† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ
Η
γνώση του Θεού δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά δώρο
του ίδιου του Θεού. Δεν «βρίσκει» ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά ο Θεός
αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Όμως ο άνθρωπος δεν μένει «παθητικός δέκτης»
της Θείας χάρης, η θεογνωσία περνάει μέσα από την ελεύθερη προαίρεση
του· δεν αποτελεί βιασμό της ανθρώπινης προαίρεσης. Είναι λοιπόν ανάγκη
να αποδείξουμε έμπρακτα την επιλογή μας και ας δοΰμε με ποιους τρόπους
μπορεί αυτό να γίνει.
1. Αγαθή διάθεση
1. Αγαθή διάθεση
Η
θεογνωσία απαιτεί καθαρότητα καρδιάς και αγνότητα διάθεσης. Ο πονηρός
άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην αληθινή γνώση του Θεού, οσοδήποτε κι
αν ερευνήσει, κι αν ακόμη αποστηθίσει ολόκληρη την αγία Γραφή.
Το
πονηρό πνεύμα έφερε τον Χριστό στο άκρον της στέγης του Ναού και του
είπε: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω, γιατί είναι γραμμένο ότι θα
διατάξει τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν στα χέρια, για
να μη σκοντάψει σε πέτρα το πόδι σου» (Ματθ. δ' 6. Ψαλμ. 90, 11).
Εδώ
η πρόθεση του Σατανά δεν ήταν αγνή, δεν ζητούσε την προσωπική ένωση με
τον Χριστό, την πραγματική Θεογνωσία, αλλά προσπάθησε να παρασύρει τον
Κύριο σε ενέργεια πονηρή, δεν ήταν πράξη εμπιστοσύνης, αγάπης και
υπακοής στο θέλημα του Πατρός, δεν αναφερόταν στο θείο σχέδιο, αλλά ήταν
έκφραση υποταγής στο σχέδιο του όφεως. Γι' αυτό το λόγο ο Κύριος
απαντά: «Πάλι είναι γραμμένο· δεν πρέπει να πειράξεις Κύριον τον Θεόν
σου» (Ματθ. δ' 7. Λουκ. δ' 12. Δευτερ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. ι’ 9. Αριθ.
κα' 5-6).
Όποιος δεν ξεκινάει από αγνή διάθεση, ποτέ δεν θα φθάσει στη Θεότητα του Κυρίου· δεν θα μπορέσει να ενωθεί με Αυτόν, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, οσοδήποτε κι αν μελετήσει την αγία Γραφή.
«Εδίψησε η ψυχή μου πρός τον Θεό τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» ·εδίψασε η ψυχή μου για τον ζωντανό Θεό, πότε θα έλθω και θα δω το πρόσωπο του Θεού μου; (Ψαλμ. μβ' 3). Εκείνος που θα διψάσει για τον Θεό θα τρέξει σαν το ελάφι στην πηγή (Ψαλμ. μα' (μβ') 1-3), δηλαδή στον Χριστό (Ιω. δ' 10). Αντίθετα, όποιος προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα μόνος, δεν θα το πετύχει ποτέ: «εγώ τω διψώντι δώσω έκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν», δηλαδή σε κείνον που διψά εγώ θα δώσω δωρεάν από την πηγή του ύδατος της ζωής (Αποκ. κα' 6)• «ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν», εκείνος που διψάει ας έλθει και εκείνος που το επιθυμεί ας λάβει δωρεάν ύδωρ ζωής (Αποκ. κβ' 17).
Όποιος δεν ξεκινάει από αγνή διάθεση, ποτέ δεν θα φθάσει στη Θεότητα του Κυρίου· δεν θα μπορέσει να ενωθεί με Αυτόν, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, οσοδήποτε κι αν μελετήσει την αγία Γραφή.
«Εδίψησε η ψυχή μου πρός τον Θεό τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» ·εδίψασε η ψυχή μου για τον ζωντανό Θεό, πότε θα έλθω και θα δω το πρόσωπο του Θεού μου; (Ψαλμ. μβ' 3). Εκείνος που θα διψάσει για τον Θεό θα τρέξει σαν το ελάφι στην πηγή (Ψαλμ. μα' (μβ') 1-3), δηλαδή στον Χριστό (Ιω. δ' 10). Αντίθετα, όποιος προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα μόνος, δεν θα το πετύχει ποτέ: «εγώ τω διψώντι δώσω έκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν», δηλαδή σε κείνον που διψά εγώ θα δώσω δωρεάν από την πηγή του ύδατος της ζωής (Αποκ. κα' 6)• «ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν», εκείνος που διψάει ας έλθει και εκείνος που το επιθυμεί ας λάβει δωρεάν ύδωρ ζωής (Αποκ. κβ' 17).
Για
να οδηγηθεί λοιπόν κανείς στην αληθινή Θεογνωσία πρέπει να έχει γνήσια
διάθεση, να διψάει για τον Θεό. Να μη είναι δηλαδή το κίνητρο του
διανοητική υπόθεση ή ικανοποίηση περιεργείας. Αυτός που φλέγεται από την
επιθυμία του Θεού δεν προκαλεί, δεν εκπειράζει τον Κύριο! Η σωτήρια
γνώση του Θεού δεν είναι υπόθεση διανοητική, ούτε αποβλέπει στην
ικανοποίηση της δίψας για μάθηση. Ξεκινάει από τη βαθειά επιθυμία της
καρδιάς για προσωπική κοινωνία αγάπης με τον Πλάστη Θεό και αφορα
ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Μ' αυτή τη διάθεση πρέπει κανείς να
προσεγγίζει τη γνώση του Θεού.
2. Η αγάπη
2. Η αγάπη
Μια
άλλη βασική προϋπόθεση της Θεογνωσίας είναι η αγάπη. Ο ίδιος ο Θεός
είναι αιώνια αγάπη και επιθυμεί να έλθει σε προσωπική κοινωνία με τον
άνθρωπο «εν ελευθερία».
Δεν
μπορεί ο άνθρωπος να εξαναγκάσει την αγάπη του Θεού, αλλά ούτε και ο
Θεός θέλει να βιάσει τον άνθρωπο, να του επιβάλει την αγάπη Του. Η αγάπη
είναι ένα δώρο του Θεού (Γαλ. ε' 22) και προσφέρεται όπου και όταν ο
Θεός θέλει και σε όποιον Εκείνος θέλει (Α' Κορ. β' II. Εβρ. β' 4). Μόνο
που ο Θεός δεν μεροληπτεί, θέλει να οδηγηθούν όλοι οι άνθρωποι στην
αληθινή Θεογνωσία, δηλαδή στη σωτηρία (Α' Τιμ. β' 4). Η αγάπη του Θεού
περιβάλλει όλους τους ανθρώπους.
Όμως
πρέπει και ο άνθρωπος να απαντήσει στην αγάπη του Θεού με τη δική του
αγάπη. Τότε ο Θεός θα του αποκαλυφθεί και ο άνθρωπος θα γνωρίσει τον
Θεό• «εάν κανείς αγαπά τον Θεό, αυτός έχει γνωριστεί από τον Θεό» (Α'
Κορ. η' 3), θα ακούσει την φωνή Του να τον καλεί να περάσει μέσα στη
νεφέλη, να ανεβεί στην κορυφή του όρους, να δει τη δόξα του Θεού και να
ακούσει τη φωνή Του: «Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου·... μην έχεις άλλους
Θεούς πλην εμού. Μη κάμεις για τον εαυτό σου είδωλο... μην προσκυνήσεις
αυτά και μην τα λατρεύσεις, γιατί Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός
ζηλωτής» (Δευτερ. ε' 6-9).
H
αγάπη πρός τον Θεό εκφράζεται με την ελευθερία του ανθρώπου από τη
λατρεία οποιωνδήποτε «άλλων θεών», ακόμη και από τη λατρεία του εαυτού
μας. Αυτή η ελευθερία αποτελεί «άνοιγμα» στη Θεία αγάπη. Με τη θέλησή
του πλέον ο άνθρωπος αρνείται το δικό του θέλημα και κάνει θέλημά του το
θέλημα του Θεού. Δείχνει την αγάπη του ακολουθώντας τη διδαχή του
Χριστού. Όταν αγαπούμε κάποιον, δοκιμάζουμε ιδιαίτερη χαρά να ταυτίζουμε
το θέλημα μας με το δικό του θέλημα. Αυτό δεν το θεωρούμε δύσκολο, ώστε
να το νιώθουμε σαν κάποια θυσία. Γι' αυτό και όποιος παραβαίνει τη
διδαχή του Θεού. δεν αγαπά τον Θεό. «Όποιος λέγει ότι μένει εν Αύτω
οφείλει να ζει όπως έζησε και ο Χριστός (Α' Ιω. β' 6).
Αλλά
η αγάπη προς τον Θεό εκφράζεται και ως αγάπη προς τον πλησίον. Αν
κανείς πει «αγαπώ τον Θεό», αλλά μισεί τους αδελφούς του, αυτός είναι
ψεύτης, γιατί εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον έχει δει, πώς
είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεό που δεν τον είδε; Αυτή την εντολή έχουμε
από Αυτόν! Όποιος αγαπάει τον Θεό, να αγαπάει και τους αδελφούς του»
(Α' Ιω. δ' 19-21)