Ο Άγιος Γεώργιος και ο Απόλλωνας
«Ο δε παρανομότατος βασιλιάς Διοκλητιανός, ήρθε το πρωί στο ναό του Απόλλωνα, πρόσταξε δε να φέρουν εκεί και τον Άγιο. Κι όταν αυτό έγινε είπε προς αυτόν ο βασιλιάς με πολλή ημερότητα και ταπείνωση:
«Δεν είναι Γεώργιε μεγάλη φιλανθρωπία και πολλή καλοσύνη αυτό το οποίο κάνω εγώ, να αναμένω δηλαδή τη μετάνοιά σου και να μη σε θανατώνω; Ναι, ορκίζομαι στη δύναμη των μεγάλων θεών ότι για τη νεότητά σου και την ανδρεία σου, λυπάμαι να σε θανατώσω. Διότι επιθυμώ εάν μετανοήσεις να σε τιμήσω, να σε δοξάσω και να σε κάνω συγκάθεδρο της βασιλείας μου. Πες μου λοιπόν κι εσύ τη γνώμη σου, τι σκέφτεσαι;» Ο Άγιος απάντησε: «Έπρεπε βασιλιά, αυτήν την αγάπη την οποία δείχνεις τώρα, να την είχες δείξει πιο πριν, ώστε να μη με βασάνιζες τόσο απάνθρωπα».
Ο βασιλιάς όταν άκουσε τα λόγια αυτά, χάρηκε και είπε στον Άγιο: «Αν θελήσεις να με κάνεις πατέρα σου και να μου χαρίσεις τη χαρά αυτή, εγώ έχω σκοπό να σε ανταμείψω με πλούσια δώρα». Ο Άγιος απάντησε: «Αν θέλεις βασιλιά, ας εισέλθουμε στο ναό για να δω τους θεούς σου». Αμέσως τότε ο βασιλιάς, πρόσταξε τους άρχοντές του και όλο το λαό να εισέλθουν στο ναό, ενώ το πλήθος από τη χαρά του πολυχρόνιζε το βασιλιά.
Εισήλθαν δε όλοι στο βωμό και περίμεναν να δουν τι θέλει να κάνει ο Άγιος.
Τότε ο του Χριστού Μάρτυρας Γεώργιος, σήκωσε το δεξί του χέρι προς το είδωλο του Απόλλωνα και είπε: «Θέλεις εσύ, είδωλο άψυχο, να λάβεις ως θεός θυσία από εμένα;» Λέγοντας δε τα λόγια αυτά έκανε και το Σταυρό του.
Το δε δαιμόνιο, το οποίο κατοικούσε μέσα στο είδωλο, φώναξε με δυνατή φωνή:
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε άλλος κανείς από εμάς. Μόνο Αυτός ο Οποίος εσύ κηρύττεις, είναι Θεός Αληθινός. Εμείς κάποτε ήμασταν Άγγελοι και λόγω της υπερηφάνειάς μας γίναμε διάβολοι. Από τότε περιπαίζουμε τους ανθρώπους, από το μίσος που έχουμε για αυτούς και εκείνοι μας προσκυνούν ως θεούς».
Λέει τότε ο Άγιος: «Γιατί λοιπόν παραμένετε τώρα εδώ, όπου παρευρίσκομαι και εγώ ο δούλος του Αληθινού Θεού;»
Αμέσως τότε με τα λόγια αυτά του Αγίου, βοή και σύγχυση και κλάματα ακούστηκαν, τα οποία προέρχονταν από τα είδωλα του βωμού. Τότε τα είδωλα έπεσαν στη γη και συνετρίβησαν σε κομμάτια . Εκείνη τη στιγμή κάποιοι από τους ιερείς του ναού αλλά και άλλοι από το πλήθος, άρπαξαν τον Άγιο από το βωμό και χτυπώντας τον και σπρώχνοντάς τον, τον έβγαλαν έξω φωνάζοντας στο βασιλιά: «Σκότωσε αυτόν το βρωμιάρη και πλάνο, σκότωσέ τον πριν γκρεμίσει το ναό και εσένα, βασιλιά».
Η βοή δε από τις κραυγές του πλήθους έφτασε μέχρι το παλάτι. Και ακούγοντας αυτές τις κραυγές η βασίλισσα Αλεξάνδρα, δεν άντεξε πλέον άλλο να κρατάει την Πίστη της μυστική και θέλησε να την αποκαλύψει. Αμέσως λοιπόν αρχίζει να τρέχει στο δρόμο προς το ναό του Απόλλωνα και μην μπορώντας να διασχίσει το πλήθος, φώναζε λέγοντας: «Ο Θεός του Γεωργίου βοήθησέ με, διότι Εσύ είσαι ο Μόνος Αληθινός Θεός».
Όταν δε το πλήθος ησύχασε, κάλεσε ο βασιλιάς τον Άγιο και πολύ θυμωμένος του είπε: «Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου, κακέ άνθρωπε; Κατ' αυτόν τον τρόπο έμαθες να θυσιάζεις στους θεούς;» Ο Άγιος απάντησε: «Ναι, ανόητε βασιλιά, έμαθα να περιφρονώ τους θεούς, οι οποίοι δεν κατάφεραν να σώσουν τους εαυτούς τους από τον αφανισμό».
Ενώ όμως ο Άγιος έλεγε αυτά τα λόγια, έφτασε η βασίλισσα Αλεξάνδρα και μόλις είδε τον Άγιο δεμένο, έπεσε στα πόδια του και τον ευχαριστούσε, βρίζοντας το βασιλιά και περιγελώντας τα είδωλα. Έκπληκτος τότε ο βασιλιάς και μην μπορώντας να συγκρατήσει πλέον την ταραχή του, λέει στη βασίλισσα:
«Τι έπαθες Αλεξάνδρα και ακολούθησες αυτόν το μάγο, απαρνούμενη την πίστη των μεγάλων θεών;» Η βασίλισσα απάντησε:
«Μωρότατε, ασεβέστατε και παρανομότατε βασιλιά, τυφλώθηκες, σκοτίστηκες, πλανήθηκες και δεν πιστεύεις την Αλήθεια, ούτε μπορείς να καταλάβεις ότι ο Χριστός είναι ο Αληθινός Θεός».
Κάποιος Μοναχός στο παρελθόν είχε την εξής απορία: «Πώς είναι δυνατόν αυτό το μεγάλο πνεύμα της ανθρωπότητας, ο Πλάτων, να δίδασκε τη θεωρία της μετεμψύχωσης και μάλιστα να υποστήριζε ότι είναι δυνατή, η μετά θάνατον είσοδος μιας ανθρώπινης ψυχής σε ένα ζώο;» Αυτήν την απορία μάλιστα, την εξέφραζε πολύ συχνά σε διάφορες πνευματικές συζητήσεις που είχε, κατηγορώντας ανοιχτά τον Πλάτωνα για αυτές του τις αντιλήψεις.
Μια μέρα ήταν ολομόναχος στο κελλί του, όταν ξαφνικά έκανε την εμφάνιση της μία λάμψη φωτός, μέσα από την οποία ήταν ορατά τα χαρακτηριστικά ενός άνδρα, που ήταν περιβεβλημένος από ένα χιτώνα και η εικόνα του παρέπεμπε στην αρχαιότητα. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Μοναχός, έκανε το Σημείο του Σταυρού προς το μέρος εκείνο, θέλοντας έτσι να διαπιστώσει αν επρόκειτο για κάποιο πονηρό πνεύμα.
Το θέαμα όμως παρέμεινε αμετάβλητο, με τον άνδρα να απευθύνεται μετά από λίγο στο Μοναχό λέγοντας: «Γιατί με κατηγορείς χωρίς να γνωρίζεις; Είμαι ο Πλάτων και πρέπει να ξέρεις πως από άγνοια οδηγήθηκα σε κάποιες λανθασμένες εκτιμήσεις. Από τη στιγμή όμως που ο Χριστός, μετά τη Σταύρωση, κατέβηκε και κήρυξε στον άδη, όλοι εμείς οι φιλόσοφοι Τον πιστέψαμε και γίναμε Χριστιανοί»! Τέτοια Γεγονότα Θείων Αποκαλύψεων, υπάρχουν πάρα πολλά καταγεγραμμένα στους τόμους του «Γεροντικού».
Ο ΠΛΑΤΩΝ έλεγξε κάθε πάτρια ιδέα περί θεού και έδειξε το άτοπο αυτής. Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοι μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν».
site/orthodoxy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου