Γεωργίου Φίλια, Καθηγ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Το αγιολόγιον της Εκκλησίας, Πρακτικά ΙΣΤ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ι. Μητροπόλεων,
Αθήνα 2017, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 309-326
Εισαγωγικά
Η
τιμή των αγίων Αγγέλων εδράζεται (πρωτίστως) στο Σύμβολο της Πίστεως,
εκεί όπου διακηρύσσεται η πίστη «εις ένα Θεόν... ποιητήν... αοράτων».
Πολλές και αξιόλογες είναι οι βιβλικές μαρτυρίες περί των Αγγέλων, ενώ η
ιδιαίτερη τιμή τους ε ξαίρεται στη θεία Λατρεία, μέσα σε πλήθος
προσευχών και ύμνων και μέσα από την αφιέρωση ειδικής ημέρας της ε
βδομάδας (της Δευτέρας) στην τιμή τους (1).. Οι ’γγελοι συμμετέχουν στη
Λατρεία της στρατευομένης Εκκλησίας, «συνεορτάζοντες» μετά των πιστών
(2). Ως «εθνών και τόπων προϊστάμενοι (κατά τη διδασκαλία Ιωάννου του
Δαμασκηνού) (3), οι άγιοι ’γγελοι είναι μέλη της Εκκλησίας (τα
«αγιότερα» και «τιμιώτερα», σύμφωνα με τους μεταγενέστερους
δογματολόγους), στα οποία (μέλη) «επετράπη υπό του Θεού η επιμέλεια,
πρόνοια, παρεδρία, φυλακή, προστασία και επιστασία των μελών της
στρατευομένης Εκκλησίας» (4).
Η τιμή των Αγγέλων απησχόλησε ιδιατέρως την
Εκκλησία, διότι υπήρχε ο κίνδυνος να μετατραπεί σε «λατρεία». Αυτή την
επικίνδυνη διάσταση φαίνεται ότι είχε προσλάβει η τιμή των Αγγέλων στη
Φρυγία, για τον λόγο δε αυτό ο 3os κανόνας της εν Λαοδικεία συνόδου
κατεδίκασε την α γγελολατρία. Αργότερα, η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος
απεφάσισε να απονέμεται τιμή- και όχι λαιρεία- προς τους Α γγέλους,
παρόμοια με την τιμή που αποδίδεται στους Αγίους. Έτσι, διαμορφώθηκαν
επτά συνολικώς εορτές τιμής των αγίων Αγγέλων: την 6 η Σεπτεμβρίου
(ανάμνηση του εν Χώναις θαύμαιος), ιήν 8" Νοεμβρίου (σύναξη
άρχισιραιήγων και λοιπών ασωμάτων δυνάμεων), την 26 η Μαρτίου και 13 η
Ιουλίου (σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ), την 11 η Ιουνίου (σύναξη του
Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω ’δειν), την 18 η Ιουνίου (σύναξη του αρχαγγέλου
Μιχαήλ πλησίον του αγ. Ιουλιανού εν Φόρω) και την 26 η Ιουλίου
[ανάμνηση εγκαινίων του εν Σκάλλαις (Χάλδαις) ναού του αρχαγγέλου].
Α. Οι εορτές των «Συνάξεων»
α. Η εορτολογική έννοια της «Συνάξεως» και η εορτή της Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ
Στην Εορτολογία (τον κλάδο που ασχολείται με
την ιστορία και θεολογία των εορτών) ο όρος «Σύναξη» σημαίνει την
απόδοση τιμής σε ιερά πρόσωπα, τα οποία και την προηγούμενη ημερα
επιτελέσεως μιας Δεσποτικής ή θεομητορικής εορτής έλαβαν ενεργό μέρος
στο θείο γεγονός που εορτάστηκε (5). Υπό την έννοια αυτή εορτάζεται η
Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ μία ήμέρα μετά από το γεγονός του
Ευαγγελισμού στο οποίο είχε ενεργό ρόλο (δηλαδή, στις 26 Μαρτίου)· διότι
(όπως αναφέρει το Μηναίο της εορτής) ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι εκείνος
ο οποίος «καθυπούργησε το θείο, υπερφυές και απόρρητο Μυστήριο» (6).
Ο Αρχιστράτηγος, επομένως, τιμάται ως εκείνος
ο οποίος υπηρέτησε το Μυστήριο της θείας Οικονομίας. Σύμφωνα με τον αγ.
Νικόδημο τον Αγιορείτη, η λέξη «Γαβριήλ» σημαίνει «θεός και άνθρωπος»
(7).
β. Η εορτή της Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ (26 Μαρτίου)
Όπως αναφέρει το Συναξάριο της ημέρας,
«Τη εικοστή έκτη του αυτού μηνός την Σύναξιν
επιτελούμεν του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, άνωθεν και εξ αρχής παραδεδομένην,
ως τω θείω και υπερφυεί και απορρήτω μυστηρίω του Χριστού οικονομίας
καθυπουργήσαντος.
Τον σην, άπαγγείλαντα σάρκωσιν Νόα
Τιμή πρέπουσα πάσα σαρξ τιμά Λόγε,
Εικάδι αμφ' ύμνος Γαβριήλ κτίσιν έκτη εγείρει» (8).
Το παραπάνω Συναξάριο εξαίρει την αιτία της
τιμής: ο Αρχιστράτηγος υπηρέτησε κατ' εξοχήν το μυστήριο της θείας
Οικονομίας ως προς την Σάρκωση του Θεού και Λόγου. Ο Θεοφάνης Κεραμεύς,
Επίσκοπος Ταυροπενίας (11 ος αι.), σημειώνει ότι τα επτά γράμματα της
λέξεως «Γαβριήλ» έχουν έναν βαθύτερο συμβολισμό: φανερώνουν ότι, ο υπό
Γαβριήλ ευαγγελιζόμενος τεχθήναι X ριστός ε πί σωτηρία ήκει του κόσμου
παντός, του μετρουμένου υπό της εβδοματικής τούτης αινέσεως και
περατουμένου εν αιώσι επτά (9). Είναι προφανές ότι ο Θεοφάνης διαβλέπει
(στο όνομα του Γαβριήλ) το συμβολισμό του αριθμού επτά, δηλαδή του
απείρου, αλλά και του συμβολίζοντος το χρόνο υπάρξεως του κόσμου (10).
Η Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στις 26
Μαρτίου απηχεί την ακριβή έννοια της διδασκαλίας της προς Εβραίους
επιστολής, όπου οι ’γγελοι εισίν λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν
αποστελλόμενα δια τoυς μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν (Εβρ. 1,14). Η εν
λόγω τιμή του Αρχαγγέλου παραπέμπει στη «διακονία» του για τη μελλοντική
σωτηρία των ανθρώπων, εφ' όσον είναι εκείνος ο οποίος προαναγγέλλει -ως
α πεσταλμένος του Θεού- τη μελλοντική σωτηρία δια της Σαρκώσεως του
Λόγου.
γ. Η εορτή τη s Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ την 13 η Ιουλίου
Περί της συγκεκριμένης εορτής το Συναξάριο
της η μέρας είναι λακωνικό: αναφέρει απλώς ότι «τη ΙΓ' του αυτού μηνό s,
η Σύναξή τελείται του ’ρχαγγέλου Γαβριήλ»· η επιγραμματική αυτή
διατύπωση συμπληρώνεται από τους ε ξής στίχους : «Των σων αγαθών ώπερ
ουκ έχω λόγον, ω s ουδ' εορτών, Γαβριήλ, ’ρχων Νόων. Τη δεκάτη δε τρίτη
συναγήοχεν ώδε Γαβριήλ» (11).
Είναι προφανές ότι δεν ευρέθησαν στοιχεία, τα
οποία να αιτιολογούν την αποδιδόμενη τιμἠ προς τον Αρχάγγελο. Γι' αυτό
και ο αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης εκφράζει την απορία του για την αιτία
που οδήγησε στην καθιέρωση της συγκεκριμένης Συνάξεως του Αρχαγγέλου,
καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «κάποιαν χάριν και ευεργεσίαν εποίησεν ο
Αρχάγγελος ούτος Γαβριήλ, δια την οποίαν οι τότε Χριστιανοί, εις μνήμην
x άριτος, ε συνάζοντο και εώρταζον τον χαριέστατον του Θεού Αρχάγγελον»
(12).
δ. Η Σύναξη των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών ’σωμάτων και ουρανίων ταγμάτων (8 Νοεμβρίου)
Όπως σημειώνεται στο Μηναίο του Νοεμβρίου, «η
τοιαύτη ουν συγκρότησις ωνομάσθη σύναξις των Αγγέλων, τουτέστι προσοχή
και ομόνοια και ένωσις» (13). Το θέμα της εορτής συνδέεται άρρηκτα με το
πρόσωπο του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και το γεγονός της πτώσεως του
Εωσφόρου. Για τον λόγο αυτό οι στίχοι του Συναξαρίου, οι οποίοι
αναφέρονται στον Αρχάγγελο, σημειώνουν: «Εβουλόμην σοι, Μιχαήλ, άσμα
πρέπον άσαι πρεπόντως, αλλ' άυλον ουκ έχω. Ογδόη ουρανίης κυδαίνει
τάξιος Αρχούς» (14).
Το γεγονός της πτώσεως του Εωσφόρου από το
αρχαγγελικό αξίωμα και από την ουράνια δόξα περιγράφεται στον Μεγάλο
Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίαs με τα ακόλουθα λόγια: «Δι' υπερβολήν
υπερηφανίας έπαρθείς κατά τού πάντων Ποιητού και Δεσπότου και
καυχησάμενος να αναβιβάση τον θρόνο του επί των νεφελών του ουρανού και
να γίνη όμοιος τω Υψίστω» (15)· αυτό το γεγονός οδήγησε τον Εωσφόρο και
το τάγμα των αγγέλων του να μετατραπούν από φωτεινοί άγγελοι σε
σκοτεινοί δαίμονες.
Σ' αυτή την καίρια σπγμή (όπως σημειώνει το
Μηναίο του Νοεμβρίου), ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ βλέποντας την έκπτωση του
Εωσφόρου και διακ piνoντας την αιτία της αποστασίας, «την προς τον
Δεσπότην ευγνωμοσύνην, ως πιστός οικέτης διαφυλάττων και περί το γένος
ημών πολλήν την κηδεμονίαν επιδεικνύμενος, των νοερών και Αρχαγγελικών
τάξεων πρωτεύειν ετάχθη παρά του Παντοκράτορος » (16). Ως εκ τούτου,
αφού συγκέντρωσε και ένωσε σε ένα τα αγγελικά τάγματα, αναφώνησε το
«Πρόσχωμεν», ώστε να συνειδητοποιήσουν και να σκεφθούν αυτό το οποίο
συνέβη στους εκπεσόντες δαίμονες, εξ αιτίας της υ περηφανίας και του
εγωισμού που επέδειξαν. Με τον τρόπο αυτό απεσόβησε την γενίκευση αυτής
της αποστασίας και εδραίωσε την θέση των αγγελικών ταγμάτων. Παρόμοιο
είναι το γεγονός που αναγγέλλεται στην Αποκάλυψη: ο Μιχαήλ και οι
άγγελοί του θα κατατροπώσουν τον «αρχαίο όφη, τον καλούμενο διάβολο»
(17). Αλλά και στην Καθολική Επιστολή Ιούδα, ο αρχάγγελος Μιχαήλ φέρεται
να επιτιμά τον διάβολο (18)..
Στο Συναξάριο της εορτής γίνεται λόγος για
τιμή προς ε ννέα τάγματα: Σεραφίμ, Χερουβίμ, Θρόνοι, Κυριότηιες,
Εξουσίαι, Αρχαί, Δυνάμεις, Αρχάγγελοι και ’γγελοι. Αξιοσημείωτη, επίσης,
είναι η τελική φράση του Συναξαρίου «Ταις των Αγίων Σου πρεσβείαις ο
Θεός ελέησον ημάς, Αμήν», δια της οποίας δηλώνεται η αγιότητα των
Αγγέλων (έννοια η οποία εκφράζεται και στην προσευχή «’γιε ’γγελε, ο
εφεστώς της αθλίας μου ψυχής...»). ’λλωστε και στην Π.Δ. ένας εκ των
φίλων προτρέπει τον Ιώβ με τα ακόλουθα λόγια: «Επικάλεσαι δε, ει τις σοι
υπακούσεται, ή ει τινα αγγέλων αγίων όψη» (19).
Η ανάμειξη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο γεγονός
της καταστολής της αποστασίας του Εωσφόρου εκφράζεται και από το γεγονός
της προσκλήσεώς του προς όλες τις επουράνιες δυνάμεις να δοξολογήσουν
τον Θεό με το γνωστό υμνο «’γιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ...». Τα
γεγονότα αυτά δημιούργησαν την παράδοση περί της έννοιας του ονόματος
«Μιχαήλ», ερμηνευομένου ως «Δύναμις Θεού» ή «Αρχιστράτηγος Δυνάμεως
Θεού» (20). Ήδη στο βιβλίο του Δανιήλ σημειώνεται ότι ουδείς βοηθός του
Προφήτη υπήρξε «αλλ' ή Μιχαήλ ο άγγελος» (σύμφωνα με άλλη γραφή: «αλλ' ή
Μιχαήλ ο άρχων ημών») (21), ενώ ακολούθως ο Προφήτης εξαγγέλλει τα
ακόλουθα: «Και κατά την ώραν έκείνην παρελεύσεται Μιχαήλ ο άγγελος ο
μέγας, ο εστηκώς επί τους υιούς του λαού σου» (22). Η προφητική αυτή
φράση διακηρύσσει το γεγονός ότι στον άγγελο Μιχαήλ είχε ανατεθεί η
προστασία της ιουδαϊκής κοινότητας.
Πρέπει, έπίσης, να σημειωθεί ότι η
συγκαταρίθμηση του αρχαγγέλου Γαβριήλ στην εορτή της Συνάξεως της 8 ης
Νοεμβρίου αποτελεί πρωτοβουλία του αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, διότι ο
αγ. Νικόδημος παρετήρησε ότι η υμνολογία της εορτής αναφερόταν στους
δύο αρχιστρατήγους, αλλά το Συναξάριο μόνο στον Μιχαήλ· γι' αυτό και
προσέθεσε το όνομα του Γαβριήλ στο Συναξάριο, ενώ δεν μαρτυρείται η
αρχηγική ανάμειξή του στα γεγονότα της πτώσεως του Εωσφόρου (23).
ε. Η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ «εν τω άδειν» (11 Ιουνίου)
Η εν λόγω τιμή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ
σχετίζεται με γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα στην αθωνική πολιτεία, όπως
σημειώνει και το Κοντάκιο της εορτής: «Εορτάζει σήμερον άπας ο ’θως, ότι
ύμνους δέδεκται υπό Αγγέλου θαυμαστώς» (24). Ειδικότερα, το γεγονός
συνέβη σε κελλίον της Σκήτης του Πρωτάτου, «το κείμενον εις τον πλησίον
της Μονής Παντοκράτορος μεγάλον λάκκον», αφιερωμένο στην Κοίμηση της
Θεοτόκου (25). Το 1548, ο τότε πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ κατέγραψε
σε Συναξάριο, ότι η εν λογω αγγελοφάνεια πραγματοποιήθηκε την Κυριακή
11 Ιουλίου του έτους 982 μ.Χ. (26). Η συγκεκριμένη διήγηση, όμως, ήταν
αρχαιότερη του 1548, όπως καταδεικνύεται από τη ρωσική μετάφρασή της α
πό τον Μάξιμο τον Γραικό στις αρχές του 16 ου αι. (27). Στον Μέγα
Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας υποστηρίζεται ότι το
γεγονός συνέβη «επί της βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των
αυταδέλφων, των και Πορφυρογεννήτων καλουμένων, υιών Ρωμανού του Νέου εν
έτει σωτηρίω 980, Νικολάου δε του Χρυσοβέργου πατριαρχούντος» (28).
Ο πρώτος διασκευαστής του Συναξαρίου του
Σεραφείμ υπήρξε ο αγ. Νικόδημος ο ’γιρείτης, ο οποίος εκαλλώπισε
φιλολογικώς το κείμενο αφήνοντας, όμως, αναλλοίωτο το περιεχόμενό του
(29). Νεότερη διασκευή περιέχεται στην ακολουθία που συνέταξε για το
θαύμα ο ιεροδιάκονος Βενέδικτος ο Συμιακός, το 1837, μετά από αίτηση των
Εκκλησιαστικών του Πρωτάτου. Ο λόγιος αυτός μοναχός της Ι. Μονής Αγίου
Παντελεήμονος στο «Συναξάριο» της Ακολουθίας επεξεργάστηκε την αφήγηση
του αγίου Νικοδήμου και δημιούργησε ένα νέο κείμενο. Σε αυτό προσέθεσε
την πληροφορία ότι το θαύμα συνέβη επί βασιλείας Βασιλείου και Ρωμανού
των πορφηρογεννήτων υιών Ρωμανού, επί Πατριαρχίας Νικολάου Χρυσοβέργη,
το 980 (30).
Βάσει της συγκεκριμένης αγιορειτικής
παραδόσεως, ο ύμνος «’ξιον εστίν» δόθηκε στην Εκκλησία από τον Αρχάγγελο
Γαβριήλ, ο οποίος ε μφανίσθηκε με το σχήμα του μοναχού και φιλοξενήθηκε
στο εν λόγω κελλίο. Κατά την τέλεση της α κολουθίας του Όρθρου και όταν
έφθασαν στην ενάτη ωδή του κανόνα, «ο μεν κελλιώτης μοναχός στιχολογών
την ωδήν της Θεοτόκου επισυνήψε, κατά τα ειωθότα, εις τον α' στίχον
αυτής τον ειρμόν του Κοσμά του Αγιοπολίτου Την Τιμιωτέραν των
Χερουβίμ, ο δε ξένος μοναχός ποιούμενος αρχήν του εφυμνίου έψαλλε
προΰμνιον αυτού το «’ξιον εστίν ως α ληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών»(31). Ο
κελλιώτης μοναχός εξέφρασε μεν την απορία του για τον άγνωστο ύμνο, αλλά
παρεκάλεσε τον άγνωστο μοναχό να του γράψει τον ύμνο, ώστε να τον
ψάλλει και εκείνος προς την Θεοτόκο. Επειδή, όμως, δεν υπήρχε μελάνι και
χαρτί, «λαβών πλάκα ο ξένος έγραψεν επ' αυτής δια του δακτύλου του τον
ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «’ξιον εστιν» και, ω του θαύματος, τόσον βαθέως
εχαράχθησαν τα γράμματα επί της σκληράς πλακός, ως να εγράφησαν επί
κηρού απαλοτάτου. Είτα ειπών εις τον αδελφόν «από του νυν και εις το
εξής ούτω να ψάλλητε υμείς και όλοι οι ορθόδοξοι», έγινεν άφαντος» (32).
Από το συγκεκριμένο κελλίο, η πλάκα με τον
ύμνο μεταφέρθηκε στο Πρωτάτο, παρουσιάστηκε στον πρώτο του Αγίου Όρ o υς
και στους υπολοίπους γέροντες της Συνάξεως, οι οποίοι εδόξασαν τον Θεό
και ευχαρίστησαν τη Θεοτόκο για το θαυμαστό γεγονός, απέστειλαν δε την
πλάκα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εκθέτοντας γραπτώς τις
λεπτομέρειες του θαύματος (33).. Στο Συναξάριο του Μηναίου αναφέρεται
ότι «προδήλως επρόκειτο περί του Αρχαγγέλου Γαβριήλ», δια του δε και η
τιμή προς τον Αρχάγγελο καταγράφεται ως «η σύναξις του Αρχαγγέλου
Γαβριήλ εν τω ’δειν», οι δε στίχοι σημειώνουν τα ακόλουθα: «Ήσας Γαβριήλ
πριν το Χαίρε τη Κόρη, Αδεις δε και νυν ’ξιον σε υμνέειν» (34). Ως εκ
τούτου, το συγκεκριμένο κελλί έλαβε την επωνυμία «’ξιον εστιν» και ο
τόπος (κατ' αναλογίαν) «’δειν», «ο έστι ψάλλειν, διότι εψάλη το πρώτον
εις αυτόν ο Αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος» (35).
Σε ανάμνηση του εν λόγω θαύματος τελείται
λαμπρή πανήγυρις, η οποία έχει ως κέντρο της την τιμή της Θεοτόκου, γι'
αυτό και η εορτή ονομάζεται και «Σύναξις της Παναγίας», «’ξιόν εστίν» ή
«εν τω ’δειν». Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τιμάται (με αφορμή το εν λόγω θαύμα)
ως «ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου και τροφεύς και διακονητής», ως ο
αποκαλύψας «τον όντως θεομητορικόν ύμνον». Είναι άγνωστο το πότε άρχισε η
τιμή της εν λόγω Συνάξεως του Αρχαγγέλου. Το θαύμα, πάντως,
καταχωρίζεται στα έντυπα Μηναία του 16 ου αι.· έτσι, σε έντυπο Μηναίο
του 1568 αναγράφεται στο Συναξάριο η πληροφορία ότι, «τη αυτή ημέρα, 11 η
Ιουνίου, η σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω ’δειν» (36).
στ. Η Σύναξη του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ πλησίον του αγίου Ιουλιανού εν τω φόρω (18 Ιουνίου)
Ο στίχος του Συναξαρίου δεν αποκαλύπτει τις
λεπτομέρειες του εορτασμού: Αρχιστράτηγε των νοερών ταγμάτων, δέχου,
Μιχαήλ, ημών την υμνωδίαν. Ουδεμία άλλη πληροφορία υπάρχει περί της
συγκεκριμένης εορτής. Η αναφορά του στίχου σε «υμνωδία» του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ υποδηλώνει την ανταπόδοση ευχαριστίας προς τον Αρχιστράτηγο,
γεγονός που παραπέμπει σε πιθανό θαύμα του.
Β. Η ανάμνηση του εν X ώναις θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (6 Σεπτεμβρίου)
Οι Κολοσσές υπήρξαν μία από τις μεγάλες και
πλέον πυκνοκατοικημένες πόλεις της αρχαιότητας, βρίσκονταν δε στις όχθες
του ποταμού Λύκου, στα νοτιοδυτικά της Φρυγίας της Μικράς Ασίας (37).. Η
τοποθεσία πλησίον του ποταμού ονομαζόταν «Χώναι», οφειλόταν δε στα
μεγάλα χάσματα του ξηραινομένου λασπώδους εδάφους της περιοχής (38)..
Στην πόλη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, κατοικούσε ένας σημαντικός
αριθμός Ιουδαίων. Στις Χώνες είχε κτιστεί ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στα
ερείπια του παλαιού ναού του Βόστρου. Σε ένα κείμενο του 7 ου - 8 ου
αι. υπό τον τίτλο «Διήγησις και αποκάλυψις του αγίου Πατρός η μών
Αρχίππου του προσμοναρίου του πανσέπτου, του αρχαγγέλου Μιχαήλ» (39) [ο
συγγραφέας του κειμένου προσπαθεί να εναρμονιστεί με τον 35 ο κανόνα της
Συνόδου της Λαοδικείας (320), ο οποίος στρέφεται εναντίον της α
γγελολατρίας], α ναφέρεται ότι, όταν ο ευαγγελίου Ιωάννης ευρισκόταν
στην Ιεράπολη, προεφήτευοε ότι «εν υστέροις καιροίς θα αναβλύση εις
εκείνον τον τόπον μέγα αγίαομα, τιμώμενον εις το όνομα του Αρχιστρατήγου
Μιχαήλ, όπερ θα κάνη παράδοξα θαύματα. Μετά δε ολίγας ημέρας, ύδωρ
ανέβλυσεν εκ της γης εκείνης, το οποίον ει τι s έπινε μετά πίστεως,
παρευθύς ηλευθερούτο από πάσαν ασθένειαν» (40).
Ήταν, επομένως, φυσικό επακόλουθο να
συντελούνται πολλές θαυματουργικές επιδράσεις στον αγιασμένο αυτό τόπο,
με αποτέλεσμα να συρρέουν όχι μόνο Χριστιανοί, αλλά και άπιστοι (). Όταν
κάποιος ευλαβής νέος, ονόματι ’ρχιππος, α νέλαβε τα καθήκοντα του
νεωκόρου στο ναό του Αρχαγγέλου και στο υπάρχον άγίασμα, προεκάλεσε
(λόγω της ευσεβείας του) τον φθόνο των απίστων, οι οποίοι του
επετέθηοαν, τον εκτύπησαν και προσεπάθησαν να κατασκάψουν το έδαφος
πλησίον του αγιάσματος και να τον ενταφιάσουν εκεί ζωντανό. Τότε,
σύμφωνα με την παράδοση, εξήλθε φωτιά από το αγίασμα και οι άπιστοι
ετράπησαν έντρομοι σε φυγή. Επανήλθαν, παρά ταύτα, και προσεπάθησαν να
στρέψουν κατά του αγιάσματος την ροή τριών παρακείμενων ποταμών (του
Χρύδου, του Λυκοστράτου και του Κουφού), ώστε να καταστρέψουν το αγίασμα
ή να αναμείξουν το αγιασμένο ύδωρ με το ύδωρ των ποιαμών, ώστε να
δημιουργηθεί σύγχυση περί του αγιασμού του ύδατος. Παρά την προσπάθειά
τους, όμως, οι ποταμοί εστράφησαν σε αντίθετες κατευθύνσεις από αυτές
που οι άπιστοι επεδίωκαν (42). Έως σήμερα τα νερά των ποταμών χωνεύονται
σε ένα συγκεκριμένο σημείο εκτός του αγιάσματος, τούτο δε αποτελεί μία
ακόμη αιτία της ονομασίας «Χώναι».
Σε τροπάριο του Κανόνα του Όρθρου αναφέρονται
τα εξής: «Τους πάλαι βουληθέντας αφανίσαι ποταμίοις ρεύμασι το ύδωρ της
ευλογίας ο παρέσχες Αρχάγγελε πιστοίς, απέδειξας απράκτους, φρικώδει
σου». Επομένως, η παράδοση ανάγει την αποτυχία των προσπαθειών των
απιστων σε θαύμα του Αρχαγγέλου, ο οποίος φανερώθηκε σε όραμα στον
’ρχιππο, προσκαλώντας τον να έλθει και να δει «την ακαταμάχητον δύναμιν
του Θεού» (43). Ο Αρχαγγελος εκτύπησε σταυροειδώς (με ακόντιο) τον τόπο
και τα ύδατα εχωνεύθησαν στο βάθος του εδάφους. Η υμνολογία της εορτής
παραλληλίζει το θαύμα του Αρχιστράτηγου με το κτύπημα της πέτρας από το
Μωυσή: «Πάλαι μεν Μωυσής έπληξε πέτραν και ερρύη ύδατα, νυν δε σου
ρήξαντος πέτραν, κατεπόθησαν ρείθρα ποταμών, εισέτι μαρτυρούντα το θαύμα
θείε Αρχάγγελε» (44). Κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, το εν Χώναις θαύμα
κοσμεί σχεδόν κάθε μνημείο με τον κύκλο των Αγγέλων (45)..
Η έρευνα χρονολογεί τον ’ρχιππο περί τα τέλη
του 7ου αι. (46). Αυτό σημαίνει ότι ήδη τον 8 ο αι. η περιοχή είχε λάβει
την επωνυμία «Χώνες» (47), τον δε 9 ο αι. Ιωσήφ ο Υμνογράφος συνέθεσε
δύο κανόνες για τη συγκεκριμένη εορτη (48).. Η εκκλησιασιική γραμματεία
ασχολήθηκε σποραδικά με το εν X ώναις θαύμα: στον ακέφαλο λόγο του
Νικήτα Παφλαγόνος (890) στο «Εν Χώναις θαύμα» (49)· στο έργο του Ι.
Δαμασκηνού (8 ος αι.) «Μετάφρασις εις το θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ
του εν Χώναις και διήγησις περί του εν αγίοις Αρχίππου, του προσμοναρίου
του σαβασμίου αυτού ναού» (50)· στον ακέφαλο λόγο του Σισινίου
Κωνσταντινουπόλεως (πατριαρχεία 996-998) (51)· στην «Διήγηση» Συμεών του
Μεταφραστή «Περί του γενομένου θαύματος παρά του αρχιστρατήγου Μιχαήλ
εν X ωναίς» (52)· στον λόγο Αντωνίου του Μοναχού (12 ος αι.) με τίτλο
«θαύμα γενόμενο εν ταις Χώναις εν Κολοσσαίς της Φρυγίας παρά του
αρχαγγέλου Μιχαήλ» (53)· και στο έργο αγνώστου συγγραφέα με τίτλο
«Διήγησις μερική εκ των απείρων θαυμάτων του Παμμεγίστου των Αρχαγγέλων,
Μιχαήλ περί του προσμοναρίου Αρχίππου και του θαύματος των ποταμών»
(54).
Την παράσταση του εν Χώναις θαύματος
συναντάμε για πρώτη φορά στο Μηνολόγιο Βασιλείου του Β' (986)· ως
γνωστόν, η τιμή προς τους Α γγέλους (και ίδίως προς τον Αρχάγγελο
Μιχαήλ) διαδόθηκε από τη Φρυγία στήν Κωνσταντινούπολη (55).. Τον 12 ο
αι. η τιμή του εν X ώναις θαύματος έφθασε στο αποκορύφωμά της, όταν ε πί
αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού έλαβε κρατικό χαρακτήρα, αφού στο
διάταγμα του έτους 1166 «Περί εορτών» η 6 η Σεπτεμβρίου ορίστηκε ως η
μιαργία για τα δικαστήρια (56)..
Γ. Η ανάμνηση εγκαινίων του εν Σκάλλαις (Χάλδαις) ναού του αρχαγγέλου (26 η Ιουλίου)
Πρόκειται περί της τιμής του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ με αφορμή τα εγκαίνια ναού του «πέραν εν Σκάλλαις». Το Συναξάριο,
όμως, αναφέρεται σε πιθανά εγκαίνια ναού προς τι μήν του Αρχαγγέλου
Γαβριήλ «πέραν εν Χάλδαις» (57). Τα εγκαίνια αμφοτέρων των ναών
εορτάζονται την 26 ην Ιουλίου. Τα περί των εν λόγω ναών μας είναι
άγνωστα- ο εορτασμός, όμως, της μνήμης εγκαινίων αποτελεί γνωστή
εορτολογική αφορμή, κατά την οποία τιμώνται και τα ιερά πρόσωπα, στα
οποία ο ναός είναι αφιερωμένος (δηλαδή οι δύο Αρχάγγελοι).
Επίλογος
Στό πλαίσιο της α γιολογικής έρευνας, η τιμή
των αγίων Αγγέλων αποτελεί (αναμφισβήτητα) θέμα συνθετότερο και
πολυπλοκότερο σε σχέση με την τιμή των Αγίων της Εκκλησίας. Και τούτο
διότι η φύσις των αγίων Αγγέλων είναι (όπως προαναφέρθηκε) πνευματική
και -επομένως- ελλείπουν βιογραφικά στοιχεία, τα οποία θα παρείχαν ένα
συγκεκριμένο πλαίσιο έρευνας. Όμως, η τιμή των αγίων Αγγέλων εδράζεται
επί καταγεγραμμένων μαρτυριών και διανθίζεται με τις επί των μαρτυριών
αυτών ερμηνείες σημαντικών εκκλησιαστικών συγγραφέων. Έτσι διαμορφώθηκε
το σαφές εορτολογικό πλαίσιο της αποδώσεως τιμής προς τους άγιους
Αγγέλους, γεγονός το οποίο επέτρεψε στην Εκκλησία να τους τιμά με
λαμπρότητα και να επικαλείται την προστασία και την προς τον Θεό
μεσιτεία τους.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Περί της θέσεως των Αγγέλων στη Λατρεία
των χριστιανικών Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής, βλ. Peterson, Ε., Das
Buch von den Engeln. (Jber die Bedeutung und Stellung der hi. Engel im
Kultus, Leipzig 1935.
(2) Ψευδο-Σωφρονίου.
(3) Έ κδοσις ορθοδόξου πίστεως, II, 3, PG 94, 872.
(4) X. ’νδρούτσου, Δογματική της Ορθοδοξου
Ανατολικής Εκκλησίας, Α θήναι 1907, σ. 125· Ι. Καρμίρη, Τα δογματικά και
συμβολικά μνημεία, τ. I 2, σσ. 286 εξ.· Π. Τρεμπέλα, Δογματική της
Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1959, σσ. 432εξ.
(5) Σ. Μακρή, «Σύναξη», ΘΗΕ 11, 1967, στ. 556.
(6) Μηναίον του Μαρτίου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναι 1967, σ. 105.
(7) Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής
των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τόμ. Β', Αθήνησι 1868, σ. 55. Στα εβραϊκά
η λέξη «Γκεβέρ» σημαίνει «δυνατός άνδρας μαχητής », ε νώ το «Ελ» είναι
ένα από τα ονόματα του Θεού. Υπό την έννοια αυτή, «Γαβριήλ» μπορεί να
σημαίνει «άνθρωπος και Θεός».
(8) Μηναίον του Μαρτίου, Ε κδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναι 1967, σ. 105.
(9) Θεοφάνη Κεραμέως, Όμιλία NΓ' εις τον Ευαγγελισμόν της Υ περαγία s Θεοτόκου, PG 132, 933.
(10) Είναι αξιοσημείωτο ότι η εκκλησιασιική
γραμματεία αναφέρεται στον αριθμό επτά ως σημαίνοντα «τον παρόντα
αιώνα», τον δε αριθμό ο κτώ ως σημαίνοντα τον μέλλοντα (βλ. στη μελέτη
του Γ. Ν. Φίλια, Η έννοια της ογδόης ημέρας στη λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Γρηγόρης, Αθήνα 2001.
(11) Μηναίον του Ιουλίου, εν Αθήναι, εκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησία της Ελλάδος, 1967, σ. 648.
(12) Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τόμ. Β΄, Αθήνησι 1868, σ. 259.
(13) Μηναίον του Νοεμβρίου, εν Αθήναις, εκδ. Αποστολική Διακονία Εκκλησίας της Ελλάδος, 1960, σ. 57.
(14) Όπ.π., σ. 57.
(15) Βίκτωρος Ματθαίου, Ο Mέγας Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Ε κκλησίας, εκδ. Γ΄ ’θήναι 1964, σ. 206. Την εωσφορική
επιδίωξη καταγράφει και ο Προφήτης Ησαϊας με τα ακόλουθα λόγια: «Eις τον
ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των άστρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου,
καθιώ εν όρει υψηλώ επί τα όρη τα υψηλά προς βορράν, αναβήοομαι επάνω
των νεφελών, έσομαι όμοιος τω υψίστω» (Ησ. 14,14)·
(16) Μηναίον του Νοεμβρίου, ε κδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1960, σ. 57.
(17) Και εγένειο πόλεμος εν τω ουρανώ, ο
Μιχαήλ και οι άγγελοι αυτού πολεμήσαι μετά του δράκοντος. Και ο δράκων
επολέμηοεν και οι άγγελοι αυτού, και ουκ ίσχυσεν ουδέ τόπος ευρέθη αυτών
έτι εν τω ουρανώ. Και εβλήθη ο δράκων ο μέγας, ο όφις ο αρχαίος, ο
καλούμενος Διάβολος και ο Σατανάς, ο πλανών την οικουμένην όλην, εβλήθη
εις την γην και οι άγγελοι αυτού μετ' αυτού εβλήθησαν (Αποκ. 12, 7-9).
(18) Ιούδα 9.
(19) Ιώβ 5,1.
(20) Bίκτωρος Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής ιής Ορθοδοξου 'Εκκλησιας, εκδ. Γ, Αθήναι 1964, σ. 206.
(21) Δαν. 10,21.
(22) Δαν. 12,1.
(23) Ο ρών Γαβριήλ ’γγελον χαράς μέγαν/ Σε μάλα χαίρω και πτερούμαι τω πόθω.
(24) Bίκτωρος Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Eκκλησίας, εκδ. Γ, Αθήναι 1964, σ. 126.
(25) Γ. Μπεκατώρου, «’ξιον εστίν», ΘΗΕ 2, 1966, σ. 1016.
(26 ) Η έκδοση της θαυματουργής διηγήσεως του
Σεραφείμ έγινε από τον Κ. Χρυσοχοΐδη, «Παραδόσεις και πραγματικότητες
στο ’γιον Όρος στα τέλη του ΙΕ' και στις α ρχές του ΙΣΤ' αιώνα», Ο ’θως
στους 14°-16° αι., Αθήνα 1997, σσ. 112, 118-119 ( Αθωνικά Σύμμεικτα ).
(27) Βλ. A. Ivanov, Literatumoe nasledie Maksima Greka. Harakteristika, atribucii bibliografijia, Leningrad 1969, o. 169.
(28) B ίκτωρος Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου E κκλησίας, σσ. 125-126.
(29) Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον
Μαρτυρολόγιον, Αθήναι 1961 3, σσ. 294-295. Νεότερα χειρόγραφα, τα οποία
αντιγράφουν την επεξεργασμένη μορφή του κειμένου του αγ. Νικοδήμου,
αποδίδουν εσφαλμένα τη συγγραφή του θαύματος σε κάποιον Ισαάκ Θυηπόλο.
(30) Κ. Λάμπρου, Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τομ. Β΄, Κέιμπριτζ 1990 2, σ. 444.
(31) Γ. Μπεκατώρου, όπ.π.
(32) B ίκτωρος Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Γ', ’θήναι 1964, σ. 128.
(33) Κ. Δουκάκη, Μέγας Συναξαριστής, Μην 'Ιουνιος, τομ. 10, Αθήναι 1964 2, σ. 84.
(34) Μηναίον του Ιουνίου, εν Αθήναις, εκδ. Αποσιολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1967, σ. 44.
(35) Κ. Δουκάκη, οπ.π., σ. 84.
(36) Ε. Legrand, Bibliographie Hellenique (X. Ve ef XVLe siècles), τόμ. 4, σ. 141, αριθμ. 653.
(37) Σ. Αγουρίδη, «Κολοσσαείς προς, Ε πιστολή», ΘΗΕ, τόμ. 7, Αθήναι 1968, στ. 748.
(38) Ν. Τζιράκη, «Χώναι», ΘΗΕ, τόμ. 12, ’θήναι 1968, στ. 447.
(39) Εκδόθηκε από τον Μ. Bonnet στα Analecta Bollandiana 8 (1889), σσ. 289-307.
(40)Ν. Τζιράκη, οπ.π.
(41) Θαύματα που συνέβηοαν σε απίστους, βλ.
Βίκτωρος Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ.
Β', Αθήναι 1963, σ. 151.
(42) Βίκτωρος Ματθαίου, οπ.π., σ. 154.
(43) Αυτόθι, οπ.π., σ. 155.
(44) Μηναίον Σεπτεμβρίου, εν Αθήναις, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1959, σ. 43.
(45) Σ. Κουκιάρη, Τα θαύματα-εμφανίσεις τωνΑγγέλων και Αρχαγγέλων στη μεταβυζαντινή τέχνη, Αθηνα, Ακρίτας, 2006, σ. 147.
(46) Αυτό υποστηρίζει ο Α. Σιγάλας [«Χρυσίππου πρεσβυτέρου,
Εγκώμιον εις τον Αρχάγγελον Μιχαήλ», Ελληνική Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών 3 (1926), σ. 86].
(47) Στη Σύνοδο του 787 μνημονεύεται ο Χώνων Δωρόθεος.
(48) Π. Τρεμπέλα, Εκλογή Ελληνικής Ορθοδόξου Υμνολογίας, Αθήναι 1978 2, σ. 386, 429.
(49) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 119.
(50) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 118.
(51) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 178.
(52) Ε κδόθηκε από τον M. Bonnet στα Analecta Bollandiana 8 (1889), σσ. 308-316.
(53) Εκδόθηκε στα Analecta Bollandiana 21 ( 1902), σσ. 396 εξ.
(54) Bibliotheca Hagiographica Graeca, 1, σ. 120.
(55) R. Janin, La Geographie Ecclesiastique
de l'empire byzantin. Premiere partie. Le siège de Constantinople et le
Patriarcat Oecumenique, III, Les Eglises et les monastères, Paris 1969,
σ. 349.
(56) Μανουήλ Κομνηνού, Νεαραί Διατάξεis, IB', Περί διαφόρων υποθέσεων, PG 133, 737 εξ.
(57) Βίκτωρος Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Eκκλησίας, εκδ. Β΄, Αθήναι 1962, ο. 516.