Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ (960) ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΠΙΔΙΟΝ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Περί Αγάπης


 

ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ  (960) ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΕΛΠΙΔΙΟΝ  

Ἰδού πρός τῷ περί Ἀσκητικοῦ βίου λόγῳ, καί τόν περί Ἀγάπης λόγον πέπομφα τῇ σῇ τιμιότητι, πάτερ Ἐλπίδιε, ἐν ἰσαρίθμοις κεφαλαίοις τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων ἑκατοντάσιν· οὐδέν μέν ἴσως ἄξιον τῆς σῆς προσδοκίας· τῆς δέ γε ἡμετέρας δυνάμεως οὐκ ἔλαττον. Πλήν γινωσκέτω ἡ σή ἁγιωσύνη, ὅτι οὐδέ ταῦτα εἰσί τῆς ἐμῆς γεώργια διανοίας· ἀλλά τούς τῶν ἁγίων Πατέρων διελθών λόγους, κακεῖθεν τόν εἰς τήν ὑπόθεσιν συντείνοντα νοῦν ἀναλεξάμενος· καί ἐν ὀλίγοις πολλά κεφαλαιωδέστερον συναγαγών, ἵνα εὐσύνοπτα γένωνται διά τό εὐμνημόνευτον· ἀπέστειλα τῇ σῇ ὁσιότητι, παρακαλῶν εὐγνωμόνως ἀναγινώσκειν, καί μόνην θηρεύειν τήν ἐν αὐτοῖς ὠφέλειαν· τό δέ ἀκαλλές τῆς λέξεως [Fr.τῶν λέξεων] παραβλέπειν, καί εὔχεσθαι ὑπέρ τῆς ἡμῶν μετριότητος, τῆς πάσης πνευματικῆς ὠφελείας ἐρήμου. Παρακαλῶ δέ καί τοῦτο, μή εἰς ὄχλησιν ἡγεῖσθαι τά γεγραμμένα. Ἐπιταγήν γάρ πεπλήρωκα. Λέγω δέ τοῦτο, ἐπειδή οἱ λόγοις ἐνοχλοῦντες, πολλοί ἐσμεν σήμερον· οἱ δέ ἔργοις παιδεύοντες, ἤ καί παιδευόμενοι, πάνυ εἰσίν ὀλίγοι. Ἀλλά μᾶλλον ἐμπόνως προσέχειν ἑκάστῳ τῶν κεφαλαίων. Οὐ πάντα γάρ πᾶσιν, ὡς οἶμαι, εἰσίν εὔληπτα· ἀλλά καί πολλῆς τά πολλά τοῖς πολλοῖς δεόμενα τῆς συνεξετάσεως, εἰ καί δοκεῖ ἁπλούστερον εἰρῆσθαι. Ἴσως καί ἄν τι φανείῃ χρήσιμον τῇ ψυχῇ ἐξ αὐτῶν ἀνακαλυπτόμενον. Ἀναφανήσεται δέ πάντως Θεοῦ χάριτι, τῷ ἀπεριέργοις ἐννοίαις καί μετά φόβου Θεοῦ καί ἀγάπης ἀναγινώσκοντι. Τῷ δέ μή ὠφελείας χάριν πνευματικῆς ἐντυγχάνοντι, ἤ τούτῳ τῷ πονήματι, ἤ καί ἄλλῳ οἱῳδήποτε. (961) Ἀλλά τοῦ λέξεις θηρύειν πρός τό κακίζειν τόν συγγραψάμενον, ἵνα σεαυτόν ἐκείνου σοφώτερον δῆθεν, ὡς οἰησίας, παραστήσῃ, οὐδέν ὠφέλιμον οὐδαμόθεν οὐδέποτε ἀναφανήσεται. 


 

Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

 


ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.

       Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέγας θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας, ωμολόγησε την Ορθόδο­ξο Πίστι σε μία εποχή που παρουσιάζει πολλές ο­μοιότητες με την ιδική μας. Η πολιτική των τότε αυ­τοκρατόρων απέβλεπε σε πολιτικοκοινωνικές ενοποιήσεις σαν τις σημερινές. Ως πρόσφορο μέσον για την πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε η υποστήριξις της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Είχαν χρησιμοποιη­θή και εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεσι χάριν των κοσμικών αυτών σκοπιμοτήτων. Είχαν πιστεύσει ότι ασκούν τάχα κάποια εκκλησια­στική οικονομία. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι πατριαρ­χικοί θρόνοι είχαν πέσει στην αίρεσι του Μονοθελη­τισμού. Η Ορθόδοξος Πίστις ζούσε μόνο στην συνεί­δησι του πιστού λαού και εκφραζόταν με το στόμα των ελαχίστων Ομολογητών, οι οποίοι την εστερέω­σαν με το μαρτύριό τους.
       Την εποχή αυτή ο άγιος Μάξιμος είχε διαδραμα­τίσει πρωτεύοντα ρόλο για την συγκρότησι της ορθο­δόξου τοπικής Συνόδου της Ρώμης (649), η οποία κα­τεδίκασε τον Μονοθελητισμό. Για τον λόγο αυτό ευρίσκεται εξόριστος στην Βιζύη της Θράκης. Έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους πα­τριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, επειδή έχουν εκ­πέσει στην αίρεσι. Η αναφορά του είναι στην ορθο­δοξούσα τότε Ρώμη και στον Ομολογητή άγιο Πάπα Μαρτίνο.
       Με σκοπό να μεταβάλλουν την γνώμη του και να τον προσεταιρισθούν, ο επίσκοπος Θεοδόσιος και οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι τον επισκέπτονται στην Βιζύη και διεξάγουν τον κατωτέρω διάλογο. Ο Άγιος με αταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει την αλήθεια από την αίρεσι, το φως από το σκότος, και με γνώμονα την διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων ανασκευάζει τα επιχειρήματα των μονοθελη­τών συνομιλητών του. Είναι συγκινητική η ταπείνω­σις του Αγίου που συνοδεύει όλες τους τις εκφράσεις και κινήσεις, ακόμη και την ώρα που η αδικία εναντίον του είναι κατάφωρη. Προφανώς, ο φόβος του Θεού, η σταθερή ομολογία και η αληθινή ταπείνωσις συνιστούν το ιερό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει κάθε Ορθόδοξο ομολογία.
       Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνή­σια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.
       Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθή­ση τον λαό του Θεού να  αντιληφθή ποιοι είναι σε κά­θε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του, αλλά και να δώσουμε αφορμές θεολογικής αυτοκριτικής σε όσους λόγω της εκκλησιαστικής τους ευθύνης ευρίσκονται μπροστά σε προφανή κίνδυνο να αθετήσουν και σήμε­ρα την  ακρίβεια της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως λόγω άλλων σκοπιμοτήτων.
      
       Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμή­σεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κά­στρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυ­τοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνε­ται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:

       ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασι­λεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια εί­ναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθη­καν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρί­ζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εν­νοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι' αυ­τήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε α­κανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώ­νται για τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβα­λαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.

         ΘΕΟΔ.:  Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας;

         ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας.
       Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρεί­τε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χρι­στού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέ­πει να λέγεται γι' Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».

       ΘΕΟΔ.:  Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία.

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέ­χονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθη­κα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια;
       Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύ­ριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλο­εξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώ­τον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ο υμίν λέγω, πάσι λέ­γω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο α­θετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και ανα­ντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογί­ζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό.
       Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκά­λους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολε­μηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός. Μονα­δικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των ο­ποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθι­νούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέ­χεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδα­ποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκά­λους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο.
       Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγι­ναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν κα­ταντήσει σ' αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μή­πως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της πα­ρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους ε­αυτούς σας κι εμάς.
       Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ε­νώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ' αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται ενα­ντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!

       Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε:

           ΜΑΞΙΜΟΣ: Οτιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέπο­τε θα γίνω συγκοινωνός μ' αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες.
       Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε:
      
      ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοι­νωνήσης, ο δεσπότης μας ο βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο.

           ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήμα­τος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας;

      ΘΕΟΔ.: Εκεινο το χαρτί καταστράφηκε και αχρη­στεύθηκε.

          ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσε­βή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοι­χο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές.

       ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του βασιλέως.

       ΜΑΞΙΜΟΣ:  Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύ­ρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν ενα­ντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι σύνοδοι να συγ­καλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων.

       ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. η ορθότης των δογμά­των δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό;

      ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την αγία Γραφή και τους α­γίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζε­ται, έτσι μας επετράπη να πιστεύω με και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ' αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος.

       ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. και ότι η θεότης του εί­ναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική. επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέ­ρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέρ­γειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γί­νη η ένωσις.

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγρα­φη συγκατάθεσι από σας γι' αυτό το πράγμα, διότι εί­μαι απλός μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κα­τάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέ­ρων, να ενεργήσετε όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επί­σκοπο Ρώμης, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η πε­ρί αυτόν σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυ­τά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέ­ρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατά­κριμα του αναθέματος.

       ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το ό­νομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού).

      ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι' αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέ­τοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκα­τάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέ­λευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλη­σιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας.

        ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου.

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πά­ρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημ­βρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρεί­ται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους.

       ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του.

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε.

       Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χα­ρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν με­τάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έ­βαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων. Αφού ειπώθηκαν αυτά, ό­ταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεο­δόσιος:

       ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι;

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή;

       Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω αν­δρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρού­σης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύ­λος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής: «Παραγγέ­λομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι». Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι.
       Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πα­τρίκιοι Επιφάνιος και Τρώιλος, με λαμπρό ντύ­σιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδό­σιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υπο­χρεώνοντας κι αυτόν να καθήση. Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώιλος είπε:

       ΤΡΩΙΛΟΣ:  Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεο­στήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κά­νης την διαταγή του βασιλέως ή δεν θα την κάνης;

Ο Μάξιμος είπε:

       ΜΑΞΙΜΟΣ:Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω;

Ο Τρώιλος επέμενε λέγοντας:

       ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του βασιλέως.

       Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λό­γω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περή­φανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: οτιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ' αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω.

Και αμέσως ο Τρώιλος είπε:

       ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω.  γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη.

       Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος:

       ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χω­ρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε.

Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε:

       ΕΠΙΦ.:   Αυτό σου δηλώνει με μας ο βασιλεύς: «Ε­πειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύ­ναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχρα­ντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό σώμα και αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας. και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ' όλη την οικουμένη. Γιατί γνω­ρίζουμε πολύ καλά ότι, εάν εσύ κοινωνήσης με τον ε­δώ άγιο θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου απο­σχίσθηκαν από την κοινωνία με μας».

Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια:

      ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου-, αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται;

       Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν ό­λοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μά­λιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύ­θηκαν τα ρούχα του. Σηκώθηκε τότε και ο επί­σκοπος και είπε:

       ΘΕΟΔ.:  Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέ­ρωμε στον αγαθό μας βασιλέα.

       Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχά­σουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότη­τα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες. Τότε του είπε ο Επιφάνιος:

       ΕΠΙΦ.:   Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς ε­μάς και την πόλι μας και τον βασιλέα; Αληθινά, είμα­στε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέ­λειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κί­νησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες.

Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:

       ΜΑΞΙΜΟΣ:  Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νο­ερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει;

       ΕΠΙΦ.:   Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες.

Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:

      ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. κάθε άνθρωπος α­γιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο.

Και είπε ο Τρώιλος:

       ΤΡΩΙΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύ­πος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγά­σουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε ό­λοι.

Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε:

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών». Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος.

Και είπε ο Τρώιλος:

       ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς.

Ο αββάς Μάξιμος απήντησε:

      ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ο ομολογών με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πα­τρός μου του εν ουρανοίς». Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μεν πιστεύεται εις δικαιο­σύνην. στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν λοιπόν ο Θεός και οι προφήται και οι απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτή­ριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κα­νένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κιν­δυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων.

Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε:

       ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο;

Και είπε ο αββάς Μάξιμος:

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα.

       ΕΠΙΦ.:   Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν ό­πως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Α­ληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση κα­θένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου.

Απαντώντας σ' αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε:

       ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ' αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε.

       Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντι­νούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Ανεθε­μάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύ­μων, και όλους τους ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ' αυτούς. Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι' αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχο­ντες λέγοντας: Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέ­σως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πο­λυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστά­σιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συ­νέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώ­δη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία  και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε ε­ναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας.

       Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώ­ρησε κόβοντας τα μέλη τους. Τέλος τους περιέφερε σ' όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1166

© SanSimera.gr

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

AddThis Sharing Buttons

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1166

© SanSimera.gr

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης καὶ Καθηγητὴς τῆς Ἐρήμου (11 Ιανουαρίου)


15 Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν κωμόπολη τῆς Μωγαρισσοῦ, ἡ ὁποία ἀνῆκε στὴν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λέοντος τοῦ Θρακὸς καὶ ἔφτασε ἕως καὶ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491 – 518 μ.Χ.). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Προαιρέσιος καὶ ἡ μητέρα του Εὐλογία. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ εὐσεβεῖς καὶ πιστοὶ ἄνθρωποι. Ὁ Θεοδόσιος ὅμως, ἀπὸ θεῖο ζῆλο, δὲν ἀκολούθησε τὴν ἔγγαμο ζωή, ἀλλὰ τὸ μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Στυλίτη, ὁ ὁποῖος τὸν ἐμύησε στὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ προεῖπε ὅτι θὰ γίνει ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἀσκήτεψε κοντὰ στὸ θαυμαστὸ καὶ ἐνάρετο ἀσκητή, ποὺ ὀνομαζόταν Λογγίνος, μὲ τὸν ὁποῖο μαζὶ μελετοῦσε, συζητοῦσε καὶ προσευχόταν καὶ τοῦ ὁποίου σπούδαζε τὴν πνευματικὴ διαύγεια καὶ τὴ μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκηση, ἔφθασε σὲ τόσο ὕψος ἠθικῆς τελειότητας, ὥστε νὰ ἐπιτελεῖ, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, θαύματα. Ὁ Ἅγιος εἶχε κατασκευάσει ἕναν τάφο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὥστε βλέποντάς τον νὰ ἐνθυμεῖται τὸ θάνατο. Τὸν τάφο αὐτὸν ἐγκαινίασε μὲ τὸν θάνατό του ἕνας Ἅγιος ἀσκητής, ὀνόματι Βασίλειος. Τὸν ἀσκητὴ λοιπὸν αὐτόν, ἐνῶ εἶχε πεθάνει, μόνο ὁ Θεοδόσιος καὶ ἕνας ἄλλος μοναχὸς τὸν ἔβλεπαν νὰ στέκεται ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μοναχοὺς καὶ νὰ συμψάλλει. Στοὺς ὑπόλοιπους μοναχοὺς ὁ Βασίλειος ἦταν ἀθέατος. Ἕνα ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, εἶναι τὸ ὅτι σὲ ἕναν τόπο στὸν ὁποῖο πρόκειται νὰ ἱδρύσει μοναστήρι, ἄναψε σβησμένα κάρβουνα, χωρὶς νὰ ἔχει φωτιά.
Ἀλλὰ καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ἅγιος. Ἔτσι προεῖπε τὴν καταστροφὴ ποὺ θὰ γινόταν στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ μεγάλο σεισμό.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὑπῆρξε καὶ καθηγητὴς πολλῶν μοναχῶν στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Δὲν ἄργησε ἔτσι πλησίον του νὰ σχηματισθεῖ κοινοβιακὴ ζωὴ ποὺ τὸν εἶχε ὡς κέντρο καὶ ὁδηγό. Ὁ ὑπερβολικὸς ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ποὺ συγκεντρώθηκαν κοντά του, τὸν ἔκανε νὰ σκεφθεῖ ποὺ θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ ἱδρύσουν κοινοβιακὸ μοναστήρι. Μετὰ ἀπὸ προσευχὴ καὶ σκέψη ἐξέλεξαν ἐρημικὸ τόπο, πέραν τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας, ἡ ὁποία ἀπέχει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἀρκετὲς ὧρες. Ἐκεῖ τὸ μέγα πλῆθος τῆς ἀδελφότητας, ἔκτισε σὲ λίγο χρόνο μονὴ μὲ ἐκκλησία καὶ νοσοκομεῖα, καθόσον ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ἔφερε ἐκεῖ πλήθη ποὺ ζητοῦσαν τὴν συμβουλή του, τὴν εὐλογία του ἣ τὴν ὑλική του βοήθεια. Ἐκεῖνος τοὺς δεχόταν πατρικὰ πάντοτε, τοὺς καθοδηγοῦσε, τοὺς ἐνθάρρυνε ἢ τοὺς παρακαλοῦσε, σὰν νὰ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπασχε καὶ εἶχε ἀνάγκη τῆς ἰατρείας. Στὶς ὧρες τοῦ μεσονυκτίου ἀνέτεινε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ ζητοῦσε ἐνίσχυση καὶ χάρη καὶ ἄφεση γιὰ ἀνθρώπους, πρὸς τοὺς ὁποίους πρὸ ὀλίγων ὡρῶν ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστος.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ἀφοῦ ἔφθασε σὲ βαθύτατο γῆρας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε σὰν ἀστραπή. Καὶ ἔτρεξαν πολλοί, λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ἀκόμη καὶ Ἐπίσκοποι, γιὰ νὰ ἀσπαστοῦν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνδρός, ποὺ στάθηκε γιὰ ὅλους φιλόστοργος πατέρας καὶ προστατευτικὸς ἀδελφός. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων προσῆλθε νὰ ἀσπασθεῖ καὶ νὰ παραστεῖ στὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία. Μεγάλη δὲ ὑπῆρξε ἡ συγκίνησή του, ὅταν βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος τοῦ Ὁσίου. Ἡ σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ σεπτὸ Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρεταῖς θεοσδότοις ἐκλάμψας Ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὁ τῆς Τριάδος· ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Πεφυτευμένος ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου σου
Τὰς σὰς ὁσίας ἀρετὰς τερπνῶς ἐξήνθησας
Καὶ ἐπλήθυνας τὰ τέκνα σου ἐν ἐρήμῳ,
Τῶν δακρύων σου τοῖς ὄμβροις ἀρδευόμενα,
Ἀγελάρχα τῶν Θεοῦ θείων ἐπαύλεων·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε.

Μεγαλυνάριον.
Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.

Ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης



Σύντομο συναξάριον του οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου

Αυτός ο άγιος ζούσε στα χρόνια του Λέοντος του μεγάλου το 450, και έζησε και ως τα χρόνια του Αναστασίου του Δικόρου, που βασίλευσε το 491. καταγόταν από ένα χωριό της Καππαδοκίας που ονομαζόταν Μωγαρισού. Ήταν υιός γονέων ευσεβών και πιστών, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία. Αυτός λοιπόν αφού έγινε μοναχός, πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί ήρθε στην Αντιόχεια, και αντάμωσε τον άγιο Συμεών τον στυλίτη από τον οποίο έμαθε και την πρόοδο που επρόκειτο να έχει στην αρετή, και ότι θα γίνει και ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησύχασε κοντά σε έναν ησυχαστή , που λεγόταν Λογγίνος, και παρουσιάστηκε τόσο υπερβολικά εγκρατής, που όλη την εβδομάδα έτρωγε μόνο μία φορά, ο αοίδιμος,  και στο διάστημα τριάντα ολόκληρων χρόνων δεν έφαγε καθόλου ψωμί.

 Άσκησε λοιπόν κάθε είδος αρετής και έφθασε σε τέτοιο ύψος αναβάσεως ο τρισόλβιος, ώστε αξιώθηκε να εκτελεί παράδοξα θαύματα, γιατί μόνο αυτός έβλεπε μαζί με έναν άλλο αδελφό τον μαθητή του Βασίλειο, ο οποίος αφού πέθανε και ενταφιάστηκε στον τάφο, τον οποίο ο άγιος έκτισε για αυτόν προς ενθύμηση του θανάτου, στεκόταν μετά το θάνατο στην Εκκλησία μαζί με τους άλλους αδελφούς και έψαλλε μαζί τους. Και ήταν αόρατος για όλους τους άλλους. Αυτός άναψε και τα σβησμένα κάρβουνα χωρίς φωτιά στον τόπο εκείνο, όπου επρόκειτο να θεμελιωθεί το μοναστήρι. Αυτός ελευθέρωσε από την αιμορραγία μια γυναίκα, η οποία προσήλθε με πίστη.. αυτός από ένα σπυρί σιτάρι, το οποίο ευλόγησε, έκανε να υπερχειλίσουν οι σιταποθήκες.

 Αυτός, που εμφανίστηκε χωρίς να τον βλέπουν, έβγαλε από το βυθό του πηγαδιού το παιδί που έπεσε εκεί μέσα. Αυτός έπαυσε και το θάνατο των παιδιών μιας γυναίκας, τα οποία πριν ακόμα γεννηθούν στην ζωή, αρπάζονταν από το θάνατο. Έτσι και τη μητέρα τους, η οποία δεν είχε καλύτερη τύχη και από μια εντελώς στείρα, εξαιτίας των θανάτων των παιδιών, ο άγιος με την προσευχή του την έκανε πολύτεκνη. Αλλά και το νέφος ακρίδων έδιωξε ο άγιος με μια μόνον παρατήρηση. Αυτός και τον Κόμη της Ανατολής Κήρυκο φύλαξε άτρωτο στον πόλεμο, διότι εκείνος φορούσε για προστατευτικό θώρακα το τρίχινο ιμάτιο του αγίου. Αλλά και τη γη που αδικούνταν από την ξηρασία και δεν έδινε καρπό την ελευθέρωσε από την ανυδρία, προκαλώντας βροχή με την προσευχή του.            

Προείπε ακόμα ο όσιος και την κατεδάφιση που επρόκειτο να πάθει η πόλη Αντιόχεια από τον σεισμό. Και πολλούς ανθρώπους γλύτωσε από την τρικυμία της θάλασσας με την εμφάνισή του όταν κινδύνευαν. Και στάθηκε και δάσκαλος της αρετής σε πολλούς μαθητές, και περισσότερους παρακίνησε προς τον ίδιο ζήλο και μίμηση της δικής του αρετής με τα λόγια και τα έργα του και στη συνέχεια τους έφερε κοντά στον Κύριο. Έτσι λοιπόν αφού έζησε και δοξάστηκε στη γη, αναπαύθηκε εν ειρήνη, παραδίδοντας το πνεύμα του στα χέρια του Θεού και τελείτια η σύναξή του στον Αποστολικό ναό του κορυφαίου Πέτρου.

Απόσπασμα από τον κατά πλάτος Βίο του Αγίου

Και ήταν σε όλα όσα γίνονταν πραότατος, ταπεινός και ήμερος, όταν όμως  κινδύνευε η ευσέβεια, τότε φαινόταν φιλόνικος και ισχυρογνώμων ο Άγιος Θεοδόσιος. Και ήταν, σύμφωνα με τη Γραφή, «πυρ φλέγον» και «μάχαιρα κόπτουσα», που αφανίζει τα κακά ζιζάνια. Έτσι φιλονίκησε με τον παράνομο βασιλιά Αναστάσιο, τον μεγάλο και άσπονδο εχθρό της Δ' οικουμενικής αγίας Συνόδου, ο οποίος ακολουθούσε την αίρεση του δυσσεβούς Ευτυχούς και Διοσκόρου και Σεβήρου, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Χριστός έχει μία φύση, οι άχρηστοι, ο οποίος βασιλιάς άλλους πατέρες κολάκευε και συμμορφώνονταν με την αίρεση και άλλους τους τυραννούσε ο άμυαλος. Κι έτσι δοκίμασε να παρασύρει και τον σοφό Θεοδόσιο με αργύρια, ο φιλάργυρος. Του έστειλε λοιπόν δωρεά τριάντα λίτρες χρυσού και για να μην το καταλάβει ότι το έστειλε με πονηριά και το γυρίσει πίσω, κάλυψε με πονηριά το δόλωμα και του μήνυσε να το δεχτεί για να το ξοδέψει για τους αρρώστους και τους φτωχούς. Και ο Άγιος δέχτηκε το χρυσό για να μη δώσει αφορμή για σκάνδαλο, τη μιαρή όμως γνώμη του τη μίσησε και την απέκρουσε, ανατρέποντάς την με αληθινές αποδείξεις και παραδείγματα, και νικήθηκε ο βασιλιάς, σαν να πολεμούσε το ελάφι με το λιοντάρι, όπως θα φανεί παρακάτω.

 Αφού πέρασε λίγος καιρός, αφότου φιλοδώρησε τον Άγιο με τον χρυσό ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους στον Όσιο να υπογράψει την προαναφερθείσα αίρεση. Τότε συγκεντρώνει όλους τους Πατέρες της ερήμου και με τη σύμφωνη γνώμη και τη θέληση όλων γράφει στον βασιλιά την εξής απάντηση: «επειδή μας έστειλες μήνυμα να κάνουμε ένα από τα δύο, δηλαδή ή να συμφωνήσουμε με την άποψη των Ακέφαλων ή να θανατωθούμε βίαια αν μείνουμε πιστοί στα ορθά Δόγματα των Πατέρων, μάθε ότι προτιμούμε τον θάνατο και όχι μόνο εμείς δεν παρεκκλίνουμε καθόλου από την αλήθεια, αλλά και όσους άλλους παρασύρετε και δεχτούν τα φρονήματά σας, εμείς τους αναθεματίζουμε, και αν χειροτονήσετε κάποιον από τους Άκέφαλους, εμείς δεν τον δεχόμαστε. Μακάρι, Χριστέ Βασιλιά, να μη συμβεί να παραιτηθούμε ούτε λίγο από την Ορθοδοξία, αλλά ακόμα και αν δούμε τους Άγιους αυτούς Τόπους να έχουν παραδοθεί στη φωτιά, ακόμα και αν πάθουμε οτιδήποτε άλλο, δεν αλλάζουμε γνώμη, ακόμα και αν ελεεινά τεμαχίσουν τα σώματά μας σε μικρά τεμάχια, αλλά πιστεύουμε στις τέσσερις Άγιες Συνόδους, από τις οποίες η πρώτη των 318 Πατέρων έγινε κατά του Άρειου στη Νίκαια, τον οποίο και αναθεμάτισαν, επειδή το δόγμα του δυσσεβούς θεωρούσε τον Υιό του Θεού ξένο από την ουσία του Πατρός. Η δεύτερη κατά του Μακεδόνιου, ο οποίος βλασφημούσε προς το Άγιο Πνεύμα. Η Τρίτη πραγματοποιήθηκε στην Έφεσο κατά του Νεστορίου, ο οποίος φλυαρούσε με  μιαρό και παράλογο τρόπο κατά της οικονομίας του Χριστού, και η τέταρτη των 630 θεοφόρων Πατέρων στη Χαλκηδόνα, οι οποίοι έχοντας ίδιο φρόνημα με τους άλλους, αφόρισαν τον Ευτυχή και τον Νεστόριο, και τους έδιωξαν μακριά από την Εκκλησία και δυνάμωσαν την Ανατολική Πίστη, χαρακτηρίζοντας αυτούς που έχουν διαφορετικό φρόνημα ξένους από την Εκκλησία του Χριστού. Από αυτή λοιπόν την Ορθόδοξη Πίστη δεν παρεκκλίνουμε ούτε προδίδουμε (μακριά από εμάς!) την ευσέβεια, έστω και αν πρόκειται να μας δώσετε χιλιάδες θανάτους. Η ειρήνη του Θεού που καθοδηγεί κάθε νου, μακάρι να είναι φύλακας και οδηγός του κράτους σου».

 Μόλις δέχτηκε αυτή την επιστολή ο βασιλιάς, ευλαβήθηκε τον Άγιο και του έστειλε απάντηση προφασιζόμενος ότι δεν έφταιγε ο ίδιος σε αυτό το θέμα, αλλά οι κακοί Αρχιερείς και κληρικοί, οι οποίοι θέλοντας να φανούν σοφοί, προκαλούσαν τα σκάνδαλα. Αυτά και άλλα αφού έγραψε ο βασιλιάς στον Άγιο, σταμάτησε και δεν εκβίαζε κανένα να ακολουθήσει την αίρεση. Αλλά μετά από καιρό άλλαξε γνώμη και έστειλε πάλι γράμματα κατά της ευσέβειας, ο απερίσκεπτος. Ο γενναίος όμως και ζηλωτής της ορθής πίστης Άγιος Θεοδόσιος, δεν αποδέχτηκε τα γράμματα, αλλά σαν λιοντάρι όρμησε κατά των απεσταλμένων και αφού συγκέντρωσε το πλήθος, ανέβηκε στον άμβωνα και είπε μεγαλόφωνα: «όποιος εναντιωθεί στις τέσσερις Άγιες Οικουμενικές Συνόδους και δεν τις τιμά όπως τα τέσσερα Ευαγγέλια, να έχει το ανάθεμα.». αυτά είπε και έτρεξε σαν Άγγελος στις κοντινές χώρες και πόλεις σαν στρατηγός, με πολλούς Μοναχούς να τον ακολουθούν, και στήριζε τους πιστούς, ξεσήκωνε τους νωθρούς και όσους είχαν αμφιβολία για την Ορθόδοξη πίστη τους βεβαίωνε και τους έκανε πρόθυμους να μη φοβηθούν τις απειλές του τυράννου, αλλά να πεθάνουν, αν χρειαστεί, για την ευσέβεια.

 Και τους δίδασκε ο Όσιος να γνωρίζουν ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος σε μια υπόσταση, δηλαδή πρόσωπο, έχοντας από τη φύση του τη θεότητα και την ανθρωπότητα. Έφερε και για απόδειξη την Αγία εκείνη και Οικουμενική Τετάρτη Σύνοδο, η οποία σαφέστατα ανατρέπει αυτές τις δύο αιρέσεις, του δυσσεβούς Νεστόριου, ο οποίος χώριζε τον ένα Χριστό σε δύο υιούς και δύο υποστάσεις ο ανόητος, και του Ευτυχούς και Διοσκόρου και Σεβήρου, οι οποίοι συγχέουν σε μία φύση του ενός Χριστού τη θεότητα και την ανθρωπότητα. Γιατί ο Νεστόριος πίστευε δύο φύσεις και υποστάσεις στο Χριστό και δύο υιούς, έναν Θεό που γεννήθηκε από τον Πατέρα, και άλλον από την Αγία Παρθένο. Ο Ευτυχής πάλι και ο Διόσκορος και ο Σεβήρος, που πίστευε τα ίδια με αυτούς, θέλοντας δήθεν να πολεμήσουν αυτή τη σφαλερή διαίρεση του Νεστόριου, έπεσαν πάλι και οι ίδιοι τόσο ανόητα σε άλλη αίρεση, δίνοντας στο Χριστό μία φύση θεότητος και ανθρωπότητος, και πιστεύοντας οι άμυαλοι ότι η θεότητα μπορεί να πάσχει. Γιατί , αν έχει ο Χριστός μία φύση, όπως φλυάρησαν αυτοί, άρα και η θεότητα γνώρισε το θάνατο.

Αλλά ας σφραγισθούν τα μιαρά τους στόματα, γιατί η Αγία Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος απόφάσισε να τιμούμε δύο φύσεις θεότητος και ανθρωπότητος σε μία υπόσταση χωρίς να τις συγχέουμε, χωρίς να τις μεταβάλλουμε και δίχως να τις χωρίζουμε, έναν Υιό εκ του Πατρός προαιώνιο σύμφωνα με τη θεότητα, μεταγενέστερο και πάλι γεννηθέντα από την Αγία Παρθένο με νεότερο νόμο σύμφωνα με  την ανθρωπότητα, ομοούσιο με τον Πατέρα, αμήτορα και απάτορα. Με αυτά και άλλα παρόμοια δίδασκε με θάρρος το ποίμνιό του ο σοφός Θεοδόσιος. Και για αυτό ο βασιλιάς θύμωνε μαζί του και τον εξόρισε άδικα. Ο δίκαιος κριτής όμως Θεός, αφαίρεσε τη ζωή εκείνου του παράφρονα και όταν επέστρεψε πάλι ο Όσιος έπαυσε ο διωγμός της Εκκλησίας και σταμάτησαν τα σκάνδαλα. Και οι αιρετικοί αρχιερείς διώχτηκαν από τους θρόνους τους, και οι ευσεβείς πήραν πίσω τους δικούς τους θρόνους ,όπως και πριν, και πολλοί από αυτούς επαίνεσαν τον μέγα Θεοδόσιο για το θάρρος που έδειξε και δεν δέχτηκε τα βασιλικά προστάγματα. Ιδιαίτερα οι Αρχιεπίσκοποι, της Ρώμης Αγάπιος και ο Εφραίμ της Αλεξάνδρειας του έγραψαν εγκωμιαστικά γράμματα και πολύ τον εγκωμίασαν.

Πηγή: Η αίρεσις των μονοφυσιτών αντιχαλκιδωνίων
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Απόδοση στα νέα Ελληνικά 
Γεώργιος Τέζας - Φιλόλογος