Η αγωγή των εμβρύων,
των νηπίων και των παιδιών*
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ.
Βλασίου Ιεροθέου
Δια του μυστηρίου του γάμου
αναπτύσσεται μια οικογένεια, η οποία είναι το κύτταρο της κοινωνικής και
εκκλησιαστικής ζωής. Στην πραγματικότητα, με την ευλογία του Θεού ενώνεται ο
άνδρας με την γυναίκα «εις σάρκαν μίαν», κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου
(Εφεσ. ε', 31), και έτσι η σχέση του ανδρός και της γυναικός είναι σωματική και
ψυχική.
Ο σκοπός του γάμου, κατά τον ιερό
Χρυσόστομο, είναι διπλός: «ίνα σωφρονώμεν και ίνα πατέρες γινώμεθα». Γράφει
χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δύο γαρ ταύτα εστί, δι' άπερ εισενήνεκται γάμος, ίνα τε σωφρονώμεν και ίνα πατέρες γινώμεθα·
των δε δύο τούτων προηγουμένη η της σωφροσύνης εστί πρόφασις ... Ώστε,
προηγουμένη αύτη η αιτία, η της σωφροσύνης, και μάλιστα νυν, ότε η οικουμένη πάσα
του γένους η ζωή εμπέπλησται»1.
Αυτό λέγεται και κατά την διάρκεια
του μυστηρίου του γάμου. Υπάρχει μια φράση που είναι πολύ χαρακτηριστική: «εις βοήθειαν και διαδοχήν του γένους των
ανθρώπων». Επομένως, ο πρώτος και βασικός σκοπός του γάμου είναι η βοήθεια
των συζύγων που εκφράζεται και με το «ίνα σωφρονώμεν» και ο δεύτερος, που είναι
συνάρτηση του πρώτου, είναι το «ίνα πατέρες γινώμεθα» και το «εις διαδοχήν του
γένους των ανθρώπων». Επομένως, δια του μυστηρίου του γάμου ενώνεται ο νυμφίος
με την νύμφη εν Χριστώ και καρπός αυτής της ενώσεως είναι τα παιδιά. Φυσικά, αν
ο Θεός δεν επιτρέψη, για διαφόρους λόγους, την γέννηση παιδιών, δεν σημαίνει
ότι υπάρχει αποτυχία του γάμου, αφού ο βασικότερος σκοπός είναι η ενότητα
ανδρός και γυναικός, η οποία διασαλεύθηκε με την πτώση του πρώτου ανδρογύνου
στον Παράδεισο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά
την δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, ο Αδάμ με τον φωτισμό του Θεού
αντελήφθηκε τι έγινε κατά την διάρκεια της υπνώσεώς του, και είπε: «τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ
εκ της σαρκός μου. Αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήφθη αύτη»
(Γεν. β', 23). Αμέσως, όμως, μετά την πτώση στράφηκε στον Θεό και είπε: «η γυνή, ην έδωκας μετ εμού ...» (Γεν.
γ', 12). Εδώ φαίνεται η διάσπαση που επήλθε μεταξύ του ανδρός και της γυναικός
μετά την πτώση. Πριν την πτώση ο Αδάμ ομολογεί την ενότητά του με την Εύα. Μετά
την πτώση την θεωρεί ότι του την έδωσε ο Θεός. Επομένως, με το μυστήριο του
γάμου, που γίνεται στην Εκκλησία, αποκαθίσταται αυτή η σχέση και ενότητα του
ανδρός με την γυναίκα. Γι' αυτό λέμε ότι αυτός είναι ο βασικότερος σκοπός του
γάμου.
Στην συνέχεια θα υπογραμμίσω πέντε
θέσεις για την αγωγή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών, σύμφωνα με την
Ορθόδοξη Παράδοση.
1. Η σύλληψη του ανθρώπου είναι έργο της Προνοίας του Θεού
Μια από τις βασικές αρχές της
Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο με την άκτιστη
ενέργειά Του, αλλά συγχρόνως ότι και ο Ίδιος ο Θεός προσωπικά διευθύνει τον
κόσμο, πάλι με τις άκτιστες ενέργειές Του. Όπως δημιουργεί, έτσι και συντηρεί
τον κόσμο, και βέβαια, τον άνθρωπο που είναι η κορωνίδα της δημιουργίας.
Στην Αγία Γραφή επανειλημμένως
λέγεται ότι ο Θεός ανοίγει την μήτρα της γυναικός και ότι ο Θεός κλείει τα
περί την μήτραν: «συγκλείων συνέκλεισε
Κύριος έξωθεν πάσαν μήτραν εν τω οίκω Αβιμέλεχ ένεκεν Σάρρας της γυναικός
Αβραάμ» (Γεν. κ', 18). Αλλού λέγει: «Ιδών
δε Κύριος ο Θεός ότι εμισείτο Λεία, ήνοιξεν την μήτραν αυτής» (Γεν. κθ',
31).
Το ίδιο λέγεται και για την Άννα,
την μητέρα του Προφήτου Σαμουήλ. «Εμνήσθη
αυτής ο Κύριος και συνέλαβε» (Α' Βασ. α', 19). Έτσι, κάθε φορά που
συλλαμβάνεται ένας άνθρωπος, ενεργεί ο Ίδιος ο Θεός, δηλαδή ενεργεί ο λόγος του
Θεού που είπε στην αρχή της δημιουργίας: «αυξάνεσθε
και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γήν» (Γεν. α', 28).
Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει έναν
λόγο που είναι αρκετά χαρακτηριστικός: «το
τεκείν άνωθεν έχει την αρχήν, από της του Θεού προνοίας και ούτε γυναικός
φύσις, ούτε συνουσία, ούτε άλλο ουδέν αύταρκες προς τούτο εστίν»2.
Δηλαδή, η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι ένα έργο της φύσεως, ούτε αποτέλεσμα
της συνουσίας ανδρός και γυναικός, αλλά είναι έργο της προνοίας του Θεού.
Στην Αγία Γραφή φαίνεται ότι ο Θεός
έπλασε το σώμα του Αδάμ από τον χουν που έλαβε από την γη και στην συνέχεια
ενεφύσησε και του έδωσε ψυχή, που σημαίνει ότι η ενέργεια του Θεού δημιούργησε
ψυχή, και, επομένως, ο άνθρωπος είναι μια ολότητα, μια οντότητα, αποτελείται
από ψυχή και σώμα. Αυτό που έγινε με τον Αδάμ επαναλαμβάνεται με κάθε άνθρωπο.
Ο Μ. Αθανάσιος θα πη ότι το ίδιο χέρι που δημιούργησε τον Αδάμ «και νυν και αεί τους μετ εκείνον πάλιν
πλάττει και διασυνίστησι»3. Αυτό σημαίνει ότι κατά την γέννηση
κάθε ανθρώπου, ο Θεός αντί να λάβη τα στοιχεία της γης για την σύνθεση του
σώματος, λαμβάνει το σπερματοζωάριο από τον άνδρα και το ωάριο από την γυναίκα,
και αμέσως εμφυσά, δηλαδή με την ενέργειά Του δημιουργεί ψυχή.
Αυτή η άποψη είναι βασική για την
ζωή ενός ανθρώπου και την αγωγή του, γιατί μέσα από τα πλαίσια αυτά βλέπουμε
ότι κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού, δια μέσου των γονέων του.
Θεωρούμε το κάθε παιδί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και στεκόμαστε απέναντί του
με πολύ σεβασμό. Ποτέ δεν φθάνουμε στο σημείο να ιδιοποιήσουμε το δώρο του
Θεού. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την αγωγή του παιδιού, γιατί εξασκώντας
αγωγή έχουμε την αναφορά μας στον Θεό και όχι στον εαυτό μας ναρκισσιστικά.
2. Η αγωγή πριν τη γέννηση (απόσπασμα)
Πολλοί γονείς νομίζουν ότι η αγωγή
του παιδιού αρχίζει από τότε που αναπτύσσονται όλες οι διανοητικές δυνάμεις σε
αυτό, από τότε που αντιλαμβάνεται πολύ καλά τον κόσμο, και μάλιστα οι γονείς
αρχίζουν να ανησυχούν όταν βλέπουν τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα. Αυτό δεν είναι
σωστό, γιατί η αγωγή αρχίζει πριν από την σύλληψη του εμβρύου, με την αγωγή που
έλαβαν οι γονείς, αλλά κυρίως μετά την σύλληψη του εμβρύου. Εννέα μήνες, κατά
τους οποίους κυοφορείται το έμβρυο μέσα στην μήτρα της μητέρας του, μπορεί να
ασκηθή σωστή αγωγή. …
…
Πράγματι, όπως το βλέπουμε στην Αγία
Γραφή, στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και στην ζωή των αγίων,
αποδίδεται μεγάλη σημασία στον τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος,
στον τρόπο με τον οποίο κυοφορείται και, βέβαια, στην κατάσταση κατά την οποία
γεννάται. Θα το δούμε αυτό αναλυτικότερα.
Κατ' αρχάς χρειάζεται σωστή ζωή των
γονέων πριν την σύλληψη του παιδιού. Αυτό μπορούμε να το δούμε και στην περίπτωση
της Παναγίας μας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι η καθαρότητα της
Παναγίας οφείλεται στην Χάρη του Θεού, στους εξαγνισμούς των Προπατόρων και
στον δικό της προσωπικό αγώνα. Πράγματι, οι διαδοχικές καθάρσεις των Προπατόρων
συνετέλεσαν, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ώστε το σπέρμα του αγίου
πατέρα της, του Ιωακείμ, να έχη καλά στοιχεία. Γι' αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
αποκαλεί το σπέρμα του Ιωακείμ «σπέρμα πανάμωμον»6.
Αυτό ακριβώς το βλέπουμε και στην
περίπτωση της γεννήσεως του Προφήτου Σαμουήλ. Οι γονείς του, ο Ελκανά και η
Άννα, προσευχήθηκαν και νήστευσαν και στην συνέχεια συνήλθαν. Ο άγιος Ιωάννης
ο Χρυσόστομος λέγει ότι η αρχή του Σαμουήλ ήταν οι προσευχές της μητρός του, που
ήταν πράγματι η νοερά προσευχή, τα δάκρυα, η πίστη και όχι, όπως στους άλλους,
«ύπνοι και σύνοδοι των γεννησάντων μόνον».
Γι' αυτό και από μια τέτοια ευλογημένη ένωση γεννήθηκε ένας Προφήτης, αφού «σεμνοτέρας των άλλων έσχε τάς γονάς»7.
Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει
να θέλουν την γέννηση του παιδιού, να προσεύχωνται για την σύλληψη, και αυτό να
γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα προσευχής. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του
Τωβία, όπως την περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο Τωβίτ. Πριν συνέλθει ο
Τωβίας με την γυναίκα του είπε: «Ανάστηθι,
αδελφή, και προσευξώμεθα, ίνα ελεήση ημάς ο Κύριος» (Τωβ. η', 4). Κατά την
διάρκεια της προσευχής, μεταξύ άλλων, είπε: «Και νυν, Κύριε, ου δια πορνείαν εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου ταύτην,
αλλ' επ' αληθείας επίταξον ελεήσαι με και αυτή συγκαταγηράσαι. Και είπε μετ'
αυτού· αμήν· και εκοιμήθησαν αμφότεροι την νύκτα» (Τωβ. η', 7-8).
Από την προσευχή αυτή του Τωβία
φαίνεται ότι η σχέση μεταξύ του ανδρός και της γυναικός πρέπει να γίνεται σε μερικά
πλαίσια, τα οποία εκφράζουν την ψυχολογική και κυρίως την πνευματική ωριμότητα
των συζύγων. Η αναφορά πρέπει να είναι ο Θεός. Να σέβωνται ο ένας τον άλλο,
δηλαδή δεν πρέπει να βγάζουν της ενστικτώδεις διαθέσεις τους επάνω στον άλλο,
καθώς επίσης πρέπει να υπάρχη επιθυμία διαρκούς επικοινωνίας και συνδιατριβής.
Τελικά, ο γάμος πρέπει να ενεργή θεραπευτικά στην ζωή των ανθρώπων, πρέπει να
συντελή στην υπέρβαση της αναγκαιότητος του ενστίκτου και την βίωση του
προσώπου. Αν κάποιος δεν συμπεριφέρεται σωστά απέναντι στον άλλο, κατά την
διάρκεια της σχέσης, αυτό έχει άμεσα αποτελέσματα στην υπαρξιακή επικοινωνία
μεταξύ τους, αλλά και στην ψυχολογική συγκρότηση του παιδιού, …
Έπειτα, θα πρέπη να είναι σωστή η
στάση των γονέων και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι γονείς, ιδιαιτέρως η
μητέρα, πρέπει να προσεύχεται για το έμβρυο, να το θεωρή άνθρωπο, δικό της
παιδί και να χαίρεται για την παρουσία του.
Στην Αγία Γραφή βλέπουμε ότι και το
έμβρυο είναι πρόσωπο, αφού και από αυτήν ακόμη την σύλληψη του ο άνθρωπος
είναι πρόσωπο, άνθρωπος, γι' αυτό και στην Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζουμε και τις
ημέρες που συνελήφθησαν ο Τίμιος Πρόδρομος και η Παναγία. Πράγματι, ξέρουμε ότι
ο άνθρωπος, ακόμη και όταν είναι έμβρυο, μπορεί να λάβη Πνεύμα Άγιον. Ο
αρχάγγελος Γαβριήλ είπε στον Ζαχαρία, τον Πατέρα του Τιμίου Προδρόμου: «και Πνεύματος Αγίου πλησθήσεται έτι εκ
κοιλίας μητρός αυτού» (Λουκ. α', 15). Αυτό πραγματοποιήθηκε, όταν η Παναγία
επισκέφθηκε την έγκυο Ελισάβετ αμέσως μετά τον Ευαγγελισμό. «Και εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος
εν τη κοιλία αυτής· και επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή
μεγάλη και είπεν· ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας
σου. και πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ
α', 41-43). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύει ότι ο Τίμιος Πρόδρομος, ενώ
ήταν έμβρυο έξι μηνών στην κοιλία της μητέρας του, έλαβε Πνεύμα Άγιον και,
αφού έγινε Προφήτης, όπως αποδεικνύεται με το σκίρτημα, στην συνέχεια μετέδωσε
το προφητικό χάρισμα και στην μητέρα του, που την κατέστησε προφήτιδα και γι'
αυτό και εκείνη ανεγνώρισε ότι η γυναίκα που ερχόταν ήταν η Μητέρα του Χριστού8.
Επειδή το έμβρυο δέχεται την Χάρη
του Θεού, γι' αυτό και η έγκυος γυναίκα συμπεριφέρεται με σεβασμό απέναντί του.
Το αισθάνεται ως καρπό και ως δώρο του Θεού. Το αντιμετωπίζει σαν μια
ιδιαίτερη υπόσταση - πρόσωπο και προσεύχεται. Σε κάθε σκίρτημα του παιδιού
χαίρεται. Προσεύχεται για το έμβρυο. Δεδομένου δε ότι η θεία Κοινωνία του
Σώματος και του Αίματος του Χριστού αγιάζει ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό,
τους νεφρούς και τα σπλάγχνα, και δεδομένου ότι το έμβρυο έχει στενή σχέση με
την μητέρα του, γι' αυτό και η Χάρη του Θεού, που έρχεται δια της θείας Κοινωνίας,
επιδρά και στην ζωή του εμβρύου.
Γενικά, η έγκυος γυναίκα προσπαθεί
να ζη μια ήρεμη ζωή, χωρίς άγχος και ανησυχίες. Ο άνδρας της και το οικογενειακό
περιβάλλον προσπαθούν να εξασφαλίσουν καλές οικογενειακές συνθήκες, η
πνευματική ζωή της εγκύου γυναικός είναι ανεπτυγμένη και αυτό έχει σημαντικές
συνέπειες στο παιδί που θα γεννηθή. Μάλιστα δε, αν η γυναίκα κατά την διάρκεια
της εγκυμοσύνης προσεύχεται για το παιδί με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός
ημών ελέησον τον δούλον σου» και αν, μάλιστα, κατά την διάρκεια της γέννας
προσεύχεται για το παιδί και μέσα στους πόνους επικαλείται το έλεος του Θεού,
τότε χαρίζει στην ύπαρξη του παιδιού μια πνευματική σφραγίδα, που θα παραμείνη
ανεξίτηλη, προσφέρει στο παιδί ένα πνευματικό DΝΑ, το οποίο θα διαδραματίση
σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξή του9.
3. Η αγωγή στα νήπια και τα παιδιά
Μετά την γέννηση του παιδιού η αγωγή
συνεχίζεται με εντατικότερο ρυθμό. Βεβαίως, όλη η οικογένεια χαίρεται για την
γέννηση ενός παιδιού, οι συνθήκες αλλάζουν κάπως, επειδή το πρόγραμμα πρέπει να
προσαρμοσθή κατάλληλα, πολλές φορές δημιουργούνται ανησυχίες από τα κλάμματα
και τις φωνές του παιδιού. Όμως, πέρα από όλα αυτά πρέπει να δοθή μεγάλη
προσοχή στην πνευματική κατάσταση του παιδιού, δηλαδή οι δύσκολες συνθήκες που
δημιουργούνται στο σπίτι δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουν τον νου των γονέων,
ιδιαιτέρως της μάνας, και δεν πρέπει να ξεχασθή η πνευματική βοήθεια που πρέπει
να προσφερθή στα παιδιά.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη
αυτού του σοβαρού θέματος, είναι ανάγκη να δούμε ένα ενδιαφέρον σημείο, το ότι το
παιδί αμέσως μετά την γέννησή του έχει καλές προδιαγραφές για την αγωγή, αφού
ο νους του βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού.
Όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες της
Εκκλησίας μας, ο Αδάμ μετά την δημιουργία του βρισκόταν στον φωτισμό του νου
και συμπεριφερόταν ως άγγελος. Αμέσως μετά την πτώση σκοτίστηκε ο νους του, δηλαδή
έχασε την θεία Χάρη, και ο νους του περιέπεσε στον σκοτασμό με φοβερές και
συνταρακτικές συνέπειες για το σώμα του και την κοινωνία.
Προηγουμένως λέχθηκε ότι η
δημιουργία κάθε ανθρώπου γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο
δημιουργήθηκε ο Αδάμ, με την διαφορά ότι τότε ο Θεός ως πρώτη ύλη πήρε χουν από
την γη, τώρα λαμβάνει από το σπέρμα του ανδρός και το ωάριο της γυναικός και,
βέβαια, εμφυσά και δημιουργεί την ψυχή. Και ενώ μέσα από τα στοιχεία του
ανδρογύνου περνούν στον άνθρωπο οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, που
είναι η φθορά και η θνητότητα, η ψυχή βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού. Η
ψυχή του ανθρώπου και ο νους του θα ήταν σκοτεινός, αν η ψυχή περνούσε μέσα από
τους γεννήτορες. Όμως αυτό δεν γίνεται, και κατ' αυτό τον τρόπο η ψυχή
δημιουργείται από τον Ίδιο τον Θεό και γι' αυτό ο νους της είναι φωτισμένος.
Το ότι ο νους του παιδιού, αμέσως
μετά την δημιουργία του και την γέννησή του, βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού,
φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Στο σημείο αυτό θα
ήθελα να παραθέσω την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης.
Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο
Νύσσης στο τι γίνεται με τα νήπια τα οποία πεθαίνουν πρόωρα, γράφει: «ότι το προσδωκόμενον αγαθόν οικείον μεν
εστίν κατά φύσιν τω ανθρωπίνω γένει, λέγεται δε και κατά τινα διάνοιαν το αυτό
και αντίδοσις»10. Δηλαδή, αυτό που αναμένει ο άνθρωπος, η όραση
του Θεού, είναι οικείο κατά φύση στο ανθρώπινο γένος. Σε άλλο σημείο ο άγιος
Γρηγόριος Νύσσης λέγει: «η δε του βλέπειν
προς τον Θεόν ενέργεια ουδέν άλλο εστίν, ή ζωή τη νοερά φύσει εοικυία τε και
κατάλληλος»11. Δηλαδή, η ενέργεια του να στρέφεται κανείς στον
Θεό είναι κατάλληλη για την νοερά φύση, με την οποία ομοιάζει. Συμβαίνει εδώ
ό,τι και με τον οφθαλμό του ανθρώπου, που είναι κατάλληλος για την δράση του
φωτός, αν εν τω μεταξύ δεν ασθενήση.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης επιμένει
στο θέμα αυτό και ισχυρίζεται ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης, δηλαδή της
Βασιλείας των Ουρανών, είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η ασθένεια της
αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν σαρκικά. «Η
της ζωής εκείνης απόλαυσις οικεία μεν εστί τη ανθρωπίνη φύσει, της δε κατά την
άγνοιαν νόσου, πάντων σχεδόν των εν τη σαρκί ζώντων επικρατούσης»12.
Όσοι ασθενούν, κατά την νοερά δύναμη, στην συνέχεια θεραπεύονται με την
κάθαρση. Όμως, το νήπιο που δεν έχει ασθενήσει νοερά ακόμη, γιατί δεν διέπραξε
συνειδητά την αμαρτία, ζη μέσα στην φυσική κατάσταση και δεν χρειάζεται
θεραπεία. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Το
δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός
μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι
υγιείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο»13.
Από όλα αυτά συμπεραίνεται ότι ο
άνθρωπος με την γέννησή του βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού του νοός. Ο
νους των νηπίων, καθώς μεγαλώνουν, σκοτίζεται από δύο βασικούς παράγοντες.
Πρώτον, από τα αναπτυσσόμενα πάθη, τα οποία συνδέονται με τους δερμάτινους
χιτώνες της φθοράς και της θνητότητος, που είναι αποτέλεσμα της προπατορικής
αμαρτίας, και δεύτερον από τον σκοτασμό του περιβάλλοντος. Τόσο οι εσωτερικές
επαναστάσεις, όσο και η κατάσταση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν τα νήπια και
τα παιδιά, συντελούν στην έκπτωση του νου από τον φωτισμό, στον σκοτασμό του. Οπότε,
η εκκλησιαστική αγωγή αποβλέπει στην επανέλευση του ανθρώπου στην προηγούμενη
κατάσταση. Σε αυτό αποβλέπουν όλα τα θεραπευτικά μέσα που διαθέτει η Εκκλησία.
Ακριβώς δε στην πνευματική ανάπτυξη του νηπίου και του παιδιού συντελούν τρεις
βασικοί παράγοντες, ήτοι η Οικία, ο Ιερός Ναός και η κοινωνία (η στενή
κοινωνία, που είναι το Σχολείο, και η ευρύτερη κοινωνία). Όταν αυτοί οι
παράγοντες δεν λειτουργούν σωστά, τότε ο άνθρωπος υφίσταται κακή αγωγή,
σκοτίζεται ακόμη περισσότερο. Ενώ όταν λειτουργούν σωστά, τότε αντιμετωπίζονται
κατά τον καλύτερο τρόπο και οι αυξανόμενες εσωτερικές πιέσεις, λόγω αυξήσεως
των σωματικών και ψυχικών παθών. Θα δούμε λίγο αυτούς τους τρεις βασικούς
παράγοντες για την καλή αγωγή των παιδιών.
Πρώτος παράγοντας είναι η Οικία. Άλλωστε, είπαμε προηγουμένως
ότι η οικογενειακή ατμόσφαιρα διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της
πνευματικής υγείας του παιδιού. Το παιδί γνωρίζει την κοινωνία πρώτα μέσα στην
οικογενειακή ατμόσφαιρα και στην συνέχεια την γνωρίζει όταν εξέλθη από αυτήν.
Η ατμόσφαιρα του σπιτιού πρέπει να
είναι ατμόσφαιρα προσευχής. Φυσικά, όταν κάνουμε λόγο για ατμόσφαιρα προσευχής,
δεν εννοούμε ότι οι γονείς θα ακινητοποιούνται πολλές ώρες προσευχόμενοι, αλλά
ότι πρέπει να υπάρχη ένας προσανατολισμός των γονέων προς τον Θεό. Μπορεί
κανείς να χρησιμοποίηση πολλά παραδείγματα. Θα πρέπη η μητέρα την ώρα που
θηλάζει το παιδί της να προσεύχεται. Όταν ετοιμάζη το φαγητό, μπορεί κάποτε να
λέγη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Όταν έχη κάποια δυσκολία και
ένα πρόβλημα, τότε να στρέφη τον νου της στον Θεό και να αναζητά λύση από
Εκείνον και να περιμένη την δική Του βοήθεια.
Δεύτερος παράγοντας για την καλή
αγωγή των παιδιών, είναι ο Ναός. Η
οικογενειακή ζωή πρέπει να συνδέεται στενά με την εκκλησιαστική ζωή. Ο Ιερός
Ναός πρέπει να γίνη μια δεύτερη οικογένεια του παιδιού, όπου θα συναντήση την
ευρύτερη οικογένειά του, τον πνευματικό του πατέρα, που είναι ο Ιερεύς, και τα
άλλα μέλη της Εκκλησίας που είναι τα πνευματικά του αδέλφια.
Το παιδί από την μικρή του ηλικία
πρέπει να αποκτήση εκκλησιαστικά βιώματα από τις ακολουθίες και την ζωή του
μέσα στον Ιερό Ναό. Τα βιώματα, χωρίς ιδιαίτερες διδασκαλίες, θα ενσταλάζουν
στο παιδί το εκκλησιαστικό ήθος. Πέρα από το μυστήριο του Βαπτίσματος και του
Χρίσματος, το παιδί πρέπει να συνδεθή με το Ιερό Βήμα, με το αναλόγιο, όπου θα
μάθη τους ύμνους και την μουσική της Εκκλησίας. Πολλές φορές και το παιχνίδι
του παιδιού στο προαύλιο του Ιερού Ναού ασκεί μεγάλη επίδραση στην πνευματική
ωρίμανση και εξέλιξή του.
Βέβαια, όταν ομιλώ για εκκλησιαστική
ζωή και για μετοχή του παιδιού στις ακολουθίες και γενικά στην ατμόσφαιρα του
Ιερού Ναού, το εννοώ με την έννοια της πνευματικής ελευθερίας. Δηλαδή, όλα
πρέπει να γίνωνται αβίαστα και ελεύθερα. Οι γονείς κατευθύνουν τα παιδιά τους
με καλό τρόπο προς τον Ιερό Ναό, αλλά προσέχουν να μη τα εκβιάζουν, ακόμη και
αυτά τα νήπια. Μπορώ να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που ίσως
να είναι λίγο υπερβολικό, αλλά είναι εκφραστικό. Παρατηρώ πολλές φορές τους
γονείς να οδηγούν τα νήπια μπροστά στην Ωραία Πύλη για να κοινωνήσουν του
Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Εκείνα, επειδή έχουν διάφορες ανέκφραστες
και ακατανόητες για μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις, φωνάζουν, κλαίνε,
διαμαρτύρονται. Τότε πολλοί γονείς και συγγενείς εκβιάζουν το νήπιο, του κρατούν
τα χέρια και τα πόδια, του ανοίγουν βίαια και βάναυσα το στόμα για να το
κοινωνήσουν. Είναι μια σκηνή που δημιουργεί αποστροφή, γιατί δείχνει μεγάλη
αγριότητα και εκβιασμό. Έχω την γνώμη ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν
πρέπει να εξασκήται αυτή η εκβιαστική κίνηση, γιατί πιθανόν να δημιουργήση
τραυματικές εμπειρίες στα παιδιά, με πολλές συνέπειες στο μέλλον.
Γενικά, δεν είναι δυνατόν να
παρουσιάζουμε τον Χριστό ως αστυνομικό και εισαγγελέα. Γιατί αν έχουν τα παιδιά
μια τέτοια αντίληψη για τον Χριστό, τότε είναι ενδεχόμενο να τον μισήσουν
(Μοναχή Μαγδαληνή).
Τρίτος βασικός παράγοντας για την
καλή ανάπτυξη του νηπίου και του παιδιού είναι το Σχολείο και γενικότερα η κοινωνία.
Όταν το παιδί σε μια ορισμένη ηλικία των πέντε και έξη ετών εξαναγκάζεται να
βγη από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο ζούσαν γνωστά και αγαπητά
πρόσωπα, τότε υφίσταται μια μεγάλη δυσκολία. Και αυτό γιατί εισέρχεται σ' ένα
μεγαλύτερο περιβάλλον, στο οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, άγνωστα ως τότε, τα
οποία δεν το αποδέχονται όπως είναι, και έτσι αντιμετωπίζει εσωτερικές και
εξωτερικές συγκρούσεις. Πρόκειται για μια δύσκολη περίοδο της ζωής του, όμοια
με την περίοδο που το έμβρυο βγαίνει από την μήτρα της μητέρας του και εισέρχεται
σε μια άλλη ατμόσφαιρα. Όπως ισχυρίζονται οι παιδοψυχίατροι, την περίοδο αυτή
βιώνει μια ιδιότυπη κατάσταση θλίψης.
Πέρα από την δυσκολία αυτή, η
περίοδος αυτή είναι δημιουργική, γιατί το παιδί προετοιμάζεται για την
κοινωνικοποίησή του, την ψυχολογική του ωρίμανση. Είναι μια περίοδος κατά την
οποία εξέρχεται από το «εγώ» του και αντιλαμβάνεται το «συ». Είναι υποχρεωμένο
να προσαρμοσθή σε πολλά επίπεδα, να ανεχθή τους άλλους, να αντιμετωπίση την
κακία των άλλων, αλλά να δοκιμάση και τα χαρίσματά του.
Οι γονείς δεν πρέπει να
προετοιμάζουν το παιδί να παραμείνη μέσα στο κλειστό κύκλωμα του εαυτού του,
αλλά να βγαίνη έξω από αυτόν. Πράγματι, η αγοραφοβία είναι μια τραγική και
μεγάλη πληγή, που δημιουργεί άπειρα κακά. Και είναι παρατηρημένο ότι όσοι δεν
προετοιμάστηκαν για την είσοδό τους στην κοινωνία, διακρίνονται για μια
δυσπροσαρμοστικότητα σε όλη τους την ζωή.
Επομένως, οι γονείς που εξασκούν
αγωγή στα παιδιά δεν αποβλέπουν στην διαφύλαξή τους από το κακό που υπάρχει
στην κοινωνία, δεν σκοπεύουν στο να παραμένουν τα παιδιά μέσα σε μια ατμόσφαιρα
ηθικά αποστειρωμένη, αλλά αναπτύσσουν την υπευθυνότητα, ώστε με αυτήν την
πνευματική υπευθυνότητα να αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα που θα συναντήσουν
στην μετέπειτα ζωή τους. Με άλλα λόγια, προσπαθούμε να καταρτίσουμε ένα δυνατό
στομάχι, ώστε να έχη την ικανότητα να χωνεύη όλες τις τροφές. Αυτό σημαίνει ότι
κάνουμε μια αγωγή με θετικό και όχι αρνητικό τρόπο.
4. Μερικοί τρόποι αγωγής14
Η αγωγή των νηπίων και των παιδιών
είναι μια μεγάλη υπόθεση, είναι ένας οδυνηρός σταυρός. Απαιτείται μια θυσιαστική
αγάπη, μια εκούσια κένωση. Όποιος αναλαμβάνει αυτό το υπεύθυνο έργο γνωρίζει
καλά ότι θα στερηθή πολλά δικαιώματά του. Δεν θα αποβλέπει στην ικανοποίηση
των δικαιωμάτων του, αλλά στην εκπλήρωση των δικαιωμάτων των άλλων που αγαπά.
Άλλωστε, όσο η αγάπη συνδέεται με την θυσία και την υπέρβαση του εγώ, τόσο και
δείχνει ψυχολογική ωριμότητα. Όταν ο άνθρωπος εκζητά την αγάπη των άλλων, χωρίς
ο ίδιος να προσφέρη αγάπη, δείχνει ότι είναι άρρωστος ψυχολογικά και
πνευματικά. Όταν ζητά και να αγαπά και να αγαπάται, δείχνει ότι έχει μια
ψυχολογική ισορροπία. Και όταν αγαπά τους άλλους θυσιαστικά, χωρίς να αναμένη
ανταπόδωση της αγάπης, τότε δείχνει ότι είναι πνευματικά ώριμος και, επομένως,
υγιής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγεται η μητέρα, που αναλαμβάνει να
διαπαιδαγωγήση ένα παιδί, που σημαίνει να το ωριμάση και να το εντάξη σωστά και
οργανικά μέσα στην κοινωνία.
Θα ήθελα στην συνέχεια να παρουσιάσω
μερικούς τρόπους, με τους οποίους μπορεί να εξασκηθή σωστή αγωγή στα νήπια και
στα παιδιά, πριν ακόμη αρχίσουν τα μεγάλα προβλήματα, κατά την ηλικία της
εφηβείας.
Κατ' αρχάς είναι ανάγκη οι γονείς να
γνωρίζουν ότι το παιδί που παιδαγωγούν δεν είναι αποκλειστικά και απόλυτα δικό
τους, αλλά παιδί του Θεού. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν και να το ζουν, και όταν
το παιδί εκφράζη τον καλό εαυτό του, αλλά και όταν θυμώνη και οργίζεται ή
ατακτή. Και τότε, παρά τα λάθη, δεν παύει να είναι το παιδί του Θεού.
Χρειάζεται να στέκωνται απέναντί του με υπευθυνότητα.
Έπειτα, πρέπει τα νήπια και τα
παιδιά από την μικρή τους ηλικία, όπως είπαμε προηγουμένως, να προετοιμάζωνται
για να ενταχθούν αργότερα στην κοινωνία του Σχολείου και την ευρύτερη κοινωνία.
Αυτό γίνεται με το να μην ικανοποιούνται τα θελήματά τους. Το παιδί πρέπει από
την μικρή ηλικία να μάθη την μεγάλη αρετή της υπακοής, που σημαίνει να αποδέχεται
τον άλλο που ζη δίπλα του με αγάπη. Φυσικά, τα μαθήματα της υπακοής πρέπει να
γίνωνται με σωστό τρόπο, διακριτικά και με απέραντη αγάπη. Δεν είναι δυνατόν
να προσπαθούμε να θεραπεύσουμε το θέλημα του παιδιού, με την νοοτροπία ότι
«δαμάζουμε ένα ζώο». Το παιδί έχει ελευθερία, την οποία, πρέπει να σεβόμαστε,
και να το βοηθούμε, ώστε αύτη η ελευθερία του να λειτουργή ως αγάπη.
Ακόμη είναι ανάγκη να στεκόμαστε
απέναντι σε κάθε παιδί «υποστατικά». Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι γονείς, αφού
βλέπουν ότι κάθε παιδί της οικογενείας τους έχει διαφορετικό χαρακτήρα,
διαφορετική προσωπικότητα και, επομένως, καθένα θέλει την δική του
μεταχείριση. Κυρίως πρέπει να πούμε ότι κάθε δική μας αντίδραση σε συμπεριφορές
διάφορες των παιδιών πρέπει να εμπνέεται από την προσευχή. Δηλαδή, πρέπει να
προσευχόμαστε στον Θεό, ώστε να μας εμπνέη να κάνουμε το καλύτερο, ανάλογα με
τον χαρακτήρα του παιδιού, την ηλικία του, τις χρονικές στιγμές και τις
κοινωνικές καταστάσεις. Οι απαντήσεις που θα δίνουμε στα παιδιά δεν πρέπει να
προέρχωνται από την λογική, από την δική μας εμπειρία, που είχαμε από τα
παιδικά μας χρόνια, γιατί οι συνθήκες της τότε εποχής και της τωρινής είναι
διαφορετικές, αλλά να προέρχωνται από την καρδιά. Αυτό σημαίνει ότι με τις
απαντήσεις σε διάφορες απαιτήσεις των παιδιών πρέπει να στοχεύουμε στην
ανάπτυξη του φιλοτίμου του παιδιού και όχι σε υπακοή σε στυγνές συμβουλές και
νομικές διατάξεις.
Επί πλέον, πρέπει να εμπνέουμε στα
παιδιά την αρετή της φιλοξενίας. Αυτό, βέβαια, δεν διδάσκεται, αλλά βιώνεται
μέσα στο σπίτι. Όταν η οικογένεια έχη κοινωνικές σχέσεις και φιλόξενη διάθεση,
τότε το παιδί αφ' ενός μεν κοινωνικοποιείται πιο γρήγορα, αφ' ετέρου δε θα
μαθαίνη να είναι φιλόξενο και κοινωνικό στην μετέπειτα ζωή του. Το ότι σήμερα οι
άνθρωποι είναι απροσάρμοστοι κοινωνικά οφείλεται στην λεγομένη πυρηνική
οικογένεια την οποία συνάντησαν από τα παιδικά τους χρόνια.
Σημαντικό ρόλο στην διαπαιδαγώγηση
των παιδιών διαδραματίζουν και τα λάθη των γονέων, όταν ακολουθή η συγγνώμη.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι τα παιδιά δεν πρέπει να βρίσκωνται αντιμέτωπα με λάθη
των γονιών τους, με μαλώματα και διαπληκτισμούς. Βέβαια, το να μην υπάρχουν
τέτοιοι διαπληκτισμοί είναι καλό. Αλλά, ακόμη και κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες,
οι οποίες είναι αναπόφευκτες, όταν ακολουθήση η συγγνώμη, βοηθούν στην αγωγή,
γιατί το παιδί αντιλαμβάνεται ότι κανείς δεν είναι τέλειος και αλάθητος και
ακόμη γνωρίζει στην πράξη ότι και η μετάνοια είναι στοιχείο ζωής. Δηλαδή, και
τα λάθη, αλλά και η μετάνοια συνυπάρχουν στην ζωή μας. Αυτό ούτε κρατά το παιδί
απροσγείωτο, ούτε και το απογοητεύει.
Επίσης, θα ήθελα να υπογραμμίσω την
μεγάλη σημασία που έχει για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών η σοβαρή αντιμετώπιση
των παιδικών αντιδράσεων. Δηλαδή, τα νήπια και τα παιδιά αντιδρούν ποικιλοτρόπως
σε διάφορα γεγονότα. Συνήθως μεταφέρουν διάφορες λέξεις από το Σχολείο και την
γειτονιά ή συνηθίζουν να κάνουν μερικές πράξεις που ενδεχομένως να προκαλούν
τον γέλωτα στους μεγαλύτερους. Το μυστικό της υποθέσεως είναι οι γονείς να
αντιμετωπίζουν όλα αυτά με σοβαρότητα. Δεν πρέπει να γελούν, δεν πρέπει να ειρωνεύωνται.
Πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάθε παιδί σαν έναν μεγάλο άνθρωπο, αλλά στην δική
του ηλικία. Προσαρμόζουμε τον λόγο και τις απαντήσεις μας στην ηλικία του, αλλά
τις αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Ο άγιος Συμεών ο νέος
Θεολόγος γράφει ότι οι άγιοι και «τα
παιδία τα μικρά ώσπερ τελείους άνδρας / καθοράν τε και προσκυνείν καθάπερ τους
ενδόξους»15. Είναι βέβαιο ότι αν κάθε πράξη και λόγο των παιδιών
τα αντιμετωπίζουμε με γέλια, τότε το παιδί παραμένει ανώριμο και τραυματισμένο
στην ζωή. Το αντίθετο συμβαίνει όταν το αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και
υπευθυνότητα.
Ακόμη θα πρέπη να τονίσουμε ότι
είναι καλό να εμπνεύσουμε στο παιδί την εμπιστοσύνη σ' έναν καλό πνευματικό
πατέρα. Γιατί τότε το παιδί θα μάθη να λέη τα προβλήματά του σε κάποιο υπεύθυνο
πρόσωπο, που βρίσκεται και έξω από την οικογένειά του, οπότε υπάρχει διέξοδος
σε τραγικές ψυχολογικές καταστάσεις. Είναι σημαντικό να έχη κανείς κάποιον
στον οποίον θα αναφέρεται και θα ανοίγη τον εσωτερικό του κόσμο. Σε μια τέτοια
περίπτωση θα ωριμάση κοινωνικά και πνευματικά.