόρη. Τρανά τα λόγια της. Δεν έχει σημασία, αν δεν αντελήφθηκε σ' όλο
το βάθος την αλήθεια που της φανέρωσε ο Κύριος. Σημασία έχει η παραδοχή της κι η
απεριόριστη εμπιστοσύνη της στην αξιοπιστία Εκείνου, που της μιλούσε. Αυτό είναι
που έχει σημασία.
Πόσο ευτυχισμένοι θα ήμασταν κι εμείς, αν στη ζωή μας παρουσιάζαμε την ίδια
εμπιστοσύνη στον Κύριο, που παρουσίασε η άγια αυτή κόρη! Πόση ευλογία θα είχαμε,
αν στα διάφορα προβλήματα που μας απασχολούν, βάζαμε οδηγό την τυφλή υπακοή μας
στον νόμο του Θεού και λέγαμε σαν τον πατέρα του επιληπτικού νέου του
Ευαγγελίου: Πιστεύω, Κύριε, στην αγάπη σου και το έλεος σου. Υπακούω σε ό,τι Συ
θέλεις και διατάζεις. Βοήθησε με, Κύριε, και συγχώρησε με.
Οι μεγάλες αλήθειες όμως δεν πρέπει ποτέ να θάπτονται στην ψυχή μας. Πρέπει να
μεταδίδονται για να ξεκουράζουν και να ενισχύουν κι άλλους ανθρώπους και μάλιστα
πρόσωπα αγαπημένα. Ένα τέτοιο πρόσωπο για τη Μάρθα ήταν η αδελφή της η Μαρία.
Έπρεπε κι αυτή να παρηγορηθεί και να χαρεί και να απολαύσει τα ασύγκριτα κι
απαράμιλλα λόγια του Κυρίου. Γι' αυτό τρέχει και τη φωνάζει.
«Έφώνησε Μαρίαν την αδελφήν της λάθρα ειπούσα. ο Διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί
σε» (στίχ. 28). Την φώναξε κρυφά, Ήθελε κι η αδελφή της να συναντήσει τον Κύριο
και να ακούσει μόνη της, χωρίς την παρουσία του πλήθους τα παρήγορα λόγια Του.
- Μαρία, της λέγει. Ο Διδάσκαλος, που περιμέναμε, ήρθε. Είναι εδώ και σε
περιμένει. Ο Διδάσκαλος, ο μοναδικός Φίλος και Παρηγορητής, ο ανεκτίμητος
Προστάτης και στοργικός Αδελφός σε καρτερεί. Έλα. Πόση ανακούφιση χαρίζουν στην
ψυχή, την κάθε πονεμένη ψυχή, λόγια σαν κι αυτά! Και πόσο θα έπρεπε κι εμείς οι
σημερινοί χριστιανοί, οι χριστιανοί του 20ού αιώνα που χανόμαστε σε κάποιους
αμαρτωλούς κι αρρωστημένους τύπους να τα προσέχαμε! Μας περιμένει ο Χριστός.
Πάντα μας περιμένει. Μας περιμένει στη χαρά. Μας περιμένει και στη λύπη μας. Προ
παντός στη δεύτερη αυτή περίπτωση. Μας περιμένει στην εκκλησία, στο κήρυγμα. Τι
λόγο έχουν τα ειδωλολατρικά έθιμα, οι πενθούντες κι οι πενθούσες γυναίκες να μην
πηγαίνουν στην εκκλησία επί ένα χρονικό διάστημα, γιατί αυτό λέει ο κόσμος;
Ντροπή μας. Σατανική η συνήθεια. Η εκκλησία δεν είναι τόπος διασκεδάσεως. Είναι
τόπος προσευχής. Τόπος συναντήσεως κι επαφής με την πηγή της παρηγοριάς και της
ζωής. Ας το προσέξουμε κι ας μη γινόμαστε αιχμάλωτοι και δούλοι των πιο ανόητων
κι αμαρτωλών συνηθειών και επιδείξεων.
Στην πρόσκληση της Μάρθας που έγινε μυστικά η Μαρία σηκώθηκε κι έτρεξε, για να
συναντήσει τον Κύριο. Τα πλήθη των Ιουδαίων, που βρισκόντουσαν μαζί της στο
σπίτι, έσπευσαν κι αυτά να την ακολουθήσουν. Είχαν νομίσει πως η κόρη θα πήγαινε
στον τάφο για να κλάψει και την ακολούθησαν. Έτσι σε λίγο κόσμος πολύς
συγκεντρώθηκε στον τόπο που βρισκόταν ο Ιησούς. Μόλις η Μαρία αντίκρισε τον
Κύριο που με λαχτάρα περίμεναν, σωριάστηκε στα πόδια του και με σπαραγμό ψυχής
μόλις μπόρεσε να επαναλάβει της αδελφής της Μάρθας τα λόγια: Κύριε, αν ήσουνα
εδώ δεν θα απέθνησκε ο αδελφός μου. Η σκηνή που επακολούθησε θα ήταν ικανή να
συγκινήσει όχι μόνο τον Θεό, όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά κι αυτές τις πέτρες. Ας
την παρακολουθήσουμε.
Μπροστά στο ψυχικό δράμα των δύο προσφιλών γυναικών, της Μάρθας και της Μαρίας,
που έκλαιαν τον αγαπημένο τους, αλλά κι όλης εκείνης της βαρυπενθούσας ομήγυρης
ο Κύριος με δυσκολία συγκρατεί τη συγκίνηση Του. Ο ευαγγελιστής στην περιγραφή
του θαύματος μας λέγει: «Ενεθριμήσατο τω πνεύματι ο Ιησούς και ετάραξεν εαυτόν»
(στιχ. 33). Δηλαδή, με μεγάλη δύναμη επιβλήθηκε ο Ιησούς στον εαυτό Του, για να
κρατήσει την ταραχή Του. Επέπληξε έντονα τον ψυχικό του κόσμο, για να
συγκρατήσει τη συγκίνησή Του. Και τούτο, γιατί στην τραγική σκηνή που είχε
μπροστά Του έβλεπε ολοφάνερα της αμαρτίας τα θλιβερά αποτελέσματα. Για τη χαρά
πλάστηκε ο άνθρωπος. Κι όμως η αμαρτία ματαίωσε τον ωραίο και υψηλό αυτόν
προορισμό του άνθρωπου. Κι αντί μιας ζωής χαρούμενης κι ευλογημένης, αυτή, η
αμαρτία δηλαδή, δημιούργησε τον πόνο και τη δυστυχία και ως επιστέγασμα τον
θάνατο.
Συμπνίγοντας ο Κύριος τη συγκίνηση του προχωρεί προς το θαύμα κι ερωτά: «Που
τεθείκατε αυτόν;» Που τον έχετε θάψει; Μα δεν εγνώριζε άραγε ο Κύριος πού είχαν
θάψει τον Λάζαρο; Στο ερώτημα αυτό ο ιερός Αυγουστίνος δίνει τούτη την απάντηση.
Εγνώριζε ο Κύριος που τον έθεσαν, αλλά υπέβαλε την ερώτηση, γιατί ήθελε να
παρουσιάζει τον εαυτό Του σαν άνθρωπο, κι όταν ακόμη πήγαινε να εκτελέσει έργο
Θεού. Του έδειξαν τον τάφο. Με συγκίνηση και δάκρυα προχωρεί τώρα σ' αυτόν. «Εδάκρυσεν
ο Ιησούς» (στίχ. 35), τονίζει ο ευαγγελιστής. Εδάκρυσε από βαθιά συμπάθεια.
Συμμετέχει αληθινά στον πόνο της Μάρθας και της Μαρίας. «Κλαίει μετά κλαιόντων»,
αλλά και «χαίρει έπειτα μετά χαιρόντων».
Αξίζει να συνειδητοποιήσουμε ότι στις θλίψεις μας είναι πάντα κοντά μας ο
Κύριος. Μας χαϊδεύει αόρατα με την απαλή πνοή του Αγίου Πνεύματος. Και ψιθυρίζει
και σ' εμάς το «μη κλαίε», που είπε κάποτε στη χήρα της Ναΐν. Μπροστά στον τάφο
του φίλου του Λαζάρου «εδάκρυσεν ο Ιησούς». Εδάκρυσε. Δεν έκλαυσε. Δάκρυα
επιτρέπεται να χύνουμε κι εμείς μπροστά στη δυστυχία ή τον χωρισμό μας από
αγαπημένα πρόσωπα. Δάκρυα και όχι κλάματα και οδυρμούς, όπως «οι μη έχοντες
ελπίδα». Ένας προσωρινός χωρισμός. Συνεπώς τα απαρηγόρητα πένθη κι οι
απελπιστικές κραυγές απορρίπτονται και καταδικάζονται από τον Κύριο.
Μέτρο λύπης για μας
τους χριστιανούς ας είναι μονάχα τούτο: Τα δάκρυα.
Με τα μάτια δακρυσμένα στέκεται κι ο Κύριος μπροστά στον τάφο του φίλου του. Ο
τάφος εκείνος ήταν ένα σπήλαιο κι είχε μια βαριά πέτρα επάνω του. «Άρατε τον
λίθον» διατάζει ο Ιησούς. Σηκώστε την πέτρα. Πρέπει να πιστοποιηθεί απόλυτα τα
θαύμα. Πρέπει να ιδούν όλοι τον νεκρό. Να νοιώσουν τη δυσωδία, για να
χρησιμεύσουν κι αυτοί ακόμη οι παρευρισκόμενοι εχθροί του ως μάρτυρες του
θαύματος- Στη διαταγή αυτή του Κυρίου με δειλία τολμά να επέμβει η αδελφή του
Λαζάρου Μάρθα και να υποδείξει: «Κύριε, ήδη όζει• τεταρταίος γαρ εστί» (στιχ.
39). Κύριε, βρωμά. Είναι τέσσερις μέρες τώρα που είναι νεκρός. Στα λόγια της
Μάρθας απαντά ο Χριστός και της λέγει: Μάρθα, δεν σου είπα, πως αν πιστεύεις, θα
ιδείς τη δόξα του θεού; Με τούτα τα λόγια υπενθυμίζει ο Κύριος στη Μάρθα την
απάντηση που είχε δώσει και στον απεσταλμένο, που είχαν αυτές στείλει για να του
αναγγείλει την αρρώστια του Λαζάρου. «Αυτή η ασθένεια ουκ εστί προς θάνατον,
αλλ' υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξαστεί ο υιός του Θεού δι' αυτής» (στίχ.
40), είπε τότε σ' αυτόν.
Και να η δόξα του
Θεού.
Η πλάκα σηκώθηκε. Κι ο Κύριος όρθιος μπροστά στον τάφο με τα μάτια υψωμένα προς
τον ουρανό προσεύχεται και λέγει πριν να κάμει το θαύμα: «Πάτερ, ευχαριστώ σοι
ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτε μου ακούεις• αλλά δια τον όχλον τον
περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας» (στίχ. 41, 42). Πατέρα
μου, σ ευχαριστώ, γιατί πάντα μου ακούεις. Μολονότι το θαύμα δεν είχε γίνει
ακόμη, ο Κύριος ευχαριστεί, γιατί είναι βέβαιος πως θα γίνει τούτο. «Πατέρα μου,
σ' ευχαριστώ, διότι με άκουσες. Εγώ εγνώριζα πολύ καλά ότι πάντοτε με ακούεις.
Το εγνώριζα, αλλά το είπα τούτο, για να ακούσει ο λαός που στέκεται εδώ γύρω και
να πιστέψουν ότι συ με έχεις στείλει». Κι αφού τα είπε αυτά, με φωνή μεγάλη,
φωνή βροντώδη και προστακτική εφώναξε βλέποντας προς τον νεκρό: «Λάζαρε, δεύρο
έξω» (στίχ. 43). Και ο νεκρός, «ο τεταρταίος», ο νεκρός που ήδη εμύριζε, σαν να
ξυπνούσε από βαθύ ύπνο, σηκώθηκε και ολοζώντανος, αναστημένος βγήκε έξω από τον
τάφο. «Εξήλθεν ο τεθνηκώς δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις, και η
όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο». Δηλαδή βγήκε από τον τάφο «φασκιωμένος» με τα
σάβανα και τις ταινίες με τις οποίες οι Ιουδαίοι συνήθιζαν να περιτυλίσσουν τα
σώματα των νεκρών τους, αλλά και με το μανδήλι στο πρόσωπο. Να, λοιπόν το θαύμα.
Να κι η αλήθεια που αναπηδά από αυτό. Ο Χριστός, αυτός είναι η ζωή κι η ανάσταση
των ανθρώπων. Η ανάσταση και η ζωή ζώντων και νεκρών.
Το θαύμα του Λαζάρου διαδόθηκε μονομιάς παντού και κόσμος πολύς επίστεψε στον
Κύριο. Το θαύμα συνήγειρε τα πλήθη του Εβραϊκού λαού να υποδεχθούν ύστερα από
λίγες μέρες τον Χριστό στα Ιεροσόλυμα με τον εξαιρετικό εκείνο ενθουσιασμό, για
τον οποίο μας μιλάει το Ευαγγέλιο.
Αυτό ακόμη βοήθησε τους μαθητές να στερεωθούν στην πίστη και να αφοσιωθούν με
όλη τους την καρδιά στον Δάσκαλο τους.
Η Ανάσταση του Λαζάρου είναι από τα πιο μεγάλα θαύματα του Κυρίου. Είναι το
θαύμα που περισσότερο από κάθε άλλο μας διδάσκει ακόμη την αλήθεια, πως ο
θάνατος δεν είναι το τελικό κατάντημα του άνθρωπου. Θα αναστηθούν κάποια μέρα οι
νεκροί. Το «αναστήσεται ο αδελφός σου» που είπε ο Κύριος στη Μάρθα, την αδελφή
του Λαζάρου, είναι μια διαβεβαίωση, που απευθύνεται σε όλους μας κι ιδιαίτερα
στον κάθε ένα πονεμένο άνθρωπο. Θα αναστηθεί η μανούλα, ο πατέρας, το παιδί, η
αδελφή, ο αδελφός, ο σύζυγος... Θα αναστηθούμε κι εμείς. Αυτό μας υπόσχεται
Εκείνος που όπως είπαμε διεκήρυξε. «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων
εις εμέ καν αποθάνη, ζήσεται».
Τούτη την αλήθεια ας κλείσουμε κι εμείς βαθιά στην καρδιά μας. Γιατί η πίστη
αυτή δίνει νόημα και αξία στη ζωή. Αυτή και πάλι μας βοηθά να ζήσουμε όχι μονάχα
τη φυσική ζωή, μα και τη ζωή ταυ πνεύματος, τη ζωή της αρετής, την ανώτερη, την
αγία.
Ο Λάζαρος, ο αγαπημένος αυτός μαθητής του Χριστού, μετά την ανάστασή του, γύρω
στο 33 μ.Χ. έφυγε από τη Βηθανία κι ήρθε στη Λάρνακα της Κύπρου. Εδώ τον
συνήντησαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, όταν μετέβαιναν από τη Σαλαμίνα
στην Πάφο, και τον χειροτόνησαν επίσκοπο της Εκκλησίας, που ίδρυσε ο ίδιος.
Την εκκλησία αυτή
εποίμανε δεκαοκτώ περίπου χρόνια. Μετά την ανάστασή του ο ηγαπημένος φίλος έζησε
τριάντα περίπου χρόνια. Καθ' όλο αυτό το διάστημα ποτέ δεν εγέλασε, λέγει μια
κυπριακή παράδοση, παρά μόνο μια φορά που είδε μια γυναίκα του λαού να κλέβει
από ένα μπακάλικο ένα πήλινο δοχείο, μια «τσούκα».
Τότε ο άγιος
χαμογέλασε κι είπε: Για δέστε: Το ένα χώμα (η γυναίκα)
κλέβει τ' άλλο (τη τσούκα).
Μια άλλη παράδοση συνδέει το πέρασμα του αγίου από την πόλη της Λάρνακας με τις
εκεί κοντά ευρισκόμενες αλυκές. Ένα απέραντο αμπέλι ήταν προηγουμένως όλη εκείνη
η έκταση. Κάποια φορά που περνούσε ο άγιος από εκεί είδε τον αμπελουργό να
μαζεύει ωραία δροσάτα σταφύλια και να γεμίζει τα κοφίνια του. Κουρασμένος και
διψασμένος όπως ήταν ο άγιος σταμάτησε κι απευθυνόμενος στον αμπελουργό με
καλοσύνη του ζήτησε λίγα σταφύλια. Αυτός όμως σαν είδε τον ξένο, τον κοίταξε με
περιφρόνηση και προσποιούμενος τον δυστυχισμένο του είπε:
- Πήγαινε στο καλό, άνθρωπε μου. Δεν βλέπεις πως το αμπέλι ξεράθηκε κι έγινε
άλας κι εσύ μου ζητάς σταφύλια;
- Αφού το βλέπεις ξερό σαν άλας, ας γίνει άλας απήντησε ο άγιος.
Και ω του θαύματος! Όλη εκείνη η έκταση στην οποία βρισκόταν το δροσερό αμπέλι
έγινε στη στιγμή μια αλυκή.
Πόσα δεν λέει και
τούτο το θαύμα! Κακό μεγάλο είναι το ψέμα και η υποκρισία. Γι' αυτό κι ο Κύριος
το καταδικάζει. Για τους υποκριτές Γραμματείς και Φαρισαίους ξεστόμισε κάποτε τα
τρομερά «ουαί». «Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί»...
Με στοργή κι αγάπη διηύθυνε ο άγιος την Εκκλησία του Κιτίου μέχρι τέλους της
ζωής του.
Σαν πέθανε, οι
πιστοί του τον έκλαψαν και με τιμές τον κήδεψαν σε μια σαρκοφάγο από κυπριακό
μάρμαρο στην οποία έγραψαν: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος Χριστού». Πάνω από
τη σαρκοφάγο αυτή κτίσθηκε ωραιότατος ναός, που ανακαινίστηκε γύρω στα 1750. Το
λείψανο. Πριν από λίγα χρόνια
(συγκεκριμένα στις 23 Νοεμβρίου 1972) επιστάτης του Τμήματος Αρχαιοτήτων που
εργαζόταν για αναπαλαίωση του ναού, βρήκε μία σαρκοφάγο με οστά κάτω από την
κολόνα που στήριζε την πλάκα της Αγίας Τράπεζας. Τα οστά ήταν σε ένα κιβώτιο
ξύλινο, τοποθετημένα στη σαρκοφάγο, που στην πλευρά της είχε χαραγμένη τη λέξη
ΦΙΛΙΟΥ. Το πολυτιμότατο τούτο εύρημα κατά τη γνώμη των πιστών επιβεβαιώνει την
παράδοση, πως δηλαδή ο Λέων Στ' ο Σοφός που ξόδεψε κι έκτισε τον μεγαλοπρεπή ναό
του Αγίου στη Λάρνακα, γύρω στα 390 μ.Χ. όπως και στην Κωνσταντινούπολη δεν πήρε
για τον δεύτερο όλα τα λείψανα, αλλά μέρος αυτών κι ότι τούτα τα λείψανα που
βρέθηκαν είναι του Αγίου Λαζάρου. Αυθεντική μαρτυρία κι απόδειξη τούτου του
γεγονότος είναι η θέση στην οποία βρέθηκαν τα οστά: κάτω από την Αγία Τράπεζα
όμως του Αγίου μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 890 από τον ευσεβή
αυτοκράτορα Λέοντα Στ' τον Σοφό. Όμως κι αν το λείψανο μεταφέρθηκε μακριά στη
Βασιλίδα των Πόλεων, η χάρη του ξεχωριστού αυτού φίλου του Κυρίου δεν έφυγε.
Μένει στο νησί το μυρωμένο και ιστορικό με την εκκλησία του, για να θυμίζει σε
μας την εύνοια του Θεού στον τόπο μας. Να μας θυμίζει ακόμη τις ρίζες μας. Τις
ρίζες τις παλιές και τις καινούργιες, αλλά και τις υποχρεώσεις μας που δεν
πρέπει ποτέ να ξεχνάμε. Τούτο το ευλογημένο νησί, ελληνικό από τα βάθη των
αιώνων, μα και χριστιανικό από τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε η άγια αυτή
θρησκεία, πρέπει να παραμείνει αναλλοίωτο στους αιώνες. Και θα παραμείνει
τέτοιο, αν εμείς οι Έλληνες Κύπριοι κάτοικοι του φροντίσουμε να έχουμε πάντα τα
μάτια εστραμμένα στη μάνα Ελλάδα και την καρδιά δοσμένη στον Χριστό. Κάτι
περισσότερο. Με τούτο τον τρόπο όχι μονάχα το νησί μας θα παραμείνει αναλλοίωτο,
αλλά και θα επιβιώσει και ευτυχήσει. Το παράδειγμα των πατέρων μας, που παρά τη
μακροχρόνια μαύρη δουλεία δεν άλλαξαν ούτε γλώσσα, ούτε Θρησκεία, ούτε ήθη και
έθιμα, ώστε ένας ξένος ιστορικός, ο Ολλανδός Έσσελιγκ να βγάζει το συμπέρασμα
ότι «ο Ελληνισμός είναι ανεξολόθρευτος», πρέπει πάντα να μας συνέχει. Αλλά και
του λαοφιλούς μας ποιητή η πιο κάτω διαβεβαίωση, που βγαίνει από την έμμονη
προσήλωση των πατέρων μας στις αθάνατες ρίζες μας, πρέπει πολύ να μας
προβληματίζει:
Αν περνούσιν μαύρα χρόνια σγοιάν τζαί τζείινα που
περάσαν 'πό μας ένας εν τζιαί βκαίννει που την στράταν της τιμής, μήτ'
επλάστηκεν ποττέ του, τζι αν πλαστεί τζι αννοίξει στόμα, νεκρόν εν να τον
ξεράσει τζιαί του τάφου του το χώμαν».
Ναι! Νεκρό θα τον ξεράσει τζιαί του τάφου του το χώμα. Τον εξωμότη και προδότη
αδυνατεί να κρατήσει στην αγκαλιά της κι αυτή η γη. Ο Κύριος να μας ελεήσει.
Η μνήμη του θαύματος της Αναστάσεως του Λαζάρου γιορτάζεται το Σάββατο πριν από
την Κυριακή των Βαΐων. Κι η γιορτή των Βαΐων μια Κυριακή πριν από το Πάσχα.
Ταις του Αγίου Λαζάρου πρεσβείαις ο θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Απολυτίκιο Ήχος α'
Την κοινήν Ανάστασιν προ του σου Πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον
Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα
φέροντες, Σοι τω νικητή του Θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος
ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.
Εξήγηση: Για να βεβαιώσεις ότι κι εμείς όλοι θα αναστηθούμε κατά τη δεύτερη
παρουσία Σου, προτού πάθεις και πεθάνεις, ανέστησες από τους νεκρούς τον Λάζαρο,
Χριστέ, ο Θεός μας. Γι' αυτό κι εμείς οι χριστιανοί, όπως τα παιδιά των Εβραίων,
που κρατούσαν στα χέρια κλάδους από φοίνικες σαν σύμβολα της νίκης, ψάλλουμε σ'
Εσένα, που νίκησες τον θάνατο: Ευλογημένος Συ, που κατοικείς στους ουρανούς.
Δοξασμένος να είσαι Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο και Θεό, για να
σώσεις τον κόσμο.