Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Συμεών ο Μεταφραστής ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

Συμεών του Μεταφραστού,

μαρτύριον της αγίας ενδόξου οσιοπαρθενομάρτυρος Αναστασίας της Ρωμαίας [1]
Δύο Αναστασίες βρίσκουμε στους βίους των Αγίων, που ήσαν και οι δύο επιφανείς και ξακουστές για την φήμη του γένους τους και για την ομολογία της πίστεώς τους, ήσαν δε και οι δύο από την περιφανή Ρώμη.
anastasrom
Η πρώτη παντρεύτηκε διά της βίας από τους γονείς της, και δεν συνευρέθηκε με τον άνδρα της, ούτε καν κοιμήθηκε μαζί του, γιατί ήταν ειδωλολάτρης, με την πρόφασι πως ήταν τάχα άρρωστη. Έτσι φύλαξε άφθαρτη την παρθενία της, διότι λίγες ημέρες αργότερα πέθανε ο άνδρας της. Ως εκ τούτου, πέρασε όλη τη ζωή της ασκητικά, με σωφροσύνη και με όλες τις αρετές, δίνοντας όλο το βιός της ελεημοσύνη στους φτωχούς. Επισκεπτόταν στα δεσμωτήρια τους άγιους μάρτυρες, τους παρακινούσε να υπομένουν τα βάσανα για τον Κύριο, τους νουθετούσε και τους βοηθούσε στις βιωτικές ανάγκες τους.
Όταν πλέον τους εφόνευαν οι τύραννοι, έκλεβε τα ιερά τους λείψανα και τα ενταφίαζε με ευλάβεια κι αγάπη. Ενώ έκανε αυτή την καθημερινή εργασία, τόμαθαν οι ασεβείς, και τελειώθηκε διά πυρός, ανεβαίνοντας προς τον Κύριο ως οσμή ευωδίας. Επιτελούμε τη μνήμη της στις 22 Δεκεμβρίου.
 * * *
Η δεύτερη αγία Αναστασία δεν παντρεύτηκε καθόλου, ούτε αγάπησε τους κοσμικούς θορύβους. Τον Χριστό επόθησε από μικρή, και σήκωσε τον χρηστό και γλυκύτατο ζυγό Του, και βάσταξε το ελαφρό φορτίο Του, δηλαδή έγινε μοναχή. Ύστερα πάλι αξιώθηκε να μαρτυρήση, και υπέμεινε διάφορα και πάνδεινα βασανιστήρια με πολλή ανδρεία και γενναιότητα για χάρη του ουρανίου Νυμφίου. Γιαυτό και δοξάστηκε πολύ από Αυτόν με τριπλό στεφάνι: ένα για την παρθενία της, δεύτερο για την άσκησί της, και τρίτο για το μαρτύριό της, καθώς θα διηγηθούμε λεπτομερώς στη συνέχεια.
Αυτή η αξιέπαινη κόρη, που φέρει το όνομα της Αναστάσεως του Θεού και Σωτήρα μας Χριστού, απαρνήθηκε πατέρα, μητέρα και συγγενείς, μίσησε πλούτο, δόξα και κάθε σωματική ηδυπάθεια, εγκατέλειψε όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα αγαθά, για να απολαύση τα μόνιμα και αιώνια. Είκοσι χρόνων μπήκε σε μοναστήρι, και την έκειρε μοναχή μια ενάρετη και γραμματισμένη μοναχή ονόματι Σοφία, η οποία την δίδασκε και την νουθετούσε με επιμέλεια στη μοναχική πολιτεία. Η Αναστασία πλέον, γνωστική και συνετή όντας, προέκοπτε διαρκώς με τις νουθεσίες της διδασκάλισσας και έδειχνε πολλή αρετή. Η Σοφία πάλι, βλέποντας την πνευματική της κόρη να προκόβη στον ένθεο έρωτα, δόξαζε τον Κύριο.
Ο κοινός μας εχθρός όμως φθόνησε τη γενναιότητα της κόρης, και της έδωσε μεγάλο και σφοδρότατο σαρκικό πόλεμο, για να την κάνη, όσο του ήταν δυνατό, να μισήση τη μοναχική πολιτεία, ή έστω να γίνη αμελής στην άσκησι. Αλλά η Αγία δεν χαλάρωσε διόλου στους πνευματικούς αγώνες, μάλιστα γινόταν όλο και πιο πρόθυμη. Όσο λοιπόν έβλεπε τον εχθρό και επίβουλο να την πολεμά δυνατά, τόσο πιο ανδρεία κι αυτή ανταγωνιζόταν. Έτσι νικούσε και ντρόπιαζε ολοσχερώς τον πειρασμό.
Σαν είδε αυτός πως με τέτοιο τρόπο δεν μπόρεσε να τη νικήση, βάζει ο τρισάθλιος άλλη πανουργία. Την γνωστοποίησε στους υπηρέτες του και εργάτες της ασεβείας, που είχαν τον καιρό εκείνο πολύ πόθο και φροντίδα να βασανίζουν τους χριστιανούς με ποικίλα βασανιστήρια. Τότε βασίλευε ο ασεβής Διοκλητιανός[1]. Έσπευσαν λοιπόν οι υπηρέτες και ανήγγειλαν στον ηγεμόνα Πρόβο πως η Αναστασία δεν προσκυνούσε τους θεούς τους, ούτε σεβόταν τους βασιλείς, αλλά εκήρυττε τον Χριστό ως αληθινό Θεό και Δημιουργό όλης της κτίσεως. Τότε ο Πρόβος σύναξε πολλούς ανθρώπους στο θέατρο και πρόσταξε να φέρουν τη μακαρία μπροστά του. Έτρεξαν αμέσως ασυγκράτητοι οι υπηρέτες, έσπασαν την πύλη της μονής, μπήκαν με αναισχυντία και ζήτησαν κάποια που λεγόταν Αναστασία.
Σαν είδε η διδασκάλισσα Σοφία ξαφνικά τους ορμητικούς στρατιώτες, κατάλαβε το λόγο, και τους παρακάλεσε να περιμένουν λίγη ώρα. Πήρε τότε την Αναστασία, και με δάκρυα στα μάτια πήγε κρυφά στο Ιερό θυσιαστήριο. Την έφερε μπροστά στην αγία εικόνα του Δεσπότου και της είπε:
—Κόρη μου αγαπημένη, από την ώρα που σε αναδέχθηκα για πνευματικό μου τέκνο, δεν αμέλησα καθόλου να σε διδάσκω την κατά Θεόν πολιτεία, ώσπου έφτασες πιά στην ηλικία του πληρώματος του Χριστού. Πήγαινε λοιπόν σ’ Αυτόν με αγαλλίασι. Μ’ Αυτόν σε νυμφεύω σήμερα. Σ’ Αυτόν σε προσφέρω, σ’ Αυτόν σε παραδίδω, να σε δεχθή ως άφθαρτη νύμφη Του. Ο νυμφώνας στολισμένος, ο Νυμφίος αψευδής. Άγιοι Άγγελοι παραστέκουν, να σε πάνε ως νύμφη Χριστού στους ουρανίους θαλάμους. Εκεί θα αγάλλεσαι και θα ευφραίνεσαι, μαζί Του πάντα, σ’ εκείνη την ανεκλάλητη ευφροσύνη. Βάδισε τη στενή και τεθλιμμένη οδό του μαρτυρίου.
Μέσα απ’ αυτήν θα φτάση η ψυχή σου στην αιώνια άνεσι και αναψυχή. Είναι σωστό και δίκαιο, όχι μόνο να υπομείνουμε τα φοβερώτερα βασανιστήρια για την αγάπη του Χριστού, αλλά να λάβουμε και αυτόν τον θάνατο με αγαλλίασι. Αν ο ίδιος ο Κύριος και Δεσπότης μας πέθανε για χάρη μας, πως κι εμείς να μη μιμηθούμε πρόθυμα το θάνατό Του για τη σωτηρία μας; Ναί, κόρη μου αγαπημένη, δεν λογίζεται θάνατος το να πεθάνης για τον Χριστό. Είναι χαρά, ηδονή, ευφροσύνη, αγαλλίασις, λαμπρότητα, φως πιο γλυκό και πιο ωραίο από αυτό το φως. Είναι διάβασις, μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα στα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και κοπιαστικά στα ωραία και χαρμόσυνα.
Τώρα πηγαίνεις στα σταθερά και μόνιμα, στα διαρκή και ατελείωτα, κόρη μου πολυαγαπημένη, να συνευφραίνεσαι με τις φρόνιμες παρθένες σ’ εκείνη την άρρητη ηδονή, την άφραστη αγαλλίασι, που διαρκεί αιωνίως και πάντοτε. Μη δειλιάσης την αυστηρότητα των τυράννων, την δριμύτητα των κολάσεων. Ο ίδιος ο Νυμφίος σου, ο Δεσπότης Χριστός, θα σου συμπαρασταθή, θα ελαφρύνη τους πόνους. Κι αν σ’ αφήση λίγο να κακοπαθήσης, για να φανή η υπομονή σου, να δοκιμασθή η πίστις σου, και να θαυμάσουν οι θεατές την ανδρεία και την προθυμία σου, πάλι δεν θα σ’ εγκαταλείψη ως το τέλος. Όταν κουραστής, θα σβήση η δριμύτητα των πόνων και των πληγών σου, θα ανατείλη φως και παρηγοριά, και δόξα Κυρίου θα σε κυκλώση.
Σαν είπε όλα αυτά η πάνσοφη Σοφία προς την Αναστασία, της απάντησε η παρθένος:
—Κάνε δέησι και ικεσία προς τον Δεσπότη μας, Μητέρα μου, για να μου στείλη εξ ύψους δύναμι και βοήθεια, ώστε να μή δειλιάσω τους βαναύσους τυράννους. Το μέν πνεύμα πρόθυμο, μα η σάρκα ασθενική, και χωρίς θεία βοήθεια δεν κατορθώνεται το αγαθό. Προσευχήσου θερμά για χάρη μου, και ανδρειωμένη με τη θεία δύναμι, θα φροντίσω να φυλάξω απαρασάλευτες όλες τις υποσχέσεις.
Αυτά είπε η παρθένος προς την διδασκάλισσα, και τότε έτρεξαν οι στρατιώτες, άρπαξαν την Αγία σαν αρνί από την μητέρα της και την πήγαν στο κριτήριο αλυσοδεμένη, αλλά και χαρούμενη. Όταν είδαν τόση ευκοσμία και ωραιότητα πάνω της οι παρευρισκόμενοι, έμειναν έκθαμβοι.
Τότε ο Πρόβος την ρώτησε:
—Πως ονομάζεσαι;
Κι εκείνη αποκρίθηκε:
—Αναστασία καλούμαι, γιατί μ’ ανέστησε ο Κύριος, για να ντροπιάσω σήμερα εσένα και τον πατέρα σου Διάβολο.
Όταν άκουσε ο Πρόβος τέτοια απότομη απόκρισι, θέλησε να μαλακώση την αυστηρότητα και την τραχύτητά της με κολακείες. Μα δεν ήξερε ο ανόητος την δυνατή πίστι στην ψυχή της, που ήταν πιο σκληρή κι απ’ το διαμάντι. Της έλεγε λοιπόν:
—Ακουσέ με, Κόρη, που σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς, κι εγώ θα σε παντρέψω μ’ ένα πλουσιώτατο άρχοντα, θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι πολύ, ρούχα πολυτελή, πλήθος δούλων και υπηρετών, και θα γίνης μονομιάς ευγενής και περίδοξη. Κατάλαβε λοιπόν το καλό σου, σκέψου όπως αρμόζει στην ωραιότητα και στην ψυχική σου ευγένεια. Μή θέλης να δοκιμάσης το θυμό μου, και να μάθης πόσο κακό είναι η ασέβειά σου. Εγώ -οι θεοί το ξέρουν- λυπάμαι το κάλλος σου, και σαν πατέρας φροντίζω για το όφελος σου, σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Αν όμως δεν μ’ ακούσης, θα δοκιμάσης αναγκαστικά την αγριότητα και το θυμό μου, όπως είδες τώρα την ημερότητα και την ευμένειά μου, και τότε θα μετανοιώσης ανώφελα.
Μόλις άκουσε η Μάρτυς τούτα τα λόγια, θυμήθηκε τις μητρικές παραινέσεις της σοφής διδασκάλισσας Σοφίας, και του αποκρίθηκε ταπεινά:
—Για μένα, ηγεμόνα, πλούτος και ζωή και Νυμφίος είναι ο γλυκύτατος Δεσπότης μου Χριστός. Ο θάνατος για χάρη Του μου είναι πιο πολύτιμος κι απ’ αυτή τη ζωή. Γι’ Αυτόν περιφρόνησα όλα τα ευχάριστα και απολαυστικά πράγματα της γής, χρυσάφι, ασήμι, πολυτίμους λίθους, κι όλα όσα τιμούν οι φιλόσαρκοι τα θεωρώ σαν χώμα. Φωτιά, σπαθί, κοντάρι, διαμελισμό, πληγές και μάστιγες, κι ό,τι άλλο νομίζετε για τιμωρία, εγώ τα έχω για ευχαρίστησι και αγαλλίασι, ατενίζοντας προς τον Δεσπότη Χριστό και Σωτήρα μου. Γιά την αγάπη Του επιθυμώ όχι μόνο να πάθω τέτοια δεινά, αλλά και να πεθάνω μύριες φορές για χάρη Του. Μήν υποκρίνεσαι λοιπόν πως τάχα λυπάσαι την ομορφιά μου που μαραίνεται σαν τα άνθη του αγρού, αλλά κάνε ό,τι είναι στην εξουσία σου. Μή χάνης άσκοπα τον καιρό σου. Εγώ ξύλινους και πέτρινους θεούς δεν θα προσκυνήσω ποτέ.
Σαν άκουσε όλα αυτά ο ηγεμόνας, άναψε απ’ το θυμό του. Προστάζει λοιπόν πρώτα να τη δείρουν ανελέητα στο πρόσωπο. Κατόπιν να τη γδύσουν τελείως, να τη δή όλο το θέατρο, για να καταισχυνθή. Έτσι λοιπόν εγύμνωσαν εκείνο το πάγκαλλο σώμα, που το σέβονται και οι Άγγελοι, και το παρουσίασαν χωρίς κανένα ρούχο, για να την καταφρονήσουν όλοι. Τότε της λέγει ο άρχοντας:
—Για την υπερηφάνειά σου, έτσι σου ταιριάζει, να εξευτελίζεσαι μπροστά σε τόσα μάτια ανδρών. Μα έστω και τώρα, έλα στην ευμένεια των θεών. Μή θέλης να δής να μαραίνεται πρόωρα τέτοια ομορφιά, να χαθής πολύ άθλια. Σε βεβαιώνω πως αν δεν κάνης το θέλημά μου, κανείς δεν σε γλιτώνει από το χέρια μου. Θα σε κόψω σε λεπτά κομμάτια, και θα σε ρίξω τροφή στα άγρια θηρία.
Η Αγία τότε απάντησε:
—Ηγεμόνα, αυτή μου τη γύμνωσι δεν την έχω για ντροπή, αλλά για περίλαμπρο και ευπρεπέστατο στολισμό, γιατί γδύθηκα τον παλαιό άνθρωπο, και ντύθηκα τον καινούργιο, με δικαιοσύνη και αλήθεια. Είμαι έτοιμη να λάβω κι αυτόν τον θάνατο, καθώς με φοβέρισες. Τον επιθυμώ υπερβολικά. Μα κι αν και τα μέλη μου κατακόψης, βάναυσε δικαστή, και ξερριζώσης τη γλώσσα μου, τα δόντια και τα νύχια μου, τότε θα με ευεργετήσης ακόμη περισσότερο. Όλο τον εαυτό μου τον χρεωστώ στον Δημιουργό και Σωτήρα μου. Ποθώ Αυτός να δοξασθή σε όλα μου τα μέλη. Θα του τα παραστήσω σαν κοσμήματα, με το στολισμό της ομολογίας.
Αυτά κι άλλα παρόμοια έλεγε η Αγία, για να θυμώση ο δικαστής, να μη την λυπηθή, να μη την αφήση ατιμώρητη, και στερηθή τα στεφάνια της αθλήσεως. Έκπληκτος ο άρχοντας και όλο το θέατρο μπροστά σ’ αυτήν την ελευθεροστομία της παρθένου, άφησε κατά μέρος τις κολακείες, και αποφασίζει ν’ αρχίση τις τιμωρίες και τα βασανιστήρια.
aganastrom
Προστάζει λοιπόν να καρφώσουν στη γή τέσσερις πασσάλους, επάνω στους οποίους τέντωσαν την Μάρτυρα, και την έδεσαν μπρούμυτα. Από κάτω άναψαν φωτιά με λάδι, πίσσα και θειάφι, και άλλα εύφλεκτα, άπ’ όπου καταφλέγονταν το στήθος, η κοιλιά και τα σπλάγχνα της. Από πάνω την χτυπούσαν στην πλάτη με ξύλα οι άσπλαγχνοι. Έτσι έπασχε και βασανιζόταν η αείμνηστη ώρα πολλή, και ήταν η ράχη και όλα τα οπίσθια καταξεσχισμένα από τα ραβδίσματα.
Από μπροστά πάλι καταφλέγονταν οι σάρκες, οι φλέβες και το αίμα, και είχε τόση πολλή οδύνη και πόνους, που μόνο και να τ’ ακούη κανείς, δειλιάζει και απορεί. Πραγματικά, τι γενναία ψυχή για τον Χριστό, ανώτερη από την ανάγκη της φύσεως! Μόνο με την προσευχή της σαν δροσιά, έσβηνε τη σφοδρότητα της φωτιάς, γιατί θυμόταν τα παλαιά θαύματα του Θεού, όπως στη βαβυλωνιακή κάμινο. Είχε βέβαια πολλή σύνεσι, σοφία και γνώσι των θείων Γραφών, κι έτσι ελάφραινε τους πόνους.
Μόλις είδε πια εκείνο το άγριο και απάνθρωπο θηρίο ότι η Μάρτυς δεν εδείλιασε με τέτοια βάσανα, προστάζει να τη δέσουν σ’ ένα τροχό. Αμέσως ο λόγος έγινε έργο, και στο γύρισμα του τροχού με κάποια μηχανή, συντρίφτηκαν όλα τα κόκκαλα της Αγίας, τεντώθηκαν τα νεύρα και οι αρμοί του σώματος, μετατοπίστηκε η σωματική διάπλασις από τη φυσική της αρμονία, κι απόμεινε ελεεινό θέαμα.
Αλλά η Μάρτυς και πάλι επικαλέστηκε Εκείνον που μπορεί να τη βοηθήση σε καιρό θλίψεως, και να τη λυτρώση από τα χέρια των εχθρών της, λέγοντας τα εξής:
—Θεέ θεών και Κύριε των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίδα της ψυχής μου και σωτηρία μου, μην απομακρυνθής από μένα, διότι εξαντλήθηκα από τους πόνους, κόλλησε στη γή η κοιλιά μου και τα οστά μου σαν φρύγανα φλογίστηκαν. Δός μου βοήθεια στη θλίψι μου, Θεέ μου, που με περιζώνεις με δύναμι.
Με τέτοια προσευχή -τι γρήγορη φροντίδα! Τί ταχύτατη λύτρωσις!- αμέσως η Μάρτυς βρέθηκε ελευθερωμένη από εκείνο το φοβερό μηχάνημα, και στάθηκε υγιής και ολόσωμη, χωρίς κανένα σημάδι πληγής ή έγκαυμα στη σάρκα της. Μα ο τυφλωμένος τύραννος δεν μπόρεσε να καταλάβη τη θαυματουργία της θείας δυνάμεως, μεθυσμένος και σκοτισμένος στην ασέβεια και μανία του. Γι’ αυτό πάλι την κρέμασε σε ξύλο, κι έβαλε να την καταξεσχίσουν με σιδερένια νύχια. Όμως η Αγία προσευχόταν, και πάλι ήλθε εξ ύψους βοήθεια, και οι δήμιοι ατόνησαν, κι αυτή στεκόταν χωρίς καμμία οδύνη.
Γεμάτος απορία, οργή και θυμό ο ηγεμόνας σηκώθηκε πολλές φορές από το θρόνο του, μή ξέροντας τι να κάνη. Μα ο Διάβολος που τον συμβούλευε κατ’ ιδίαν, του έβαλε στο νού να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αυτή η τιμωρία είναι η πιο φοβερή και επώδυνη, διότι στο μέρος αυτό είναι ενθρονισμένη και ριζωμένη η καρδιά. Αλλά η Μάρτυς είχε μεγαλύτερο πάθος στην καρδιά για τον έρωτα του Χριστού, και γιαυτό καταφρόνησε το μικρό και κατώτερο.
Ο τύραννος πάλι, βλέποντας πως η Οσία υπέμεινε και αυτό το φοβερώτατο βάσανο, φιλοδοξούσε να νικήση την υπερβολική καρτερία της με τα υπερβολικά βασανιστήρια. Γιαυτό της ξερρίζωσε όλα τα δόντια και τα νύχια. Και πάλι η Αγία, σαν να μην αισθανόταν κανένα πόνο, ευχαριστούσε πιο θερμά τον Κύριο, που αξιώθηκε να γίνη συγκοινωνός και συμμέτοχος στα πάθη Του. Συγχρόνως έβριζε τους θεούς του τυράννου, αποκαλώντας τους σκοτεινούς, πλάνους, δαίμονες και απώλεια ψυχής.
Μή υποφέροντας να ακούη τέτοια λόγια ο δικαστής, αφού το γλυκό φως είναι μισητό στους ασθενικούς οφθαλμούς, διατάζει να της ξερριζώσουν και τη γλώσσα από τον φάρυγγα. Αλλά και πάλι η Οσία δεν δείλιασε μ’ αυτή την τιμωρία, μόνο ζήτησε λίγη διορία, για να αποδώση την πρέπουσα προσευχή και να δοξάση τον Κύριο με το όργανο της φωνής. Αφού λοιπόν Τον ευχαρίστησε, Τον παρακάλεσε να την αξιώση να τελειώση καλώς το μαρτύριο, και όσοι άρρωστοι την επικαλεσθούν σε βοήθεια, να τους θεραπεύη ως ιατρός κάθε αρρώστειας. Την ώρα που η Αγία είπε την προσευχή, ακούστηκε φωνή απ’ τον ουρανό που μαρτυρούσε την πραγματοποίησι των αιτημάτων, δηλαδή να γίνη το θέλημά της, όπως το ζήτησε.
Χάρηκε σαν άκουσε τη θεία φωνή η Μάρτυς, και λέγει στον δήμιο να εκτελέση το πρόσταγμα. Έτσι κι έγινε. Της έκοψε με ξίφος τη θεολογική της γλώσσα, που έλεγε τα θεία λόγια. Έτρεχαν τα αίματα, κοκκίνησαν τα ρούχα της άμωμης νύμφης του Χριστού, που απ’ τον πόνο λιγοψύχησε, και ζήτησε λίγο νερό.
Τότε βρέθηκε κάποιος ευσεβής και ενάρετος χριστιανός ονόματι Κύριλλος, ο οποίος μ’ αυτή τη μικρή καλωσύνη του ψυχρού ποτηριού απολαμβάνει ως ανταμοιβή από τον Θεό το στεφάνι της αθλήσεως. Διότι μαθαίνοντας ο Πρόβος ότι λυπήθηκε την Αγία και την πότισε νερό, πρόσταξε να κόψουν τα κεφάλια και των δύο. Έτσι τελείωσαν κι οι δύο το δρόμο του μαρτυρίου.
Το λείψανο της Οσίας έμεινε λίγες ημέρες ριγμένο στο χώμα, χωρίς διόλου να το αγγίξη πουλί, ή θηρίο, κατόπιν θείας νεύσεως και βουλής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και θείος Άγγελος εστάλη από τους ουρανούς, για να δώση το άγιο λείψανο στη διδασκάλισσά της Σοφία.
Πράγματι η Σοφία εκείνη, από τη στιγμή που άρπαξαν μέσα από την αγκαλιά της την Αναστασία, προσευχόταν ασταμάτητα και παρακαλούσε τον Κύριο να τη δυναμώση έως τέλους, να μη νικηθή από τις κολακείες, να μή δειλιάση από τις τιμωρίες, και ζημιωθή τα στεφάνια. Ενώ λοιπόν προσευχόταν ολόψυχα με ολόθερμα δάκρυα, άγιος Άγγελος φανερώνεται, και της αναγγέλλει το πολυπόθητο άκουσμα και γλυκύτατο μήνυμα: Η Μάρτυς ετελειώθη, και ανήλθε στον ουράνιο θάλαμο, για την αιώνια αγαλλίασι. Συνάμα την οδηγεί και της παραδίδει το παμπόθητο και σεβάσμιο λείψανο της Μάρτυρος.
Τότε η Σοφία έπεσε πάνω του, το αγκάλιαζε και το φιλούσε συνέχεια, λέγοντας τα εξής με δάκρυα και πολλή αγαλλίασι:
—Ποθητό και πολυαγαπητό μου τέκνο, που σε ανέθρεψα καλώς με πολύ κόπο, με ησυχία και με άσκησι, σ’ ευχαριστώ, που δεν καταφρόνησες τις επαγγελίες, δεν παρήκουσες τις νουθεσίες, δεν παρέβλεψες τις εντολές. Φύλαξες τις υποσχέσεις, και τώρα παραστέκεις δίπλα στον Χριστό τον Νυμφίο σου, περιβεβλημένη με ιμάτιο παρθενίας, πεποικιλμένη με στίγματα μαρτυρίου, και στολισμένη με στεφάνι από λίθους πολυτίμους. Τώρα κατοικείς σε τόπο σκηνής θαυμαστής, στον οίκο της δόξης Κυρίου, και με τους Αγγέλους ευφραίνεσαι. Γιαυτό σε παρακαλώ, πολυαγαπημένη μου κόρη και πνευματική μου μητέρα, γίνε μου καλή γηροκόμος σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, και μεσίτρια και πρέσβυς προς τον Δεσπότη μας, να αξιώση και μένα να εισέλθω στη βασιλεία Του.
Με τέτοια και παρόμοια λόγια, η φιλότεκνη και φιλόθεη γερόντισσα αγκάλιαζε και καταφιλούσε το τίμιο λείψανο, μα δεν μπορούσε απ’ τα γηρατειά να το σηκώση. Την ώρα που συλλογιζόταν τι να κάνη, ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπείς και αξιοσέβαστοι άνδρες, οι οποίοι σήκωσαν εκείνο το σεβάσμιο και ιερώτατο λείψανο και το μετέφεραν με την Σοφία μέσα στη Ρώμη, και το απέθεσαν στον τάφο λαμπρά και τιμητικά, προς δόξαν Θεού Πατρός, και Κυρίου Ιησού Χριστού, μετά του οποίου πρέπει τιμή και κράτος και προς το Άγιον Πνεύμα, νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
1. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η Αγία Αναστασία η Ρωμαία εμαρτύρησε επί Δεκίου. Φαίνεται ότι συγχέεται με άλλη Αγία Αναστασία, η οποία εορτάζει στις 12 Οκτωβρίου.
Πηγή: Αγία Αναστασία η Ρωμαία σελ. 11-22, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1998
 

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Άγιος Νεόφυτος Ἐγκλειστος Εγκώμιο προς το θαυματουργό άγιο Δημήτριο

15. Τότε λοιπόν ορισμένοι άρχοντες συκοφάντες κατηγορούν το Δημήτριο στο βασιλιά ως αίτιο της σφαγής του Λυαίου. Όταν το άκουσε ο ίδιος, έλεγε πώς δεν ήταν καλός οιωνός η συνάντησή του με τον άγιο στο στάδιο. Γι᾿ αυτό βράζοντας από το θυμό του εναντίον του μάρτυρα, διατάζει να τον σκοτώσουν με λόγχη, εκεί μέσα στις καμάρες, όπου τον φρουρούσαν, πράγμα που έκαναν αμέσως με πολλή γρηγοράδα οι δήμιοι χωρίς λύπηση στις 26 Οκτωβρίου.
agios-dimitrios-24102012
16. Και το μαρτύριο του αθλητή ήταν σύντομο και χαλαρό, ο ίδιος όμως επιθυμούσε να υποστεί το μαρτύριο όχι μόνο σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά για πολλές ημέρες και με περίπλοκα βάσανα για την αγάπη του στο Χριστό. Γι’ αυτό και ο καρδιογνώστης Θεός, επειδή δέχτηκε τη στιγμιαία σφαγή ως πολύχρονο μαρτύριο και τη συντομία της ως διαρκέστερο μαρτύριο, τον στεφάνωσε για την πρόθεσή του και τον εφοδίασε με πολλές θαυματουργικές ικανότητες και ιαματικά χαρίσματα, με αποτέλεσμα η ίδια η κιβωτός του αγίου λειψάνου να αναδίδει συνέχεια το μύρο, σαν πηγή του ζώντος ύδατος, ώστε πιο εύκολα να λιγοστεύει το νερό της πηγής, παρά να λιγοστέψει ποτέ εκείνη η πηγή του μύρου. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο γενναιόδωρος Θεός γνωρίζει να ανταποδίδει τη δόξα σ’ όσους τον δοξάζουν.
17. Και ο Λούπος, ο υπηρέτης του μάρτυρα βλέποντας τη σφαγή του αφέντη του αποκομίζει σημαντικό κέρδος. Αφού πήρε λοιπόν το οράριο του αγίου και το βασιλικό δαχτυλίδι από το χέρι του και τα έβαψε μέσα στο αίμα του αγίου, επιτελούσε με αυτά θεραπείες κάθε νοσήματος και απομάκρυνε τα πονηρά πνεύματα. Επειδή η φήμη των θαυμάτων εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη, έφτασε μέχρι και στο βασιλιά, ο οποίος παθιασμένος από το θυμό διέταξε να σκοτώσουν και το Λούπο, τον οποίο σκότωσαν στο λεγόμενο δημαρχείο της πόλης της Θεσσαλονίκης.
18. Το καλλίνικο και πανάγιο λείψανο του αγίου Δημητρίου βρισκόταν περιφρονημένο από φόβο στο βασιλιά και τους διώχτες. Τη νύχτα όμως, το έκλεψαν ορισμένοι πιστοί άνθρωποι και το έκρυψαν στο χώμα, όσο μπορούσαν. Επειδή όμως δεν μπορεί να κρυφτεί μια πόλη, που βρίσκεται στην κορφή του βουνού, ούτε αυτό το άφησε να κρυφτεί η πηγή των θαυμάτων, αλλά έγινε ξακουστός σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία ο άγιος με τα θαύματά του δηλαδή, με τα οποία νικήθηκαν οι αυθάδειες της μανίας των ειδώλων και λαμπρύνονταν τα δόγματα της άμεμπτης πίστης των χριστιανών.
aidimitris2
19. Τότε λοιπόν ένας ευσεβής και ένδοξος άντρας, που τον έλεγαν Λεόντιο, και έγινε ύπαρχος του Ιλλυρικού, πήγαινε στη χώρα των Θρακών και αρρώστησε από ανίατη ασθένεια· τον οδήγησαν οι δικοί του στην πόλη της Θεσσαλονίκης μ’ ένα φορείο και τον ξάπλωσαν πάνω στο ιαματικό μνήμα του μάρτυρα και αμέσως έγινε εντελώς καλά, με αποτέλεσμα και ο ίδιος ο ύπαρχος και όλοι οι γύρω του να θαυμάζουν την ταχύτατη βοήθεια του μάρτυρα, να δοξάζουν το Θεό και να εγκωμιάζουν το μάρτυρά του Δημήτριο.
20. Αυτός λοιπόν κατέστρεψε τις καμάρες των καμινιών και τα κτίσματα των θερμών λουτρών και καθάρισε εντελώς τον τόπο από όλα τα ξύλα και τα σκουπίδια, ανήγειρε πανέμορφο και πάνσεπτο ναό προς τιμήν του μάρτυρα ανάμεσα στο δημόσιο λουτρό και στο στάδιο, που αναφέραμε προηγουμένως, τον οποίο κόσμησε με δαπάνη πολλών χρημάτων και τον έκανε πολύ λαμπρό. Αυτός μέχρι και σήμερα καμαρώνει σαν επίγειος ουρανός, γιατί τον έχει κάνει ένδοξο η πηγή των θαυμάτων, αυτός φέρει πάντα τη θεόβρυτη λάρνακα του μύρου ως ανεξάντλητη πηγή, αυτός υπάρχει παυσίπονο φάρμακο, που θεραπεύει τα διάφορα νοσήματα, αυτός έχοντας ως ασυναγώνιστο οικοδεσπότη τον ξακουστό Δημήτριο δεν θα φοβηθεί τις επιδρομές των βαρβάρων εχθρών, αυτός πολλές φορές είναι η λύτρωση των αιχμαλώτων, με αποτέλεσμα πολλές φορές να βρίσκονται αιχμάλωτοι σ’ εκείνον τον ιερό ναό μαζί με τις αλυσίδες τους και από τη Συρία και από άλλες βαρβαρικές χώρες και να λένε ότι τους αρπάζει ο άγιος Δημήτριος και τους διασώζει φέρνοντάς τους μετέωρους μέχρι το ναό του.
21. Και όχι μόνο αυτών αλλά και των πιστών βασιλιάδων είναι σύμμαχος αυτός ο ιερός οπλίτης, στον οποίο και εγώ γεμάτος χαρά θα απευθύνω λίγους χαιρετισμούς και θα τελειώσω το λόγο μου.
22. Χαίρε, ασυναγώνιστε στρατιώτη του Χριστού τρισευτυχισμένε Δημήτριε, γιατί σύμφωνα με τον Παύλο, αγωνίστηκες τον ωραίο αγώνα, έχεις τρέξει το δρόμο μέχρι το τέρμα, έχεις διαφυλάξει την πίστη και στεφανώθηκες επάξια από το Θεό με το στέφανο της δικαιοσύνης.
Χαίρε μάρτυρα Δημήτριε, γιατί αν και έχεις δεχτεί και συ στο σώμα σου τις πληγές που δέχτηκε ο Χριστός, ανέβηκες στον ίδιον με χαρά και αγαλλίαση.
Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί έγινες πράγματι μιμητής του Χριστού. Εκείνος βέβαια για χάρη όλων μας δέχτηκε τη λόγχη από τον ασεβή στρατιώτη στην αμόλυντη πλευρά του και συ ως ευσεβής στρατιώτης του για χάρη της αγάπης του δέχτηκες τη λόγχη στη φυλακή από ασεβείς στρατιώτες.
Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί έχεις πλουτίσει με την αγγελική χάρη και αποδεικνύεσαι επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος γεμάτος δόξα.
Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, γιατί είσαι μυημένος στη χάρη και ελευθερωτής των αιχμαλώτων και πολύ γρήγορος γιατρός των διάφορων ασθενειών.
Χαίρε, μάρτυρα Δημήτριε, μαζί με το Γεώργιο και το Θεόδωρο, τους συναθλητές και συμμέτοχούς σου, το τρισευτυχισμένο όπλο των ευσεβών βασιλιάδων μας, το ξίφος τους με τις τρεις αιχμές εναντίον των άθεων βαρβάρων, το τριπλό τείχος της βασιλικής αυλής, το τρίσπαθο κάρφωμα στην καρδιά των σκληρών εχθρών, το τριστόλιστο στέμμα των βασιλιάδων μας, το τριπλό φως της οδοιπορίας τους μέρα και νύχτα, το τριπλό όπλο του εκφοβισμού τους και το πολύ αγαπητό και ισάριθμο της Τριάδος.
Χαίρε, γιατί έχεις αξιωθεί την ακατάπαυτη χαρά και είσαι συνοδός των πιστών βασιλιάδων. Και εγώ το γνωρίζω ότι νικιέται η παράταξή μας σε περίοδο πολέμου. Αλλά δεν ρίχνουμε την ευθύνη για την ήττα στην αδράνεια αυτών των στρατηγών, αλλά οι καρποί των κακών πράξεων κάνουν πιο ισχυρούς τους εχθρούς μας εναντίον μας. Πώς λοιπόν, αναφέρει ο προφήτης, ένας θα καταδιώξει χίλιους και δύο θα μετακινήσουν μυριάδες και τα ακόλουθα.
23. Και ο άγιος εκείνος άνθρωπος, ο Λεόντιος, όταν ολοκλήρωσε τον πανσεβάσμιο ναό του μάρτυρα και επρόκειτο να φύγει στο Ιλλυρικό, σκεπτόταν να πάρει μαζί του κάποιο λείψανο, για να ανεγείρει και εκεί ναό στο όνομα του αγίου. Ο άγιος όμως τη νύχτα παρουσιάστηκε σ’ αυτόν και του έκοψε την ορμή. Τότε λοιπόν ο άνθρωπος πήρε τη χλαμύδα του αγίου και ένα μέρος από το οράριο, που ήταν βαμμένα κατακόκκινα στο αίμα του αγίου, κατασκεύασε αργυρή λειψανοθήκη, τα απέθεσε μέσα σ’ αυτήν και συνέχισε το δρόμο του.
24. Όταν έφτασε σ’ έναν ποταμό, που τον λένε Δούναβη, επειδή δεν μπορούσε να περάσει από το θυελλώδη καιρό και το φούσκωμα του ορμητικού ρεύματος, καθόταν και περίμενε να λιγοστέψει ο ποταμός, αυτός όμως πιο πολύ φούσκωνε, αντί να λιγοστεύει. Και ο άγιος Δημήτριος παρουσιάστηκε νύχτα σ’ αυτόν και του είπε: «Διώξε από μέσα σου κάθε δειλία και απιστία, ανέβα πάνω στο πλοιάριό σου, πάρε στα χέρια σου τη σορό που φέρνεις μαζί σου και πέρνα άφοβα τον ποταμό μαζί με τη συνοδεία σου». Και ο άνθρωπος έκανε αυτό το πράγμα, πέρασε αβλαβής τον ποταμό και έτσι διασώθηκε και απέθεσε την αγία λειψανοθήκη με τα αγιάσματά της, εκεί όπου έχτισε και άλλον ναό προς τιμήν του μάρτυρα αγίου Δημητρίου, δίπλα στο σεβάσμιο ναό της καλλίνικου μάρτυρος Αναστασίας, απ’ όπου ξεχύθηκαν πολλοί ποταμοί θαυμάτων. Από αυτούς, Χριστέ βασιλιά μου, αφού μας ποτίσεις, ως ποταμός της ειρήνης, γέμισέ μας, φώτισε, καθάρισε, θεράπευσε τις ψυχές μας μαζί και τα σώματά μας με τις προσευχές του υπηρέτη Σου και μάρτυρα Δημητρίου και της άχραντης Θεοτόκου, για να δοξαστεί και από εδώ το πανάγιο όνομά Σου, γιατί Σου πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα Σου και το άγιό Σου πνεύμα πάντοτε, και τώρα και για πάντα και στους αιώνες. Αμήν.
πηγή: Άγιος Δημήτριος, Εγκωμιαστικοί λόγοι  επιφανών Βυζαντινών λογίων, εκδ. ΖΗΤΡΟΣ, 2004, σ. 123-145.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Ο Άγιος Γεώργιος και ο Απόλλωνας



Ο Άγιος Γεώργιος και ο Απόλλωνας
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βίο του Αγίου και Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου (275 μ.Χ.- 303 μ.Χ.), όπου περιγράφεται η στιγμή που ο Άγιος δέχεται να εισέλθει σε έναν ειδωλολατρικό ναό του Απόλλωνα, μαζί με τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, καθώς και το τι ακριβώς επακολούθησε εκεί.

«Ο δε παρανομότατος βασιλιάς Διοκλητιανός, ήρθε το πρωί στο ναό του Απόλλωνα, πρόσταξε δε να φέρουν εκεί και τον Άγιο. Κι όταν αυτό έγινε είπε προς αυτόν ο βασιλιάς με πολλή ημερότητα και ταπείνωση: 

«Δεν είναι Γεώργιε μεγάλη φιλανθρωπία και πολλή καλοσύνη αυτό το οποίο κάνω εγώ, να αναμένω δηλαδή τη μετάνοιά σου και να μη σε θανατώνω; Ναι, ορκίζομαι στη δύναμη των μεγάλων θεών ότι για τη νεότητά σου και την ανδρεία σου, λυπάμαι να σε θανατώσω. Διότι επιθυμώ εάν μετανοήσεις να σε τιμήσω, να σε δοξάσω και να σε κάνω συγκάθεδρο της βασιλείας μου. Πες μου λοιπόν κι εσύ τη γνώμη σου, τι σκέφτεσαι;» Ο Άγιος απάντησε: «Έπρεπε βασιλιά, αυτήν την αγάπη την οποία δείχνεις τώρα, να την είχες δείξει πιο πριν, ώστε να μη με βασάνιζες τόσο απάνθρωπα».

Ο βασιλιάς όταν άκουσε τα λόγια αυτά, χάρηκε και είπε στον Άγιο: «Αν θελήσεις να με κάνεις πατέρα σου και να μου χαρίσεις τη χαρά αυτή, εγώ έχω σκοπό να σε ανταμείψω με πλούσια δώρα». Ο Άγιος απάντησε: «Αν θέλεις βασιλιά, ας εισέλθουμε στο ναό για να δω τους θεούς σου». Αμέσως τότε ο βασιλιάς, πρόσταξε τους άρχοντές του και όλο το λαό να εισέλθουν στο ναό, ενώ το πλήθος από τη χαρά του πολυχρόνιζε το βασιλιά.

Εισήλθαν δε όλοι στο βωμό και περίμεναν να δουν τι θέλει να κάνει ο Άγιος. 


Τότε ο του Χριστού Μάρτυρας Γεώργιος, σήκωσε το δεξί του χέρι προς το είδωλο του Απόλλωνα και είπε: «Θέλεις εσύ, είδωλο άψυχο, να λάβεις ως θεός θυσία από εμένα;» Λέγοντας δε τα λόγια αυτά έκανε και το Σταυρό του. 

 Το δε δαιμόνιο, το οποίο κατοικούσε μέσα στο είδωλο, φώναξε με δυνατή φωνή:  

«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε άλλος κανείς από εμάς. Μόνο Αυτός ο Οποίος εσύ κηρύττεις, είναι Θεός Αληθινός. Εμείς κάποτε ήμασταν Άγγελοι και λόγω της υπερηφάνειάς μας γίναμε διάβολοι. Από τότε περιπαίζουμε τους ανθρώπους, από το μίσος που έχουμε για αυτούς και εκείνοι μας προσκυνούν ως θεούς». 

Λέει τότε ο Άγιος: «Γιατί λοιπόν παραμένετε τώρα εδώ, όπου παρευρίσκομαι και εγώ ο δούλος του Αληθινού Θεού;» 

Αμέσως τότε με τα λόγια αυτά του Αγίου, βοή και σύγχυση και κλάματα ακούστηκαν, τα οποία προέρχονταν από τα είδωλα του βωμού. Τότε τα είδωλα έπεσαν στη γη και συνετρίβησαν σε κομμάτια . Εκείνη τη στιγμή κάποιοι από τους ιερείς του ναού αλλά και άλλοι από το πλήθος, άρπαξαν τον Άγιο από το βωμό και χτυπώντας τον και σπρώχνοντάς τον, τον έβγαλαν έξω φωνάζοντας στο βασιλιά: «Σκότωσε αυτόν το βρωμιάρη και πλάνο, σκότωσέ τον πριν γκρεμίσει το ναό και εσένα, βασιλιά».

Η βοή δε από τις κραυγές του πλήθους έφτασε μέχρι το παλάτι. Και ακούγοντας αυτές τις κραυγές η βασίλισσα Αλεξάνδρα, δεν άντεξε πλέον άλλο να κρατάει την Πίστη της μυστική και θέλησε να την αποκαλύψει. Αμέσως λοιπόν αρχίζει να τρέχει στο δρόμο προς το ναό του Απόλλωνα και μην μπορώντας να διασχίσει το πλήθος, φώναζε λέγοντας: «Ο Θεός του Γεωργίου βοήθησέ με, διότι Εσύ είσαι ο Μόνος Αληθινός Θεός».

Όταν δε το πλήθος ησύχασε, κάλεσε ο βασιλιάς τον Άγιο και πολύ θυμωμένος του είπε: «Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου, κακέ άνθρωπε; Κατ' αυτόν τον τρόπο έμαθες να θυσιάζεις στους θεούς;» Ο Άγιος απάντησε: «Ναι, ανόητε βασιλιά, έμαθα να περιφρονώ τους θεούς, οι οποίοι δεν κατάφεραν να σώσουν τους εαυτούς τους από τον αφανισμό».

Ενώ όμως ο Άγιος έλεγε αυτά τα λόγια, έφτασε η βασίλισσα Αλεξάνδρα και μόλις είδε τον Άγιο δεμένο, έπεσε στα πόδια του και τον ευχαριστούσε, βρίζοντας το βασιλιά και περιγελώντας τα είδωλα. Έκπληκτος τότε ο βασιλιάς και μην μπορώντας να συγκρατήσει πλέον την ταραχή του, λέει στη βασίλισσα: 


«Τι έπαθες Αλεξάνδρα και ακολούθησες αυτόν το μάγο, απαρνούμενη την πίστη των μεγάλων θεών;» Η βασίλισσα απάντησε: 

«Μωρότατε, ασεβέστατε και παρανομότατε βασιλιά, τυφλώθηκες, σκοτίστηκες, πλανήθηκες και δεν πιστεύεις την Αλήθεια, ούτε μπορείς να καταλάβεις ότι ο Χριστός είναι ο Αληθινός Θεός». 

Αυτά τα Θαυμαστά λοιπόν εποίησε ο Άγιος Γεώργιος με τη Χάρη του Θεού, μέσα στο ναό των ειδώλων του δωδεκαθέου, το οποίο κάποιοι στις μέρες μας προσπαθούν εσκεμμένα και εκ του πονηρού να επαναφέρουν, ως μοναδική προτεινόμενη «λύση» στα πνευματικά τους αδιέξοδα. Ένα ακόμη Θαύμα όμως που συνέβη για να λύσει την απορία ενός Μοναχού, έρχεται να καταδείξει τις προθέσεις των προγόνων μας, από τη στιγμή ακριβώς που διδάχτηκαν (!) το Χριστιανισμό.

Κάποιος Μοναχός στο παρελθόν είχε την εξής απορία: «Πώς είναι δυνατόν αυτό το μεγάλο πνεύμα της ανθρωπότητας, ο Πλάτων, να δίδασκε τη θεωρία της μετεμψύχωσης και μάλιστα να υποστήριζε ότι είναι δυνατή, η μετά θάνατον είσοδος μιας ανθρώπινης ψυχής σε ένα ζώο;» Αυτήν την απορία μάλιστα, την εξέφραζε πολύ συχνά σε διάφορες πνευματικές συζητήσεις που είχε, κατηγορώντας ανοιχτά τον Πλάτωνα για αυτές του τις αντιλήψεις.


Μια μέρα ήταν ολομόναχος στο κελλί του, όταν ξαφνικά έκανε την εμφάνιση της μία λάμψη φωτός, μέσα από την οποία ήταν ορατά τα χαρακτηριστικά ενός άνδρα, που ήταν περιβεβλημένος από ένα χιτώνα και η εικόνα του παρέπεμπε στην αρχαιότητα. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Μοναχός, έκανε το Σημείο του Σταυρού προς το μέρος εκείνο, θέλοντας έτσι να διαπιστώσει αν επρόκειτο για κάποιο πονηρό πνεύμα.

Το θέαμα όμως παρέμεινε αμετάβλητο, με τον άνδρα να απευθύνεται μετά από λίγο στο Μοναχό λέγοντας: «Γιατί με κατηγορείς χωρίς να γνωρίζεις; Είμαι ο Πλάτων και πρέπει να ξέρεις πως από άγνοια οδηγήθηκα σε κάποιες λανθασμένες εκτιμήσεις. Από τη στιγμή όμως που ο Χριστός, μετά τη Σταύρωση, κατέβηκε και κήρυξε στον άδη, όλοι εμείς οι φιλόσοφοι Τον πιστέψαμε και γίναμε Χριστιανοί»! Τέτοια Γεγονότα Θείων Αποκαλύψεων, υπάρχουν πάρα πολλά καταγεγραμμένα στους τόμους του «Γεροντικού».


Ο ΠΛΑΤΩΝ έλεγξε κάθε πάτρια ιδέα περί θεού και έδειξε το άτοπο αυτής. Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοι μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν».
  
 site/orthodoxy

Άγ. Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, μια μεγάλη προσωπικότητα της αρχαίας Εκκλησίας

 

23 Οκτωβρίου 2014
 Άγιος Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων (23 Οκτωβρίου)
Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος από τον πρώτο του γάμο. Ευλογήθηκε παρά Θεού όταν ήταν ακόμη στην κοιλία της μητρός του, και υπήρξε τόσο δίκαιος στον βίο του ώστε όλοι οι Εβραίοι τον αποκαλούσαν «Δίκαιο» και «Ωβλία», που στα εβραϊκά σημαίνει «προμαχών λαού» και «δικαιοσύνη». Από την παι­δική ήδη ηλικία, ο Ιάκωβος έζησε με την πιο αυστηρή άσκηση. Δεν έπινε κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά. Μιμούμενος τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, δεν έτρωγε ποτέ τίποτε από όσα έχουν πνοή ζωής μέσα τους. Ξυράφι ποτέ δεν πέρασε επί της κεφαλής του, όπως ορίζει ο Νό­μος για όσους αφιερώνονται στον Θεό (Αριθ. 6, 5). Ποτέ του δεν λου­ζόταν και δεν χριόταν με έλαιο, προκρίνοντας τη μέριμνα της ψυχής έναντι εκείνης του σώματος.
ag-Iakovos-Adelfotheos
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι ομοφώνως εξέλεξαν τον δίκαιο Ιάκωβο πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων. Τέλειος σε όλες τις αρετές της πράξεως και της θεωρίας, ο Ιάκωβος μόνος εισερχόταν στα Άγια των Αγίων της Καινής Διαθήκης -όχι μια φορά τον χρόνο όπως έπραττε ο αρχιερεύς των Ιουδαίων- αλλά κάθε μέρα για να τελέσει τα άγια Μυστήρια. Ενδεδυμένος ύφασμα λινό, εισερχόταν μόνος στον Ναό, και επί ώρες στεκόταν γονυπετής πρεσβεύοντας υπέρ του λαού και της σωτηρίας του κόσμου, σε βαθμό που τα γόνατά του έγιναν σκληρά σαν πέτρα.
Προήδρευσε της Αποστολικής Συνόδου και σχετικά με το αν πρέπει να περιτέμνονται οι εθνικοί που ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη, πρότεινε να μην επιβαρύνονται οι προσήλυτοι με τις επιταγές του παλαιού Νόμου αλλά να τους ζητηθεί να απέχουν μόνον της πορνείας και των ειδωλοθύτων (Πραξ. 15, 20). Συνέταξε επίσης την επιστολή που φέρει το όνομα του στην Αγία Γραφή. Στην επιστολή αυτή διορθώνει όσους θεωρούν τον Θεό ως αιτία των κακών: ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε ουδένα· έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας  εξελκόμενος και δελεαζόμενος (Ιακ. 1, 13-14).
Προ­τρέπει επίσης τους χριστιανούς να μην περιοριστούν στην ομολογία της πίστεώς τους στον Χριστό, αλλά να ακτινοβολεί η πίστη τους μέσα από τα έργα της αρετής. Ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν έστιν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων νεκρά έστι (Ιακ. 2, 26). Προσ­θέτει πολλές άλλες συμβουλές για το πως να διάγει κανείς βίο θεάρε­στο και να αποκτήσει τη σοφία την παρά Θεού, διδάσκοντάς μας να αναγνωρίζουμε εν παντί το δώρο του Κυρίου: πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ’ ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα (Ιακ. 1, 16). Ο άγιος Ιά­κωβος συνέταξε επίσης τη θεία Λειτουργία, που φέρει το όνομά του και αποτελεί πηγή όλων των λειτουργιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Περί το έτος 62, η Ιουδαία βρισκόταν σε αταξία και αναρχία μετά τον θάνατο του ηγεμόνος Φήστου· οι Εβραίοι, που είχαν αποτύχει στην απόπειρά τους να θανατωθεί ο Παύλος (Πραξ. 25-26), στράφηκαν κατά του Ιακώβου, του οποίου η φήμη ως δικαίου έκανε τον λαό να εμπι­στεύεται το κήρυγμά του. Πολλοί, κόσμος απλός αλλά και πρόκριτοι, είχαν ασπαστεί την πίστη και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι εφοβούντο ότι εντός ολίγου όλοι θα αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσ­σία.
Παρουσιάστηκαν τότε στον επίσκοπο Ιεροσολύμων, πλήρεις υποκρισίας, επαίνεσαν την αρετή και τη δικαιοσύνη του και του είπαν: «Παρακαλούμεν σε, τον δίκαιο και αμερόληπτο, να προτρέψεις τον λαό που σύντομα θα συναθροιστεί για το Πάσχα να μην υποπέσει σε πλάνη σχε­τικά με το πρόσωπο του Ιησού. Παρακαλούμεν σε να ανέλθεις στο πτε­ρύγιο του ναού ώστε να σε βλέπει και να σε ακούει όλος ο λαός, και οι εθνικοί ακόμη που θα συγκεντρωθούν για την εορτή».
Όταν ο Ιάκω­βος ανέβηκε στο πτερύγιο του ναού, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι του φώναξαν μέσα από το πλήθος: «Ειπέ ημίν, δίκαιε, εις τί να πιστεύσωμεν διότι ο λαός πλανάται και ακολουθεί Ιησούν τον σταυρωθέντα, Φα­νέρωσέ μας ποιός είναι αυτός ο Ιησούς». Ο δε Ιάκωβος, με στεντόρεια φωνή απάντησε: «Διατί με ερωτάτε διά τον Υιόν του Ανθρώπου; Εκείνος κάθεται τώρα στον ουρανό, δεξιά της Δυνάμεως του Πατρός Του και θα έλθει πάλι καθεζόμενος επί νεφελών για να κρίνει εν τη δικαιοσύνη του την οικουμένην άπασα».
Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι πίστεψαν στη μαρ­τυρία του Ιακώβου και ανέκραξαν: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ!» Οι γραμματείς όμως και οι φαρισαίοι έτριξαν τους οδόντας και φώναξαν: «Ως και ο Δίκαιος επλανήθη!» Έτρεξαν στο πτερύγιο του ναού και έριξαν καταγής τον Δίκαιο, για να πληρωθεί το ρηθέν υπό Ησαΐου του προ­φήτου: Άρωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν έστι (Ησ. 3, 10). Παρά το ύψος από το όποιο έπεσε, ο Ιάκωβος δεν σκοτώθηκε πέφτοντας και οι Ιουδαίοι άρχισαν να τον λιθοβολούν. Ο άγιος σηκώθηκε και γονα­τίζοντας ανέκραξε προς τον Θεό, κατά μίμηση του Χριστού και του αγίου Στεφάνου (Λουκ, 23, 34·Πράξεις 7, 59- 60): «Ικετεύω σε Θεέ μου και Πατέρα επουράνιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν!»
Κι ενώ προσευχόταν για τους διώκτες και δημίους του, ένας Ιουδαίος από το πλήθος, κατελήφθη από μανία βλέποντας την ακλόνητη αγάπη του Δι­καίου· πήρε το ξύλο με το οποίο στράγγιζαν τα υφάσματα, τον κτύπησε στην κεφαλή και έτσι ο Ιάκωβος ο Δίκαιος μαρτύρησε την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. Τον ενταφίασαν επί τόπου κοντά στον Ναό. Τόση ήταν η φήμη της αρετής του Ιακώβου ώστε ακόμη και οι πλέον σκε­πτικιστές Εβραίοι θεώρησαν τον μαρτυρικό του θάνατο ως αίτια της πολιορκίας και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ το έτος 70.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Οκτώβριος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 273-275)

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Άγιος Ιωάννης ο Βατάτζης: άγιος της Εκκλησίας και θρύλος της Ιστορίας

 


( το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το περιοδικό Προς τη Νίκη και μπορεί να διαβαστεί και από τα μεγαλύτερα παιδιά. Για να μαθαίνουν τα παιδιά και οι νέοι μας για την ιστορία της Φυλής μας και για θρύλους , που θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε…)
VATATZI5
Νίκαια γύρω στά 1240 μ.Χ.
Ὁ Θεόδωρος, γιός τοῦ μεγάλου αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννη Βατάτζη, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀγαπημένη του ἀσχολία: Κυνήγι μέ τούς φίλους. Φοράει τή χρυσοραμμένη ἀκριβή στολή του. Σίγουρα μέσα σ’ αὐτή ξεχωρίζει. Ὅπως πρέπει νά ξεχωρίζει ὁ διάδοχος τοῦ θρόνου.
Βγαίνει στό διάδρομο. Τά ἄλογα τοῦ τά ἔχουν ἑτοιμάσει ἀπό ὥρα. Καθώς προχωρεῖ συναντάει τόν πατέρα. Ἐκεῖνος τόν βλέπει καί ἀποστρέφει τό πρόσωπό του. «Πατέρα…», τολμάει νά ψιθυρίσει, καθώς τόν κοιτάζει νάἀπομακρύνεται. Ὁ Ἰωάννης στέκεται καί τό βλέμμα του διαπερνᾶ τήν ψυχή τοῦ γιοῦ του.
Ἡ παρουσία τοῦ αὐτοκράτορα λιτή ὅπως καί ἡ ἴδια ἡ ζωή του. Εἶχε λάβει μέτρα κατά τῆς σπατάλης τοῦ πλούτου καί τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν φτωχῶν.Εἶχε ἐπιτάξει τεμάχια γῆς καί τά διένειμε στούς ἀκτήμονες, ἐνῶ ταυτόχρονα μείωσε τίς περιττές δαπάνες καί τή φορολογία τῶν πολιτῶν. Ὁ ἀγώνας του συνεχής γιά τήν καταπολέμηση τῶν καταχρήσεων. Ὁ ἴδιος δέν πληρωνόταν ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο, ἀλλά καλλιεργοῦσε τή γῆ γιά νά καλύψει τίς ἀνάγκες του.
Τά λόγια του στό γιό του ἐκείνη τήν ὥρα, λίγα: «Πῶς μπορεῖς νά ξοδεύεις ἔτσι τό χρῆμα τῶν ὑπηκόων σου, σέ τέτοιες μάταιες ἀσχολίες; Δέ γνωρίζεις ὅτι τά πολύτιμα τοῦτα ροῦχα μέ τά χρυσά κεντήματα γίνονται ἀπό τό αἷμα τῶν Ρωμιῶν, καί ὅτι πρέπει νά δίνεις σ’ αὐτούς λογαριασμό γιά ὅ,τι ξοδεύεις,ἀφοῦ ὁ πλοῦτος τῶν βασιλέων εἶναι πλοῦτος τῶν ὑπηκόων τους;».
Νυμφαῖο Μικρᾶς Ἀσίας 1254 μ.Χ.
Στό μοναστήρι πού ὁ ἴδιος ἔχει ἱδρύσει, ἐνταφιάζεται ὁ Δούκας Ἰωάννης Γ΄ Βατάτζης, αὐτοκράτορας τῆς Νίκαιας.
Οἱ στρατιωτικοί στέκουν μέ θαυμασμό μπροστά του. Μέσα σέ λίγα χρόνια εἶχε καταφέρει νά ἀποκτήσει τόν ἔλεγχο τῆς Ἠπείρου, τῆς Μακεδονίας, τῆς Θράκης, τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί νά φτάσει μέχρι καί τήν Ἀδριανούπολη, περιορίζοντας τούς Φράγκους στά σύνορα τῆς Βασιλεύουσας. Μετά τό θάνατό του, οἱ δικές του ἐνέργειες τή φέρνουν ξανά στά χέρια τῶν Βυζαντινῶν, πραγματοποιώντας τήν ἀνασύσταση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Πλῆθος κόσμου εὐεργετημένου παρευρίσκεται τώρα ἐκεῖ. Δέν μποροῦν νά ξεχάσουν τόν ἄνθρωπο πού ἔλυσε τό πρόβλημα τῆς φτώχειας στήν αὐτοκρατορία. Στό πρόσωπό του βρῆκαν τόν ὑποστηρικτή τῶν ἀδικημένων και καταπιεσμένων. Μία πηγή ἀληθινῆς εὐσπλαχνίας καί ἐλεημοσύνης. Γι’ αὐτό καί οἱ ἴδιοι τοῦ ἔδωσαν ἕναν τίτλο ἀνώτερο ἀπό τόν τίτλο τοῦ αὐτοκράτορα: Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων.
Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τελειώνει. Ὁ Πατριάρχης ἀσπάζεται το λείψανο αὐτοῦ πού προσπάθησε μέ τή μεγάλη του ἀγάπη στό Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του νά πραγματοποιήσει τήν ἐπανένωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ὅμως, ἡ ἐμμονή τοῦΠάπα στίς κακοδοξίες του τήν κατέστησε ἀδύνατη. Διαβάζει τίς τελευταῖες εὐχές γιά «τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἰωάννη», πού ἔκτισε πλῆθος ἐκκλησιῶν καί μοναστηριῶν καί ἔζησε θεάρεστα.
Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας 1261 μ.Χ.-ανακομιδή των λειψάνων 
Κόσμος πολύς ἔχει συγκεντρωθεῖ.Τό γεγονός τούς ἔχει συγκλονίσει. Ὁ Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὅπως τόν ὀνόμασαν, ὁ ἀγαπημένος τους αὐτοκράτορας ἔχει κοιμηθεῖ ἐν εἰρήνῃ ἐδῶ καί ἑπτά χρόνια. Καί τώρα ἀνοίγοντας τόν τάφο του ἀνακαλύπτουν τό σῶμα του ἄφθαρτο. Ἀναδίδει μία γλυκιά εὐωδία. Ἀκόμα καί τά βασιλικά του ροῦχα ἔμειναν ἀναλλοίωτα σάν νά εἶ χαν ραφτεῖ ἐκείνη τή στιγμή. Ὁ θαυμαστός αὐτοκράτορας κοιμᾶται ἐν εἰρήνῃ, σάν ζωντανός!
Ἀργότερα μεταφέρεται στήν ἐλευθερωμένη Κωνσταντινούπολη. Κατά τήν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπό τούς Τούρκους τόν ἔκρυψαν σέ κάποια κατακόμβη. Κι ἀπό τότε καρτερεῖ την ἀπελευθέρωση τῆς Βασιλεύουσας…
4 Νοεμβρίου. Ἄν ἀνοίξεις τό ἡμερολόγιο, θά δεῖς νά γράφει: Μνήμη τοῦ ἁγίου καί εὐσεβοῦς βασιλέως Ἰωάννου Γ´ Δούκα Βατάτζη τοῦ Ἐλεήμονος. Μνήμη τοῦ βασιλιᾶ πού ἡ ἀγάπη του γιά τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους τόν κατέστησε ἄφθαρτο στή γῆ και ἅγιο στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἰουλιανή

βατατζης

Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και Ιερομάρτυρας - 20 Δεκεμβρίου

Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος : το παιδί που κράτησε ο Χριστός στην αγκαλιά Του!


gr16
.
Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ανήκει στο χορό των αποστολικών Πατέρων και των μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Η προσφορά του σαν αποστολικού Πατέρα και ποιμένα κορυφώθηκε με το χύσιμο του αίματός του για την αγάπη του Εσφαγμένου Αρνίου.
Σαν ποιμένας καλός, φύλαξε το ποίμνιο του από την αίρεση των Δοκητών, αναδειχθείς έτσι από τους πρώτους αγωνιστές για τη διατήρηση και διάδοση ανόθευτης της διδασκαλίας πού παράλαβε από τους Αποστόλους.
Ο Θειος έρωτας, πού προξενούσε στην καρδιά του η παρουσία του Αγίου Πνεύματος και πού τον οδήγησε και στο μαρτύριο, μας αποκαλύπτεται από τον ίδιο στη δωδεκάτη και τελευταία επιστολή του προς τους Ρωμαίους, όπου λέγει μεταξύ άλλων: «Ο εμός έρως εσταύρωται… Ύδωρ δε ζών, αλλόμενον εν εμοί έσωθεν μοί λέγει• Δεύρο προς τον Πατέρα…»
Μαθητής των Αποστόλων
Ο άγιος Ιγνάτιος όπως μας διασώζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πού τον Εγκωμιάζει, ήταν μαθητής των Αποστόλων. Άλλοι τον αποκαλούν μάλιστα μαθητή του Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον Πολύκαρπο, πού έγινε Επίσκοπος Σμύρνης το 68 μ.Χ. Στη μικρή του ηλικία κατά την παράδοση, τον πήρε ο Δεσπότης Χριστός στ’ άγια χέρια Του, όταν διδάσκοντας το λαό στα Ιεροσόλυμα, έλεγε: «Ὅποιος δέν ταπεινωθεῖ ὅπως τό παιδί αὐτό, δέ θά μπεῖ στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί ὅποιος ὑποδεχτεῖ ἕνα ἀπό αὐτά τά παιδιά στό ὄνομά μου, ἐμένα δέχεται». Λέγοντας αυτά ο Θεός και Σωτήρας μας, προέλεγε τη μέλλουσα προκοπή του παιδιού, πού μαρτύρησε για χάρη Του.
Επίσκοπος Αντιοχείας
Όταν έφτασε σε κανονική ηλικία ο Άγιος, χειροτονήθηκε από τους θείους Αποστόλους ιερέας. Κοντά τους έμαθε ο αγαθότατος κάθε αρετή πού αρμόζει σε ιερείς. Μαζί τους κοπίασε και βασανίστηκε να κηρύττει το Ευαγγέλιο, και αφού άλλος αξιότερος του δεν υπήρχε τον ψήφισαν επίσκοπο Αντιοχείας. Έμεινε στο θρόνο για σαράντα ολόκληρα χρόνια, από το 70 πού βασίλευε στη Ρώμη ο Ουεσπιασιανός, μέχρι το 107, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊνός.
Η καταδίκη του στην Αντιόχεια
Τον καιρό εκείνο, αφού νίκησε ο αυτοκράτορας της Ρώμης Τραϊνός τους Τατάρους, κήρυξε άγριο πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ήθελε να τους εξαναγκάσει να προσκυνήσουν τους θεούς του, πού νόμιζε ότι τον βοήθησαν και νίκησε. Έστειλε λοιπόν σ’ όλες τις πόλεις γράμματα με τη διαταγή να βασανίζουν όσους χριστιανούς δε θυσιάζουν στα είδωλα και να τους θανατώνουν.
Ο μακάριος Ιγνάτιος ζούσε διαρκώς με την ιδέα του μαρτυρίου. Ο διωγμός των χριστιανών μαινόταν κυριολεκτικά. Ο θειότατος όμως Πατήρ ημών, ζώντας με την Εμπειρία του Αγίου Πνεύματος τη μέλλουσα βασιλεία και γευόμενος από την Επίγεια ζωή την αιώνια μακαριότητα, δε φοβόταν το θάνατο. Ο Τραϊνός τότε ήταν στην Αντιόχεια, όπου ετοίμαζε πόλεμο εναντίον των Περσών. Κάποιοι του ανάγγειλαν για τον Ιγνάτιο, πώς δίδασκε στους ανθρώπους να προσκυνούν Θεό νεώτερο, σταυρωμένο και κακοθάνατο. Να φυλάττουν την παρθενία και να μη μένουν στις απολαύσεις του βίου και την καλοπέραση. Και το χειρότερο απ’ όλα να καταφρονούν τους θεούς.
Ακούοντας αυτά ο βασιλιάς προστάζει να του τον φέρουν μπροστά του, στο θέατρο. Όταν παρουσιάστηκε ο Άγιος, του λέγει ο Τραϊανός: «Εσύ είσαι ο Ιγνάτιος, πού καταφρονείς τα προστάγματά μας; Άκουσα ότι διαστρέφεις με τη διδαχή σου την Αντιόχεια. Παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και να καταφρονούν, αναιδέστατε;» Του απαντά ο Άγιος: «Λυπάμαι πού δεν κατανοείς ότι δεν είναι θεοί τ’άψυχα είδωλα. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, πού δημιούργησε όλο τον κόσμο. Θα ήσουν αληθινά ευτυχισμένος αν και συ τον γνώριζες». Του λέγει ο Τραϊανός: «Ας αφήσουμε την πολυλογία και προσκύνα τους θεούς, να σε κάμω αρχιερέα του μεγάλου Δία. Να σε ονομάσω πατέρα της Βουλής, να σε τιμούν όλοι». Αποκρίνεται ο πνευματοφόρος Ιγνάτιος: «Θαυμαστή η επαγγελία σου και μεγαλόδωρη. Τι ανάγκη έχω αυτής της τιμής; Εγώ είμαι Ιερέας του Θεού. Κάθε μέρα Του θυσιάζω θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να θυσιάσω και τον εαυτό μου για την αγάπη Του, όπως Αυτός ο αθάνατος έπαθε εκούσια για μένα. Λοιπόν, και αν με παραδώσεις στα θηρία ή με καρφώσεις με ξίφος ή σε σταυρό, δε θα προσκυνήσω τα είδωλα. Ούτε το θάνατο φοβούμαι,ούτε πράγματα πρόσκαιρα. Αλλά τα μέλλοντα πού μένουν αιώνια και όλη μου η διάθεση είναι να πάω προς τον ποθούμενο Χριστό, πού σταυρώθηκε για την αγάπη μου».
Όταν ο Ιγνάτιος τελείωσε το λόγο του, ο βασιλιάς και η σύγκλητος φοβήθηκαν μην εξελεγχθεί η πλάνη τους περισσότερο και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό. Γι αυτό, πρόσταξαν να τον φυλακίσουν μέχρι την άλλη εξέταση. Όλη τη νύχτα ο βασιλιάς διαλογιζόταν τι να κάνει για να λυτρωθεί από τον Ιγνάτιο. Γιατί φοβόταν ότι θα προσέλκυε και άλλους στην πίστη του. Αποφασίζει λοιπόν να τον δώσει να τον φάνε τα θηρία για να φοβηθούν και οι άλλοι. Το πρωί το ανακοίνωσε στη σύγκλητο, πού επαίνεσαν τη σκέψη του. Αποφάσισαν όμως να τον στείλουν δεμένο στη Ρώμη και εκεί να τον βάλουν στα θηρία, για δύο λόγους.
Ο πρώτος ήταν να μην τον θανατώσουν στην Αντιόχεια από το φόβο της αντίδρασης του λαού, πού εκτιμούσε τον Ιγνάτιο, καθώς και ο κίνδυνος να τον δοξάσουν οι φίλοι του έχοντας τα οστά του για αγιασμό.  Ο δεύτερος λόγος ήταν για να ταλαιπωρηθεί με την κακοπάθεια και την πεζοπορία. Και έτσι εξαντλημένος να θανατωθεί σε ξένη γη σαν κακούργος. Την ίδια μέρα τον βγάλανε από τη φυλακή.
Δοκίμασε ξανά ο βασιλιάς με υποσχέσεις αγαθών, με δωρεές και χαρίσματα και τέλος με απειλές. Μη μπορώντας να τον μεταπείσει έγραψε την απόφασή του και διάταξε να τον δέσουν και με άλλες αλυσίδες. Μετά τον παράδωσε σ’ ένα στρατιωτικό τμήμα για να τον οδηγήσει στη Ρώμη να τον κατασπαράξουν τα θηρία.
Αφού απαλλάχτηκε ο βασιλιάς από τον Ιγνάτιο έκαμε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Αντίθετα ο Άγιος όταν άκουσε την καταδίκη του, ευχαριστούσε μεγαλόφωνα το Θεό πού τον αξίωσε με αυτόν τον  τρόπο να πάει κοντά του. Προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για το λαό και παρακάλεσε για την Εκκλησία. Έπειτα «Θείω ἔρωτι ἐπτερωμένος» κατά τον υμνογράφο του, ακολούθησε τους στρατιώτες.
Η πορεία προς τη Ρώμη
Ο ευλογημένος Ιγνάτιος ανάλαβε την υποχρεωτική και πολύμηνη πορεία προς τη Ρώμη χωρίς αγανάκτηση και τη συνέχισε με επιτεινόμενο τον πόθο του μαρτυρίου. Η συνοδεία αποτελείτο από τους στρατιώτες, τον Ιγνάτιο και άλλους χριστιανούς πού συλλαμβάνονταν στο δρόμο για εκφοβισμό.
Ακολούθησαν στην αρχή το θαλάσσιο δρόμο. Αργότερα, αφού αποβιβάστηκαν στη Μικρασιατική ακτή, συνέχισαν το δρόμο τους πεζοπορώντας. Στη διακλάδωση του δρόμου μετά τη Φιλαδέλφεια, άφησαν αριστερά την Έφεσο, τις Τράλλεις και τη Μαγνησία. Πήραν βόρεια κατεύθυνση και έφθασαν στη Σμύρνη, όπου έγιναν δεκτοί από την εκεί Εκκλησία και τον επίσκοπό της Άγιο Πολύκαρπο. Αλλά και οι χριστιανοί των γειτονικών πόλεων έμαθαν τις κινήσεις του Ιγνάτιου και έστειλαν στη Σμύρνη αντιπροσωπείες: Με πρωτοπόρο τον επίσκοπο Ονήσιμο οι Εφέσιοι, τον επίσκοπο Δημά οι χριστιανοί της Μαγνησίας, και από τις μακρυνές Τράλλεις στάλθηκε μόνος ο επίσκοπος Πολύβιος. Μαζεύτηκαν για να τον δουν και να πάρουν την ευχή του. Ο Ιγνάτιος τους ασπάστηκε όλους και τους παράγγειλε να εύχονται να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησής του. Αλλά ν’ αξιωθεί να τον φάνε τα θηρία, για να πάει το γρηγορότερο στον ποθούμενο Νυμφίο.
Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν ότι ποθούσε το θάνατο και έτσι να μην πικραίνονται. Τούς έβλεπε ότι ήταν περίλυποι και φοβόταν μήπως στασιάσουν, τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν την ποθούμενη πεζοπορία του. Αφού τον άκουσαν, θέλησαν να του παρουσιάσουν τα σοβαρά προβλήματα πού απειλούσαν τότε τις Εκκλησίες της Μ. Ασίας. Το φοβερότερο ήταν οι Δοκήτες,αλλά και οι Ιουδαΐζοντες αποτελούσαν μόνιμο κίνδυνο. Τότε ο Ιγνάτιος αφού τους έδωσε τις πρέπουσες προφορικές συμβουλές, για να τους στερεώσει στην ορθή διδασκαλία και τα αποκεκαλυμμένα δόγματα, έγραψε και τους έδωσε και επιστολές γεμάτες δύναμη πνεύματος και σοφία.
Η συνέχεια της διαδρομής
Όταν βρισκόταν στη Σμύρνη ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε ότι χριστιανοί στη Ρώμη έμαθαν την άφιξή του και επεδίωκαν αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης. Τότε τους έγραψε, ο αθωότατος, να σταματήσουν τις ενέργειες αυτές. Γιατί το μαρτύριο, δεν ήταν για τον Ιγνάτιο καταδίκη, αλλά πόθος για να ενωθεί με το Χριστό. «Καλόν ἐμοί ἀποθανεῖν διά Ἰησοῦν Χριστόν… πιστεύσατε μοί, ὅτι τόν Ἰησοῦν φιλῶ τόν ὑπέρ ἐμοῦ παραδοθέντα».
Οι δέκα συνοδοί στρατιώτες, πού καλούνταν από τον Ιγνάτιο «λεόπαρδοι» (ίσως γιατί ανήκαν σε ομώνυμη λεγεώνα) ήταν σκληροί. Τού επέτρεπαν όμως την απαραίτητη άνεση για την υποδοχή των  χριστιανών, πού από παντού συνέρρεαν για να πάρουν την ευλογία του. Μετά το σταθμό στη Σμύρνη, όπου ο αποστολικός Πατέρας ευλόγησε, παρηγόρησε και ενίσχυσε με τις θεόπνευστες επιστολές του  τους πιστούς, η συνοδεία συνέχισε τη διαδρομή της προς το βορρά. Με μεγάλη χαρά έμαθαν οι κρατούμενοι στην Τρωάδα, για την κατάπαυση του διωγμού στην Αντιόχεια. Τη χαρά αυτή άφησε να ξεχυθεί ο Ιγνάτιος σ’ επιστολές του πού έστειλε στις Εκκλησίες πού συνάντησε στο δρόμο του. Ζητούσε από τους παραλήπτες, να στείλουν στην Αντιόχεια σαν δείγμα αγάπης «Θεοδρόμους» για να συγχαρούν την εκεί Εκκλησία.
Αργότερα συνέχισαν την πεζοπορία και αφού πέρασαν από τη Νεάπολη, τους Φιλίππους, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, μπήκαν στην Επίδαμνο. Απ’ εκεί επιβιβάστηκαν σε πλοίο και διαπλέοντας το Αδριατικό και το Τυρρηνικό πέλαγος έφθασαν στη Ρώμη.
Το μαρτυρικό τέλος του
Οι στρατιώτες τον παράδωσαν στον έπαρχο της πόλης. Αυτός, όταν διάβασε τη γραπτή απόφαση του βασιλιά διάταξε και τον φυλάκισαν. Εκείνες τις μέρες είχαν μεγάλη πανήγυρη στη Ρώμη. Μαζεύτηκε ο λαός της πόλης όχι μόνο για τη γιορτή αλλά για να δουν και τον Άγιο. Γιατί μαθεύτηκε παντού ότι έφεραν τον αρχιεπίσκοπο της Αντιόχειας για να τον φάνε τα θηρία.
Όταν τον άφησαν οι στρατιώτες μέσα στο θέατρο, ο άγιος Ιγνάτιος στράφηκε προς το πλήθος του λαού και είπε: «Άνδρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου. Να γνωρίζετε ότι δεν έκαμα καμιά κακουργία, αλλ’ ούτε έφταιξα σε τίποτα για να είμαι άξιος θανάτου. Τον δέχομαι όμως με χαρά και αγαλλίαση για την πίστη στον αληθινό Θεό πού λατρεύω. Επειδή είμαι το σιτάρι του, αλέθομαι από τα δόντια των θηρίων για να γίνω άρτος καθαρός και άμωμος».
Αφού είπε αυτά ο άγιος Ιγνάτιος, άφησαν τα λιοντάρια και τον κατασπάραξαν. Έμειναν μόνο τα μεγάλα του οστά, τα οποία όταν διαλύθηκαν τα πλήθη, τα πήραν οι χριστιανοί και τα ενταφίασαν με ευλάβεια στις 20 Δεκεμβρίου. Αργότερα τα μετάφεραν στην Αντιόχεια.
Η μνήμη του γιορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 20 Δεκεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 23 Ιανουαρίου.
από το optiko.net

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Ο Άγιος Λογγίνος ο Εκατόνταρχος

 

Ο στρατιώτης που βρισκόταν κάτω από το σταυρό και εκέντησε με τη λόγχη του την πλευρά του Χριστού μας και καθώς εκείνος παρέδωσε το πνεύμα Του, φοβισμένος, ψιθύρισε”Αληθώς Θεού Υιός ην ούτος”.
Ο Άγιος Λογγίνος έζησε επί Τιβερίου. Καταγόταν από την Καππαδοκία και υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχος, υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου,ηγεμόνος της Ιουδαίας. Έλαβε διαταγή να εκτελέσει μαζί με τους, άνδρες του την απόφαση του Πιλάτου, πού οδήγησε στο άγιο Πάθος του Κυρίου και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού, και να φυλάξουν τον τάφο, από φόβο μήπως οι μαθητές κλέψουν το σώμα και διαδώσουν ότι ο Χριστός ανέστη. Έτσι λοιπόν ο Λογγίνος είδε ως αυτόπτης μάρτυρας όλα τα θαυμαστά σημεία πού συνόδευσαν τοΠάθος του Κυρίου: τη γη πού εσείσθη, το σκότος πού απλώθηκε πάνω στη γη, το καταπέτασμα του Ναού πού σχίσθηκε στα δύο από άνω εως κάτω, τις πέτρες πού εσχίσθησαν, τα μνημεία πού ανεώχθησαν και τα πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων πού ηγέρθησαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς. Βλέποντας αυτά τα θαυμάσια, άνοιξαν οι οφθαλμοί της καρδιάς του και οεκατόνταρχος αναφώνησε: Αληθώς Υιός Θεού ην ούτος! (Ματθ. 27, 54 Μάρκ. 15, 39).
Όταν την τρίτη ημέρα, οι φύλακες του μνημείου έγιναν μάρτυρες της εμφανίσεως του αγγέλου στις μυροφόρες γυναίκες, τους κατέλαβε τρόμος σφοδρός και έμειναν σαν νεκροί. Κάποιοι απ’ αυτούς πήγαν στους αρχιερείς και ανέφεραν τα γεγονότα. Συνεδρίασαν οιαρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και αποφάσισαν να δώσουν στον Λογγίνο και στους στρατιώτες του παχυλή αμοιβή ώστε να διαδώσουν ότι ήλθαν τη νύκτα οι μαθητές και έκλεψαν το σώμα, ενόσω οι φύλακες κοιμούνταν. Φωτισθέντες όμως από το φως της πίστεως στην Ανάσταση του Κυρίου, οεκατόνταρχος και δύο στρατιώτες αρνήθηκαν τα αργύρια. Τότε παραιτήθηκε ο Λογγίνος από το αξίωμα του εκατοντάρχου και το στράτευμα, και επέστρεψε στην πατρίδα του την Καππαδοκία για να μεταδώσει το ευαγγέλιο κατά μίμηση των αγίων Αποστόλων. Το πληροφορήθηκε ο Πιλάτος και, παρακινημένος από τα αργύρια και τα δώρα των Ιουδαίων πού διψούσαν για εκδίκηση, έστειλε στον αυτοκράτορα Τιβέριο επιστολή καταγγέλοντας τον Λογγίνο.
Κατά θεία πρόνοια, οι στρατιώτες πού έστειλε ο Τιβέριος στην Καππαδοκία για να βρουν τον πρώην εκατόνταρχο, σταμάτησαν δίχως να το ξέρουν στο σπίτι όπου είχε καταλύσει ο Λογγίνος. Του ζήτησαν να τους παράσχει κατάλυμα και πληροφορίες για τον εκατόνταρχο, τον οποίο δεν είχαν δει ποτέ τους.
Ο άγιος τους υποδέχθηκε ο ίδιος με τον φιλόξενο τρόπο πού διακρίνει τους μαθητές του Χριστού. Κατά τη διάρκεια της συζητήσεως του φανέρωσαν τον πραγματικό τους σκοπό. Άφατη χαρά ένιωσε ο Λογγίνος μαθαίνοντας το νέο και περιποιήθηκε ακόμα περισσότερο τους φιλοξενουμένους του. Τους εγκατέστησε άνετα στο σπίτι και γαλήνιος πήγε να ετοιμάσει τον τάφο και όλα τα αναγκαία για την κηδεία του. Πήγε μετά και βρήκε τους δύο συντρόφους του, πού είχαν φύγει μαζί του από την Παλαιστίνη, και τους έπεισε να προσέλθουν από κοινού στο μαρτύριο.
Επέστρεψε κατόπιν στους φιλοξενουμένους του και τους αποκάλυψε πώς ήταν ο Λογγίνος, εκείνος τον οποίο ζητούσαν να θανατώσουν. Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος έμειναν άναυδοι μπροστά στο θάρρος του αγίου και βαθύτατη θλίψη ένιωσαν στην ιδέα ότι θα έπρεπε να θανατώσουν εκείνον οοποίος τους παρείχε τόσο πλουσιοπάροχη φιλοξενία. Ο άγιος όμως τους ικέτευε να μη χρονοτριβούν και να πράξουν το καθήκον τους, ώστε ο ίδιος και οι σύντροφοί του να συναντήσουν και να συνευφρανθούν με τον Κύριο και Αφέντη τους. Με βαρειά καρδιά, οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορος αποκεφάλισαν τους τρεις μαθητές του Χριστού και έστειλαν την κεφαλή του Λογγίνου στα Ιεροσόλυμα, ώστε ο Πιλάτος και οιΙουδαίοι να βεβαιωθούν για τη θανάτωσή του. Την κάρα του αγίου την έριξαν σ’ έναν λάκκο με κοπριά στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.
Κι έτυχε εκείνο τον καιρό, κάποιας γυναίκας χήρας από την Καππαδοκία με τ’ όνομα Άννα, να πάθουν τα μάτια της και να τυφλωθεί. Καιρό πολύ γύριζε στους γιατρούς, στην Καισάρεια και σε άλλες πολιτείες, χωρίς να δει κανένα όφελος. Τότε σκέφθηκε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να προσκυνήσει τα Άγια μέρη και τον Τάφο εκείνο, πού γι’ αυτόν ο γλυκόλογος ανθρωπος, πού λεγόταν Λογγίνος, είχε μιλήσει κάποτε στα πλήθη της Καππαδοκίας, σπέρνοντας στην ψυχή τους την αλήθεια. Εκεί να ζητήσει το έλεος του Θεού, για τα τυφλωμένα μάτια της. Πήρε λοιπόν τον μοναχογιό της και κίνησε κατεβαίνοντας από τα βουνά κατά τους κάμπους και πήγε το παιδί, κρατώντας την από το χέρι, έως τα Ιεροσόλυμα. Και φθάνοντας στα Άγια χώματα, ο γιός της χήρας έπεσε άρρωστος και σε λίγες μέρες πέθανε. Έκλαιγε η τυφλή γυναίκα κι έχυνε δάκρυα, συντριμμένη από την θλίψη. “Γιατί, έλεγε, τώρα έχασα για δεύτερη φορά το φως των ματιών μου;” Κι ήτανε απαρηγόρητη και θρηνούσε ολομόναχη ανάμεσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ, σαν σε έρημο.
Και να, στη νύχτα της δυστυχίας της, ξαφνικά της φανερώνεται ο Άγιος Λογγίνος και την παρηγορεί:
- Χαροκαμένη μητέρα, μην κλαις, της είπε με καλοσύνη. Θα σου δείξω πού βρίσκεται ο μοναχογιός σου, στη δόξα του Κυρίου, και θα ξαναβρείς το φως των ματιών σου. Θυμήσου όσα μίλησα κάποτε για το Χριστό το Σωτήρα μας, για τα Πάθη και την Ανάστασή του, πού είδα με τα μάτια μου. Και μάθε, πώς ο γιος σου βρίσκεται κοντά στον Ιησού. Και μάθε ακόμα, πώς οι εχθροί της αλήθειας με κυνηγήσανε και με αφανίσανε μαζί με τους συντρόφους μου, και η κεφαλή μου είναι πεταμένη στα σκουπίδια, έξω από τα τείχη. Πήγαινε να τη βρεις. Κι αφού τη βρεις, θα φέξει πάλι η μέρα για σένα και τα μάτια σου θα δούνε.
Έπεσε το σκοτάδι και το όραμα χάθηκε. Η γυναίκα σηκώθηκε από κει πού καθότανε, και ταραγμένη, κίνησε γεμάτη ελπίδα κατά πού βασιλεύει ο ήλιος και έρχονταν ο θαλασσινός αέρας με τη μυρουδιά των σκουπιδιών. Και παρακάλαγε τους περαστικούς να τη βοηθήσουνε και να την πάνε στο μέρος όπου η πολιτεία αφήνειτις ακαθαρσίες της. “Οδηγείστε με όπου είναι τα πολλά σκουπίδια”, έλεγε, κι εξηγούσε στους ανθρώπους το μέρος όπου της φανερώθηκε το όραμα.
Φθάνοντας εκεί ψηλάφησε το μέρος και το αναγνώρισε, κι άρχισε να ανασκαλεύει με τα χέρια. Κι όταν ένιωσε κάτω από τα δάκτυλά της εκείνο πού ζήταγε, μεμιάς σκόρπισε η καταχνιά, και στου ήλιου το φως είδε την κεφαλή του γλυκόλογου απόστολου της Καππαδοκίας.
Με δάκρυα χαρας, δόξασε τότε το Θεό και παίρνοντας στα χέρια την κεφαλή του Εκατόνταρχου, την ασπάσθηκε και την έφερε στο σπίτι της. Εκεί την έπλυνε, την άλειψε με μύρο, κι ένιωθε μέσα της ουράνια χαρά.
Την άλλη μέρα η χήρα, είδε πάλι τον Άγιο Λογγίνο λουσμένο στο φώς, με ιμάτια λαμπερά και κρατώντας από το χέρι το μοναχογιό της, ντυμένο με ρούχα γιορτινά κι ο Άγιος τον αγκάλιασε και το παιδί χαμογέλασε ευτυχισμένο. “Βλέπεις γυναίκα, είπε στο όραμα, πού βρίσκεται ο γιος σου; Χαίρε, γιατί εδώ είναι η αιώνια βασιλεία. Σήκω. Βάλε την κεφαλή και το λείψανο του γιου σου στην ίδια κάσα και πήγαινέ τα στον τόπο όπου κήρυξα το λόγο του Κυρίου”.
Βιαστικά σηκώθηκε η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο Άγιος. Και παίρνοντας σε μια κάσα το άψυχο κορμί του παιδιού της και την κεφαλή του Εκατόνταρχου, πορεύτηκε στην πατρίδα της, περ’ απ’ τα βουνά, και κει έθαψε τα λείψανα σε τόπο γαλήνης κι ανάπαυσης, κοντά στο σπιτικό της.
πηγή: Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Τεύχος 13, Μάρτιος-Απρίλιος 2006
Μιχαήλ Σαντοβεάνου, της  Ρουμανικής Ακαδημίας
Μεταφρ. Αντώνη Μυστακίδη

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης

 



Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 260μ.Χ., οι γονείς του ήταν ευγενείς και ο πατέρας του ήταν Μακεδόνας Στρατηγός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά ο Άγιος Δημήτριος δεν ξεχώρισε μόνο για την ευγενική του καταγωγή μα και για την αρετή του, την ευπρέπεια και την ευγένεια της ψυχής του και την ικανότητά του στην στρατιωτική τέχνη, που εκείνη την εποχή αποτελούσε πεδίο διάκρισης για τους νέους και θεωρούταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Μάλιστα ο Άγιος Δημήτριος έφτασε σαν στρατιωτικός στο αξίωμα του Δούκα, ξεπερνώντας την δόξα του πατέρα του.Το 296μ.Χ. (ή σύμφωνα με άλλους μελετητές το 306μ.Χ.) ο Μαξιμιανός -ο τότε Τετράρχης και μετέπειτα Αυτοκράτορας Γαλέριος Μαξιμιανός- συνέλαβε τον Άγιο Δημήτριο και τον κρατούσε φυλακισμένο σε ένα δημόσιο λουτρό κοντά στο ιπποδρόμιο, επειδή ο Άγιος Δημήτριος πίστευε στην χριστιανική πίστη αλλά και έκανε κήρυγμα φέρνοντας κοντά στον Χριστό πολλούς ειδωλολάτρες. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι εκείνη την εποχή ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε εκδώσει ένα διάταγμα μετά από παρότρυνση του Μαξιμιανού που ουσιαστικά ξεκινούσε άλλον ένα διωγμό κατά των Χριστιανών.

Στην Θεσσαλονίκη τον καιρό της σύλληψης του Αγίου Δημητρίου, γινόντουσαν αγώνες στο ιπποδρόμιο για να εορταστεί η νίκη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενάντια στους Σκύθες. Εκεί ο Λυαίος, ένας ειδωλολάτρης παλαιστής, περηφανευόταν για το μέγεθος του σώματός του και την δύναμή του και προκαλούσε τους θεατές του σταδίου να παλέψουν μαζί του. Ο Νέστωρ, ένας νεαρός στρατιώτης που γνώριζε τον Άγιο Δημήτριο, επισκέφθηκε τον Άγιο στην φυλακή και του ζήτησε την ευλογία του για να παλέψει με τον Λυαίο και ο Άγιος Δημήτριος τον σταύρωσε, δίνοντάς του έτσι την ευλογία του.Μέσα στο στάδιο ο Νέστορας είπε «Ο Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι!» και πάλεψε με τον Λυαίο. Αφού νίκησε ο μικροκαμωμένος Νέστορας τον γίγαντα Λυαίο και ο Γαλέριος Μαξιμιανός έμαθε τι είχε συμβεί, διέταξε να σκοτωθεί ο Άγιος Νέστορας με το ίδιο το ξίφος του έξω από την Χρυσή Πύλη (ή Χρυσή Πόρτα), και να θανατωθεί με λόγχες ο φυλακισμένος στο δημόσιο λουτρό Άγιος Δημήτριος. Γράφουν μάλιστα οι συναξαριστές ότι ο Άγιος Δημήτριος, όπως είχε σηκώσει το δεξί του χέρι, έλαβε τον πρώτο λογχισμό στην δεξιά πλευρά όπως ο Εσταυρωμένος Χριστός.Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι ο Λούπος, ένας υπηρέτης του Αγίου Δημητρίου, έχρισε το πανωφόρι και το δαχτυλίδι του Αγίου στο μαρτυρικό του αίμα κι έκανε με την βοήθεια του Θεού πολλά θαύματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας, διέταξε την σύλληψη του και ο Άγιος Λούπος πέθανε μαρτυρικά στην περιοχή Τριβουνάλιο.Το σώμα του Αγίου Δημητρίου ενταφιάστηκε κρυφά από κάποιους πιστούς Χριστιανούς στον τόπο του μαρτυρίου του. Σ' εκείνο το δημόσιο λουτρό, ξεκίνησε να αναβλύζει μύρο από τον τάφο του Αγίου Δημητρίου κι έτσι ο Άγιος πήρε το προσωνύμιο Μυροβλύτης. Μάλιστα όσο περισσότεροι Χριστιανοί έπαιρναν μύρο για ευλογία, τόσο περισσότερο αυτό πλήθαινε αντί να λιγοστεύει.Κάποιος ασκητής από το βουνό Χολομώντα σκανδαλίστηκε όταν άκουσε για το μύρο του Αγίου Δημητρίου και αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι άλλοι Άγιοι που πέρασαν μεγάλα βασανιστήρια για την Χριστιανική τους Πίστη και να μην είναι κι αυτοί Μυροβλύτες όπως ο Άγιος Δημήτριος. Με την ευλογία του Θεού είδε σε ενύπνιο ότι βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, στον ναό του Αγίου Δημητρίου. Εκεί παρακάλεσε κάποιον που κρατούσε τα κλειδιά του προσκυνήματος του τάφου να του ανοίξει για να πάρει την ευλογία του. Μπαίνοντας στο κουβούκλιο είδε όλο τον τάφο να ‘ναι βρεγμένος από το μύρο και να ευωδιάζει και παρακάλεσε πάλι αυτόν που είχε τα κλειδιά να σκάψουν για να βρουν την πηγή του μύρου. Αφού έσκαψαν πολύ ώρα βρήκαν ένα μάρμαρο που σκέπαζε τον τάφο του Αγίου Δημητρίου και καθώς κατάφεραν με πολύ προσπάθεια να το ανοίξουν, βλέπουν το σώμα του Αγίου να αναβλύζει απ' τις πληγές των κονταριών μύρο. Ήταν τόσο πολύ που βράχηκε ο φύλακας του τάφου και ο μοναχός, φοβούμενος μην πνιγεί, φώναξε «Άγιε Δημήτριε βοήθει μοι». Και τότε ξυπνώντας βλέπει ότι ο ίδιος και τα ράσα του είναι βρεγμένα, θαυματουργικά, με το μύρο του Αγίου Δημητρίου. Έχοντας ζήσει αυτό το θαύμα έφυγε απ’ το βουνό που ασκήτευε και κήρυξε στην Θεσσαλονίκη για να μάθουν όλοι οι πιστοί τι είχε ζήσει. Έμεινε εκεί πολλές μέρες προσευχόμενος στον ναό του Αγίου Δημητρίου και κατόπιν επέστρεψε στο τόπο της άσκησής του λέγοντας ότι πραγματικά είναι Μέγας ο Άγιος Δημήτριος.Ο Άγιος Δημήτριος απεικονίζεται αγιογραφικά στην εικόνα του καβάλα σε κόκκινο (η καφέ) άλογο να σκοτώνει έναν ειδωλολάτρη (τον Λυαίο), όπως ο Άγιος Γεώργιος απεικονίζεται καβάλα σε ένα άσπρο άλογο να σκοτώνει έναν δράκο.Το 313μ.Χ. κτίστηκε ένας μικρός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο στον τόπο του μαρτυρίου του. Το 324μ.Χ. χτίστηκε μια μικρή τρίκλιτη βασιλική και το 413μ.Χ. ο έπαρχος Λεόντιος έκτισε στην ίδια θέση μία μεγάλη βασιλική για να ευχαριστήσει τον Άγιο Δημήτριο για την θεραπεία της αρρώστιας του. Το 1142 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Κομνηνός μετέφερε την εικόνα του Αγίου Δημητρίου από την Θεσσαλονίκη στη Μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός καταστράφηκε και λεηλατήθηκε πολλές φορές. Η τελευταία ήταν το 1917 με την πυρκαγιά που έκαψε το μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλονίκης. Έτσι ο Άγιος Δημήτριος κάηκε ολοσχερώς. Κάτω απ' το ιερό του Αγίου Δημητρίου, υπάρχουν ακόμη και σήμερα οι κατακόμβες, το λουτρό που έγινε ο τόπος που μαρτύρησε ο Άγιος Δημήτριος.
Η μνήμη του Αγίου Δημητρίου τιμάται στις 26 Οκτωβρίου και είναι πολιούχος της Θεσσαλονίκης. Η μνήμη του Αγίου Νέστωρα και του Αγίου Λούπου τιμάται στις 27 Οκτωβρίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Δημητρίου:
Μέγαν εύρατο, εν τοις κινδύνοις, σε υπέρμαχον, η οικουμένη, Αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον. Ως ουν Λυαίου καθειλες την έπαρσιν, εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα, ούτως Άγιε Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος

άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος

Τον ένδοξο Θεοσέβιο, τον συνώνυμο της θεοσέβειας, τον κρυμμένο θησαυρό, τον σπουδαίο πνευματικό ιατρό, του οποίου ή φαρμακαποθήκη είναι γεμάτη φάρμακα από τη θεία Χάρη, το πεντακάθαρο και πολυθαύμαστο πόσιμο νερό της Χάριτος, από το όποιο πολλοί άρρωστοι που έρχονται και πίνουν, απαλλάχτηκαν από την καυστική φλόγα των ασθενειών και απόκτησαν το παυσίπονο φάρμακο της σωματικής οδύνης.
Το ολοκάθαρο φως των τυφλών, αυτόν που ελευθερώνει και απαλλάσσει από την αδύνατη όραση και σαν παυσίπονο κολλύριο προσφέρει στα μάτια τη χάρη που κατοικεί μέσα του, σε όσους τον πλησιάζουν με πίστη και αντί αδύνατη, χαρίζει γρήγορα δυνατή όραση.
Ο Άγιος Θεοσέβιος ο Αρσινοΐτης, Saint Thessevios
Τον τιμωρό των ιερόσυλων και σκληρότατων κλεφτών, στους οποίους έρριξε στα μάτια, όχι θεραπευτικό κολλύριο, άλλα βέλος αντάξιο της σκληρότητάς τους, μέχρι να επιστρέψουν αυτά που ομολόγησαν ότι έκλεψαν.
Διότι τέτοια και πολύ μεγαλύτερα γνωρίζει να πραγματοποιεί η θεία Χάρη διά των δούλων της, για να γνωρίσουν όλοι, ότι η ευσέβεια είναι ισχυρότερη από όλα, και ότι δεν θα κυριαρχήσει ποτέ η κακία στη σοφία, και δεν θα αφήσει ατιμώρητους τους πονηρούς η θεια δίκη, που όλα τα ελέγχει και αποδίδει το δίκαιο.
Επειδή «η ανάμνηση των δικαίων συνοδεύεται πάντοτε από εγκώμιο», ελάτε τον δίκαιο και πανόσιο, τον συνώνυμο της θεοσέβειας Θεοσέβιο, να τον φέρουμε ανάμεσά μας, και όσο μπορούμε να τον εγκωμιάσουμε, γιατί λέει η Γραφή ότι «η ανάμνηση των δικαίων συνοδεύεται πάντοτε από εγκώμιο» και «η ευλογία του Κυρίου πλούσια κατέρχεται στην κεφαλή του» και «όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος χαίρονται οι λαοί», όχι γιατί ο λόγος του εγκωμιαστού κάνει σπουδαιότερο τον δίκαιο και χαροποιεί τους λαούς, αλλά επειδή όταν τα κατορθώματα και ο θαυμαστός βίος του δίκαιου παρουσιάζονται, χαίρονται πνευματικά όσοι τον ακούουν, και δοξάζουν τον αγαθόδωρο και κριτή των αγώνων Θεό.
Πολλοί παρακινούνται να μιμηθούν πρακτικά το βίο και τα κατορθώματα του δίκαιου. Εκείνα, που ο λόγος περιέγραψε γι’ αυτόν, πολλοί φιλάρετοι τα δέχτηκαν μέσα στη ψυχή τους, γύρισαν στα σπίτια τους και προσπάθησαν να εφαρμόσουν όσα άκουσαν, μιμούμενοι, όσο μπορούσαν, το θεϊκό του ζήλο, την καθαρότατη, την πολύ συνετή και αξιοθαύμαστη ζωή, την περιφρόνηση των φθαρτών, τη φροντίδα των άφθαρτων, τη βοήθεια σ’ όσους είχαν ανάγκη, τη νηφάλια προσευχή, την προσεκτική ψαλμωδία, την αποξένωση από τα πάθη, την απόκτηση των αρετών, την προσοχή των πέντε αισθήσεων του σώματος, δηλαδή την όραση, την όσφρηση, τη γεύση, την ακοή και την αφή, για τις οποίες χρειάζεται πολλή σπουδή και εγρήγορση σ’ όσους θέλουν να σωθούν, ώστε να «μη μπει ο θάνατος από τα παράθυρα» των αισθήσεων, όπως είναι γραμμένο και τους θανατώσει, για να μη μοιχεύσει μέσα του, σύμφωνα με τη θεϊκή φωνή, βλέποντας με εμπάθεια και περιέργεια ξένη ομορφιά και τραυματιστεί από το βέλος της επιθυμίας.
Διότι αυτά και άλλα παρόμοια και δυσκολότερα, αφού κατορθώσει ο δίκαιος, πραγματικά χαίρονται οι λαοί όταν τα ακούουν. Είναι πράγματι μακάριος και πολύ αξιέπαινος εκείνος, που όχι μόνον ακούει, αλλά και μιμείται, όσο μπορεί, τα κατορθώματά του.
Για το σκοπό αυτό γράφοντας, αναφέρουμε τα βραβεία των αγίων, όχι για να αυξήσουμε τη δόξα τους στη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά αφού αποσπάσουμε τους εαυτούς μας από την κοσμική μέριμνα και το σκοτάδι των παθών, να τρέξουμε για την πραγματοποίηση της αρετής με τη θεία βοήθεια. Αφού ποθήσουμε, ψάξουμε, βρούμε και βαδίσουμε το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό, με τη χάρη του Χριστού, θα φθάσουμε στην αιώνια ζωή.
Αυτόν το δρόμο αφού βάδισε και ο θείος Θεοσέβιος με τους δικούς του, κέρδισε τη συμμετοχή του στο χορό και τη συγκατοίκηση με τους αγίους στον ουρανό. Διότι σήμερα, θεοφιλέστατοι και φιλέορτοι, ο μέγας Θεοσέβιος εγκαταλείποντας τη ζωή προχώρησε σε άλλη πολύ καλύτερη και ευτυχέστερη. Φεύγοντας από εδώ και αφήνοντας την παρούσα ζωή, κατοίκησε εκεί που τον κάλεσαν οι κόποι των έργων του.
Σήμερα, αφού άφησε κατά μέρος το βάρος του σώματος και την απάτη της ζωής, έτρεξε ως γρήγορος δρομέας στις αιώνιες μονές και τις ουράνιες συνάξεις, για να πάρει για τους κόπους, τους μόχθους και τους ιδρώτες του, τις πλουσιοπάροχες ανταμοιβές από τον κριτή των αγώνων Θεό, διότι όπως υποσχέθηκε, θα δοξάσει αυτούς που τον δόξασαν.
Σήμερα, αφού αναχώρησε από την εξορία αυτού του κόσμου, έφθασε χαρούμενος στην αιώνια πατρίδα του, γιατί όλοι είμαστε περαστικοί και πρόσκαιροι, όπως λέει η Γραφή, στην παρούσα ζωή. Και όχι μόνο, όπως λέει η Γραφή, αλλά και όπως η καθημερινή πείρα των πραγμάτων ολοφάνερα μας διδάσκει, ότι βασιλείς, άρχοντες και εξουσιαστές, πλούσιοι και φτωχοί, σοφοί και αγράμματοι, δούλοι και ελεύθεροι, και όλοι ανεξαιρέτως, ως πρόσκαιροι και περαστικοί, φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή. Και βλέπουμε ότι όλοι μεν φεύγουν, αλλά δεν έχουν τον ίδιο θάνατο· «ο θάνατος των αμαρτωλών είναι κακός και οδυνηρός», γιατί αυτοί που τον βγάζουν από τη ζωή είναι κακοί και σκληροί, και ως κακός που παραδόθηκε στους κακούς, πράγματι κέρδισε κακό τέλος. «Είναι τίμιος, δηλ. άξιος τιμής, από τον Θεό ο θάνατος των αφοσιωμένων σ’ αυτόν», γιατί ο τίμιος παραδίδεται στους τίμιους, και αφού μεταφέρθηκε σε τίμιους τόπους, κέρδισε πράγματι και τίμιο τέλος.
Σήμερα, αφού απαλλάχτηκε από την εξορία, έτρεξε χαρούμενος προς τη συνώνυμη με αυτόν θεοσεβέστατη χώρα και πατρίδα. Διότι αφού απελευθερώθηκε από τα δεσμά, απαλλάχτηκε από τη δουλεία, άφησε κάθε λυπηρό, επέστρεψε στον τόπο του σίγουρος και ευφραινόμενος. Και όπως κάποτε ήταν πατρίδα του, το ασήμαντο χωριό Μελάνδρα της Αρσινόης της νήσου Κύπρου, έτσι και τώρα πατρίδα του είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η ελεύθερη, η μητέρα των πρωτοτόκων, «που αρχιτέκτονας και δημιουργός της είναι ο Θεός», στην οποία δεν υπάρχει καμία οδύνη, λύπη και στεναγμός, πατέρας δε και μητέρα δεν είναι αυτός ή εκείνη που κατάγονταν από την Μελάνδρα, αλλά ο Πατέρας και Θεός δημιουργός, που βλέπει τα πάντα από τον ουρανό, μητέρα του δε η Εδέμ, που ανέθρεψε τη δική του και τις ψυχές όλων των δικαίων.
Δεν βόσκει τα πατρικά πρόβατα, ούτε διαμοιράζει στα πουλιά το ψωμί του. Αυτό το έκανε στις καθορισμένες ημέρες της νηστείας του, που δεν έτρωγε καθόλου και όταν δεν συναντούσε κάποιον άνθρωπο στα βουνά που έβοσκε τα ζώα, τότε διασκόρπιζε στα πουλιά το ψωμί του. Όταν είχε ανάγκη φαγητού, έτρωγε. Δεν ήταν ασώματος, ώστε να μη χρειάζεται καθόλου τροφή, αλλά έτρωγε τόσο όσο για να ζει και να κάνει όσα οδηγούν στη σωτηρία και για να μην εξασθενήσει από την χωρίς μέτρο νηστεία. Τις ημέρες της νηστείας του, εάν συναντούσε κάποιον που είχε ανάγκη, έδινε σ’ αυτόν το ψωμί του, προτιμώντας τη λογική φύση από τα πουλιά· όταν δε, δεν συναντούσε κάποιον, τότε το έδινε σ’ αυτά, αποβλέποντας σε ένα σκοπό, να μη χάσει το κέρδος της νηστείας.
Τώρα δεν βόσκει πρόβατα, ούτε τρέφει όπως πριν τα πουλιά, αλλά επειδή έγινε άριστο πρόβατο του Χριστού, χαίρεται με την ποίμνη Του με τρόπο θεϊκό, και δεν τρέφει πάρα πολλά παράξενα πτηνά, γλυκόφθογγα και καλλίφωνα που κελαηδούν μελωδικά, αλλά τα βλέπει και τα ακούει μέσα στον ευχάριστο παράδεισο του Θεού και ευφραίνεται υπέρμετρα.
Σήμερα, ο θεσπέσιος Θεοσέβιος, μας πρόσφερε σαν πανσεβάσμια τράπεζα την ετήσια και μακαρία του μνήμη, ώστε ως καλοί και πνευματικοί προσκεκλημένοι, θεϊκά να ευφρανθούμε, και αφού με πίστη προσέλθουμε στη θεία χάρη των ιαματικών λειψάνων του, να απολαύσουμε ψυχική και σωματικοί υγεία.
Σήμερα, σαν σχολείο για όλους γεμάτο ωφέλεια, πρόσφερε σε όλους μας ο Θεός, την μνήμη του οσίου Θεοσεβίου, για να διδαχθούμε απ’ αυτήν, ότι δεν σώζει ο τόπος, αλλά ο τρόπος με τη βοήθεια του Θεού. Αξιόπιστος μάρτυρας γι’ αυτό είναι ο όσιος που τώρα επαινούμε, που αν και ήταν πολύ νέος στην ηλικία και καταγόταν από ένα ασήμαντο χωριό, υποτασσόμενος στον πατέρα και την μητέρα, βόσκοντας πρόβατα και ασχολούμενος με μερικές άλλες βιοτικές φροντίδες, δεν αμέλησε, δεν τον έπεισε η ζωηρή νεότητά του να υποκύψει στις σαρκικές ηδονές, και δεν μπόρεσε να τον παρασύρει η απάτη των φθαρτών και ματαίων πραγμάτων, ούτε υποχώρησε στη ζωή των παθών, για το εύκολο της ηδονής, ούτε εγκατέλειψε την αρετή, για τον κόπο της.
Δεν τον νίκησε η κοιλιοδουλεία, δεν τον απάτησε φιλήδονος λογισμός· δεν τον νίκησε απατηλός έρωτας, δεν τον απάτησε η επιθυμία της φιλοχρηματίας· δεν τον νίκησε η φύση της εμπαθούς σάρκας, δεν τον απάτησε τίποτε εγκόσμιο· δεν τον νίκησε η κενοδοξία, δεν τον απάτησε το πολυτελές ένδυμα. Και από αυτή τη ζωή έβγαλε τους δερμάτινους χιτώνες, κατανίκησε ολοκληρωτικά τα πάθη, ξέφυγε τελείως τον θάνατο, άξια κέρδισε τη ζωή, και είχε το νου του στον ουρανό, αν και βάδιζε στη γη. Από εδώ πέταξε στα ουράνια, αφού αξιώθηκε θεϊκής δυνάμεως, και ούτε η ευκολία της ηδονής επηρέασε τη σταθερότητα της ψυχής του, ούτε η σκληρότητα της αρετής τον φόβισε, αλλά όπως ένας αξιοθαύμαστος και εμπειρότατος κυβερνήτης μέσα σε μεγάλο πέλαγος, τρικυμισμένη θάλασσα, πειρατές και θηρία, με τη βοήθεια του Θεού, με την ανδρεία, την τέχνη και την εμπειρία της θάλασσας, κατευθύνει και σώζει το σκάφος σε λιμάνι σωτηρίας. Έτσι και ο θείος πατέρας Θεοσέβιος έδρασε με θαυμαστό τρόπο και ενώ βρισκόταν μέσα στο πέλαγος (δηλ. των βιοτικών τρικυμιών), των πειρατών (δηλ. των αοράτων εχθρών) και των θηρίων (δηλ. των καταστρεπτικών παθών) και μαζί με νόμιμη σύζυγο, με τρόπο θαυμαστό έσωσε και οδήγησε στο ουράνιο λιμάνι άθραυστο και ανέπαφο με αγνότητα και σωφροσύνη το τίμιο σκάφος του, δηλ. το σώμα με τη ψυχή. Τώρα συγχορεύει με τους αγγέλους, χαίρεται με τους δίκαιους και ευφραίνεται με τους οσίους, ως ακόλουθος και μιμητής τους, ως πιστός δούλος και εργάτης του αμπελώνα του Χριστού.
Το πολύ αξιοθαύμαστο και πάρα πολύ αξιέπαινο απ’ όλα είναι αυτό, ότι αν και συνδέθηκε σε νόμιμο γάμο με γυναίκα παρέμεινε αγνός, και η γυναίκα του ομοίως παρθένος. Φαινομενικά ήσαν σύζυγοι, στην πραγματικότητα όμως ζούσαν σαν αδέλφια, ώστε είναι κατάλληλο να πούμε γι’ αυτούς τα λόγια που αναφέρει για τη νύμφη το Άσμα Ασμάτων. «Εγώ ανήκω στον αγαπημένο μου αδελφό και εκείνος ανήκει σ’ εμένα»· και ο νυμφίος· «πόσο ωραία γίνεσαι» λέει «και πόσο αγαπητή» «αδελφή μου νύμφη»; Αυτά τα λόγια ταιριάζουν για τον Θεοσέβιο και την αδελφή του νύμφη. Δέχθηκε να νυμφευθεί, όχι από φιληδονία, όπως φάνηκε, αλλά για να πραγματοποιήσει δύο καλά, δηλ. την υπακοή στους γονείς και το κατόρθωμα της εγκράτειας, αν και ζούσε με γυναίκα, αφού εγκρατής δεν είναι εκείνος που του λείπει αυτό που επιθυμεί, (γιατί όπως λέγεται: «όταν λείπει ο καρπός, δεν τον επιθυμούμε συχνά»), αλλά είναι αληθινά μεγάλος στον Θεό και αγαπητός στους ανθρώπους εκείνος που εγκρατεύεται, όταν έχει πολλά.
Και το ότι η παρθενία είναι πράγμα αξιοζήλευτο, μεγάλο και αγγελικότατο, είναι φανερό στον καθένα. Από τότε που ο Δεσπότης Χριστός γεννήθηκε με τρόπο ανερμήνευτο από την πάναγνη και πανάμωμη Παρθένο Μαρία και τη διατήρησε μετά τη γέννησή του Παρθένο, με τη χάρη και τη βοήθειά του, πολλοί απέφυγαν το γάμο και κέρδισαν το βραβείο της παρθενίας. Το να μπει κάποιος στο γάμο και να διατηρήσει ακέραιη την παρθενία, είναι μεγάλο και δυσκολοκατόρθωτο, και πολύ λίγοι κέρδισαν το βραβείο, όπως ο μεγάλος Κόνων, που πίστεψε και βαπτίσθηκε στις ημέρες των αγίων Αποστόλων και άκουσε για την εγκράτεια και την παρθενία. Αυτός πείθει με θεϊκά λόγια τη γυναίκα, που μόλις είχε νυμφευθεί, συμφωνούν να διατηρήσουν συνεχή παρθενία και υποκρινόμενοι ως αιτία της ατεκνίας τη στειρότητα, διέφευγαν όλων την προσοχή. Μετά αφού έγινε επίσκοπος, έκανε πολλά θαύματα, αγωνιζόμενος για την αλήθεια, διδάσκοντας το κήρυγμα της σωτηρίας. Στο τέλος στεφανώνεται με το στεφάνι του μαρτυρίου και αναχωρεί στον Κύριο.[…]
Είδατε, αγαπητοί, πόση ωφέλεια μας προξένησε η ενθύμηση της αγνότητας αυτού του οσίου Πατέρα μας Θεοσεβίου; Είδατε, ότι κανένα εμπόδιο δεν μπόρεσε να σταματήσει τον ενάρετο ένθεο ζήλο του; Είδατε, ότι μέχρι τέλους σταθερά και ακλόνητα πραγματοποίησε την αρετή και άξια στεφανώθηκε από το Θεό; Πράγματι, «ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις», ούτε απορρίπτει ποτέ αυτούς που τον πιστεύουν, αλλά όσους βρει να αγαπούν και να πράττουν τις εντολές του και να ποθούν την αιώνια ζωή, είτε είναι άσημοι, είτε σπουδαίοι στην καταγωγή, είτε σοφοί, είτε αγράμματοι, είτε κάτοικοι της πόλεως, είτε του χωριού, είτε ερημίτες, είτε κοινοβιάτες μοναχοί, είτε άνδρες, είτε γυναίκες, είτε δούλοι, είτε ελεύθεροι, δεν τους στερεί τη δική του εύνοια και βοήθεια, αλλά τους χαροποιεί, τους στεφανώνει και τους κάνει θεοειδείς. Άραγε τι θα κάνουμε εμείς, που προβάλλουμε «προφάσεις που δικαιολογούν αμαρτίες» και παραμελούμε τη σωτηρία μας, και δεν μας παρακινεί στην αρετή, ούτε ο φόβος του Θεού, ούτε ο ζήλος της αρετής αγίων ανδρών, αλλά ο ένας προβάλλει τη δυσκολία της ζωής, ο άλλος την ανωμαλία των καταστάσεων και τα αλλεπάλληλα αιφνίδια γεγονότα, άλλος την ασυγκράτητη ορμή της νεότητας και τα παρόμοια με αυτά, και περνούμε τη ζωή μας με αμέλεια, ραθυμία και αμαρτίες; Αν και πολλοί στη ζωή συνάντησαν αυτά τα εμπόδια, δεν σταμάτησαν την πραγματοποίηση της αρετής.
Και επιβεβαιώνει το λόγο μου ο Θεοσέβιος, ο οποίος αν και είχε την ίδια σάρκα με εμάς και ήταν κάτω από τα φυσικά πάθη, δεν νικήθηκε από τις ηδονές, ούτε υποχώρησε στη βία της φύσεως. Αν και είχε νεανική και ζωηρή ηλικία και συνοικούσε με σύζυγο, χαιρόταν με θαυμαστό τρόπο το κάλλος της παρθενίας. Και όπως κάποιος ακούραστος και άριστος γεωργός, γεμάτος από αγαθές ελπίδες, συνεχώς κοπιάζει και κατά τη διάρκεια του χειμώνα καλλιεργεί τα χωράφια και πλούσια σπέρνει, και τον καιρό του θερισμού χαίρεται γιατί γέμισε το αλώνι με τα δεμάτια, έτσι έδρασε και ο θείος Θεοσέβιος. Και τον καιρό, που η σάρκα γίνεται τυραννική, όταν ταλαιπωρείται από τα πάθη της και το διάβολο και επιθυμεί να σπείρει τις έμφυτες ορμές της, τότε περισσότερο ο θείος Θεοσέβιος ζώστηκε στη μέση του τη ζώνη της σωφροσύνης και της αγνότητας και τη σπορά της σάρκας που είπαμε, φρόντιζε να εμποδίσει, και αφού καλλιέργησε με πολύ επιμέλεια το καλό χωράφι, δηλ. την καρδιά του, έσπειρε τα έργα της αρετής και αφού θέρισε δεμάτια γεμάτα καρπό, γέμισε την αγκαλιά του. Και του δόθηκε το μερίδιο της κληρονομιάς των ζώντων από τον Θεό, το χορηγό της ζωής, για να μάθουν απ’ αυτό όσοι ζουν, να μη ζουν για τους εαυτούς τους αλλά για τον αίτιο της ζωής, που είναι η πραγματική ζωή και η πηγή της, από τον οποίον πηγάζει με τρόπο θεϊκό η τριαδική πηγή της αληθινής ζωής και που ως ένας Θεός αρδεύει, ποτίζει, καθαρίζει, φωτίζει, συνενώνει και συγκρατεί με ασφάλεια τα πάντα. Απ’ αυτόν στεφανώθηκε πλήθος αγίων και ο ένδοξος Θεοσέβιος.
Διότι κακοπάθησε ως κάλος στρατιώτης του παμβασιλέα Χριστού, κατέκοψε στρατιές εχθρικών παθών με το ξίφος της Χάριτος, κατατρόπωσε πλήθος ακοίμητων εχθρών με ουράνια βοήθεια. Αφού ντύθηκε με την πανοπλία που δίνει ο Θεός και πήρε το μαχαίρι του Αγίου Πνεύματος, και φόρεσε την περικεφαλαία της σωτηρίας και σκεπάσθηκε με τον θώρακα της πίστεως, νίκησε ολοκληρωτικά και υπέταξε τους εχθρικούς αντιπάλους· και ως άριστος και ικανός και τροπαιούχος νικητής, πλησιάζει και χαίρεται με το βασιλέα Χριστό, που τον στεφάνωσε, επειδή τον αγάπησε και αγαπήθηκε απ’ αυτόν, πήρε αστείρευτη Χάρη και βρήκε χωρίς να πλανηθεί τη δόξα της αληθινής υποσχέσεώς του. Ποιά είναι αυτή η υπόσχεση; «Εγώ», λέει, «αγαπώ εκείνους, οι οποίοι με αγαπούν, όσοι δε με αναζητούν θα αποκτήσουν χάρη».
Έτσι, λοιπόν, και ο Θεοσέβιος, ως νικητής των παθών και μιμητής των καλών, αφού ευαρέστησε τον Θεό, αποδείχτηκε και στο όνομα και στη πράξη θεοσέβιος. Βόσκοντας στη γη τα πρόβατα του πατέρα του, είχε στον ουρανό τον νου και την επιθυμία. Έβοσκε τα πρόβατα των γονέων, υπακούοντας σ’ αυτούς, θεωρώντας όμως τον εαυτόν του πρόβατο του Χριστού, δεν έβλαψε την ευγένεια της ψυχής του, αλλά με νηστείες, προσευχές, συνεχείς αγρυπνίες, φροντίζοντας για την καθαρότητα της ζωής του, αύξησε περισσότερο τον θεϊκό πόθο στη ψυχή του, ακούοντας και βλέποντας ότι «αυτά που βλέπουμε είναι προσωρινά» και «μάταια και ψεύτικα», ότι τρέχουν και χάνονται ακόμα και τα σπουδαιότερα της ζωής, «αυτά δε που δεν βλέπουμε είναι αιώνια» και αληθινά, προς τα οποία αποβλέποντας ρύθμιζε τη ζωή του. Ήταν ικανότατος σε όλα, άκακος, προσεκτικός στα θεία, αυτάρκης στα αναγκαία, πράος, ήπιος, ήρεμος, φιλάρετος, φιλόθεος (το σπουδαιότερο απ’ όλα), υπάκουος, ευγενής, ωφέλιμος στους γύρω του, πολύ πρόθυμος σε κάθε πνευματική ή βιοτική εργασία, υπακούοντας στους γονείς του. Τους γονείς εκείνους με τους καλούς απογόνους και τα καλά παιδιά, τον Αρκάδιο και Θεοσέβιο, που ως ένδοξοι καρποί φανερώνουν την ανθηρή και κατάκαρπη μακάρια ρίζα, γιατί και το δένδρο, λέει η Γραφή, αναγνωρίζεται από τον καρπό του και ότι «από καλή ρίζα» προέρχονται καλοί βλαστοί και από καλούς γεωργούς παράγονται καλά γεννήματα.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Μιχαήλ και η μητέρα του Άννα. Και οι δύο ήσαν ευσεβείς και φιλόθεοι, φιλάρετοι και φιλόξενοι, καλοσυνάτοι και επιεικείς, εξαιρετικοί στην συμπεριφορά, εξαιρετικότεροι στην αρετή, με οικονομική άνεση, ώστε ούτε να πιέζονται από τη φτώχεια, ούτε να έχουν πολύ πλούτο. Γι’ αυτό καταδέχτηκαν το παιδί τους να είναι βοσκός προβάτων. Αυτό δεν θα το δέχονταν, αν είχαν πολύ πλούτο, λόγω της κοινωνικής τους θέσεως. Πλούσιοι στην αρετή και τη συμπεριφορά, με οικονομική άνεση, όπως είπαμε, φοβούμενοι το ότι δύσκολα μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού οι πλούσιοι. Τα δε δύο παιδιά, που αναφέραμε, αφού τα γέννησαν, τα ανέτρεφαν με αγάπη «δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στον Κύριο» και φρόντιζαν να τα μεγαλώνουν σύμφωνα με τη δική τους αρετή και ευγένεια. Και τον μεν Αρκάδιο έστειλαν στη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη (είτε για μόρφωση ή για άλλο σκοπό, που δεν γνωρίζω για να σας πω), τον δε Θεοσέβιο, ως νεώτερο, κράτησαν στο σπίτι, για τον οποίον μιλήσαμε προηγουμένως.
Όταν μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε ο Αρκάδιος, στολισμένος με αρετή, εξυπνάδα και καλοσυνάτους τρόπους, με θέλημα και απόφαση του Θεού, στόλισε τον επισκοπικό θρόνο της πατρίδας του, και στάθηκε ως λυχνάρι πάνω στον λυχνοστάτη, ακτινοβολώντας και φωτίζοντας το λογικό ποίμνιο με το φως της αρετής και της ευσέβειας. Ο Θεοσέβιος είχε κρυμμένο το φως της αρετής, τιμημένος με την αφάνεια αλλά και ξεχασμένος, έχοντας γυναίκα, βόσκοντας πρόβατα και ζώντας περιφρονημένη ζωή. Απομακρυνόταν στο βουνό, που ήταν τρία μίλια μακριά από την πατρίδα του, με τη δικαιολογία να βοσκήσει τα πρόβατα, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε ανενόχλητος να προσεύχεται στον Θεό, λόγω της ησυχίας του τόπου. Αφού βρήκε σπήλαιο σ’ εκείνο το βουνό, κρυβόταν σ’ αυτό, και με δάκρυα, στεναγμούς και αυστηρή νηστεία ανέπεμπε δυνατές προσευχές στο Θεό.
Με αυτό τον τρόπο ζώντας και διαφεύγοντας όλων την προσοχή, για πολλά χρόνια, πληροφορήθηκε από τον Θεό το τέλος της ζωής του. Γι’ αυτό μια μέρα, όπως ο πατριάρχης Ιακώβ προσκάλεσε στη πεδιάδα που βρισκόταν με τα πρόβατα τις συζύγους του και τους έλεγε ιδιαιτέρως όσα του είπε ο Θεός και για την αναχώρησή του στην πατρίδα του, έτσι και ο Θεοσέβιος, αφού κάλεσε ιδιαιτέρως τη γυναίκα, με την οποία ζούσε αδελφικά, κάθισε και άρχισε να της λέει: «Εγώ πηγαίνω πιο μακριά για να βοσκήσω τα πρόβατα και πρόκειται να μείνω εκεί για πολύ καιρό. Εσύ δε, αν πρόκειται να μείνεις είτε με τους γονείς μου, είτε με τους γονείς σου, πρόσεχε τον εαυτό σου «ως κόρην οφθαλμού», φρόντισε να φυλάξεις την παρθενία σου άμεμπτη, ώστε αφού στολιστείς ως παρθένος με το στεφάνι της παρθενίας, να συναριθμηθείς με τις παρθένες, όταν έρθει ο καιρός. Είτε κατοικήσεις στη Φιλούσα, το χωριό σου είτε στο δικό μου, να είσαι άγρυπνη και νηφάλια, να προσεύχεσαι και να παρακαλείς τον Θεό, για να σε διαφυλάξει ανέπαφη από τα σκάνδαλα του πονηρού. Μην επιτρέψεις να μολύνουν την καρδιά σου ακάθαρτοι και φιλήδονοι λογισμοί, γιατί αρχή της αμαρτίας είναι η συγκατάθεση στους φιλήδονους λογισμούς, που προέρχονται από φιλήδονη καρδιά. Να έχεις καρδιά και διάθεση γεμάτη συμπάθεια, όσο είναι δυνατόν, σε όσους έχουν ανάγκη και θα σε ανταμείψει ο Κύριος με τη Χάρη και το έλεός του σκεπάζοντας και φυλάσσοντάς σε. Αμήν».
Αυτά λοιπόν αφού είπε, ετοιμάστηκε και αναχώρησε με τα πρόβατα στο όρος μάλλον της προσευχής, πάρα της βοσκής. Αφού πέρασε λίγες ημέρες σ’ αυτό, συνομιλώντας για τελευταία φορά με τον Θεό, μπήκε στο σπήλαιο και αφού προσευχήθηκε για πολύ ώρα αναπέμποντας ευχαριστήριες ευχές και ικεσίες, αφού παρακάλεσε για τη σωτηρία του κόσμου και «τη σταθερότητα των αγίων εκκλησιών του Θεού» και είπε στον Κύριο «στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου», κοιμήθηκε. Τελειώνει τη ζωή του στις 12 Οκτωβρίου μέσα στο σπήλαιο, χωρίς να δεχθεί καμιά βοήθεια από κανένα, αλλά αρκέσθηκε στη παρηγοριά της θείας Χάριτος και της παρουσίας των αγγέλων, διότι είναι «τίμιος ενώπιον του Κυρίου ο θάνατος των οσίων του».
Βρισκόταν λοιπόν το τίμιο λείψανο χωρίς ανθρώπινη φροντίδα, έχοντας μόνο τη σκέπη του Θεού. Το σκυλάκι, που συνήθως τον ακολουθούσε, ήταν στην είσοδο του σπηλαίου κάνοντας το χρέος του φύλακα. Μετά από λίγες ημέρες πηγαίνοντας εδώ και εκεί στο λόφο, με τα γαυγίσματά του μάζεψε τα πρόβατα και γρήγορα αφού τα οδήγησε στο σπίτι, αμέσως γύρισε στο σπήλαιο. Αυτό δεν το έκανε από μόνο του, αλλά με θαύμα που έκανε ο Θεός, για να δοξάσει τον δούλο του. Όταν αντιλήφθηκαν οι γονείς τον ερχομό των προβάτων χωρίς τον Θεοσέβιο, απορούσαν και τον έψαχναν παντού, αλλά δεν τον εύρισκαν. Έπειτα αφού έστειλαν ανθρώπους στο χωριό Φιλούσα, ζητούσαν πληροφορίες από τα πεθερικά του. Αυτά αφού τους είπαν ότι έχουν να τον δουν πολύ καιρό, στενοχωρήθηκαν και όλοι μαζί, σαν κυνηγοί, βγήκαν σε αναζήτησή του. Αφού περιπλανήθηκαν για τρείς ημέρες εδώ και εκεί χωρίς να βρουν τίποτε, στο τέλος έρχονται και στο βουνό που έβοσκε τα πρόβατα. Αυτούς, όταν τους αντιλήφθηκε το σκυλάκι, γαυγίζοντας όπως συνήθως, τους οδήγησε στον τόπο που βρισκόταν, και αφού μπήκαν στο σπήλαιο βρήκαν κάτω το λείψανο του Αγίου να ευωδιάζει και να έχει τη φρεσκάδα του πρωινού και αμάραντου άνθους. Αφού το αγκάλιασαν και το έλουσαν με δάκρυα, είπαν «θυμήσου μας, δούλε του Θεού, με την ευκαιρία της αγίας κοιμήσεώς σου». Θέλησαν να το μεταφέρουν στο χωριό του και να το κηδεύσουν με αγάπη, δεν μπόρεσαν όμως. Επειδή βράδιασε, έμειναν εκεί. Το ίδιο βράδυ εμφανίζεται σε όνειρο στον πατέρα του και του λέει: «Μη με πάρεις απ’ εδώ, αλλά στον τόπο αυτό κήδευσε το σώμα μου, και οικοδόμησε ναό στο όνομά μου, εις δόξαν Θεού». Έτσι έγινε, όπως αποκάλυψε αυτός ο Πανόσιος, κηδεύθηκε δε σ’ εκείνο τον τόπο και οικοδομήθηκε ναός στο όνομά του.
Θαύμα σε ένα κωφό και σε κάποιο τυφλό.
Όταν πέρασε λίγος χρόνος περνούσαν στο δρόμο δύο άνθρωποι, που ο ένας ήταν κωφός, που κρατούσε από το χέρι τον άλλον, που ήταν τυφλός. Άκουσε ο τυφλός ωραίες ψαλμωδίες και μελωδικές χαρούμενες φωνές και είπε στον κωφό: «Μακάρι να άκουες, αδελφέ, τις μελωδικές ψαλμωδίες που εγώ ακούω, και μακάρι να έβλεπα κι’ εγώ τη μορφή των θαυμαστών μελωδών». Αυτός είπε ότι ακούει αμυδρά και ελάχιστα εκείνη τη ψαλμωδία. Άφησαν τότε το δρόμο και κατευθύνθηκαν προς το μέρος εκείνο ακολουθώντας τον ήχο. Ενώ βάδιζαν, ανοίχθηκαν εντελώς τα αυτιά του κωφού και άκουε καθαρά την εξαίσια και θαυμάσια μελωδία. Όταν έφθασαν στο ναό του Αγίου Θεοσεβίου, δεν είδαν κανένα μελωδό, επειδή ήσαν άγγελοι που υμνούσαν τον Θεό και με αυτό το θαύμα φανέρωναν τον Άγιο. Γι’ αυτό και ο κωφός άκουσε καθαρά και ο τυφλός ανέβλεψε πλήρως. Αφού έμειναν έκπληκτοι με το παράδοξο θαύμα, προσκύνησαν και δόξασαν τον Θεό και τον δούλο του Άγιο Θεοσέβιο.
Για τον ασβέστη
Κάποιος μοναχός που ήλθε από το βυζάντιο, αφού έκτισε δύο κελλιά, έμενε κοντά στο ναό του Αγίου. Σ’ αυτόν εμφανίσθηκε τη νύκτα σε όραμα και του είπε: «Σκάψε σ’ αυτό τον τόπο και θα βρεις άσβεστη και χρησιμοποίησέ τον, όπως πρέπει». Ο μοναχός νόμισε ότι ήταν φαντασία και ψέμμα αυτό που του είπε. Από περιέργεια όμως και δοκιμαστικά, έσκαψε και βρήκε πολύ ασβέστη, που τον χρησιμοποίησε κατάλληλα, όπως του είπε.
Για τα κοράκια
Ενώ ο ίδιος μοναχός ήταν κάπου απασχολημένος, ένα ζευγάρι από κοράκια ήρθε και έφαγε τα όσπρια και ό,τι άλλο είχε για τη διατροφή του. Όταν ήρθε ο Γέροντας και είδε τη ζημιά των τροφίμων, άρχισε με απλοϊκότητα να αντιδικεί με τον άγιο λέγοντας: «Αφού πολεμούμαι από τα κοράκια και δεν με προστατεύεις, ποιόν άλλον, λοιπόν, προστατεύεις, και γιατί, άγιε να παραμένω εγώ εδώ για σένα;». Αυτά είπε, και ενώ απασχολείτο κάπου, ήρθαν πάλιν, ως συνήθως, τα κοράκια για να φάνε αυτά που υπήρχαν, αμέσως τυφλώθηκαν και έμειναν εκεί. Όταν ήρθε ο Γέροντας και τα είδε σε ελεεινή κατάσταση να πετούν κτυπώντας εδώ και εκεί, χωρίς να βλέπουν, ούτε να μπορούν να πετούν, λυπήθηκε κατάκαρδα, τα σπλαχνίσθηκε τα πήρε στα χέρια του και τα πήγε στον άγιο λέγοντάς του: «Σε ευχαριστώ, άγιε του Θεού, για τη γρήγορη επέμβαση. Και πάλιν προσπίπτοντας, σε παρακαλώ να ακούσεις τον δούλο σου και αφού σπλαχνισθείς, συγχώρησε και χάρισε στα πτηνά αυτά την όραση για να μπορούν να πετούν όπως πριν. Γιατί είναι εύκολο και συνηθισμένο σε σένα πιο πολύ να θεραπεύεις, πάρα να τιμωρείς». Αυτά αφού είπε ο Γέροντας και αφού πήρε λάδι από την κανδήλα του αγίου, άλειψε τα μάτια των πουλιών, τα οποία είδαν όπως πριν. Σε επιβεβαίωση του θαύματος έμειναν εκεί μέχρι τέλους της ζωής τους, πηγαίνοντας για να βρουν το φαγητό τους σε άλλο τόπο και ξαναγύριζαν πάλιν, εις δόξαν Θεού και του δούλου του.
Για το κλειδί και γι’ αυτόν που πονούσε το μάτι του.
Όταν κοιμήθηκε ο Γέροντας ο τόπος έμεινε ακατοίκητος, τα κοράκια όμως παρέμειναν εκεί. Μια ημέρα όταν ήρθε κάποιος από την Πάφο, που πονούσε το δεξί μάτι, βρήκε κλειδωμένο το ναό, ώστε να μην μπορεί να ανοίξει, να προσκυνήσει και να παρακαλέσει τον άγιο για τον πόνο του ματιού του και άρχισε να λυπάται και να αγωνιά. Τότε ήρθαν τα κοράκια και με κάποιο τρόπο έδειχναν τον τόπο που ήταν κρυμμένο το κλειδί, το οποίο αφού πήρε, άνοιξε, μπήκε στο ναό, προσκύνησε, παρακάλεσε τον άγιο για το μάτι του και αφού θεραπεύθηκε, έφυγε χαρούμενος δοξάζοντας τον Θεό και την γρήγορη και πλούσια χάρη του Αγίου Θεοσεβίου, διότι του δόθηκε μεγάλη χάρη να θεραπεύει τους πόνους των ματιών και τις βλάβες του σώματος αυτών που έρχονταν καθημερινά.
Για τον τυφλό μοναχό.
Κάποιος άλλος τυφλός μοναχός από την Κύπρο, όταν άκουσε ότι ο άγιος έχει θεραπευτική χάρη για όσους δεν βλέπουν καλά, ήρθε στον άγιο παρακαλώντας και υποσχόμενος συγχρόνως, λέγοντας με κλάματα: «Εάν με ελεήσεις, άγιε του Θεού, και μου χαρίσεις το φως μου, θα παραμείνω και θα υπηρετήσω στον άγιο ναό σου μέχρι τέλους της ζωής μου». Αυτά λοιπόν υποσχόμενος και παρακαλώντας με πόνο καρδίας, έγινε καλά με την επίσκεψη του αγίου και είδε πολύ καλά. Παρέμεινε δε στον άγιο για κάποιο χρόνο. Μετά από διαβολική ενέργεια και αφού έπεσε στο πάθος της ακηδίας, ξέχασε τις υποσχέσεις, άφησε τον τόπο και τον άγιο και πηγαίνοντας στα λεγόμενα Μαυροβούνια κατοίκησε στον ναό του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου. Στον μοναχό, αφού εμφανίσθηκε σε όραμα ο θείος Θεοσέβιος, του λέει: «Γιατί ήρθες εδώ και αθέτησες τις υποσχέσεις, που μου έδωσες; Εγώ δεν σου θεράπευσα τα μάτια; Εγώ δεν σου έδωσα το φως με τη χάρη που ενεργεί μέσα μου; Κοίταξε τώρα τι έκανες στον εαυτό σου». Αυτά, όταν τα άκουσε, ξύπνησε και ήταν τυφλός, όπως και προηγουμένως. Αφού χρησιμοποίησε κάποιον για οδηγό, επανέρχεται στον άγιο και στις υποσχέσεις του, μετανοώντας και εξομολογούμενος τη λήθη, κατηγορώντας τον εαυτό του για την αμαρτία του. Και αφού παρακάλεσε τον άγιο, μετά από λίγες ημέρες του χάρισε πάλι το φως του και έμεινε εκεί μέχρι τέλους της ζωής του, όπως είχε παλαιότερα υποσχεθεί.
Για τους κλέφτες
Αυτά και άλλα πολλά θαύματα έγιναν από τον άγιο, μερικά παλαιότερα και μερικά πριν λίγα χρόνια. Στις ημέρες μας, κάποιος μοναχός, που ονομαζόταν Λουκάς, αφού ήρθε με μεγάλη πίστη, παρέμεινε περιποιούμενος τον ναό του αγίου. Ξεσήκωσε τότε ο σατανάς από την περιοχή του Ακάμα δύο αγρότες βοσκούς, οι οποίοι αφού ήρθαν, έκλεψαν τα πάντα, όσα βρήκαν, και του μοναχού και του αγίου και ξαναγύρισαν στον τόπο τους.
Η δε θεία δίκη και η χάρις που βρισκόταν μέσα στον άγιο Θεοσέβιο μετά από είκοσι ημέρες, τους φέρνει πίσω με τα μάτια άσπρα σαν το χιόνι, προσπέφτοντας στον άγιο, ζητώντας συγχώρηση και έλεος, χωρίς όμως να ομολογούν την κλοπή, εξαιτίας της οποίας τους βασάνιζε η τύφλωση και ο πόνος των ματιών, αλλά παρέμεναν κάνοντας ανόητη και χωρίς αποτέλεσμα δέηση. Επειδή δε δεν θεραπεύθηκαν, αλλά ο πόνος περισσότερο αυξανόταν και γινόταν οξύτερος, λέει ο ένας στον άλλο: «Βλέπεις, αδελφέ, πως περισσότερο χειροτερεύει η αρρώστια των ματιών μας· είναι φανερό ότι δεν υπάρχει για μας έλεος, ούτε ελπίδα θεραπείας, εάν δεν ομολογήσουμε την αμαρτία μας και δεν επιστρέψουμε όσα κλέψαμε». Εκείνος όμως, αντί να δεχθεί την αγαθή συμβουλή, τον κατηγορούσε για αφέλεια και ανυπομονησία, λέγοντάς του: «Ό,τι και να πάθουμε, να μην ομολογήσουμε, ούτε να πούμε ότι είμαστε κλέφτες». Ενώ ακόμη τα έλεγε αυτά, βλέπει κάποιον με κοφτερή λόγχη να τον κτυπά στα μάτια, ώστε να γίνεται χειρότερο το βάσανό του. Άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά και να λέει: «Εμείς είμαστε, άγιε του Θεού, που κλέψαμε και θα τα επιστρέψουμε. Μόνο ελέησέ μας και απάλλαξέ μας από το βάσανο». Έτσι λοιπόν, κλαίγοντας και εξομολογούμενοι και υποσχόμενοι να επιστρέψουν τα κλεμμένα, ο ένας, αυτός που έδωσε την αγαθή συμβουλή, θεραπεύθηκε εντελώς· ο άλλος όμως λιγότερο και για λόγους παιδαγωγικούς δεν έβλεπε καθαρά, ώστε δαμαζόμενος και τιμωρούμενος, όπως λέει ο ψαλμός «με χαλινάρι και κημό (ημικυκλικό σιδερένιο έλασμα)» στα σαγόνια και τα μάτια, να σταματήσει την πονηρή εργασία.
Ο δε θείος Θεοσέβιος αφού άφησε τη ζωή, που μοιάζει με σκιά, με θεοσέβεια και τρόπο αξιοθαύμαστο πέρασε σε ζωή χωρίς λύπες· χαίρεται με τρόπο ασύγκριτο φωτιζόμενος και παρηγορούμενος από το ήλιο της δικαιοσύνης, και αφού άφησε το άλογο ποίμνιο και απαλάχθηκε από τους σωματικούς κόπους, ενώθηκε χαιρόμενος με το θείο ποίμνιο του Χριστού και την απόλαυση των αγαθών. Ως αμνός καθαρότατος του καλού ποιμένα, αφού εγκατέλειψε «τα αριστερά» κληρονομεί «τα δεξιά» (σύμφωνα με την παραβολή της κρίσεως), ώστε ως θείος και θεοσέβιος αφού τοποθετήθηκε στα δεξιά του Θεού και αξιώθηκε να ακούσει τη θεία φωνή, που τον καλούσε με τους συμμετέχοντες «στη βασιλεία των ουρανών», σε αθανάτους νυμφώνες, σε απερίγραπτους νυμφικούς θαλάμους, σε αθάνατες σκηνές, στην απόλαυση του παραδείσου, σε δόξα και ευχαρίστηση και ζωή ατέλειωτη.
Αυτήν τη φωνή, μακάρι και όλοι εμείς, συγγραφείς, αναγνώστες, ακροατές και όσοι τελούν την μνήμη του, να ακούσουμε, βασιλέα Χριστέ, και να μπούμε και να απολαύσουμε τα καλά που ειπώθηκαν, με τις ευχές και τις ικεσίες του οσίου Θεοσεβίου και των συμμετόχων του, ώστε όλοι μαζί χαιρόμενοι με τον Πατέρα και το Άγιό σου Πνεύμα, να δοξάζουμε το πανάγιο όνομά σου, τώρα και τότε και στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
(Πηγή: Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Συγγράμματα τ. Γ΄, έκδ. Ι. Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1999, σ. 262-284, αποσπάσματα.)
 
Μετάφραση κειμένου: από Α. Χριστοδούλου, Θεολόγο