Ο όσιος Συμεών ο στυλίτης (ο πρεσβύτερος ή «ο εν τη μάνδρα»), που τιμάται από την Εκκλησία μας την 1η Σεπτεμβρίου, είναι ο πρώτος γνωστός μοναχός που ασκήτεψε πάνω σε στύλο. Γεννήθηκε γύρω στα 389 στο χωριό Σισάν, στα όρια Συρίας και Κιλικίας. Ήταν βοσκός των πατρικών προβάτων, όταν γνώρισε κάποιους ασκητές, πόθησε εξαιτίας τους τη μοναχική ζωή και ήρθε σ’ ένα μοναστήρι, στο χωριό Τελεδάν, όπου έζησε δέκα χρόνια (403-413) με αυστηρότατη άσκηση. Ύστερα έζησε έγκλειστος τρία χρόνια σε μια σπηλιά, κοντά στην Αντιόχεια, και στη συνέχεια πήγε στο χωριό Τελάνισσο, όπου ασκήθηκε αλλά τρία χρόνια σ’ ένα σπιτάκι. Τέλος, αποσύρθηκε στην κορυφή ενός λόφου και περιορίσθηκε σ’ έναν μικρό κυκλικό περίβολο («μάνδρα»), φτιαγμένο με μιαν αλυσίδα είκοσι πήχεων.
Η απίθανη αυστηρότητα της ζωής του και το θαυματουργικό χάρισμα συγκέντρωναν γύρω του πλήθη ανθρώπων, που του προξενούσαν μεγάλη ενόχληση. Για αυτό άρχισε ν’ ανεβαίνει σε στύλους ολοένα και ψηλότεροι. Ο τελευταίος, όπου έζησε πάνω από είκοσι χρόνια, είχε ύψος 16 – 18 μ.
Ο όσιος αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του εικοσιτετραώρου στην προσευχή. Έτρωγε ελάχιστα. Ήταν συνεχώς όρθιος, χωρίς προφύλαξη από τον ήλιο, τη βροχή, τον άνεμο ή το κρύο. Δυο φορές την ήμερα διέκοπτε τον ασκητικό του κανόνα και νουθετούσε το λαό, μεριμνούσε για τούς αρρώστους και τούς δυστυχισμένους, έκανε συμβιβασμούς διαφορών, έλυνε προβλήματα και μετέστρεφε στη χριστιανική πίστη τούς αλλόδοξους που πρόστρεχαν σ’ αυτόν μαζί με τούς χριστιανούς απ’ όλα τα σημεία τής Ανατολής και τής Δύσης. Κοιμήθηκε το 459 και κηδεύτηκε από τον πατριάρχη Αντιόχειας Μαρτύριο στη μεγάλη εκκλησία της Αντιόχειας.
Στο εκπληκτικό Ιεραποστολικό έργο, που, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, πραγματοποίησε από την κορυφή του στύλου του ο αυστηρός αυτός ασκητής, θα αναφερθούμε στις επόμενες γραμμές, σταχυολογώντας τα σχετικά αποσπάσματα από την «Φιλόθεο Ιστορία» του Θεοδώρητου Κύρου, τον ελληνικό βίο του οσίου, γραμμένο από τον μαθητή του Αντώνιο, και τον συριακό βίο του .
Η φήμη του οσίου απλώθηκε γοργά παντού. Όλοι, κι από τα κοντινά κι από τα μακρινά μέρη, έτρεχαν κοντά του. Άλλοι έφερναν παράλυτους, άλλοι ζητούσαν να γιατρέψει αρρώστους, άλλοι παρακαλούσαν να μεσιτέψει στο Θεό για ν’ αποκτήσουν παιδιά. Μετά την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, έφευγαν γεμάτοι χαρά. Και διαλαλώντας τις ευεργεσίες που δέχτηκαν, έστελναν στον όσιο πολύ περισσότερους ανθρώπους, που ζητούσαν κι εκείνοι τα ίδια. Έτσι, καθώς άρχισαν να καταφθάνουν από κάθε στράτα σαν ποτάμια οι προσκυνητές, σχηματίστηκε σ’ αυτόν τον τόπο ένα ανθρώπινο πέλαγος, που δεχόταν από παντού ποτάμια! Όχι μόνο ντόπιοι ούτε μόνο Χριστιανοί, αλλά και Ισμαηλίτες και Πέρσες και Αρμένιοι και Ίβηρες και Ομηρίτες κι εκείνοι που κατοικούν ακόμα πιο βαθιά μαζεύονταν στο ασκητήριο του οσίου. Ήρθαν και πολλοί που κατοικούσαν στα πέρατα της Δύσης, Ισπανοί και Βρετανοί και Γαλάτες. Όσο για την Ιταλία, λένε πως ο Συμεών είχε γίνει τόσο περιβόητος εκεί, ώστε κρεμούσαν μικρές εικόνες στις εισόδους όλων των εργαστηρίων, για να παίρνουν απ’ αυτές προστασία και ασφάλεια.
Ήταν αμέτρητοι, λοιπόν, όσοι έφταναν και ζητούσαν να τον αγγίξουν, ν’ ακουμπήσουν μόνο την άκρη του δερμάτινου χιτώνα του, πιστεύοντας πως έτσι θα έπαιρναν κάποια ευλογία. Ο άγιος, όμως, ένιωθε πως δεν ήταν άξιος ν’ απολαμβάνει τέτοια τιμή. Τον κούραζαν, άλλωστε, όλα αυτά. Έτσι, σοφίστηκε ν’ ανέβει σ’ έναν στύλο. Το ύψος του ήταν στην αρχή μικρό, έξι πήχες. Αργότερα ανέβηκε σε άλλον πιο ψηλό, ύστερα σε ψηλότερο και τέλος σ’ έναν που έφτανε τις τριάντα έξι πήχες. Γιατί το έκανε αυτό; Επειδή λαχταρούσε να πετάει στα ουράνια, ελεύθερος από καθετί γήινο. Και επειδή, φωτισμένος από το Θεό, στόχευε στην ωφέλεια και τη σωτηρία πολλών ψυχών. Βλέπετε, όσοι δεν πείθονται με λόγια και δεν ανέχονται τα κηρύγματα, σαγηνεύονται από τα παράδοξα θεάματα. Το παράδοξο τραβάει όλους και τους αναγκάζει να το προσέξουν, προετοιμάζοντας τους έτσι και στο να διδαχθούν. Έτσι έγινε και με τον όσιο Συμεών. Το παράδοξο θέαμα που παρουσίαζε ανεβασμένος σ’ έναν ψηλό στύλο, τραβούσε αμέτρητους περιέργους, που ήθελαν να πληροφορηθούν γιατί απομακρύνθηκε από τον κόσμο με τέτοιον τρόπο. Με την αφορμή αυτή ο όσιος τους δίδασκε και τούς κήρυσσε το λόγο του Θεού, μεταστρέφοντας πολλούς από την απιστία στην πίστη και από τα έργα της ανομίας στα έργα της ευσέβειας. Ίβηρες και Αρμένιοι και Πέρσες, όπως είπαμε, απαρνιόντουσαν κάτω απ’ το στύλο την προγονική τους πλάνη και δέχονταν την θεία αλήθεια με το άγιο βάπτισμα. Οι Ισμαηλίτες, μάλιστα, έφταναν σε ομάδες, διακόσιοι, τετρακόσιοι, κάποτε και χίλιοι. Με βοή αποκήρυσσαν την πατρική τους θρησκεία, έσπαζαν τα είδωλα που λάτρευαν πρώτα, εγκατέλειπαν μια για πάντα τα μυστηριώδη όργια τής Αφροδίτης και απολάμβαναν τα θεία μυστήρια του Χριστού, αφού άκουγαν από το αγιασμένο στόμα του στυλίτη σωτήριες διδαχές.
Ο Θεοδώρητος Κύρου, σύγχρονος και γνώριμος του οσίου, περιγράφει συνοπτικά το κοινωνικό και αποστολικό έργο του: «Νουθετώντας (το λαό) δυο φορές την ήμερα, πλημμυρίζει τ’ αυτιά των ακροατών με τα χαριτωμένα λόγια του και τους προσφέρει όσα το Άγιο Πνεύμα διδάσκει. Προτρέπει να στρέφουν το βλέμμα στον ουρανό, να πετάνε αφήνοντας τη γη και να οραματίζονται τη βασιλεία των ουρανών, να φοβούνται την κόλαση και να περιφρονούν τα γήινα, προσμένοντας τη μέλλουσα ζωή. Μπορεί να τον δεις να δικάζει, βγάζοντας σωστές και δίκαιες αποφάσεις. Όλα αυτά τα κάνει μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας. Γιατί όλη τη νύχτα και τη μέρα, ως την ενάτη ώρα προσεύχεται. Ύστερα από την ενάτη ώρα, προσφέρει πρώτα τη θεία διδαχή σ’ όσους βρίσκονται εκεί, και στη συνέχεια ακούει το αίτημα του καθενός. Και αφού θεραπεύσει μερικούς, λύνει τις διαφορές όσων φιλονικούν. Γύρω στη δύση του ήλιου αρχίζει πάλι να προσεύχεται. Δεν παραμελεί όμως, να φροντίζει και για τις άγιες Εκκλησίες. Άλλοτε πολεμάει την πλάνη των ειδωλολατρών, άλλοτε συντρίβει τη θρασύτητα του Ιουδαίων, άλλοτε διαλύει τις ομάδες των αιρετικών. Και όλα τούτα τα κατορθώνει είτε στέλνοντας γράμματα στο βασιλιά, είτε εμπνέοντας στους άρχοντες το ζήλο για το Θεό, είτε παρακινώντας και τους επισκόπους ακόμα να φροντίζουν περισσότερο για το ποίμνιο».
Αξίζει, όμως, να διηγηθούμε, ενδεικτικά, μερικά από τα θαύματα του οσίου Συμεών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταστροφή των ευεργετημένων στην αληθινή πίστη.
Κάποτε ένας Σαρακηνός φύλαρχος έφερε στο στυλίτη κάποιον παράλυτο ομόφυλό του και παρακάλεσε για τη θεραπεία του. Ο άγιος του ζήτησε ν’ απαρνηθεί την προγονική του ασέβεια. Εκείνος δέχτηκε πρόθυμα.
-Πιστεύει στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα; τον ρώτησε ο ασκητής.
-Πιστεύω, ομολόγησε ο Σαρακηνός.
-Αφοί πιστεύεις, σήκω πάνω!
Ο παράλυτος σηκώθηκε και περπάτησε.
-Τώρα πάρε το φύλαρχο στους ώμους σου! τον πρόσταξε ο όσιος.
Ο γιατρεμένος σήκωσε τον κατάπληκτο φύλαρχο, που ήταν εξαιρετικά μεγαλόσωμος, τον έβαλε στους ώμους του κι έφυγε ενθουσιασμένος, δοξάζοντας τον τρισυπόστατο αληθινό θεό.
Σε μια πόλη τής Παλαιστίνης ήταν διοικητής κάποιος ειδωλολάτρης, καμπούρης τόσο, που το κεφάλι του ακουμπούσε στο στήθος του και δεν μπορούσε να περιστραφεί. Κάποιοι φίλοι του, έχοντας ακούσει για τα θαύματα του στυλίτη, τον έφεραν κάτω από το στύλο και παρακάλεσαν για τη θεραπεία του. Μα και ο ίδιος καμπούρης άρχισε να ικετεύει τον όσιο κραυγάζοντας τόσο δυνατά, ώστε Εκείνος δεν μπορούσε να προσευχηθεί για χάρη του στον Κύριο. Ο ειδωλολάτρης, πιστεύοντας πως ο Συμεών είχε δική του θαυματουργική δύναμη, του ζητούσε ν’ ακουμπήσει το χέρι του στο κεφάλι του, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν καλά αμέσως. Ο όσιος, όμως, του είπε:
– Είμαι ένας αμαρτωλός και τιποτένιος άνθρωπος. Το χέρι μου δεν έχει καμιά ξεχωριστή δύναμη. Μόνο αν ευδοκήσει ο Θεός, θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου, γιατί μόνο αυτός έχει τη δύναμη να θαυματουργεί. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θεραπεύσει άλλον, αν ο Κύριος δεν το θέλει. Παραδόσου, λοιπόν, στην παντοδυναμία του αληθινού Θεού, του δημιουργού και κυβερνήτη του κόσμου, και θα ευεργετηθείς.
Τότε ο καμπούρης σταμάτησε να φωνάζει, αφήνοντας τον όσιο να προσευχηθεί απερίσπαστος. Και μόλις Εκείνος τέλειωσε την προσευχή του, το θαύμα έγινε. Ο ταλαίπωρος άνθρωπος ορθώθηκε, στάθηκε ίσια και άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενος σαν παιδί. Άνοιξε τότε τις κασέλες, που είχε φέρει μαζί του, και πρόσφερε στον ευεργέτη του ανεκτίμητα χρυσαφικά κι ασημικά. Ο στυλίτης κοίταξε τα δώρα με περιφρόνηση και του είπε:
-Αν θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις, να δεχτείς το φως της αλήθειας. Να βαπτιστείς, για να πάρεις την άφεση. Κι ακόμα να ελευθερώσεις όλους τούς δούλους σου, για να ελευθερωθεί και η δική σου ψυχή από το ζυγό του σατανά.
Ο γιατρεμένος πρόθυμα έκανε ότι του είπε ο άγιος. Και αργότερα, γεμάτος χαρά και χάρη Θεού, έφυγε για την πόλη του.
Ένας άρχοντας των Περσών ήταν πολύ δυστυχισμένος, γιατί ο μονάκριβος γιος του κειτόταν δεκαπέντε χρόνια παράλυτος. Έστειλε, λοιπόν, στον όσιο τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, με την παράκληση να προσευχηθεί στον Κύριο για τη θεραπεία του παιδιού του. Του έδωσε, μάλιστα, και δυο υφάσματα από πολύτιμο μετάξι με κεντημένους επάνω χρυσούς σταυρούς, για να τα προσφέρει στον στυλίτη.
Ο επίσκοπος διηγήθηκε στο Συμεών το δράμα του παιδιού και του πατέρα του. Ο όσιος σπλαχνίστηκε και είπε στον επίσκοπο:
-Πάρε αυτά τα υφάσματα που έφερες, έτσι διπλωμένα όπως είναι, και πήγαινε στο καλό. Όταν φτάσεις κοντά στην πόλη σας, κατέβα από το ζώο σου, κράτησε τα υφάσματα στο στήθος σου και προχώρησε ως το σπίτι του άρχοντα πεζός και αμίλητος. Μπες μέσα, στάσου πάνω απ’ το παιδί σκέπασε το με τα υφάσματα και πες του: Ο αμαρτωλός Συμεών σου παραγγέλλει: Στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σήκω!».
Ο επίσκοπος έφυγε κι έκανε όπως του υπέδειξε ο όσιος. Μόλις σκέπασε το παιδί με τα υφάσματα, αυτό πετάχτηκε όρθιο και θεραπευμένο.
Ο Πέρσης άρχοντας και ολόκληρη η οικογένειά του ευχαρίστησαν και δόξασαν το Θεό. Και ο επίσκοπος, μετά από σχετικό αίτημά τους, τους κατήχησε και τους βάπτισε.
Κάποιος πλούσιοι από το Σαβά έπασχε από πονοκέφαλο συνεχή και οδυνηρό τόσο, που ένιωσε να του σουβλίζουν κάθε στιγμή το μυαλό. Ανακουφιζόταν λίγο, μόνο όταν χτυπούσε το κεφάλι του πάνω στα δοκάρια των τοίχων του σπιτιού του!
Μόλις έμαθε για τον θαυματουργό στυλίτη, ετοιμάστηκε για το μακρύ ταξίδι και ξεκίνησε, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο των θηρίων και των ληστών, που παραμόνευαν εδώ κι εκεί μέσα στην απέραντη έρημο. Σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο ταξίδευε ο άρρωστος. Και όσο πλησίαζε, πράγμα παράδοξο, οι πόνοι του λιγόστευαν. Αντίθετα, όσο κι αν έτρωγε, οι προμήθειές του έμεναν απείραχτες!
Έφτασε επιτέλους στο στύλο του οσίου. Εκείνος, αφού πληροφορήθηκε το πρόβλημά του, ζήτησε να του φέρουν νερό από την κοντινή πηγή. Προσευχήθηκε, το ευλόγησε και πρόσταξε τον άρρωστο να το πιει στο όνομα του Χριστού. Ύστερα, παίρνοντας από το ίδιο νερό, του ράντισε και το κεφάλι. Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Ο λίγος πόνος που είχε απομείνει, εξαφανίστηκε κι αυτός. Ο άνθρωπος ευχαρίστησε τον όσιο και δόξασε το Θεό. Ζήτησε, μάλιστα, και να βαπτιστεί. Λίγο αργότερα, φεύγοντας Χριστιανός πια, διαλαλούσε τα μεγαλεία του Κυρίου ως τη μακρινή πατρίδα του.
Ένα παρόμοιο μακρύ ταξίδι έκανε και μια ομάδα από τέσσερις λεπρούς και τρεις δαιμονισμένους, που ξεκίνησαν από τα βάθη της Ανατολής κι έκαναν δεκατρείς μήνες ώσπου να φτάσουν στον όσιο. Και εκείνοι, παρά τη μεγάλη απόσταση, ούτε μια φορά δεν έχασαν το δρόμο, μα ούτε κι οι τροφές ή το νερό τούς έλειψαν καθόλου.
Φτάνοντας κάτω απ’ τον στύλο, διηγήθηκαν στον όσιο τα παθήματα τους και ζήτησαν τη βοήθεια του.
-Ο Θεός, αποκρίθηκε Εκείνος, που σου έδειξε το δρόμο να έρθετε ως εδώ, θα σας δώσει και την υγεία σας.
Ζήτησε νερό, το ευλόγησε και τούς το έδωσε να πιουν και να ραντιστούν στο όνομα του Κυρίου. Μόλις το έκαναν, έγιναν και οι επτά καλά! Ύστερα απ’ αυτό, αρνήθηκαν τη λατρεία των ειδώλων, βαπτίστηκαν και έφυγαν δοξάζοντας το Θεό.
Κάποτε ήρθαν κάτω απ’ το στύλο αντιπρόσωποι των κατοίκων της οροσειράς του Λιβάνου και ανάστατοι είπαν στον όσιο:
– Στον τόπο μας παρουσιάστηκαν κάτι αγρία θηρία, πρωτοφανέρωτα και άγνωστα, που κατασπαράζουν ανθρώπους και ζώα. Πολλές φορές μπαίνουν στα σπίτια, αρπάζουν τα παιδιά και τα καταβροχθίζουν μπροστά στα έντρομα μάτια των μανάδων τους. Ο φόβος και ο θρήνος έχουν απλωθεί παντού.
-Μην παραξενεύεστε για τη συμφορά που σας βρήκε, είπε ο άγιος. Είναι η τιμωρία για τα έργα σας. Οι προγονοί σας εγκατέλειψαν τον αληθινό Θεό, τον πλάστη και ευεργέτη μας, και λάτρεψαν τα βουβά είδωλα. Κι εσείς επιμένετε στην πλάνη αυτή. Τα θηρία σας ταλαιπωρούν με παραχώρηση του Κυρίου, που θέλει να σας οδηγήσει στη μετάνοια και να σας φέρει κοντά Του. Αν όμως δεν έχετε σκοπό να μετανοήσετε, άδικα ήρθατε ως εδώ. Να ζητήσετε τη βοήθεια των ειδώλων που προσκυνάτε!
Εκείνοι τότε έπεσαν στα γόνατα και άρχισαν να παρακαλούν με δάκρυα το στυλίτη:
-Λυπήσου μας! Μεσίτεψε για μας στο Θεό! θα μετανοήσουμε!…
Μαζί τους ικέτευαν τον όσιο και άλλοι, που έτυχε να βρίσκονται εκεί, και τους σπλαχνίστηκαν.
-Μόλις απαρνηθείτε την πλάνη σας, αποκρίθηκε πάνω απ’ το στύλο του ο γέροντας και βαπτιστείτε στο όνομα του Χριστού, τότε θα παρακαλέσω τον Κύριο να σας δείξει τη φιλανθρωπία Του.
Μ’ ένα στόμα οι ειδωλολάτρες υποσχέθηκαν πως, όταν θα γύριζαν στην πατρίδα τους, θα κατεδάφιζαν αμέσως τα Ιερά των ειδώλων και θα έριχναν στη φωτιά τα ξόανα.
Ο άγιος κατάλαβε πως η μεταστροφή τους ήταν αληθινή. Τούς έδωσε, λοιπόν, ένα κουτάκι με ευλογημένη σκόνη και τούς είπε:
-Να πάτε στο καλό! Μόλις φτάσετε στον τόπο σας, να περάσετε απ’ όλα τα χωριά. Στην εμπασιά κάθε χωριού, να χώνετε στη γη τέσσερις πέτρες. Και πάνω σε κάθε πέτρα να σχηματίζετε με τούτη τη σκόνη τρεις σταυρούς. Αν υπάρχουν εκεί Χριστιανοί ιερείς, φωνάξτε τους να σας βοηθήσουν και να τελέσουν νυχτερινές λειτουργίες. Τότε ο Θεός θα κάνει το θαύμα Του. Κανένας άνθρωπος δεν θα χαθεί πια από τα θηρία.
Επιστρέφοντας στη χώρα τους οι ειδωλολάτρες διαπίστωσαν ότι, από την ώρα που ο Συμεών είχε προσευχηθεί γι’ αυτούς, όλα τα θηρία είχαν φύγει από τα χωριά και αποτραβηχτεί στα δάση. Όταν, λοιπόν, έκαναν ότι τούς συμβούλεψε ο όσιος, είδαν τα θηρία να τρέχουν και να έρχονται γύρω από τις πέτρες, ουρλιάζοντας απαίσια. Πολλά έπεφταν και ψοφούσαν επιτόπου. Αλλά έφευγαν αλαφιασμένα και χάνονταν. Σε δέκα μέρες δεν είχε απομείνει κανένα.
Πήραν τρία τομάρια από τα ψόφια θηρία και τα έφεραν στον όσιο. Και αφού του διηγήθηκαν το θαύμα, βαπτίστηκαν όλοι κι έγιναν Χριστιανοί. Μια βδομάδα έμειναν εκεί, ακούγοντας τις σοφές διδαχές του πνευματοφόρου στυλίτη, και μετά έφυγαν χαρούμενοι για την πατρίδα τους, δοξάζοντας το Θεό.
Αλλά σταματάμε εδώ τη διήγηση, γιατί τα μεγάλα και θαυμαστά έργα του οσίου Συμεών δεν έχουν τέλος. Όπως σημειώνει ωραιότατα ο Σύρος βιογράφος του, «ποιο στόμα θ’ αποτολμούσε να διηγηθεί ή ποιο χέρι θα μπορούσε να γράψει ή ποιο σοφό μυαλό θα μπορούσε να υπολογίσει τις αναρίθμητες ευεργεσίες που έκανε ο Θεός στον κόσμο μέσω του αγίου; Πόσους ανθρώπους, που ήταν μακριά από τον Κύριο, έφερε κοντά Του; Πόσοι πλανεμένοι γύρισαν με τη διδαχή του από την άγνοια στην αληθινή γνώση; Πόσες χιλιάδες και μυριάδες «αλλότριων», χάρη στο κήρυγμά του, έγιναν μέλη τής Εκκλησίας και υποτάχθηκαν στο Χριστό; Ποιος μπορεί να λογαριάσει τις τόσες και τόσες χιλιάδες αγρίων, που, βλέποντας και ακούγοντας τον, με χαρά εγκολπώθηκαν τη χριστιανική πίστη και έγιναν υπηρέτες της αλήθειας; Γιατί η φήμη των ευεργεσιών, που έκανε ο Κύριος με τα χέρια του οσίου, ταξίδεψε απ’ τη μιαν άκρη του κόσμου ως την άλλη.
Κι έτσι εκπληρώθηκε το γραφικό: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν οι φθόγγοι αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών (Ψαλμ. 18:5)».
Πηγή: Synaxaristis