ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΠΟΛΙΤΟΥ,
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός
Νοεμβρίου κς'.
Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Κυδωνιέως,
άγιογράφου.
«Γεωργίω μάχαιρα πρόξενος τέλους, αυτή δε τούτω
πρόξενος και τοΰ στέφους.» «Γεωργίου έκκαι χάδι τάμεν αυχένα χαλκός.»
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ
«Ένδοξος εν μάρτυσιν ο κλεινός Γεώργιος ώφθη τοίς
Αρχαίοις
Εωσφόρος έλαμψε ..Συ εί μαρχύριον Χριστέ αγαλλίασμα»
Ο Άγιος Γώργιος ό Χιοπολίτης. Δια χειρός Φωτίου.
ΠΙΑΝΩ ΠΑΛΕ ΣΗΜΕΡΑ νά γράψω μιά παλιά ιστορία. Δεν
φταίγω αν λϊγω ούλο παλιές ιστορίες. Σήμερα ό κόσμος άλλαξε όλότελα, πάνε πλιά
κείνα τά χρόνια πού οί άνθρωποι είχανε άντρειοσύνη, φιλότιμο, μεράκια
λογιώ-λογιώ. Κι άπό τέτοια-τέτοια χαρίσματα γίνουνται οί ιστορίες, καί
διαλαλιοΰνται στό ντουνιά ονόματα καί πίθετα π’ ως τά τότες ήτανε σάν τό δικό
μου καί σάν τό δικό σου.
Άπό δω πού κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες,
κάστρα, κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε άπό μοβόρους παλληκαράδες καί
τώρα τούς αύλακώνουνε τά ξυλάλετρα. Αντίκρυ άπ’ τό παραθύρι πού κάθουμαι
φαίνουνται μέσα στό θολό πέλαγο τά βουνά τής Τουρκίας. Σέ κείνα τά μέρη
γεννήθηκα κ’ εγώ, κι άν ήτανε κανένας παρών τώρα πού κοιτάζω κατά κεΐ, θάν
έβλεπε πώς τά μάτια μου είναι δακρυσμένα. Μά κ’ έδώ, σέ τούτο τό νησί πού πατώ,
καί πέρ’ άπό δώ, τά χώματα είναι βασανισμένα άπ’ τόν Τούρκο. Όπου πατήσεις καί
δπου σταθείς, βλέπεις καί θυμάσαι τή σκληρότη αύτουνοΰ τού σκύλου, πού ξεπέζεψε
σά μερμηγκιά άπάνου σέ τούτα τ’ άρχαΐα χώματα, μπήκε μέσ’ στά σπίτια μας,
πατσαβούριασε τήν τιμή μας, ροΰφηξε τό αίμα μας. Χιλιάδες μέρες καί χιλιάδες
νύχτες χτυποκάρδι πώς περάσανε καί βγάζει πάλε ξανά ή γης έτούτη νιοΰς καί
κοπέλες! Πώς δέν ξεράθηκε γιά οϋλους τούς αιώνες τό δέντρο πού μαράθηκε άπ’ τό
φαρμακερό χνώτο αύτουνοΰ τού φιδιού! Ρωτιέμαι μέσα μου καί κοιτάζω καί τά
βουνά, ρωτώ τή γης πού ’δε τόσα καί τόσα, ρωτώ τή θάλασσα... Στά γκρεμνισμένα
κάστρα κείτουνται άκόμα σά θρεμμένα γουρούνια τά κανόνια μέ τόν ντουρά τού
σουλτάνου, πράσινα άπ’ τή σκουριά, τά μάσκουλα είναι παρατημένα δώ κ’ εκεί. Οί
μαρμαρένιες μπάλες, τά διπλά τοπούζια [1] στέκουνε σωροί χωμένα μέσα στή γης,
γιά κείτουνται άλάμ-ταρλάμ[2] στό κύμα τής άκρογιαλιάς. Στά ντουβάρια είναι
χτισμένες οί πλάκες μέ τ’ άφορεσμένα ζερβοψήφια τού Μεμέτη. Άπό μέσ’ άπ’ τά
όγρά κατώγια κι άπ’ τούς μπαρουτχανέδες, σά ν’ άκοΰς άκόμα τις φωνές πού
βγάζανε οί μαύροι βασανισμένοι μέ τά δαρμένα κορμιά, μέ τα βουλιασμένα μάτια, σγουμποί,
δίχως αίμα λές καί βλέπεις άκόμα τά ταγκαλάκια, τούς μπασιμποζούκηδες,
σταυροπόδι μέ τις κάμες στά ζουνάρια, μέ τα θεόρατα μπασλίκια στά κεφάλια, νά
βιγλίζουνε άπάνου στις ντάμπιες. Καί κάτ’ άπ’ τό κάστρο άρχινάνε τά σπίτια, τά
τουρκόσπιτα, μ’ ένα σωρό μιναρέδες δώ κ’ έκεΐ. Οί χαραμοφάγοι πήρανε τά
χωράφια, πήρανε τ’ αμπέλια, δέν αφήσανε γής μηδέ γιά μνημόρι. Κι ό νοικοκύρης
πήγε καί λούφαξε κλωτσημένος μέσα στά λαγούμια, μέσα στά χαλάσματα, πεινασμένη
λεμπεσουριά. Έτσ’ είναι ό νόμος τού πόλεμου γιά τόν Τούρκο.
Καί, μ’ όλο τούτο, ό ραγιάς καί σέ τούτη τήν
καταντιά έθρεφε μέσα στό βερέμικο [3] κορμί αϊστημα κι άνθρωπιά. Άγάλι’-άγάλια
άνεράγωσε. Περάσανε χρόνια καί χρόνια ώς νά ξεχλωμιάσει άπ’ τήν τρομάρα πού
πήρε σάν έπεσ’ ή Πόλη. Στό τέλος τά κατάφερε νά μήν περνά τή ζωή του
στραβοκωλιάζοντας σάν σκύλος μπρος στούς σκύλους. Είχανε κείνοι πασάδες,
ντερεμπέηδες, άγάδες, μουφτήδες- είχανε κ’ οί χριστιανοί δημογερόντους,
προεστούς καί δεσποτάδες. Μά οί άρχόντοι τους κ’ οί προεστοί τους δεν ήτανε
καλοπερασμένοι άφεντάδες, μόνο είχανε ζωγραφισμένη άπάνου στά προσώπατά τους
μιά πίκρα κ’ ένα μεράκι. Τό μάγουλό τους ήτανε δίχως αίμα, ή ματιά τους ταπεινή
καί θλιμμένη, τό μουστάκι τους άστριφτο, τά γένια τους παρατημένα άπό χτένι κι
άπό μπαρμπέρη, λές κ’ ήτανε τίποτις άσκητάδες γή άγιοί, κι όχι άρχόντοι άπό
μεγάλα σόγια. Ό Τούρκος καμωνότανε τόν φίλο, μά οί ραγιάδες δέν τόν
μπιστευόντανε. Οί άρχόντοι τους πεθαίνανε μέ τήν κρεμάλα καί μέ τό παλούκι, οί
παπάδες τους άγιάζανε μέ τό χαντζάρι. Ή κουβέντα τους ήτανε σάν κλάψα, τό
τραγούδι τους θρήνος, τό περπάτημά τους τεμενάς καί σελάμ άλέκιουμ. Φαρμάκι
άπάνου στά φαρμάκια.
'Η ιστορία πού σκεδιάζω έγινε έκατό χρόνια πρί
γεννηθώ. Μά στέκει τόσο ζωηρή μέσ’ στό μυαλό μου, πού μοϋ φαίνεται πώς ήμουνα
κιόλας φερμένος στόν κόσμο, κ’ είδα μέ τά μάτια μου τά όσα ξιστορώ τόσο καλά
μοΰ τά παραστήσανε κείνοι πού μ’ άναθρέψανε.
Κάθε χρόνο στις 26 τού Νοέβρη άποβραδίς χτυπούσανε
θλιβερά οί καμπάνες στά δώδεκα καμπαναριά τής πολιτείας, κι ούλος ό κόσμος
φορεμένος τά καλά του πάγαινε στό παζάρι κι άναβε κεριά καί τά κολλούσε άπάνω
σέ μιά ματωμένη πέτρα, κι άνεσπαζότανε τ’ άσημωμένο κεφάλι τ’ 'Άγιου Γιώργη τού
Χιοπολίτη, πού ’χε μαρτυρήσει σέ κείνο τό μέρος κι άπάνου σέ κείνη τήν πλάκα.
Οί καμπάνες χτυπούσανε ίσαμε τά μεσάνυχχα, κι ό πιό πολύς ό κόσμος δέν
κοιμότανε, μόνο διαβάζανε μέσα στά σπίτια τό συναξάρι τ’ Άγιου Γιώργη, κ’ οί
γέροι διηγόντουσαν τό τί θυμόντανε άπ’ τή σφαγή του, εϊτε τό τί είχανε άκουστά
άπ’ τούς γεροντότερους. Κ’ έτσι στην καρδιά μας, έμάς των μικρών, άπόμνησκε μιά
θλίψη, πού βαστοΰσε δυό καί τρεις μέρες, κατά τό αϊστημα τού καθενούς. Κ’ έγώ
από μικρός είχα πιθυμιά νά γράψω τήν ιστορία του γιά ν’ άπο μείνει άπ’ τό χέρι
μου.
Τώρα πού ’λειψε άπ’ τό πρόσωπο τής γης ή βασανισμένη
πολιτεία πού γεννήθηκα, κ’ οί έκκλησιές γενήκανε τζαμιά καί τάβλες [4], ποιος
ξέρει ποιος άνεμος άραγε πήρε τό λείψανο τ’ Άγιου Γιώργη τού Χιοπολίτη. Έμαθα
πώς ό δεσπότης τό ’χε κατεβασμένο σέ κρυψώνα, μαζί μέ τά θαματουργά κονίσματα
καί μέ τούς κώντικες. Μά κι αυτός κι ούλοι οί παπάδες περάσανε άπ’ τό μαχαίρι,
καί δέν μπορεί πλιά κανένας νά μάς πει μηδέ πού βρίσκεται ή ματωμένη πέτρα τού
παζαριού.
Ή πολιτεία πού λέγω, άναγνώστη πικραμένε, δέν είναι
καμιά άπό κείνες πδχουνε παλιά δόξα κι όνομα ξακουσμένο. Μηδέ Ρώμη είναι, μηδέ
Αθήνα, μηδέ Τρωάδα, μηδέ καμιά άπ’ τις άλλες ξακουσμένες πολιτείες. Τ’ όνομά
της είναι σβησμένο κιόλας άπ’ τή θύμηση τού κόσμου, ή στορία της σκοτεινή, ή
τοποθεσία της παράμερη, μ’ έναν λόγο καί κείνη κι ό ιστορικός της βρίσκουνται
κ’ οί δυό τους σέ όμοια άφάνεια, ώστε νά μή μπορεί ό ένας μας νά δώσει τ’
άλλουνοΰ κείνο πού τ’ άρνήστηκε ή ιστορία, τή φήμη.Άν λάχει νά περάσεις μέ
καράβι άπ’ τό μπουγάζι τής Μυτιλήνης, θά δεις κατά κεΐ πού βγαίνει ό ήλιος κάτι
χαμηλά βουνά άπάνου στή στεριά τής Ανατολής. Κατά τόν βοριά στέκει τό Κάζ Ντάγ,
τό μεγάλο βουνό πού τό λέει Ίδη ό Όμηρος καί πώς στήν κορφή τουτουνοΰ τού
βουνού καθόντανε τάχα οί Δώδέκα Θεοί καί σεργιανίζανε τόν πόλεμο τής Τρωάδας.
’Άν σιμώσεις περσότερο στή στεριά, θέλεις άπορέσει πώς δε φαίνεται πουθενά ή
πολιτεία. "Ενα σωρό ρημονήσια μικρά καί μεγάλα είναι σκόρπια
γύρου-τριγύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο, τό Ταλιάνι λεγόμενο
καί, σάν τραβήξεις παραμέσα, θά δεις άνέλπιστα ν’ απλώνει μπροστά σου ένας
μεγάλος κόρφος ίδιος λίμνη, πού δέν τόν ύπόπτευες πίσ’ άπ’ τά βουνά.
Μέσα κεϊ
θά δεις καί τήν πολιτεία πού σοΰ λέγω, σά νά ’ναι φωλιασμένη, κρυμμένη άπό κάθε
μάτι.Ποιος ξέρει βάσιμα πότε τή χτίσανε! Λένε πώς τή χτίσανε κατά τά 1600. Καί
πώς κείνοι πού τή χτίσανε, πήγανε καί τρυπώσανε μέσα σέ κείνο τό θαλάμι, γιά νά
ξεφύγουνε άπ’ τούς κουρσάρους, πού κάνανε θρήνος δξου στό πέλαγο. "Ως τά
1770 αυτοί οί άνθρωποι, δπως ούλοι οί Ρωμιοί τής Τουρκίας, ζούσα- νε κρυφά άπ’
τόν Θεό. Τότες φανερώθηκε ένας παπάς τετραπέρατος, καί μέ τόση πιτυχία έβγαλε
πέρα τό δ,τι καταπιάστηκε, πού φαίνεται πώς ήτανε σταλμένος άπ’ τόν Θεό. Τόν
λέγανε παπα-Γιάννη Οικονόμο. Άλλοι τόν παραστήσανε όλότελα άγράμματον, άλλοι
είπανε πώς ήτανε σπουδασμένος, βγαλμέος άπ’ τό μεγάλο σκολειό στ’ Άγιονόρος.
"Οπως καί νά ’ναι, ένα είναι τό σωστό, πώς στάθηκε ό στύλος τής πολιτείας
καί πώς τόση ήτανε ή άξοσύνη του, ή άφοβιά του κ’ ή πολιτική του, πού, δπως
έγραψε ό Γάλλος Διδότος, αν γεννιότανε σέ έθνος λεύτερο καί σέ άλλους καιρούς,
ήθελε κατασταθεΐ άνθρωπος ξακουσμένος σ’ ούλον τόν κόσμο.Παραπάνω είπα πώς τ’
Άϊβαλί ξακούστηκε ΰστερ’ άπό τά 1770.Κείνον τόν χρόνο πιάστηκε σέ μεγάλη
ναυμαχία ό Τούρκος μέ τόν Ροΰσο μέσ’ στά νερά τού Τσεσμέ. Αυτή τή μεγάλη νίκη
τής Ρουσίας τήν ξέρουνε ούλοι, μά κείνο πού δέν ξέρουνε είναι τό πώς τά ’φερε
βολικά ή τύχη τού Οικονόμου, ώστε νά κερδίσει καί κείνος μιά νίκη γιά τόν τόπο
του.
'Ο παπα-Γιάννης Οικονόμος.
Σάν σκόρπισε κακή-κακώς ή τούρκικη αρμάδα, ένας άπ’
τούς ναύαρχους, ό Χασάν-πασάς, πού τού ’δωσε αργότερα ό σουλτάνος τήν έπωνυμία
Γαζής, δηλαδή Νικητής, γλύτωσε άπ’ τό Χάρο παρά τρίχα. Τράβηξε τότες νά πάει
στήν Πόλη άπό στεριά, έπειδής ή θάλασσα ήτανε πιασμένη άπ’ τόν οχτρό, κ’ έλαχε
νά κονέψει ένα βράδυ στήν πολιτεία τοΰ Οικονόμου σέ κακό χάλι. Κι ό παπάς τόν
συμμάζεψε σπίτι του καί τόν ζωογόνησε, τόσο πού, μισεύοντας ό Τούρκος, πήρε
δρκο πώς δέ θά ξέχανε ποτές τήν καλοσύνη πού ’χε δει άπ’ τόν Οικονόμο.
Έλα-έλα, σάν περάσανε ένα-δυό χρόνια, μαθεύτηκε πώς
ό Χασάν-πασάς ό Γαζής θέριεψε κ’ έγινε παντοδύναμος συμβουλάτορας τοΰ σουλτάνου
καί πώς κείνος ήτανε τό δεσμεϊν καί λύειν στην Πόλη. Σάν έφταξε στ’ αυτί τοΰ
Οικονόμου ή τέτοια είδηση, σηκώθηκε δίχως νά χασομερήσει καί πήγε στήν Πόλη.
Καί, φτάνοντας στήν Πόλη, πρίν ν’ ανεβεί στό παλάτι, φρόντισε μαζί με τόν
Μαυρογένη καί με τόν Πετράκη, τόν άρχισαράφη τής Πόλης, πού ’χανε μεγάλη ισχύ
κ’ ήτανε φίλοι του, καί σύνταξε σε χαρτί τό τί πιθυμοϋσε νά τόν ευκολύνει ό
πασάς.
Καί, παγαίνοντας στό παλάτι, τόν υποδέχτηκε ό
Χασάν-πασάς μέ μεγάλη έγκαρδιότη καί τόν ρώτηξε τί χάρη ήθελε απ’ αυτόν. Τότες
ό Οικονόμος ξετύλιξε τό χαρτί, γιά νά διαβάσει ό βεζίρης τό τί αγαπούσε. Καί
κείνος, σάν άνθρωπος πού κρατά τό τάξιμο πού βγαίνει άπό τό στόμα του, έκανε
ριτζά [5] στό σουλτάνο νά μή φύγει μ’
άδειανά χέρια ό παπάς, ξιστορώντας του τό πώς τόν είχε συμμαζέψει γυμνόν καί
ξετραχηλισμένον στό σπίτι του. Καί, στ’ άλήθεια, ή Πόρτα έβγαλε φετβά πού
διαλάβαινε τά προνόμια πού δινόντανε στήν πολιτεία τοΰ Οικονόμου:
α') Όσοι Τούρκοι έχουνε σπίτι μέσα στήν πολιτεία, νά
φύγουνε παρευθύς μαζί μέ τις φαμελιές τους στά τουρκοχώρια πού ’ναι όλοτρόγυρα.
Καί στό εξής κανένας Όθωμανός δέν έχει τήν άδεια ν’ ανοίξει σπίτι καί τζάκι
μέσα στή χώρα. Καί Τούρκος καβαλάρης νά μή ζυγώνει στό έμπα τής πολιτείας, παρα
οσο ακουγεται πετεινός. Κι αν κανένας επίσημος του στρατού τύχει νά ’μπει
καβάλα μέσα στή χώρα, νά βγάζει τά πέταλα τοΰ χαϊβανιού του.
β') Ή πολιτεία λογαριάζεται στό εξής ανεξάρτητη άπό
τόν ντερέμπεη πού θά διορίζεται στά πέριξ.
γ') Ή κυβέρνηση, ή δικαιοσύνη καί τά κουμέρκια
δίνουνται στούς ντόπιους χριστιανούς, οί όποιοι έχουνε χρέος νά πληρώνουνε
σαρανταοχτώ χιλιάδες γρόσια κάθε χρόνο.
δ') Καϊμακάμης, αγάς γιά βοεβόνχας θά στέλνεται άπ’
τήν Πόλη, μά θά διορίζεται κείνος πού θέλουνε διαλέξει οί χριστιανοί, κι άπ’
τούς χριστιανούς θά πληρώνεται καί πάλε άπ’ τούς χριστιανούς θάν άλλάζεται,
δποτε κρίνεται πρέπον.
ε') Καδής θά στέλνεται άπ’ τήν Πόλη ή άπ’ άλλου, μά
θέ νά ’ναι καί τούτος μισθωτός τών χριστιανών.
ζ') Φρούραρχος δέν έπιτρέπεται νά καθίσει μέσα στή
χώρα, μηδέ νά περάσει άπό μέσα.
ζ') Ή πολιτεία στό εξής δέν θά δίνει δέκατο δπως
πριν, άμή ό κάθε νοικοκύρης έχει χρέος νά πληρώνει δυό παράδες γιά κάθε
λιόδεντρο.
Κι άλλα πολλά. Λένε μάλιστα πώς τ’ Άϊβαλί
περιλάβαινε στην περιφέρειά του καί τρία χωριά τούρκικα, κι άκόμα τά ελληνικά
χωριά πού ’ναι στό μπάσιμο τού μπουγαζιού τής Πόλης, τά λεγάμενα Γκιαούρ
Κιόγια.
Κρατώντας στά χέρια του τέτοια δώρα ό Οικονόμος,
γύρισε χαρούμενος στην πατρίδα του. Κι άπό τότες εύτύχησε ό τόπος, κι άτός του
ό Οικονόμος δοξάστηκε, καί τόν τρέμανε οί γειτόνοι του ντερεμπέηδες Όμέρ άγάς
κι ό Μπουρούντογλους, κι ό ίδιος ό μοβόρος Καραοσμάνογλους τής Πέργαμος, γιατί
τούς πολέμησε δχι μόνο μέ τό μεγάλο χατίρι πού ’χε άπό μέρος τής Πύλης, μά καί
μέ τά δπλα, άρματώνοντας οΰλους τούς χριστιανούς του. Κ’ ή χώρα έφταξε μέ τόν
καιρό σέ μεγάλη άκμή καί σέ πολύ πληθυσμό, γιατί οί κατατρεγμένοι χριστιανοί
άπό τά νησιά κι άπ’ τη Ρούμελη κι άπ’ τό Μόριά βρίσκανε κεϊ καταφύγιο κ’
ησυχία.
Καί, σάν καταλάγιασε άπ’ τις έγνοιες πού τόν
ξηλώνανε άπ’ δξω, έβαλε θεμέλιο στά 1780 κ’ έχτισε τήν φημισμένη έκκλησιά τής
Παναγιάς τών Όρφανών, μέ άμβωνα καί μέ δυό δεσποτικά, ένα γιά δεσπότη κι άλλο
ένα γι’ άρχιμαντρίτη, άπό φίλντισι κι άμπανόζι, στολισμένα μέ κοχύλια τής
Ερυθρής Θάλασσας,
κι ακόμα έκανε παγκάρια κι αναλόγια, ούλα δουλεμένα
με μαστοριά, καί τή στόλισε με τέμπλο σκαλισμένο μέ τέχνη, καί στόρησε τούς
τοίχους μέ ζουγραφιές πολύ πιτυχημένες. Καί παράγγειλε σέ ντόπιους τεχνίτες
μανάλια θαυμαστά καί ξαφτέ-ρουγα καί θυμιατά, μ’ έναν λόγο πρώτη φορά γίνηκε
στην Ανατολή μιά τέτοια έκκλησιά.
Μαζί μέ την έκκλησιά έχτισε κ’ ένα μεγάλο σκολειό,
μέ ιδιαίτερους όντάδες γιά νά κάθουνται οί δασκάλοι κ' οί μαθητάδες πόρχουνταν
άπ’ άλλα μέρη, κ’ έκανε καί βιβλιοθήκη μέ βιβλία θεολογικά καί φιλοσοφικά κι
άλλα διάφορα. Αύτό τό σκολειό φημίστηκε σ’ ούλον τόν κόσμο ύστερότερα, πού ’χε
πιά πεθάνει ό Οικονόμος, καί δασκάλοι σταθήκανε ό Σαράφης άπ’ τ’ Άϊβαλί, κι ό
Βενιαμίν ό Λέσβιος κι ό ξακουστός Θεόφιλος Καΐρης.
Μά ό Οικονόμος δέν πρόφταξε νά καλοδεϊ τούς καρπούς
των έργων του καί πέθανε πενηνταέξι χρονώ, ναί μέν άναπαμένος πώς έχτέλεσε ό,τι
μπόρεσε γιά τόν τόπο του, μά πικραμένος άπ’ τις άβανιές των οχτρών του κι άπ’
τό σκοτωμό τοΰ φίλου του τού κυρ-Πετράκη, πού θανατώθηκε στήν Πόλη κατά προσταγή
τοΰ σουλτάνου στά 1786. Κ’ ήτανε τόσος ό φόβος πού ’χε πάρει ό Καραοσμάνογλους
άπ’ τόν Οικονόμο, πού, σάν έμαθε πώς πέθανε, πήγε στό μνήμα καί πρόσταξε νά τ'
άνοί-ξουνε, γιά νά βεβαιωθεί πώς τ’ δντις πέθανε. Καί, σάν είδε τό λείψανό του,
έκλαψε καί προστάτεψε τή γενιά του άπ’ τούς φτονερούς οχτρούς του. Κανένας
άλλος χριστιανός δέ φάνηκε στήν Τουρκιά κείνα τά χρόνια, πού νά ’χει τήν
έξυπνάδα, τήν πολιτική του καί τήν άφοβιά του. Ό,τι πιχειρίστηκε τό ’φερε σέ
καλό τέλος καί δέ δείλιαζε μπρος σ’ ούλη τήν Τουρκιά. Κι αυτή τή φώτιση, κι
αυτή τήν άποκοτιά, λένε πώς τήν έπαιρνε άπ’ τό σπαθί τ’ Άγιου Κωσταντίνου κι
άπ’ τό γόνατο τ’ Άγιου Γιώργη, άνεχτίμητα δώρα τοΰ πρωτοσαράφη Πετράκη. Άπάνου
στή μιά μεριά τοΰ σπαθιοΰ του, ήτανε γραμμένα τά παρακάτου λόγια τοϋ Ψαλτηρίου:
«Κύριε, δίκασον τούς άδικοΰντάς με, πολέμησον τούς πολεμοϋντάς με, έπιλαβοϋ
όπλου καί θυρεού», κι άπ’ τήν άλλη ήτανε σκαλισμένος ό Χριστός μέσα στ’ Άγιο
Ποτήριο. Μάλιστα λένε πώς αύτό τό σπαθί ξέπεσε στή Σύρα, καί πώς κατασκέθηκε
άπ’ τήν κυβέρνηση, πού τό ’δωσε δώρο τού Καποδίστρια. Καί πώς κείνος πάλε τό
’στειλε στόν τσάρο της Ρουσίας Νικόλαο τόν Πρώτο, καί πώς αύτό τό σπαθί ήτανε
ζωσμένος στόν πόλεμο τής Κριμαίας.
Μ’ όλο πού βγαίνω άπ’ τήν ιστορία μου, θά τραβήξω
λίγο παραπέρα.
Στά χρόνια τής Επανάστασης, τ’ Άϊβαλί ξεγράφτηκε άπ’
τή χάρτα τοϋ Τούρκου πρώτη άπ’ ουλές τίς πολιτείες τής Ανατολής. Τις πρώτες
μέρες τού Μαγιού τού 1821 είχανε φανεί όξ’ άπ’ τό λιμάνι του τά έλληνικά
καράβια. Τά τούρκικα κάτεργα, όπως ήτανε βαριά κι άργοκίνητα, δέ μπορούσανε νά
τά προφτάξουνε, κ’ έτσι οί "Ελληνες μποδίζανε τούς Τούρκους νά ρίξουνε
στρατό άπάνου στά νησιά. Μάλιστα κάψανε μπρος στό λιμάνι δυό καΐκια γεμάτα
Τούρκους στρατιώτες άπ’ τήν Πέργαμο, κεϊ πού πασκίζανε νά περάσουνε κατά τή Ρούμελη.
Σέ λίγο φτάξανε διαταγές άπ’ τήν Πόλη στόν πασά τής
Προύσας καί στόν πασά τ’ Άϊντινιοΰ, νά φυλάξουνε καλά τά κατάγιαλα. Τότες ό
πασάς τής Προύσας, λαβαίνοντας άφορμή, έπιασε νά στενεύει τούς Άϊβαλιώτες μέ
προσταγές καί μέ κάθε μέσο. Μά ψυχοβγάλτης τούς στάθηκε ό άγάς τής Πέργαμος,
γιατί λάβαινε διαταγές άπ’ τό βεζίρη Χαλέτ, πού ’θελε άμέτ-μουχαμέτ [6] νά χαλάσει τήν πρώτη πολιτεία τής
χριστιανοσύνης στήν Ανατολή. Τ’ άγρια κοπάδια, τά ταγκαλάκια, καί τά ζεϊμπέκια,
πού διψούσανε τόσα χρόνια τό αίμα τής χαδεμένης πο λιτείας, άναφτερούγιαξαν
καρτερώντας τή στιγμή νά πέσουνε άπάνου της.
Κατά τις 15 Μαγιοϋ φανερωθήκανε άξαφνα, άπάνου στά
ψηλώματα πού ζώνουνε τήν πολιτεία άπό στεριά, εφτακόσιοι καβαλάρηδες, καί
θελήσανε νά στρατοπεδέψουνε μέσα στό παζάρι. Μά οί προεστοί παρακαλέσανε νά μήν
έμπουνε μέσα, γιά νά λείψουνε οί παρεξήγησες πού θά ’βαζε ό διάολος ανάμεσα
στον στρατό καί στούς χριστιανούς κ’ έτσι οί Τούρκοι πήγανε καί στήσανε τίς
τέντες τους στόν κάμπο, σέ μιάν ώρα άπόσταση άπάνω-κάτω.
Μά κεΐ πέρα σμίξανε μέ τούς γενίτσαρους πλήθος
ταγκαλάκια άπ’ τά κοντινά χωριά, αρματωμένα ίσαμε τά δόντια. Κι ό αξιωματικός
έστειλε καί γύρευε νά τού παραδώσουνε οί χριστιανοί χιλιάδες τουφέκια καί
μαχαίρια. Κ’ έπειδή τού παραδώσανε πολύ λίγα, μήν έχοντας στ’ αλήθεια άλλα, οί
Τούρκοι πιάσανε καί σκοτώσανε τούς ξοχάρηδες καί τούς τσομπάνηδες, ληστεύοντας
τά χτήματα καί τά ποστατικά. Οί φουκαράδες Άϊβαλιώτες πήρανε άπόφαση νά
διαφεντέψουνε τή ζωή τους καί τήν τιμή τους, κι ό καθένας άρματώθη κε μ’ ο,τι
μπόρεσε. Ό Τούρκος άξιωματικός μήνυσε τότες στόν πασά τής Προύσας πώς
έπαναστάτησε τ’ Άϊβαλί. Κι άπάνου σ’ αυτά, φανήκανε άνοιχτά άπ’ τό λιμάνι τά
τούρκικα καράβια.
Οί χριστιανοί, ζωσμένοι άπό στεριά κι άπό θάλασσα,
στείλανε τούς προεστούς μέ δώρα στόν ναύαρχο, κι άλλοι άποσταλμένοι πήγανε στήν
Πέργαμο, γιά νά καλοπιάσουνε τόν άγά καί τούς μαντατοφόρους τού πασά τής
Προύσας. Μά στό μεταξύ τά πράματα σκοτεινιάσανε. Στις 17 Μαγιού ό Ψαριανός
Παπανικολής τίναξε στόν αγέρα ένα τούρκικο δίκροτο κοντά στήν Έρεσσό, καί
κυνήγησε ουλή τήν άλλη άρμάδα, ως πού πήγε καί τή στρίμωξε μέσα στά μπουγάζια
τής Πόλης.
Τή μέρα πού φανήκανε οί νικητές στά νερά τ’
Αϊβαλιοΰ, φτάξανε κι άλλοι Τούρκοι γιά ενίσχυση, καί πιάσανε τά ψηλώματα τής
στεριάς καί τό μόλο. Τά ελληνικά καράβια είχανε μάθει σέ τί άσκημη θέση
βρισκόντανε οί Άϊβαλιώτες. Πολλοί άπ’ αύτουνούς περάσανε κρυφά στά Μοσκονήσια.
Στίς 2 Ιουνίου τά γλυκοχαράματα, μπήκανε στήν
πολιτεία τρεις χιλιάδες γενιτσάροι καί πιάσανε τό μόλο. Ό Νταούτ-πασάς πού τούς
όριζε, ζήτηξε άπ’ τούς προεστούς πολλές χιλιάδες γρόσα, ρεφενέ τής πολιτείας
γιά τή θροφή τοΰ στρατού. Μά κείνοι άποκριθήκανε πώς δέν έχουνε, γιατί ή χώρα
βρίσκεται παρατημένη άπ’ τούς παραλήδες, πού ’χανε φύγει πρωτύτερα. Οί Τούρκοι
τότες άρχίσανε ν’ άκονίζουνε τά μαχαίρια, κι ό κόσμος κλείστηκε μέσα στά σπίτια
καί περίμενε ώρα μέ τήν ώρα νά πιάσει ή σφαγή. Μά πάλε βοήθησ’ ό Θεός.
Εβδομήντα ελληνικά καράβια φανήκανε άξαφνα όξ’ άπ’
τό λιμάνι γιά νά δώσουνε βοήθεια τών χριστιανών κι άρχινήσανε γλήγορα νά
παίρνουνε άπάνου τούς Μοσκονησιώτες. Ούλος ό κόσμος άνοιξε τις πόρτες καί
χύθηκε στό κατάγιαλο, σέρνοντας μαζί δ,τι μπόρεσε ό κάθε άνθρωπος. Θρήνος καί
κλαθμός. Άντρες, γυναίκες, κοπέλες, γριές, παιδιά, ποδοπατιόντανε μ’ άπελπισία
θέλοντας νά μπαρκάρουνε. Άλλοι πέφτανε στή θάλασσα γιά νά προφτάξουνε τις
βάρκες, άλλοι βρίζανε, άλλοι κλαίγανε, άλλοι κράζανε τούς δικούς τους. Οί
βάρκες βουλιάζανε άπ’ τό πλήθος, κ' οί βαρκάρηδες άγωνιζόντανε ν’ άβαράρουνε,
γιά νά ξεμακρύνουνε άπό τή στεριά, βαρώντας μέ τό κουπί τόν παλαβωμένον κόσμο
πού χύμιζε. Μά καί σάν τά καταφέρνανε τά καΐκια ν’ άνοίξουνε άπ’ τή στεριά,
πλήθος άπελπισμένοι τά ζώνανε κολυμπώντας καί κολλούσανε άπάνω, κ’ έβλεπες
τότες νά κόβουνται μέ τό μαχαίρι δάχτυλα άπάνου στήν κουπαστή, καί κεφάλια νά
γίνουνται χρούβαλα μέ τό δοιάκι γιά μέ τόν μπαλτά, καί μάτια νά χύνουνται μέ τά
καμάκια. Κι ολοένα μέσ’ άπ’ τά σοκάκια πού βγάζανε στή θάλασσα κατεβαίνανε
άνθρώποι σαστισμένοι, κι ολοένα πλήθαινε τό ούρλιατό κ’ ή αγωνία.
Έτσι πέρασε μιά μέρα καί μιά νύχτα. Κατά τά
μεσάνυχτα έφταξε καινούργιος στρατός.Σάν βγήκε ό ήλιος την άλλη μέρα τό πρωΐ,
στις 3 Ιουνίου, οί λιγοστοί πού ’χανε πλιά άπομείνει στό γιαλό τρέμανε σάν
τρε-μολούλουδα. Ένα σωρό καΐκια πηγαινοερχόντανε άκατάπαυστα, ούλα τά σκαριά,
πάσαρες, τρεχαντήρια, τσιρνίκια, περάματα, άχταρμάδες, κουβαλούσανε τόν κόσμο
μέ κουπιά καί μέ πανιά, γιατί τά καράβια ήτανε φουνταρισμένα οξ’ άπ’ τό λιμάνι,
τρία κάν τέσσερα μιλιά μακριά άπ’ τήν πολιτεία.
Κατά τίς έννιά τό πρωΐ φανήκανε στό μπάσιμο τοϋ
μπουγαζιού κάμποσες σκαμπαβίες άπό τά ελληνικά καράβια, γεμάτες αρματωμένους
πεζοναύτες. Σάν φτάξανε σέ μιά τουφεκιά άπ’ τή στεριά, άρχίνησε ή φωτιά. Οί
Τούρκοι ρίχνανε άπ’ τόν μόλο καί μέσ’ άπ’ τά σπίτια πού ’χανε πιάσει κοντά στή
θάλασσα. Οί ναύτες, άψηφώντας τούτο τό τουφεκίδι, ζυγώσανε καί καταφέρανε νά
βγάλουνε όξου χίλιους άντρες άπάνω-κάτω. Τότες, όσοι Άϊβαλιώτες είχανε άρματα,
σμίξανε μέ τούς καραβίσιους καί βάλανε μπρος τούς Τούρκους. Μά σέ λίγο οί Τούρκοι
πιάσανε τό παζάρι καί βαστάξανε μάχη ίσαμε δυό ώρες, μά στό τέλος τσακίσανε καί
σκορπίσανε κ’ εκεί πού σκορπούσανε,
βάζανε φωτιά δω κ’ έκεΐ, πού σέ λίγο φούντωσε κι έζωσε τήν πολιτεία.
Οί "Ελληνες κυνηγώντας τούς Τούρκους τούς
δαγκώνανε στό λαιμό καί στόν άκούτραφα. Καί τόση ήτανε ή προθυμιά τους νά
γλυτώσουνε τ’ άδέρφια τους άπ’ τό Χάρο, πού πέφτανε μέσα στις λόχες σά νά μή
τίς βλέπανε.
"Ως πού νά βασιλέψει ό ήλιος, ή φωτιά είχε
φάγει τά σπίτια. Άντίς τήν όμορφη πολιτεία, στέκανε τώρα πλιά ντουβάρια
καπνισμένα, κι άπ’ τόν ουρανό έπεφτε στάχτη.Τά καράβια φορτωμένα ίσαμε τά
μπούνια κάνανε πανιά. Μαζί τους άκλουθούσανε καμιά κατοπενηνταριά ντόπια
καΐκια, γεμάτα κόσμο καί κείνα. Ούλα μαζί τραβήξανε κατά τά Ψαρά, δξου από
πεντ’-έξι μεγάλα κομμάτια π’ άπομείνανε παραπίσω και βιγλίζανε τό κατάγιαλο.
Κατά τά μεσάνυχτα καταλάβανε πώς οί Τούρκοι είχανε ξανακατεβεΐ μέσα στά
καρβουνιασμένα σπίτια, ψάχνοντας γιά πλιάτσικο, καί βγάλανε στη στεριά
κάμποσους άντρες καί τούς συγυρίσανε.
Στίς τρεις τούτες μάχες σκοτωθήκανε Τούρκοι
περσότεροι από χίλιοι πεντακόσοι, κ’ Ελληνες μόνο έκατόν πενήντα, σκοτωμένοι
καί λαβωμένοι. Άπ’ τούς Άϊβαλιώτες γλυτώσανε οί περσότεροι. Οί ρέστοι χαθήκανε
εϊτε πολεμώντας μέ τούς Τούρκους, εϊτε μέσα στή φωτιά. Μά καί κάμποσοι
πνιγήκανε πασκίζοντας νά γαντζώσουνε άπάνου στίς βάρκες, κι άλλοι πάλε
ξεψυχήσανε μέσα στά καράβια. Άπό τα Ψαρά σκορπίσανε όπου μπόρεσε νά ’βρει ζήση
ό καθένας. Τά γυναικόπαιδα βολευτήκανε στά νησιά, κ’ οί άντρες πήγανε στά
ταμπούρια πού πολεμούσανε μέ τούς Τούρκους.
Χιλιάδες Άϊβαλιώτες σκοτωθήκανε πολεμώντας μέ τόν
Κολοκοτρώνη, μέ τόν Λόντο, μέ τόν Κριτζώτη, μέ τόν Φλέσα, μέ τόν Πανουργιά, μέ
τόν Νικηταρά, μέ τόν Καρατάσο. Όγδόντα νομάτοι ήτανε μέ τόν Γιατράκο. Στόν
Μόριά καμιά πενηνταριά άγωνιστήκανε μέ τόν Άϊβαλιώτη Δημητρό Καπαντάρο, κι
άλλοι τρακόσοι πολεμήσανε στ' Άργος τόν Δράμαλη. Έκεΐ σκοτώθηκε κι ό γυιός τού
Οικονόμου. Άλλοι εκατό Άϊβαλιώτες βρισκόντανε μέ τόν Κριεζή, πού διαφέντευε τήν
Ακρόπολη τής Αθήνας, πολιορκημένη άπ’ τόν Κιουταχή. Στήν Καλαμάτα ήτανε εξήντα
Άϊβαλιώτες στό ταχτικό τού Μπαλέστρα, καί μέσα σ’ έναν χρόνο φτάξανε σέ
διακόσους, τότες πού παράλαβε τή διοίκηση ό Ταρέλας. Οί περσότεροι σκοτωθήκανε
στή μάχη τού Πέτα. Ό Γιάννης Σαλτέλης έβαλε φωτιά στό μπαρούτι μέσα στό κάστρο
των Ψαρών, πού ήτανε κλεισμένος μαζί μ’ άλλους Άϊβαλιώτες, καί τινάχτηκε στόν
άγέρα. Ό Δημητρός Σαλτέλης συντρόφεψε τόν Μιαούλη σ’ ουλές τίς άντραγαθίες
του,κ’ ήτανε γραμματικός του. Ό Άγγελος Ζωντανός σκοτώθηκε πολεμώντας στη μάχη
τοϋ Πέτα, στό τάγμα των Φιλελλήνων τοϋ Νόρμαν. Στην ϊδια μάχη έδειξε μεγάλη
αντρεία καί σκοτώθηκε βαστώντας τή σημαία ό Μανώλης Άμανίτης, μαζί μέ τόν
Γιατράκο, στό στρατό τοΰ Μαυροκορδάτου, κ’ ένας άλλος Άμανίτης, ό Γαβρίλος
πέθανε απ’ τίς λαβωματιές κι άπ’ τά βάσανα. Ό Δημήτρης Τζίτζιρας μπήκε πρώτος μέσα
στην Ακρόπολη τής Αθήνας καί σκοτώθηκε άπάνου στό κάστρο. Ό Παναγιώτης Πίσσας
σκοτώθηκε στήν Κάρυστο πολεμώντας σάν λιοντάρι στο στρατό τοϋ Φαβιέρου, κι ό
Θανάσης Πίσσας έδειξε μεγάλη παλληκαριά στή μάχη τής Τουρλωτής, κατά τήν
εκστρατεία τοΰ Φαβιέρου στή Χιό.
Σιγά-σιγά ξεμάκρυνα πολύ άπ’ τήν ιστορία μου. Μά
ούλα τούτα, όχι μόνο ήτανε άνάγκη νά τά γράψω, γιά νά μπάσω στό νόημα κείνον
πού θέ νά ’χει προθυμιά νά προχωρέσει παρακάτου σέ τοϋτο τό βιβλίο, μά καί
χρέος μου 'ιερό νά θυμηθώ καί νά θυμίσω τόσους ξεχασμένους, πού ’ναι άξιοι γιά
ένα μαραμένο στεφάνι.
Ό άνθρωπος παγαίνει δώ, παγαίνει κεΐ, ταξιδεύει σέ
λογιών-λογιών χώρες, περνά άνάμεσα άπό βουνά άγρια, πού βιάζεται νά τά
γοργοδιαβεΐ γιά νά πάγει στούς δικούς του, τόσο σφαλνά ή καρδιά του στή θωριά τους,
όπως άκουμπάνε βουβά τό ’να πάνου στ’ άλλο. Καί λέγει μέσα του κεΐ πού περπατά:
«Δώ πέρα, μέσα σέ τούτες τίς άγριόπετρες, δέν έζησε άνθρωπος!»
Σιγοφυσά τ’ άγεράκι άνάμεσα στούς πρίνους καί στίς
βαλανιδιές. Πέφτει ένα φύλλο ξερό κι άκούγεται τόσο πολύ σούσουρο, πού λές πώς
περπατά άνθρωπος. Κανένας δέν περπατά. Κάθεσαι σέ μιά πέτρα καί πέφτεις σέ
συλλογή. Έδώ, σέ τούτα τά βουνά, γίνηκε τοϋτο, γίνηκε κείνο, πέσανε βόλια,
σκοτωθήκανε άνθρώποι. Ούλα τούτα είναι γραμμένα στά βιβλία.
Μά τά βιβλία άραχνιάζουνε στά ράφια καί τά βουνά
είναι παρατημένα στήν ερημιά τους. Κανένας πλιά δέν φέρνει στον νοϋ του τό τί
έγινε. Βγαίνει ό ήλιος καί τά πουλιά πηγαινοέρχουνται καί κελαϊδούν, τά
μαμούδια τριγυρνάνε δώ κ’ εκεί μέσα στό χώμα, τό ζεστό ρετσίνι σκορπά τη μυρουδιά
του όλοτρόγυρα. Πέρα-πέρα ησυχία κ’ έρημιά.
Άπ’ τό πετραδερό μονοπάτι ανεβαίνει ένας ίδρωμένος
στρατοκόπος, στέκεται, κοιτάζει ένα γύρω του καί κάθεται νά ξεκουραστεί.
Ξανακοιτάζει σάν χαζός τά βράχια πού στέκουνε άπό πάνω του δίχως ν’ άκούγει
κανένα σούσουρο, κοιτάζει τ’ άλλο τό βουνό πού φράζει τό πέλαγο, σηκώνεται,
παίρνει τό ραβδί του καί τραβά τό δρόμο του.
Έρχετ’ ή νύχτα. Τά πουλιά κουρνιάζουνε καί
κοιμούνται, τά δέντρα μαυρίζουνε δώ κ’ εκεί σάν τελώνια. Ό στρατοκόπος έφταξε
πλιά στό κονάκι του. Μόνο ό κεντισμένος ουρανός στέκεται άπό πάνου άπ’ τά
βουνά, καί μέσα στά σκοτεινά φαράγγια άκούγεται τό νερό πού τρέχει.Ποιος τό
λοιπόν θάν άναστήσει μέσα στή θύμηση τ’ άνθρώπου κείνο πού ’ναι πνιγμένο μέσα
στά βουνά καί σβησμένο άπ’ τά χρόνια; Στά έρημα βράχια κάθεται ό μπούφος καί
λέγει τό δικό του μεράκι. Καί, μ’ δλο τούτο, κεΐ χάμου, μέσα στά άπάτητα
χώματα, στά έρημα ντερβένια καί στις άνεμοβραχιές, είναι χυμένο τό αιμα τής
καρδιάς μας. Διαβάζεις μέσα στά βιβλία ειδών ιστορίες καί θαρρείς πώς, κεΐ πού
περπατάς, θά συναπαντηθεΐς με τόν έναν καί μέ τόν άλλον ξακουσμένον πού βλέπεις
μέσα στά χαρτιά. Αλίμονο! Τά βουνά ξεχνάνε, τά κάστρα γκρεμνίζουνται, οί
φυλακές είναι βουβές, τά κόκκαλα λιώνουνε πολύ γλήγορα. Ούλα είναι άδιάφορα
στόν πόνο μας, άφοΰ κι ό άνθρωπος άτός του ξεχνά τά ντέρτια του. Παρατά στή
λησμονιά τιμημένα μνημόρια. Άπάνου στό χώμα πού πλάγιασε γιά πάντα φιλότιμη
καρδιά, περπατά δίχως κανένα αίστημα μέσα του.
Μά έγώ δέ θέλω νά ζώ έτσι πού ζεΐ ό ένας κι ό άλλος
στις μέρες μας. Πάγω καί κλαίγω κρυφά στ’ 'Άγιο Βήμα, πού τό ’ριξε χάμου γιά
Τούρκος γιά Γραικός, κι άφουγκράζουμαι τίς σκόρπιες πέτρες, καί κάνω τήν
προσευκή μου μπροστά στά παλιά κονίσματα, πού μέ βλογάνε καί μέ ξεκουράζουνε
άπ’ τίς αμαρτίες μου.
Τώρα τό λοιπόν πού κατάλαβες, αναγνώστη, τό αιστημά
μου καί τόν πόθο μου, είναι καιρός ν’ άρχινήσω τήν ιστορία μου.
Κατά τά 1790 ήτανε διορισμένος άπ’ τόν σουλτάνο νά
κυβερνά τήν Καβάλα ένα θηριό άληθινό, πού τόν λέγανε Μουσταφάγα. Τούς Ρωμιούς
τούς κρέμαζε καί τούς παλούκωνε γιά ένα ούδέ. Μέσα στό κάστρο οί φυλακές ήτανε
πάντα πατικωμένες άπ’ ένα σωρό φουκαράδες, πού πεθαίνανε άπ’ τήν πείνα, άπ’ τό
κρύο κι άπ’ τίς αρρώστιες. Ή μανία του ήτανε νά τυραγνά τούς χριστιανούς γιά νά
τούς άλλαξοπιστήσει.
Οί Τούρκοι τόν είχανε γιά τόν πιό θρήσκο στή θρησκεία
τους, καί πολλοί άπ’ αύτουνούς τόν είχανε καί γιά άγιο, ντεντέ δπως τόν λένε
στή γλώσσα τους. Οί χριστιανοί πάλι, άπ’ τη μεγάλη τρομάρα πού τόν πήρανε,
λέγανε πώς είχε ένα κέρατο στό κεφάλι, κι άλλα τέτοια. Καί πώς είχε διορίσει σ’
έναν μπεχλιβάνη Καραμανλή, νά κοιμάται σ’ έναν χαλασμένον μπαρουτχανέ άπ’ τόν
καιρό των Γενοβέζων μέσα στό κάστρο, καί τού ’στελ- νε γιά σφάξιμο οποίον ήθελε
άπ’ τούς χριστιανούς. Κι ό Καραμανλής τους εριχνε μέσα σ ενα μπουντρούμι αταφα
των άταφων, καί σέ λίγες μέρες, περασμένα τά μεσάνυχτα, ερχότανε κρυφά ό πασάς
τεπτίλι [7] μαζί μέ τό μουφτή καί μέ
τρείς-τέσσερις άρματωμένους.
Ό Καραμανλής τούς περίμενε φορεμένος τά καλά του,
βαστώντας στό χέρι ένα χασάπικο μαχαίρι, κ’ ένας Αρβανίτης, άνεσκουμπωμένος καί
ζωσμένος μιά ποδιά, έστεκε μπροστά σέ μιά σκάφη μ’ άλεύρι. Ό πασάς δίχως μιλιά
γονάτιζε κ’ έκανε ναμάζι. "Υστερα μαζί μέ τό μουφτή κατεβαίνανε τά σκαλιά
καί στεκόντανε μπρος στήν πόρτα τοϋ μπουντρουμιού, πού ήτανε σφαλισμένοι οί
φουκαράδες οί χριστιανοί, καί λέγανε μιάν εύκή μέσα στό νοΰ τους. Καί, σάν
τελειώνανε, πηγαίνανε καί στεκόντανε σιμά στη σκάφη. Τότες ό Καραμανλής άνοιγε
τήν πόρτα καί τραβούσε απ’ τά μαλλιά όποιον λάχαινε άπ’ τούς συφοριασμένους,
καί τόν έσερνε, όπως ήτανε μισοκοιμισμένος ακόμα, ίσαμε τή σκάφη, κ’ ένας άπ’
τούς αρματωμένους τού ’δενε τά χέρια πιστάγκωνα καί τόν γονάτιζε δίνοντάς του
μιά κλωτσιά στά λαγόνια. Ό Καραμανλής τού ’κοβε τό κεφάλι κ’ ύστερα παρατούσε
τό μαχαίρι καί μπρουμύτιζε τό κουτσουρεμένο κορμί μέσα στή σκάφη, κ’ εύτύς ό
Αρβανίτης ζύμωνε τ’ άλεύρι μέ τό αίμα πού πέταγε σά σιντριβάνι κ’ έκανε ένα
κόκκινο χαμούρι. Καί, σάν στράγγιζε καλά τό κορμί, έπλαθε πεντ’ έξι μικρά
ψωμιά, καί τό ’να τό τύλιγε σ’ ένα καθαρό μαντίλι καί τό ’δινε στό μουφτή, καί
φεύγανε ούλοι τους. Αύτά τά ψήνανε καί τά στέλνανε, κατά προσταγή τού
Μουσταφάγα, στή Μέκκα. Καί κάνανε πολλά, γιατί δέ σφάζανε μόνο έναν κάθε
ζυμωσά, μά καί πέντε καί δέκα μαζεμένους. Τέτοιος λυσσασμένος σκύλος ματόχωνε
τήν Καβάλα.
Μιά μέρα μπήκανε σ’ ένα τούρκικο μποστάνι καμιά
δεκαριά χριστιανόπουλα γιά νά κλέψουνε καρπούζια. Μά ό Τούρκος τά πήρε χαμπάρι
καί τά κυνήγησε, αφού πρώτα έριξε μιά τουφεκιά. Τ’ άλλα πηδήξανε τό φράχτη καί
φύγανε. Μόνο τό πιό μικρό, πού τό λέγανε Γιώργη, δέν τό βαστάξανε τά ποδάρια
του κι άπόμεινε τό καημένο κλαίγοντας μέσα στό χωράφι καί τό ’πιασε ό
μποσταντζής, καί τήν άλλη μέρα πήγε καί τό παράδωσε τού πασά. Καί κείνος
πρόσταξε νά τό βάλουνε στό μπουντρούμι, γιά νά τό φοβερίξει κι άπέ τό 'δωσε σ’
έναν Τούρκο φαμελίτη, πού τόν λέγανε Καρά-Αλή κ’ είχε σπίτι μέσα στό κάστρο,
παραγγέλνοντάς του νά τό καλοπιάσει οσο μπορέσει, ταγίζοντας το καλά φαγιά,
ντύνοντάς το ρούχα φανταχτερά μέ κόκκινο ζουνάρι, καί βάζοντάς το νά παίζει μέ
τά μωρά του. Καί γιά ούλα τά έξοδα είπε καί τού δώσανε δσα γράσα γύρεψε.
Αύτό τό παιδί ήτανε απ’ τή Χιό, άπ’ τό χωριό Πυτιός.
Ό πατέρας του ήτανε θαλασσινός, καί τόν λέγανε Παρασκευά καί, πεθαίνοντας ή
μάννα του, ή Αγγερού, τ’ άφησε ορφανό έννιά μηνώ. Ό πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε
καί τ’ άνάθρεψε ή μητρυιά. Σάν μεγάλωσε, πήγε κοντά σ’ έναν ταλιαδοΰρο, Βισετζή
λεγόμενο, γιά νά μάθει τήν τέχνη, καί κείνος τό πήρε μαζί του στά Ψαρά, πόκανε
τό τέμπλο τ’ 'Άη-Νικόλα. Μά άπ’ τά Ψαρά ό Γιώργης έφυγε κρυφά άπ’ τόν μάστορή
του καί πήγε στήν Καβάλα, κ’ έκεΐ τόν πιάσανε οι Τούρκοι, δπως τά ξιστόρησα
πρωτύτερα.
Κείνος ό φαμελίτης τό λοιπόν έκανε δπως τόν πρόσταξε
ό πασάς. Καί τ’ δντις τό μικρό τόση χαρά πήρε άπ’ τά όμορφα ρούχα καί τόσο
συνήθισε μέ τά Τουρκόπουλα, κοντολογίς τόσο πολύ πλανεύτηκε ύστερ’ άπ’ τό
φυλάκωμα άπό είδών-είδών καλοπιάσματα καί γλυγούδια, πού δέν τά ’χε σπίτι του,
πόπαψε νά γυρεύει νά γυρίσει πίσω στούς δικούς του, κι άρχίνησε νά λέγει ένα
σωρό τούρκικα λόγια.
Σάν πέρασε ένα διάστημα, ό Μουσταφάγας έστειλε καί
παράγγειλε τού Καρά-Αλή νά τού πάγει τό χριστιανόπουλο. Καί, σάν τού τό πήγε,
τό ’βαλε κ’ έκατσε κοντά του κι άρχίνησε νά τού γλυκομιλά τούρκικα, δείχνοντάς
του τόν Καρά-Αλή καί λέγοντας πώς αυτός ήτανε ό μπουμπάς του, δηλαδή ό πατέρας
του. Κι αφού ξεθαρρεύτηκε, άρχίνησε νά τό ξομολογά καί νά τού λέγει πώς ό
Χριστός κ’ οί άγιοί είναι ψευτιές, καί πώς ό Μεμέτης είναι ό προφήτης πού
πρέπει νά προσκυνάνε ούλοι οί άνθρωποι, καί πώς ό θεός τους είναι ό άληθινός.
Καί πώς ή φυλή των χριστιανών είναι καταραμένη καί κακορίζικη, πλασμένη γιά νά
’ναι σκλάβα τών Τούρκων. Μ’ έναν λόγο, ό πασάς τό ρώτηξε άν θέλει νά γίνει
Τούρκος, οπού θά ’χει τιμή καί καλοπέραση, καί πώς άν δέν έστρεγε νά παρατήσει
νά κάνει τόν σταυρό του καί νά μιλά ρωμέϊκα, θά τό ’σφαζε σάν άρνί.
Ούλα τοΰτα τά χασομέρια δέ γινόντανε γιά τόν κάθε
έναν πού θέλανε ν’ άλλαξοπιστήσουνε. Μά έπειδής ό Γιώργης ήτανε όμορφος κ’
έξυπνος, γεροδεμένος καί κοκκινομάγουλος, γι’ αυτό τόν ζώνανε μέ τόσες
γαλιφιές. Νά μήν τά πολυλογούμε, τόν καταφέρανε, καί κείνο τό ίδιο βράδυ τόν
σουνετέψανε [8] στό σπίτι τού Καρά-Άλή καί τόν βγάλανε Άχμέτη.Σάν ήρτε σέ
ηλικία, έπιασε νά διαλογίζεται τό τί είχε κάνει. Μέρες ολάκερες έπεφτε σέ
συλλογή κ’ έκλαιγε σάν άπόμνησκε μοναχός. Κοιταζότανε σάν παραξενεμένος, έβλεπε
τά ρούχα του κι αναστέναζε. Καί, μ’ όλα ταύτα, άπόφευγε τούς Γραικούς, γιατί
ντρεπότανε μήν γνωριστεί. Ώρες-ώρες ξαφνιζότανε π’ άκουγε νά τόν φωνάζουνε
Άχμέτη. Έφερνε στόν νού του τούς γονιούς του, τά συνομήλικα Γραικόπουλα, τ’
όνομά του καί τόν νουνό πού τόν βάφτισε, καί ξεσκιζόντανε τά σπλάχνα του.
Ήτανε χρόνια πού ’χε φύγει απ’ τό σπίτι τού Καρά-Άλή,
γιατί ό Καρά-Άλής είχε πολλά παιδιά. Τώρα καθότανε μ’ έναν Μαμούν-μπαμπά, έναν
γεροθαλασσινό πού ’χε μιά μπομπάρδα. Αυτός δέν καταπιανότανε πιά μέ τή θάλασσα,
μόνο καθότανε στή στεριά καί δουλεύανε τό καράβι οί δυό παντρεμένοι γυιοί του,
καί κείνοι παίρνανε μαζί τους καί τόν Γιώργη. Τό χειμώνα, σάν δένανε τή
μπομπάρδα στό καραμοσάλι, ό Άχμέτης καθότανε μαζί μέ τόν Μαμούν-μπαμπά καί δέν
ξεμάκραινε άπ’ τόν τουρκομαχαλά.Κείνα τά χρόνια οί Τούρκοι έπιδινόντανε στή
θάλασσα κ’ είχανε κάμποσα μπάρκα, τά πιό πολλά καραβόσκαρα, μπόμπάρδες καί
γκαγκαλήδες, στη Μυτιλήνη, στη Χιό, στό Μόλυβο, στά μπουγάζια τής Πόλης, ίσαμε
τήν Καβάλα.
Τό καράβι τοΰ Μαμούν-μπαμπά ναυλώθηκε κάποτες γιά τά
Καράμπουρνα, κ’ εκεί πού καθότανε μιά ιαέρα ό Άχμέτης καί ξεκουραζότανε,
πίνοντας καφέ άπ’ όξου άπ’ τό Κιρμιζί Τζαμί στόν Τσεσμέ, τοΰ φάνηκε πώς τόν
κοίταζε ένα μεγάλο μάτι άπάν’ άπ’ τά βουνά τής Χιός, κι άπόμεινε ξερός.
Ακόμη μιά φορά, ανήμερα τ’ "Αγιου Γιώργη, κεΐ
πού καθότανε πάλε σταυροπόδι άπάνου στή ντάμπια, στόν ίσκιο, καί σεργιάνιζε τόν
κόσμο καί τά βαλμαριά [9] πού περνούσανε κάτ’ απ’ τό κάστρο, ϊσα-ϊσα τό
καταμεσήμερο, σά νά ’δε έναν Λιάπη άρματωμένον, πότρεχε μέσα στό μεϊντάνι καί,
σάν σίμωσε, άρχίνησε νά τοΰ κάνει ένα σωρό χειρονομίες. Ή ασυνήθιστη όψη του
καί τ’ άρχαϊα του τ’ άρματα τόν τρομάξανε. Έκανε νά σηκωθεί καί νά τραβηχτεί
πάρα μέσα, γιατί τοΰ ’ρθε ζάλη, μά ίσαμε νά ξα-ναγυρίσει τό κεφάλι του, ό
άρματωμένος χάθηκε.
Δυό-τρεΐς μέρες κρυφόκλαιγε δίχως νά βάλει στό στόμα
του μηδέ ψωμί, μηδέ νερό. Γιά νά μή βλέπει χριστιανούς, σ’ ένα τα ξίδι πόκανε ή
μπομπάρδα, άπόμεινε κοντά σ’ έναν άνιψιό τοΰ Μαμουν-μπαμπά, που ’χε γύφτικο
στόν Ρεΐζ-Ντερέ, άπάνου στά Καράμπουρνα. Δούλεψε κεΐ πέρα τρία χρόνια,
βιάζοντας τόν εαυτό του νά ξεχάσει τά περασμένα του. Μά σάν πέθανε ό άφεντικός του
πήρε τά μάτια του καί πήγε στόν Τσεσμέ, κ’ εκεί βρήκε έναν Τούρκο καραβοκύρη
πού τόν ήξερε άπ’ τήν Καβάλα, κ’ έπειδής χρειαζότανε έναν άνθρωπο, τόν πήρε
μέσα στό καΐκι του, κ’ έτσι έπιασε τό παλιό ζαναάτι [10] του.
Μιά μέρα, κεΐ πού ξεφορτώνανε κερεστέ [11] στη Χιό, είδε πώς ένας χριστιανός,
πότυχε περαστικός απ’ τό μόλο, ένας γηραλέος, έστριψε τό κεφάλι του καί τόν
κοίταξε, κ’ ύστερα στάθηκε δίχως νά ξεκολλήσει τά μάτια του από πάνω του. Κι
όπως έπίμενε νά τόν κοιτάζει κείνος ό άνθρωπος, κατάλαβε πώς τό κεφάλι του
στριφογύριζε καί παραλύσανε τά γόνατά του, πού λίγο έλειψε νά πέσει άπ’ τή
σανίδα μέσ’ στή θάλασσα. Μά ό χριστιανός τόν ζύγωσε καί τόν χαιρέτησε καί τού
’πε:
«Δέν είσαι, μαθές, ό Γιώργης; Δέ σ’ έχω δει άπό
παιδί, μά καί τώρα πόγινες παλληκάρι, πάλε σέ γνώρισα!»
Τότες πιάστηκε ή μιλιά του μέσ’ στό λαρύγγι του, καί
στεκότανε μπρος στό συχωριανό του σάν πεθαμένος. Άπάνου σ’ αυτά, κάποιος άπ’ τό
καράβι τοϋ φώναξε:
«Άχμέτ! Άχμέτ!»
Άκούγοντας ό χριστιανός νά κράζουνε έτσι τόν
ομόθρησκό του, άπόρεσε πολύ καί τοϋ λέγει:
«Μπρέ Γιώργη, τί άκούγω; Γιατί δέ μιλάς;»
Μά κείνος έσκυψε τό κεφάλι του καί πήγε μέσα στό
καΐκι. Τό μαράζι τόν έλιωνε μέρα μέ τή μέρα κ’ ήτανε πάντα συλλογισμένος.
Φαρμάκι έτρεχε άπ’ τό στόμα του. Τά μάτια του ήτανε βουλιασμένα καί θλιμμένα,
τά γένια του άμπαρμπέριστα, τό μουστάκι του πεσμένο άπάνου στό στόμα του. Μηδέ
σέ καφενέ πάγαινε, μηδέ σέ τζαμί, μηδέ πουθενά. Καθότανε σέ μιά γωνιά τού
λιμανιού πού δέ ζύγωνε ψυχή, κι αν λάχαινε νά πάγει κατά κεΐ κανένας,
σηκωνότανε καί τραβούσε μέσα στό μεζαρλίκι [12] γιατί κεΐ πέρα εϋρισκε μιά
σταλιά ήσυχία. Έχωνε μέσα στά μάλαθρα πού ’χανε θεριέψει, κάτου άπό ’να
ροζιασμένο κυπαρίσσι, καί ξάπλωνε άνάσκελος, κοιτώντας τόν ούρανό.
Τό σπίτι τ’ αφεντικού του ήτανε στή Χιό μέσα στό
κάστρο. Οί Τούρκοι, βλέποντας τόν Άχμέτη
έτσι μονόχνωτο καί βουβό, έπειδής πληροφορεθήκανε τά καθέκαστα, πιάσανε νά τόν
ύποπτεύουνται. Καταλαβαίνανε πώς ήτανε μετανοιωμένος. «Γκιαουρού νέ γιαπσάν γκιαούρ
ντιρ!» «Ό,τι καί νά τόν κάνεις, ό άπιστος είναι άπιστος!» Στό τέλος συμφωνήσανε
νά τόν σκοτώσουνε.
Ωστόσο κείνος δέν έδινε άσπρο γιά τίποτα. Δέν είχε
πλιά κανένα μεράκι άπάνου στόν έαυτό του. Τό φέσι του ήτανε λιγδιασμένο, τά
καλαμοβράκια του παγαίνανε τό ’να πάνου καί τ’ άλλο κάτου, οί άγκώνοι του ήτανε
τρύπιοι. Στό ζουνάρι του δέν είχε μηδ’ έναν τσακά [13], γιά νά παστρέψει έν’
άπίδι, μηδ’ ένα τσακμάκι, αυτός πού ήτανε τεριακλής κι άλλη φορά φουμάριζε
άπάν’ άπό δέκα βέργες τή μέρα. Περπάταγε σκουμπός, σάν κανένας γέρος έκατό
χρονώ, μέ τά χέρια μπλεγμένα πίσω του, καί σιγά-σιγά πάγαινε κι άκουμποΰσε
άπάνου σέ κανέναν άπόζερβον τοίχο, κ’ έτσι τόν έπαιρνε ό νύπνος.
Ένα πουρνό σηκώθηκε άπ’ τό γιατάκι του πριν νά
χαράξει, έπειδής είχε στεναχώρια καί δέν μπορούσε νά κοιμηθεί. Στή θάλασσα
ούλοι κοιμόντανε άκόμα, στή στεριά τό ίδιο. Όξου τό πέλαγο τό ’δερνε φρέσκια
νοτιά, καί πέφτανε άνάριες στάλες άπ’ τόν βουρκωμένον ούρανό. Τράβηξε κατά τό
λιμάνι καί, σάν έφταξε στό μέρος πού δένανε τά καΐκια τους οί χριστιανοί, πήρε
τό μάτι του άπό μακριά δυό σκιές, πού βιαστήκανε νά κρυφτοΰνε μόλις τόν είδανε.
Μά μονομιάς ή μιά άπ’ αυτές κοντοστάθηκε στήν κόχη τού δρόμου.
Ήτανε ό χριστιανός πού ’χε μιλήσει τού Γιώργη πριν
άπό καιρό. Κ’ έπειδής τόν σουσούμιασε πώς ήτανε κείνος, στάθηκε καί τόν
περίμενε νά ζυγώσει. Καί, σάν σίμωσε καί τόν καλογνώρισε, βγήκε στό φανερό καί
πήγε κοντά του καί τόν καλημέρισε καί τού ’πε
«Γιατί, Γιώργη, άρνήστηκες τή θρησκεία μας; Γιατί
ρεζίλεψες τή φυλή μας; Έμ τήν ψυχή σου κόλασες, έμ τό σόγι σου ντρόπιασες!
Μόλεψες τ’ άγιο μύρος, κόλασες καί τόν νουνό πού σέ βάφτισε! Σε βλέπω καί
ματών’ ή καρδιά μου! Ακόμα τά ροΰχα σου τά ίδια, καί κείνα κλαΐνε πάνου στό
κορμί σου! Έτσι παιδεύει ό Θεός τόν άμαρτωλό, μά τά κρίματά του είναι μεγάλα,
κ’ ή σπλαχνιά του τά κονομά ούλα, γιά νά σωθεί τό χαμένο πρόβατο! Καί τώρα έχει
βάλει ολοφάνερα τό χέρι του, γιά νά φκολύνει τή σωτηρία σου! Τέτοιαν ώρα τί
γυρεύεις στό μόλο; Ή Παναγιά σ’ έσπρωξε καί ξύπνησες, γιά νά μήν ξανακοι-νηθεΐς
πλιά τόν ύπνο τής αμαρτίας! Εμένα τόν ίδιο, γιατί δέ μέ ρωτάς τι γυρευω τέτοιαν
ωρα οξ απ το σπίτι μου, π ως να ’ρτω άπ’ τόν άπάνου μαχαλά ό άγέρας πήρε τό
καλπάκι άπ’ τό κεφάλι μου, κόντεψε νά ξεκολλήσει τό βρακί άπ’ τά μεριά μου;
Παιδί μου, γιά τό ίδιο χρέος μάς άντάμωσε ό Χριστός σήμερα! Τήν ώρα πού φάνηκες
από μακριά, εγώ κι ό Γιάννης ό Νεράντζης βγαίναμε άπ’ τό καΐκι τού
καπετάν-Μπετεφρή. Είναι κάμποσες μέρες πού πήραμε απόφαση, στ’ όνομα τού Θεού
π’ άρνήστηκες, νά φύγουμε κρυφά άπ’ τή Χιό μέ τις φαμελιές μας, έπειδής
άκούστηκε πώς ό πασάς θά χαλάσει τά μεγάλα κεφάλια κι άλλους χριστιανούς μέσ’
άπ’ τό φακίρ-φουκαρά [14] τού νησιού.
Καί, σέ τούτη τήν άπόφαση, συμφωνήσαμε καί ταιριάξαμε κ’ οί τρεις, καί ψές τό
βράδυ βρεθήκαμε άπάνου στό καΐκι γιά νά μιλήσουμε γιά τά καθέκαστα. Καί, μέ τήν
κουβέντα, δέν καλύψαμε μάτι ουλή τή νύχτα. Τό λοιπόν, τά συμφωνημένα μας είναι
νά σηκωθούμε στά πανιά αύριο περασμένα τά μεσάνυχτα, τώρα πού βοηθά ό καιρός,
γιατί θά βάλουμε πλώρη κατά τ’ Άϊβαλί, έπειδής μαθαίνουμε πώς σέ κείνο τό μέρος
οί χριστιανοί βρίσκουνε ραχάτι.
Βλέπεις καί κρίνεις κ’ εσύ άτός σου πόσο βολικά τά
’φερε ό Θεός, γιά νά παρατήσεις τούς Τούρκους καί νά πας νά ζήσεις πάλε σά
χριστιανός, όπως ζήσανε οί γονοί σου. Κάνε τόν σταυρό σου, κ’ έλα μαζί μας!»
Κ’ έπειδής τόν έβλεπε νά στέκει βουβός, τοΰ
ξαναλέγει:
«Μωρέ Γιώργη, γιατί στέκεις έτσι δίβουλος;»
Τότες ό Γιώργης άνοιξε τό στόμα του καί, μαζί μέ τά
λόγια του, τόν πήρανε τά κλάματα:
«Η γλώσσα μου είναι μουδιασμένη καί δέν μπορώ νά
μιλήσω! Ποιος πέρασε τέτοιο μαρτύριο σάν τό δικό μου; Ποιος ψήθηκε άπάνου σέ
τέτοια κάρβουνα; Αμάν! Γιατί ό Θεός φύλαξε γιά μένα μιά τέτοια ντροπή; Άλλα
άκοΰνε τ’ αύτιά μου κι άλλα άκού’ ή καρδιά μου! Μέ φωνάζουνε Άχμέτη κι άκούγω
Γιώργη, καί πάλε μέ φωνάζουνε Γιώργη καί σπαράζουμαι τό ι'διο σά νά μέ
φωνάζουνε Άχμέτη! Μοΰ μιλάνε τούρκικα κι άκούγω γραικικά! Φοβάμαι τούς
Τούρκους, φοβάμαι τούς Ρωμιούς, καί δέν ξέρω πού νά πάγω νά κρυφτώ! Στό τζαμί
βλέπω ξαφτέρουγα, βλέπω τέμπλα κι άκούγω ψαλτάδες! Το ριζικό τό δικό μου
κανένας δέν τό ’χε στόν ντουνιά! Δέν έφταιξα ό δόλιος γιά νά τυραγνιέμαι καί σέ
τούτον καί στόν άλλο κόσμο! Παιδί ήμουνα καί μέ πλανέσανε, γιατί ή ζωή φαίνεται
γλυκιά σέ κείνον πού δέν ξέρει άκόμα τί λογής φαρμάκια έχ’ ή άλλαξοπιστιά!»
Τόν πνίγανε τά δάκρυα κ’ έλεγε καί ξανάλεγε:
«Πάρτε με μαζί σας, μπάρμπα!»
Βλέποντας ό γέρος τούτα, καταχάρηκε καί τόν
παρηγόρεσε, κι άπομείνανε σύμφωνοι νά κατεβεΐ ό Γιώργης τήν άλλη νύχτα,
περασμένα τά μεσάνυχτα, γιά νά μισέψουνε. Κ’ έπειδής είχε πιάσει νά ξημερώνει,
μ’ όλο π’ ό ούρανός ήτανε καταμουντωμένος καί δέν πολυόφεγγε, βιαστήκανε νά
χωριστούνε.
Κείνη τή μέρα
ό καιρός χειροτέρεψε. Ό αγέρας μπουρίνιασε καί τό πέλαγο έβγαζε μιά τέτοια
βουή, πού φοβότανε άνθρωπος κι άπάνου στη στεριά άκόμα. Ή βροχή έρχότανε
δεμάτια-δεμάτια, όπως λασκάριζε καί δυνάμωνε κάθε στιγμή ό άγέρας, καί βαροϋσε
λοξά τά σπίτια καί τά χωράφια σά νά ’τανε κοντάρια. Μέσα στά σπίτια δεν
άκούγανε ό ένας τόν άλλον άπ’ τίς σφυριξιές κι άπ’ τά χουγιαχτά πού βγαίνανε
άπό κάθε τρύπα κι άπό κάθε χαραμάδα. Άπ’ τά παλιά τά σαχνισίνια ξεκολλούσανε
ολάκερα δοκάρια καί πέφτανε στή γης, τά κεραμίδια πετούσανε στόν άγέρα, τά
χτίρια σειόντανε άπ’ τά θεμέλια. Μέσα στ’ άλάνια ό άνεμος σήκωνε κάτι πέτρες
χοντρύτερες άπό καρύδια καί τίς σφεντόνιζε άπάνου στις πόρτες καί στά σφαλιστά
παραθύρια. Οί άνθρωποι φυλαγόντανε νά βγούνε απ’ τά σπίτια, καί κείνος πού ’χε
μεγάλη άνάγκη έπαιρνε τόν τοΐχο-τοΐχο ως νά φτάξει κεϊ πού ’θελε. Ούλοι είχανε
σφίξει τό βρακί τους μέ τό ζουνάρι κ’ είχανε μαζέψει τή σέλα τους, γιατί άλλιώς
κάνανε τοΰμπες, σάν τό καράβι πού δέ μουδάρισε τά πανιά του.
Στό λιμάνι ή ταραχή ήτανε πιό πολλή. Ό άγέρας ζάλιζε
περσότερο τά τούρκικα καΐκια, πού ’χανε τ’ άραξοβόλι τους κάτ’ άπ’ τό δεξί χέρι
μπαίνοντας στό λιμάνι. Γιά τούτο, άπ’ τήν αυγή π’ άρχίνησε νά μπουρινιάζει στά
γερά, πολλά τούρκικα καΐκια είχανε ρίξει κάβο στήν άλλη μεριά τού λιμανιού καί
λεβάρανε γιά νά περάσουνε πέρα. Άλλα πάλε κατεβάσανε τή μεγάλη άγκουρα μέσα στή
φελούκα καί πασκίζανε νά φουντάρουνε άπάνου στόν άγέρα γιά νά σιγουράρουνε.
Κατά τίς τέσσερες ώρες τής μέρας τό μπουρίνι
κατέβασε ένα νερό πού σάστισε τούς θαλασσινούς, καί μαζί ό άγέρας έστριψε στόν
σορόκο μ’ άστραπές καί μέ μπουμπουνητά. Οί θάλασσες γιουργιάρανε άξαφνα μέσ’
απ’ τό μπάσιμο τού λιμανιού,καί κάθε φορά πού χυνόντανε άπάνου στό μόλο,
παίρνανε κάτου κ’ έ'να κομμάτι γης. Απ’ όξω πάλε άλλες θάλασσες, άγριεμένες καί
καταπράσινες, έρχόντανε απ’ τό θολό πέλαγο σάν καμαρωμένα άτια καί, σάν φτάνανε
μπρος στή στεριά, άνακαμαριάζανε γιά μιά στιγμή, λές καί θέλανε νά καταπιούνε
τά βράχια, κ’ υστέρα χυνόντανε άπάνου στόν στενό μόλο, περνούσανε από πόνου καί
γιουργιάρανε κι αυτές μέσα στό λιμάνι, σάν τό στρατό πού σπάνει τίς
καστρόπορτες καί χυμίζει μέσα σέ πολιορκημένη πολιτεία χουγιάζοντας: «Γιούργια!
Γιούργια!»
Περισότεροι άπό πεντακόσοι άνθρωποι παλεύανε μέσα σέ
μιά χαβούζα, ούρλιάζανε, πλατσαρίζανε μέσα στά νερά, κουτρουβαλούσανε ό ένας
άπάνου στόν άλλον, τσακίζανε χέρια καί ποδάρια. Άλλου άγωνιζόντανε νά
σαλπάρουνε μπερδεμένες άγκουρες καί χωνεύανε μέσα στό θολό νερό οί
σκουριασμένες καδένες, άλλου τρακέρνανε φελούκια καί πηγαίνανε στόν πάτο ως πού
νά πεις άμήν. Παραπέρα δυό καράβια είχανε κολλήσει τό ’να στ’ άλλο καί
σκαμπανεβάζανε μέ μπερδεμένα ξάρτια, μέ τίς άντένες γαντζωμένες, μέ τίς
κουπαστές κατατσακισμένες. Ψηλά λαλαδίζανε τά πανιά καί ξεκολλούσανε άπάν’ άπό
τ’ άλμπουρα, κ’ ένα σωρό άνθρωποι κι άπ’ τά δυό καράβια, άνεβασμένοι στά ξάρτια
καί στις κόφες, πασκίζανε νά τ’ άβαράρουνε καί δερνόντανε άπ’ τό γινάτι
συναμεταξύ τους. Ένα σωρό μικρά καΐκια κειτόντανε πεταμένα όξου, άλλα
ξεκοιλιασμένα, άλλα μέ φευγάτη πλώρη γιά πρύμη. "Ενα μεγάλο μπάρκο, όπως
ήτανε διπλαρωμένο άπ’ τή φουρτούνα άπάνου στό μόλο, μέ κομμένες άγκουρες, είχε
πάρει άπό κάτου δυό-τρία μικρά καΐκια, κ’ ή θάλασσα τό κοπάνιζε άλύπητα άπ’ τήν
άλλη μπάντα. Έδώ κ’ εκεί πλεύανε στραβοξυλιές, βαρέλια, φέσια, ρούχα
λογιώ-λογιώ. Στήν πολιτεία ούλοι οί μιναρέδες είχανε απομεινει με
κουτσουρεμένους τεπεδες.
Μέσα σέ τούτη τή φουρτούνα είχανε μεγάλο χτυποκάρδι
κείνοι οί φουκαράδες πού χοιμαζόντανε γιά νά φύγουνε, μά περσότερο απ’ όλουνούς
ό κακόσουρτος ό Γιώργης.
«Δεν ήτανε λοιπόν θέλημα Θεού νά ξαναγίνει χριστιανός;
Μέ τά μπόδια πού τοΰ ’βαζε, μπάς κ’ ήθελε νά τοϋ δείξει πώς δέν είχε κανένα
όφελος γιά τήν ψυχή του μ’ ένα τέτοιο φευγιό κρυφά άπ’ τούς Τούρκους; Δέν
άρνήστηκε φανερά τόν Χριστό, ώστε νά χρωστά πάλε φανερά νά φωνάξει πώς γυρίζει
στήν πίστη του; Μπρος, δέν έχει άλλο, μόνο νά πάγει, σάν ξημερώσει, στόν πασά
καί νά μολογήσει μπροστά σ’ ούλο τό συμβούλιο καί σ’ ούλο τό τουρκομάνι πώς
είναι χριστιανός!»
Έτσι στριφογύριζε ίσαμε τό πρωΐ. Μά, σάν σηκώθηκε
άπ’ τό γιατάκι του, άλλαξ' άπόφαση.
«Δέν ήτανε, μαθές, τρόπος νά ξαναγίνει χριστιανός
δίχως νά παραδοθεϊ στά σκυλιά, νά πάγει ν’ άσκητέψει μέσα σέ τρύπες, σέ
ντερβένια πού δέν πατά άνθρωπος! Τό λοιπόν, δέν υπάρχει πλιά γι’ αυτόν ζωή
άντάμα μέ τόν Χριστό, παρά μόνο θανάτω-μα γιά τήν πίστη του! "Ωστε τούτο
τό πικρό ποτήρι, πού δείλιαζε νά τό πιει κι ό ίδιος ό Χριστός, έπρεπε νά τό
πιει αυτός γιά τόν Χριστό, αύτός, ένας άπλός άνθρωπος, άγράμματος, πού ’χε
ξεχάσει καί τά ρωμέϊκα άνάμεσα στούς Τούρκους!»
Τό κουράγιο ίου λύγιζε καί δεν ήθελε νά πεθάνει,
μόνο ήθελε νά γίνει χριστιανός, σάν νά μήν είχε συμβεΐ τίποτα στό συναμεταξύ.
Πέρασε καί κείνη ή μέρα.
Τό βράδυ ό αγέρας, πού ’χε λασκάρει γιά λίγη ώρα,
ξαναδυνάμωσε. Σάν σκοτείνιασε, ό Γιώργης βγήκε άπ’ τό σπίτι καί κατέβηκε στό
γιαλό. Μέσα στό λιμάνι κρατούσε ησυχία, γιατί είχανε βολευτεί τά καΐκια. Δέν
ήξερε σέ τί μεριά ήτανε αραγμένο τό καΐκι τού Μπετεφρή, έπειδής μέ τή φουρτούνα
άνεκατωθήκανε. Ωστόσο τό ’βρε στό ίδιο μέρος π’ άραζε πάντα καί χάρηκε, γιατί
μπορούσε νά ’χει πάθει καί ζημιά: Μάλιστα ήτανε μοναχιασμένο καί στίς μπάντες
του ήτανε αραγμένα ένα σωρό μικρά μπατέλα ψαράδικα, ούλα χριστιανικά. Αφού
σιγουράρισε γιά τό καΐκι, γύρισε πίσω στό κάστρο καί περίμενε στά σκοτεινά,
δίχως νά καλύψει μάτι.
Κατά τά μεσάνυχτα ξανακατέβηκε λάου-λάου στό λιμάνι.
Ακόμα οί άλλοι δέν είχανε μπαρκαριστεΐ. Σάν τόν είδε άξαφνα μπροστά του ό
καπετάν-Μπετεφρής, ξεράθηκε, γιατί τόν πήρε γιά Τούρκο. Μά ό Γ ιώργης τού
μίλησε ρωμέϊκα καί τού ξήγησε ποιος ήτανε, κι ό καπετάνιος, πού ’ξερε τήν
υπόθεση, τόν πήρε καί τόν τρύπωσε μέσα στό πλωριό φάλιο. Στό μεταξύ
κουβαλούσανε ένα κι άλλο χρειαζούμενα άπ’ τά σπίτια. Στό τέλος μπαρκαριστήκανε
οί τρεις φαμελιές κ’ ένας παπάς, δίχως νά βγάλουνε άχνα• ώς καί τά μωρά είχανε
βουβαθεΐ άπ’ τό φόβο τους.
Σάν μπήκανε ούλοι στό καΐκι, ό καπετάνιος ρώτηξε:
«Έχουμε κανέναν όξω;»
Κ’ ύστερα παράγγειλε στό μούτσο νά ’βγει νά λύσει,
καί σ’ έναν άλλον νά παρατήσει τήν άγκουρα στή θάλασσα καί νά ίσάρει μονάχα τό
φλόκο. Δέ θέλησε νά ίσάρει τό μεγάλο πανί, γιά νά μήν μπατάρει καί τόν
προδώσει.
Τό σκοτάδι ήτανε κατράμι. Ό Μπετεφρής έ'βαλε πλώρη
άπάνου στό μπάσιμο τοϋ λιμανιού. Περάσανε σέ δυό-τρεΐς όργυιές άπ’ τά τούρκικα
καράβια, μά δεν πήρε κανένας χαμπάρι, γιατί ήτανε ούλοι ψόφιοι άπ’ την κούραση
πού ’χανε τραβήξει τή μέρα. Ό καπετάνιος είχε στον νού του μη μπερδέψει τό
τιμόνι του σέ καμιάν άγκουρα, καί μήν τόν μυριστούνε δυό λάζικα καΐκια πού
φυλάγανε κάτ’ άπ’ τό κάστρο σιμά στο μπάσιμο. Μά κείνα είχανε τραβηχτεί
παραμέσα άπ’ τή φουρτούνα, καί δέν τούς δώσανε καμιάν ένόχληση. Έτσι
ξεμπουκάρανε άπ’ τό λιμάνι. Καί τότες πλιά ίσάρανε μόνο τό μισό πανί, γιατί ή
φουρτούνα τούς άρπαξε μέ μουγκρητά, καί κατηφορίσανε κατά τις Άγνοΰσες,
δοξάζοντας μέ δάκρυα τόν Θεό πού τούς γλύτωσε.
Ούλη τή νύχτα ή λεύκα [15] τσαλαβουτοϋσε σάν πάπια.
Οί θάλασσες μπαίνανε μέσα. Κατά τά χαράματα ό άγέρας τσάκισε. Βγαίνοντας ό
ήλιος, βρισκόντανε μπρος στή Μυτιλήνη, άνοι-χτά άπ’ τόν κάβο τής Άγριλιάς. Μέσα
σέ μιάν ώρα ό καιρός έγινε χαρά Θεού. Ό ούρανός ξάνοιξε κ’ ή θάλασσα άπλωνε
ήμερη σάν λιβάδι, τά βουνά στεκόντανε μέσα στό πέλαγο καθαρά σάν πετραμήθρες.
Ανεβήκανε ούλοι άπ’ τ’ άμπάρι καί λιαζόντανε άπάνου στήν κουβέρτα.
Κατά τό μεσημέρι βάλανε κουπί, γιατί δέν άνέσαινε
από πουθενά. Μονάχα ένα δυνατό καραντί τούς στραπατσάριζε. Είχανε φτάξει
άνοιχτά άπ’ τό Σαρμουσάκι καί ξεχωρίζανε καθαρά τά νταμάρια καί τήν Αλυκή. Τ’
Άϊβαλί δέν ήτανε άλάργα.
"Ωρα σπερνοΰ οί γυναίκες βάλανε λίγα κάρβουνα
σ’ ένα γλαστρί καί θυμιάσανε. Σέ λίγο καλάρισε ένα άγεράκι άπ’ τό πέλαγο καί
μπήκανε μέσα στό μπουγάζι, άνάμεσα στή μεγάλη στεριά καί σ’ ένα νησί πού τό
λένε Γυμνό. "Ως νά καγει ένα τσιμπούκι, ει'χανε κιόλας πιάσει τό μπάσιμο
τοΰ λιμανιού, τό Ταλιάνι, καί μπήκανε μέσα δίχως νά τούς πει κανένας τίποτα.
Ένα σωρό ψαρόβαρκες μπαινοβγαίνανε. Άπ’ τό ζερβό
τους χέρι είδανε τά Μοσκονήσια, πού βγαίνουνε θαλασσινοί καί σφουγγαράδες, κι
άπ’ τά δεξά τους ένα νησάκι ΐσαμ’ ένα πιάτο, ίδιο μέ μιά φούντα καλάμια, τόν
'Άη-Γιάννη τόν Πρόδρομο. Τ’ Άΐβαλί τό ’χανε πλιά μπροστά τους σ’ ένα-δυό μιλιά,
μιά μεγάλη πολιτεία, πόπιανε άπ’ την άκρογιαλιά κι άπλωνε πάνου σέ κάτι μικρά
κίτρινα βουνά, κατά κεΐ πού βγαίνει ό ήλιος.
Άπό τότες περάσανε κάμποσοι μήνες κι ό Γιώργης ζοΰσε
στ’ Άϊβαλί ήσυχα, κοντά σ’ έναν καλόν χριστιανό, γνώριμο τοΰ Βισετζή, πού ’χε
ένα χτήμα όξ’ άπ’ τήν πολιτεία. Ή μοναξιά ολοένα τόν ειρήνευε. Ή πληγή τής
καρδιάς του έκλεινε μέρα μέ τή μέρα.
Μέ τόν καιρό, άρχίνησε νά ξεθαρρεύεται καί κατέβαινε
στήν πολιτεία κάθε τόσο, ν’ άγοράσει τό ’να καί τ’ άλλο, σίδερο γιά τό
ξυλάλετρο, γιά τό χρειαζούμενο ζαχερέ[16] . Ένιωσε πάλε τή νιότη του καί
ξανάπιασε τά παλιά του τά μεράκια. Παράγγειλε στόν πιό καλύτερον άμπατζή [17]
ροΰχα γιά τις καλές μέρες, σταυρωτή μ’ ένα σωρό μαστορικά χάρτζα άπό μεταξωτό
τριχίλι, καί βρακί μέ κόκκινο γιρμισούτι. Οί ταμπακέρες του, τά τακίμια του,
ούλα στόν τόπο τους, ασημένια καί σμαλτωμένα. Τό μουστάκι του περιποιημένο, οί
καρτσοδέτες τους άπό μπρισίμι, τό ζουνάρι του μεταξωτό νταράμπουλουζ.
Ούλοι τόν άγαπούσανε, γιατί ή γνώμη του ήτανε καλή
κ’ ή καρδιά του δέ βρισκότανε σ’ άλλον άνθρωπο. Δέ σήκωνε μάτι νά δει σέ
παραθύρι. Τό περπάτημά του ήτανε ίσιο καί σκεφτικό, τά φερσίματά του γεμάτα
σεμνότη καί φρονιμάδα. Δέν έβγαινε άπ’ τό στόμα του άσκημος λόγος, μά δέν
κουβέντιαζε καί πολύ-πολύ.
Στην πολιτεία δέν είχε άλλη συντροφιά, έξόν μιά γριά
πού τήν άγάπησε σάν μητέρα καί τής ξεμυστερεύτηκε τήν ιστορία του.
Έλα-έλα, ταίριαζε καί ρωτεύτηκε μέ μιά κοπέλα. Κι’
έπειδής τόν συμπάθησε καί κείνη, έβαλε τη γριά νά κάνει τό μεσά-ζον στούς
γονιούς της, γιά νά τή στεφανωθεί, δπως κ’ έγινε. Μά ή γριά, σάν γριά
πολυλογού, είπε στούς γέρους τού κοριτσιού, δίχως νά ’χει κακή βουλή, τό
μυστικό τού Γιώργη, πώς άλλοξοπίστησε τότες που ήτανε ακόμα ανήλικος και πως τώρα
είναι θρήσκος χριστιανός καί κάνει τά χρέη τής θρησκείας, νήστεια καί προσευκή,
σάν κανένας άλλος. Οί γονοί τής νύφης, άκού-γοντας τέτοια, άπορέσανε. Μά σάν
μπαινοβγήκε τό παλληκάρι στό σπίτι, κ’ είδανε τή γνώμη του καί τά συνήθια του,
δώσανε τήν εύκή τους καί πιάσανε νά τοιμάζουνται γιά τή χαρά.
Μά άλλιώς ήτανε γραμμένο. Ή νύφη είχε έναν άδερφό
διαστρεμμένον καί κακούργο, πού άντιφέρνουνταν μέ τό Γιώργη. Μιά μέρα
λογοφέρανε καί, γιά νά πάρει έγδίκηση, ό άναντρος αντρας πήγε δίχως χασομέρι
στον αγα και προόωσε πως ο Γιώργης ήτανε Τούρκος άλλαζόπιστος!
Τότες ό άμοιρος βιάστηκε νά πά νά κρυφτεί καί, μέσα
στό παλιό σπίτι πού κρύφτηκε, έκλαιγε μέρα-νύχτα, παρακαλώντας τόν Θεό νά τού
δώσει δύναμη, γιά νά βγάλει πέρα σάν παλληκάρι αυτόν τόν άγώνα, πού ήτανε θέλημά
του νά τόν τραβήξει.
Έτσι περάσανε πεντ’-έξι μέρες. Καί, σάν πήρε πλιά
τήν ά-πόφαση καί στέριωσε τήν καρδιά του μέ προσευκή, κοιμήθηκε σάν άρνί. Καί
τό πρωΐ σηκώθηκε χαρούμενος, κι άφοΰ νίφτηκε καί μπαρμπερίστηκε, γονάτισε
άπάνου στά παλιά σανίδια κ’ έκανε τόν σταυρό του. "Ενα γύρο ή γειτονιά τόν
είχε πάρει πλιά χαμπάρι, κι οΰλοι τό κρατούσανε μυστικό καί τόν συντηρούσανε
κρυφά κείνες τίς λίγες μέρες. Άφοϋ προσευκήθηκε, έχωσε μέσα στον κόρφο του ένα
φυλαχτό από τίμιο ξύλο, πού τού ’φερε ένας χριστιανός, καί βγήκε όξου στό
δρόμο.
Άπ’ όπου περνούσε, οί γυναίκες χαράζανε τρομασμένες
μιά σταλιά τήν πόρτα, γιά νά τόν δούνε πού πάγαινε νά παραδοθεϊ, κ’ ύστερα
άμπαρώνανε γλήγορα καί πέφτανε σέ προ-σευκή μαζί μέ τά παιδιά τους,
παρακαλώντας νά τού δώσει δύναμη ό Θεός. Έτσι κατηφόρεσε ίσαμε τά Μοραΐτικα.
Καί, περνώντας απ’ τό παζάρι, ό κόσμος στεκότανε καί τόν κοίταζε, κ’ οί
μαγαζιατόροι βγαίνανε στις πόρτες γιά νά τόν δούνε, κι άπ’ τούς καφενέδες
πεταγόντανε οί χασομέρηδες, κ’ οί γνωστοί κ’ οί φίλοι του μέ θλίψη τόν
καλημερίζανε καί τόν ρωτούσανε. Μέ δυό λόγια, σηκώθηκε άπό παντού ένα μεγάλο
σούσουρο: «Ό Γιώργης πάγει νά παραδοθεΐ!» — έπειδής οί Τούρκοι είχανε φυλακώσει
κάμποσους χριστιανούς, γιά νά μαρτυρήσουνε πού είχε χωθεί καί δέν τόν βρίσκανε.
Τράβηξε όλόϊσα στό Κονάκι καί παρουσιάστηκε μπροστά
στόν αγά, λέγοντάς του ποιος ήτανε. Ό Τούρκος τότες τού λέγει μέ γλυκόν τρόπο:
«Ξέρω πώς είσαι Τούρκος καί πώς λέγεσαι Άχμέτης, κι
όχι Γιώργης. Τό λοιπόν έλα στά σωστά σου καί μή γίνεσαι ρεζίλι στόν κόσμο, καί
δίνεις αιτία νά σηκωθούνε ρεμπελιά κι άκαταστασίες!»
Μά ό Γιώργης δέν πλανεύτηκε σάν καί τότες πού δέν
έφτανε τό μυαλό του, καί λέγει τού άγά:
«Έγώ Γιώργης γεννήθηκα καί Γιώργης θέ ν’ άποθάνω!»
Μόνο τούτα τά λόγια είπε καί σώπασε, κοιτώντας τόν
άγά κατάματα. Κι ό άγάς συγκρυάστηκε, γιατί πρώτη φορά τόν κοίταξε μέ τέτοιο
μάτι ένας ραγιάς. Μά πάλε έκανε πομονή καί καμώθηκε πώς δέ θύμωσε, καί τού
ξαναλέγει:
«Δέ λυπάσαι, μωρέ Άχμέτη, τά νιάτα σου; Δέ βάζεις μέ
το νοΰ σου πώς τό μαχαίρι κ’ ή θελιά είναι στό λαιμό σου; Έσύ φαίνεσαι άνθρωπος
σκεφτικός, καί πώς κάνεις τέτοιες ζεβζεκιές, πού νά κρέμεχαι άπό μιά τρίχα ή
ζωή σου; Πέ μου πώς είσαι Τούρκος καί πάνε νά προσκυνήσεις στό τζαμί, γιά νά
συχωρεθεΐς καί νά ζήσεις δίχως νά σέ πειράξει κανένας!»
Κι ό Γιώργης τού άπάνχησε σά νά ’ξερε πολλά
γράμματα:
«Ό άνθρωπος γεννιέχαι δίχως μυαλό καί δίχως κρίση,
καί χόχες κι ό Θεός δέν λογαριάζει χά κρίμαχά χου. Μά σάν παλληκαρέψει, ό νους
χου φχάνει νά ξεχωρίσει τό καλό καί τό κακό, καί τά σφάλματά χου δέν περνάνε
άγραφα. Έχσι καί γώ, τοτες που ήμουνα μωρό, επεσα σχή μεγαλυχερη αμαρτια, γιατι
μέ φοβερίξανε καί μ’ άλλαξοπισχτήσανε οί δικοί σας μά χώρα είμαι άντρας μ’ αϊστημα, κ’ ή δύναμη
τού κορμιού δίνει νοΰ στό κεφάλι κι άφοβιά στήν καρδιά. Γιά τοΰτο μή χάνεις χά
λόγια σου άδικα, μόνο κάνε σύντομα τό ό,χι δέν είναι δικό σου θέλημα, παρά τού
Θεού!»
Πάλε ό άγάς καμώθηκε πώς δέν τόν συνερίσχτηκε καί
ξανάπιασε τίς γαλιφιές, τάζοντάς χου νά χόν κάνει μπέη καί νά χόν πανδρέψει μέ
μιάν όμορφη χανούμισσα. Μά ό Γιώργης χού ξανάπε νέτα-σκέτα πώς ή άπόφασή χου
ήχανε νά πεθάνει καί πώς ή θρησκεία χους είναι γιά φτύσιμο!
Άκούγοντάς τον νά μιλά έσι, ό Τούρκος γάβγιξε σάν
σκύλος καί πρόσχαξε χούς ζαπχιέδες νά χόν πισθαγκωνίσουνε καί νά βγάλουνε άπ’
τό βρακί τή φύση του, γιά νά δει ούλο τό μιτζιλίσι [18] πώς ήχανε σουνετεμένος. Τόχες ό Γιώργης
βλέποντας τί ρεζιλίκι θά πάθαινε, άγρίγεψε.
Τό μάτι χου γίνηκε σάν βόλι καί χόσο ξάναψε ή όψη
χου μονομιάς, πού οί γενιτσάροι κοντοσχαθήκανε. Μά χήν ίδια σχιγμή ξαναμέρεψε,
κ’ οί Τουρκαλάδες τόν δέσανε πιστάγκωνα καί κατεβάσανε τό βρακί χου. Ό
καλότυχος έγειρε χό κεφάλι χου καί στάθηκε σάν Χρισχός γυμνός άπ’ τή μέση καί
κάτου. Μόνο δυό δάκρυα σιγοκομπιάσανε άπάνου στά θειαφένια μάγουλά του. Καί,
σάν τόν βρακώσανε ξανά, γυρίζει καί τοΰ λέγει πάλε ό αγάς:
«'Ύστερ’ άπό τοΰτο τό μερεμέτι, αν είσαι άντρας, θά
φυλαχτείς μήν πάθεις χειρότερο ρεζιλίκι μπρος σέ Τούρκους καί σέ χριστιανούς.
Άν δέν έρτεις στά μυαλά σου καί δέ γυρίσεις στήν πίστη μας, έχω κατά νού νά σέ
μπομπέψω καταμεσίς στό παζάρι, κ’ ύστερα νά σέ χαλάσω μέ τόν πιό σκληρό
θάνατο!»
Τότες πλιά ό Γιώργης ξάναψε καί τ’ άποκρίθηκε:
«Ψωριασμένε σκύλε, είπα καί τό ξαναλέγω πώς δέν ήρτα
γιά νά κάνω ριτζά σάν άδικημένη χήρα, μηδέ τεμενά σάν σκλάβος!
Ήρτα νά
θανατωθώ, γιά νά ξεπλύνω μέ τό αίμα μου τό κρίμα μου! Κ’ εσύ πολεμάς νά μέ
μεταστρέφεις μέ λόγια πού λένε στά μωρά, νά γίνω άπιστος άπό χριστιανός καί
Τούρκος άπό Γραικός! Ποιος είναι κείνος πού θάν έβγαζε τά μεταξωτά σαλβάρια γιά
νά φορέσει ψειριασμένον έλιφιέ; Ποιος άνθρωπος σκεφτικός θάν άλλαζε ένα άτι
σελωμένο μ’ ένα μαδημένο γαϊδούρι; Ποιό άηδόνι θάν έστρεγε νά ζήσει, σάν τού
παίρνανε τή λαλιά του καί τού δίνανε στόν τόπο της τό κράξιμο τοΰ κοράκου; Έσύ
θαρρείς πώς θά δειλιάσω καί θά προσκυνήσω τόν ντουρά, μά γιά μένα τούτη ή μέρα
είναι σάν τό δέντρο πού βρίσκει ό λαχανιασμένος στρατοκόπος, γιατί ούλη ή ζωή
μου στάθηκε ένα βάρσανο, καί θέλω νά ξεκουραστώ! Τό κορμί μου μπορείς νά τό
τυραγνήσεις, μά ή ψυχή μου στέκεται σάν βαλανιδιά, κ’ έσύ μοιάζεις τό μερμήγκι
πού δαγκάνει τή ρίζα της καί θαρρεί πώς θά τή ρίξει κάτου! Ψοφίμια! Ή
χριστιανοσύνη δέν ξεκληρίζεται μηδέ μέ τό σπαθί, μηδέ μέ τήν κρεμάλα, μηδέ μέ
τίποτα, γιατί είναι ή γωνιακή πέτρα τοΰ κόσμου!»
Ακόμα δέν είχε τελειώσει τοΰτα τά λόγια καί τόν
άρπάξανε οί ζαπτιέδες καί τόν τραβολογούσανε δέρνοντάς τον. Καί κείνος γύριζε
τό κεφάλι καί τά φώναζε τ’ άγά, ως πού τόν βγάλανε άπ’ τό Κονάκι. Ό κόσμος άκλουθοΰσε
καταπόδι. Σά φτάξανε στή φυλακή, δέν τόν βάλανε μέσα, μόνο τόν ξεγυμνώσανε
πρώτα καί τόν ξαπλώσανε στό χώμα μπροΰμυτον, κ’ υστέρα ένας άράπης τόν έδειρε
αλύπητα μ’ ένα βούνευρο. Καί σάν τόν ξεθεώσανε κ’ είδανε πώς δε σπάραζε, τόν
άρπάξανε καί τόν ρίξανε μέσα στό μπουντρούμι.
Δεκαεφτά μέρες τόν τυραγνούσανε καί τόν μπομπεύανε,
άπ’ τις 8 τοϋ Νοέβρη ως τις 26. Κάθε μέρα μέσα στό παζάρι τρέχανε άξαφνα οί
χριστιανοί κατά τή φυλακή, λέγοντας ό ένας στόν άλλο: «Πάλε τόν Γιώργη
δέρνουνε!» Μά μ’ ούλα τά βασανιστήρια κείνος δέν άλλαζε γνώμη καί δέν έβγανε
πλιά γρΰ άπ’ τό στόμα του, μηδέ ρωμέΐκο, μηδέ τούρκικο.
Ό άγάς, σάν είδε κι άπόειδε πώς δέν έκανε τίποτα μέ
τίς φοβέρες, καί πώς μόνο ρεζιλευότανε ή άρχή άπό ’ναν ραγιά, έβγαλε άπόφαση νά
τοϋ κόψουν τό κεφάλι.
Ουλή ή πολιτεία έπεσε σέ μεγάλη θλίψη. Κείνες τίς
μέρες δέν άκούστηκε μηδέ τραγούδι, μηδέ λαλούμενο. Οί χριστιανοί είχανε
παρατημένα τά γένια τους, καί πολλοί βάλανε μαΰρα πουκάμισα.
Ό Γιώργης μήνυσε στούς δικούς του νά μήν τόν
άφήσουνε νά πεθάνει άμετάλαβος. Τότες ένας παπάς καμώθηκε πώς πιάστηκε τάχα σέ
καβγά μ’ έναν χριστιανό καί τούς φυλακώσανε, κ’ έτσι έσμιξε μέ τόν Γιώργη, τόν
ξαγόρεψε καί τόν μετάλαβε. Στίς 25 τοϋ μηνός ό Γιώργης δέν κοιμήθηκε ούλη τή
νύχτα, μόνο προσευχότανε γονατισμένος μέσα στό κελλί του, μέ τήν μπάλα στά
ποδάρια.
Κείνον τό χρόνο έπεσε βαροχειμωνιά. Όξω στά χωράφια
φυσούσε ένα άγριοβόρι σά μολύβι. Τά νερά ήτανε παγωμένα, κ’ ένα τάντανο, πού οί
γέροι δέ θυμόντανε άλλο όμοιο, είχε κάψει τά λιόδεντρα. Τό υποστατικό πού
δούλευε ό Γιώργης είχε ρημάξει. Ό άγέρας άνεμάλλιαζε τά δέντρα, βούιζε άνάμεσα
στά κλαδιά, κ’ έκεΐ όλοτρόγυρα γύριζε τό σκυλί τοΰ Γιώργη, πού τό ’λεγε Άχμέτη,
ούρλιάζοντας μέρα καί νύχτα μέ κολλημένα παγίδια.
Ξημέρωσε κ’ ή τελευταία μέρα του. Θά τόν σφάζανε
κείνο τό βράδυ τά μεσάνυχτα. Κατά τό μεσημέρι οί ζαπτιέδες τοΰ Κονακιοϋ
κουβαλήσανε μιά μεγάλη πλάκα σαρμουσακόπετρα στή μέση τοΰ παζαριού, στό μέρος
πού θά τόν θανατώνανε. Οί χριστιανοί στεκόντανε χλωμιασμένοι γύρου-τριγύρου,
καί στά σοκάκια χαιρετιόντανε μονάχα μέ τό κούνημα τοΰ κεφαλιοΰ. Κατά τό
σούρουπο οί στρατιώτες στήσανε τόν σοφά γιά τόν άγά καί γιά τό συμβούλιο.
Σάν σκοτείνιασε, ό κόσμος άρχίνησε νά κατεβαίνει στό
παζάρι άπ’ ουλές τίς μεριές. Κείνοι πού δέ βαστοΰσ’ ή καρδιά τους νά δούνε τή
σφαγή, παγαίνανε στις έκκλησές καί κάνανε άγρυπνίες.
Οί Τοΰρκοι φοβούντανε κανένα ρεμπελιό άπό μέρος των
χριστιανών, καί γι’ αυτό άραδιάσανε γύρω άπ’ τή φυλακή καμιά πενηνταριά
μπασιμποζούκηδες. Στό παζάρι φυλάγανε άλλα εκατό ζεϊμπέκια άρματωμένα ίσαμε τά
δόντια καί μέ λουμπούτια [19] στά χέρια,
γιά νά βαστούνε μακριά τόν κόσμο. Στήν καζάρμα, [20] στά Ταμπακαριά, λέγανε πώς
είχανε κατεβάσει άπ’ τήν Πέργαμο ολάκερο ταμπούρι γιά κάθε ένδεχούμενο.
"Ως τίς τέσσερες ώρες τής νύχτας δέν είχε
άπομείνει άντρας σέ σπίτι, εξόν οί άρρώστοι. Μιάν άναμπαμπούλα κ’ ένα πατιρντί
έβγαινε άπ’ τό πλήθος, πού ζουλιόντανε σάν γίδια, πασκίζοντας νά ζυγώσουνε στό
μέρος τής σφαγής.
Κάμποσοι πάλε φουκαράδες χώνανε άνάμεσα στούς άλλους
γιά νά ζεσταθούνε. Κι άπ’ ούλα τά στόματα έβγαινε ένα μούρμουρο λυπητερό:
«Κύριε, έλέησον!» Οί φίλοι τοΰ Γιώργη δέν είχανε βάλει τίποτα στό στόμα τους απ’ τό πουρνό, καί
πιάσανε από νωρίς τά πόστα γύρω στήν πλάκα, γιά νά τοΰ δώσουνε καρδιά, αν
τύχαινε νά λιγοψυχήσει.
Τέλος έφταξ’ ό άγάς με τή δωδεκάδα καί καθίσανε στίς
θέσες τους. Πεντ’-έξι σκλάβοι βαστούσανε άπό ’να μεγάλο φανάρι κι ό τόπος
έφεγγε σάν μέρα, μ’ όλο πού τ’ άναβόσβηνε ό βοριάς. Ό άγάς, άφοϋ διπλοπόδισε,
έστριψε καί κοίταξε άγρια τόν κόσμο κ’ είπε σιγανά, χτενίζοντας μέ τά δάχτυλα
τά γένια του: «Όλέν, μπού γκιαουρλάρ νέ ίστερλέρ;» «Μωρέ, τούτοι οί γκιαούρηδες
τί θέλουνε;»
Κοντά στήν πλάκα στεκότανε ό μπόγιας, μ’ άκόμα
δυό-τρία ζεϊμπέκια, γιά νά τού κάνουνε γιαρντίμι, [21] ούλοι τους άγριαθρώποι
πού δέ γέννησε ή φύση. Ό μπόγιας ήτανε ένας Άτσίγγανος Χασάν λεγόμενος, απ’ τά
μέρη τής Προύσας. Ή δουλειά του ήτανε γύφτος, μά έπειδής δούλευε καί στό
σαλαχανά [22] τις μέρες πού ’χανε πολλά βόδια γιά σφάξιμο, ήτανε πρώτος
μάστορας στό μαχαίρι. Τό κορμί του τό ’χε φασκιωμένο μέσα σ’ ένα κόκκινο
ζουνάρι, πόπιανε άπ’ τά βυζιά του κ’ έφτανε ίσαμε τή φύση του, κι άπό πάνου
ήτανε ζωσμένος μέ πλατιά λουριά ένα σαλαχλίκι παραγιομισμένο μ’ ένα σωρό
μαχαίρια καί πιστόλες καί μασάτια [23]
καί τσιμπούκια, πού φτάνανε γιά ν’ άρματωθοΰνε γερά τρεις καί τέσσερες νομάτοι.
Τά μεριά του τά σκέπαζε ένα σουρωτό βρακί ίσαμε μιά πιθαμή, δεμένο άπά-νου στά
γοφά του, π’ άφηνε γυμνά τά μαυραγανιασμένα του τά γόνατα. Τά ποδάρια του ήτανε
μελανά καί κοκκαλιάρικα, μέ ροζασμένα γόνατα σάν τής καμήλας. Άπάνου φορούσε
ένα τσιπκένι πλουμισμένο, στενό σάν τό βρακί, πού κατέβαινε λίγο πιό κάτου άπ’
τήν άμασκάλη. Ούλο τό σουλούπι του ήτανε ϊδιος δαίμονας, μά πιότερο τό
μαυροπράσινο χό μοϋτρο του, ποδειχνε πως ήτανε απ αραπη κι απ άσπρη μαννα,
κόσκινό απ’ την άνεμοβλογιά. Ανάμεσα στά δόντια του δάγκανε ένα γυμνό χαντζάρι
παραπόνου από μισή όργυιά. Τό κεφάλι του ητανε γυαλιστερό, ξουρισμένο ώς τό
πετσί, έχοντας άφησμένη μονάχα μιά φούντα μαλλιά άπάνου στην κορφή, τόν
λεγόμενο τσαμπά, όπως συνηθίζουνε οί ζεϊμπέκηδες. Οί άλλοι σύντροφοι του είχανε
καί κείνοι τό ϊδιο σκέδιο, μόνο πού δέν ητανε ξεσκούφωτοι, μά φοράγανε στό
κεφάλι κάτι μπασλίκια ψηλά τρεις πιθαμές κ’ οί μαρχαμάδες [24] πέφτανε άπάνου στά μαύρα μούτρα τους καί τά
κάνανε πιό άγρια.
Τό χτυποκάρδι πλήθαινε όσο σίμωνε ή ώρα, ώς πού
σηκώθηκε ένα σούσουρο μέσα στόν κόσμο κατά τή μεριά τής φυλακής: «Τόν φέρνουνε!
Τόν φέρνουνε!»
Τρεις αρματωμένοι τόν είχανε περιζωσμένον, μά δέν
είχανε όλότελα χέρι άπάνω του. Κείνος περπατούσε μέ τά χέρια μπαγλαρωμένα
πιστάγκωνα, μέ τά στήθια μπρος, τό κεφάλι ριχμένο κατά πίσω. Τά ρούχα του ητανε
άσπρα καί κατακάθαρα, γιατί τού τά ’χανε στείλει στή φυλακή οί χριστιανοί, νά
’ναι συγυρισμένος. Φορούσε μόνο τό πουκάμισό του καί τό σώβρακο, δίχως ζουνάρι,
ξυπόλητος καί ξεσκούφωτος. Τά μάτια του γελαζούμενα,τό μαύρο μουστάκι του
στριμμένο άλαφρά-λαφρά, τά γένια του μπαρμπερισμένα. Τό πρόσωπό του είχε μιά
τέτοια ήμερότη, πόλεγες πώς έβλεπε κιόλας τόν Θεό. Τό πουκάμισό του ητανε
κουμπωμένο σεμνά στό λαιμό του, κ’ ή φλέβα τού λαιμού φούσκωνε, όπως ητανε
τραβηγμένες οί πλάτες του κατά πίσω άπ’ τό δέσιμο. Μπροστά του πάγαινε ένα
φανάρι.
Σάν έφταξε στή μέση, τόν σταματήσανε μπροστά στόν
κριτή. Κι ό αγάς θέλησε νά τού πει κατιτίς, μά δέν πρόφταξε, γιατί ό Γ ιώργης,
δίχως νά στήσει αυτί στό τί θά τού ’λεγε ό κόπρος,γιά καλό, γιά κακό, πήγε καί
γονάτισε άπάνου στην πλάκα κ’ έσκυψε τό κεφάλι του. Ό άγάς άπόμεινε μέ
βουλωμένο στόμα, κι ουλοι οί Τούρκοι σταθήκανε ντροπιασμένοι. Μέσα στόν κόσμο
σηκώθηκε ένα μούρμουρο άπ’ τούς χριστιανούς, πού καταχαρήκανε γιά τήν άντρεία
του καί δοξάζανε τόν Θεό. Μάλιστα ένας από τούς φίλους του, πού παραστέκανε
κοντά στην πλάκα, δέ βάσταξε καίτοΰ φώναξε δυνατά: «Άφεριμ,Γιώργη!» Μά τότες
κάποιος Τούρκος στρατιώτης χύθηκε καί τού κατέβασε μία καμουτσιά κατάμουτρα καί
τόν πήρανε τά αϊματα.
Σέ τούτο τό μεταξύ ό μπόγιας σίμωσε τόν Γιώργη όπως
ήτανε γονατισμένος καί τόν έβαλε μέσα στά σκέλια του, κ’ ένας άλλος ζεϊμπέκης
έφεγγε μέ τό φανάρι άπάνου άπ’ τό κεφάλι πού θέλανε νά κόψουνε. Κ’ έκεΐ πολύ ό
μπόγιας άκόνιζε μέ τό μασάτι τή μαχαίρα του κάμποση ώρα χράτς-χρούτς ξεπίτηδες
γιά νά τόν φοβερίξει, σηκώθηκε ό μουφτής πού καθότανε δίπλα στόν αγά καί,
ζυγώνοντας τό μελλοθάνατο, τόν ρώτηξε αν μετάνοιωνε, γιά νά τού χαριστεί ή ζωή.
Αλλά εκείνος κούνησε μέ φούρια τό κεφάλι του πώς όχι.
Τότες ό Χασάνης ξέσκισε βλαστημώντας τό πουκάμισο
τού Γιώργη ένα γύρω στό λαιμό του κ’ έχωσε τά δάχτυλα μέσα στά μαλλιά του, λές
κ’ ήθελε νά τόν χαδέψει, καί μέ τ’ άλλο χέρι χάραξε γλήγορα-γλήγορα τό λαιμό μ’
ένα μικρό μαχαίρι. Τόσο σβέλτα κι άξαφνα τό ’κανε, π’ όσοι βλέπανε ένα γύρο ξαφνιαστήκανε
σάν είδανε τ’ άλικο αίμα πόσταξε άπάνου στήν πλάκα.
Τό κορμί τίναξε, μά τό στόμα μουρμούριζε άκόμα:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου τό πνεύμα μου!» — έπειδής τό μαχαίρι δέν είχε κόψει
τό λαρύγγι.
Ωστόσο, ίσαμε νά παίξει τό μάτι, ό Τούρκος πήρε τό
μεγάλο τό χαντζάρι καί τό τράβηξε μιά καί δυό μέ μαστοριά, σάν τό δοξάρι πού
τραβά ό βιολιτζής άπάνου στις κόρδες. "Ενα μουγκρητό βγήκε άπ’ τή φριχτή
πληγή. Τό αιμα γιουργιάρισε άπάνω στά στήθια του καί στά βρακιά του, τέτοιος
ντούναβρος, πούσανέ τά μάτια. Τό κορμί έγειρε μονοκόμματο, νά πέσει μπρούμυτο
άπάνου στήν πλάκα. Μά ό σκύλος τό σήκωσε άπ’ τά μαλλιά κι άλλοι δυό τρέξανε κι
άδράχνοντάς το από τούς νώμους τό βαστάξανε στυλωμένο. Οί χοχλιοί τ’ 'Άγιου
άναποδογυριστήκανε μέσα στις ματότρυπες καί τό μαυράδι κρύφτηκε όλότελα. Τά
νεύρα παίζανε άπάνου στά μάγουλα, τό στόμα άνοιγόκλεινε κ’ έβγαζε ματωμένον
άφρό. Καί κείνος ό δαίμονας τόν έσφιγγε άνάμεσα στά ποδάρια του μεθυσμένος άπ’
τό αίμα κ’ έπαιζε μέ τέχνη τρομερή τό μαχαίρι σά νά κλάδευε κανένα δέντρο.
Μά τό μαχαίρι ήτανε στομωμένο ξεπίτηδες γιά νά τόν
τυραγνήσει, καί δέν έκοβε, μόνο πριγιόνιζε τό λαιμό. Κ’ έβλεπες νά πέφτουνε
μαζί μέ τό αίμα κομμάτια κρέατα, πού πηδούσανε άκόμα άπάνου στήν πλάκα, καί τό
κορμί τίναζε άνάμεσα στά χέρια καί στά ποδάρια πού τό σφίγγανε σά νά ’θελε νά
φύγει. Τέλος ό τζελάτης[25] άκούμπησε
στήν πλάτη τού κουρμπανιού [26] τό ’να γόνατο καί, βάζοντας τά δυνατά του, τού
’χωσε τό μαχαίρι όσο μπόρεσε πιό βαθιά. Ό σφαμένος τέντωσε μονομιάς σάν άλογο
πού σηκώνεται στά πισινά του, σηκώθηκε στά ποδάρια του όλόρτος, κ’ ύστερα
ρίχτηκε μπρος μέ τέτοιαν ορμή, πού τούς κωλόσυρε καί τούς τρεις μαζί του. Ό
μπόγιας έπεσε λαχανιασμένος άπό πάνω του δίχως νά παρατήσει τό μαχαίρι, έπειδής
είχε σφηνώσει τόσο γερά μέσα στό κόκκαλο, πού μάταια πάσκιζε νά τό βγάλει, καί
πέρασε κάμποσο ως νά μπορέσει νά τό τραβήξει χτυπώντας το μέ μιά πέτρα.
Ποιά καρδιά μπορεί νά βαστάξει σ’ έναν τέτοιον
άγώνα; Τίνος μάτια δέ θά σφαλούσανε γιά νά μή βλέπουνε πλιά; Καί κείνη ή άψυχη
πέτρα λές κι άνετρίχιαζε άπό τ’ άγριο πάλεμα πού γινότανε άπάνου της Ό κόσμος
μέ μπαμπάκια στά χέρια χύμιζε ολοένα κατά τήν πλάκα, νά πάρει αίμα γιά φυλαχτό,
μά οί Τούρκοι τόν κωλώνανε πίσω.
Ωρες ολάκερες τόν τυράγνησε ως νά τόν τελειώσει.
Καί, σάν πάνιασε πλιά τό κορμί κ’ ή ψυχή είχε πάγει στόν ουρανό, ό μπόγιας τό
παράτησε γιά μιά στιγμή, νά σφουγγίζει τά χέρια του, κ’ υστέρα χώρισε τό κεφάλι
άπ’ τό κορμί βαρώντας άπ’ τό σβέρκο. Τέλος σηκώθηκε άπάνου βαστώντας το άψηλά,
κι άφοΰ πρώτα τό ’δειξε στόν άγά, τό τριγύρισε ύστερα νά τό δούνε κ’ οί χριστιανοί.
Τότες ούλος εκείνος ό κόσμος χύθηκε σάν παλαβός
άπάνου στό ζεστό κορμί. Κι άλλος σφούγγιζε τό αίμα, άλλος άνεσπαζότανε τ’ άγιο
λείψανο γιά τήν πλάκα, άλλος ξέσκιζε ένα κομμάτι άπ’ τό ρούχο του, άλλος δόξαζε
τόν Θεό. Μάταια τά Τουρκιά τούς χτυπούσανε μέ τά ραβδιά καί τούς κλωτσούσανε. Ό
άγάς πρόσταζε νά τούς βαρέσουνε στά καλά, κ’ οί Τούρκοι βάλανε τίς φωνές καί
πέσανε μέ γυμνά σπαθιά άπάνου στούς χριστιανούς. Οί κακόμοιροι οί χριστιανοί
σκορπίσανε, φωνάζοντας: «Κύριε, έλέησον! Κύριε, έλέησον!» — κι άλλος έχασε τό
φανάρι του, άλλος τό ραβδί του, άλλος τά παπούτσια του, άλλος τό καλπάκι του.
Στό μεταξύ ό μπόγιας έκοψε τό σκοινί πού ήτανε
δεμένα τά χέρια τ’ 'Άγιου-Γιώργη, κ’ ένας άλλος Τούρκος φορτώθηκε τό κορμί γιά
νά τό πάγει μέσα στό Κονάκι. Μέ τό πάλεμα καί μέ τό τίναμα πού τράβηξε τ’
άγιασμένο λείψανο, λύθηκε ή βρακοζώνα του, κι όπως τό σήκωνε στήν πλάτη του ό
Τούρκος, έπεσε τό βρακί καί κατέβηκε στά μεριά του. Τότες εκείνο τό κορμί δίχως
κεφάλι λένε πώς άδραξε μέ τά χέρια του τό βρακί του κ’ έδεσε έναν κόμπο στή
βρακοθελιά γιά νά μή φανεί ή γυμνότη του!
Έτσι μαρτύρησε γιά τήν πίστη ό 'Άγιος Γιώργης ό
Χιοπολίτης, τελευταίος στρατιώτης τοϋ Χριστού, γιατί αυτός έκλεισε τό ματωμένο
βιβλίο πού πρωτάνοιξε ό πρωτομάρτυρας Στέφανος.
Σάν αύριο, οί χριστιανοί γυρέψανε τό κορμί νά τό
θάψουνε. Μά οί Τούρκοι δέν τό δώσανε, μόνο τό πετάξανε μέσα σέ μιά ρεματιά όξ’
άπ’ τήν πολιτεία, νά τόν φάν οί σκύλοι, Μ’ όλα ταΰτα δυό-τρεϊς Άϊβαλιώτες τό
σηκώσανε κρυφά τη νύχτα καί, βάζοντάς το μέσα σ’ ένα πέραμα, πήγανε καί τό
θάψανε άπάνου σ’ ένα μικρό ρημονήσι, Νησοπούλα λεγόμενο, σ’ έναν κόρφο κοντά
στού Δαιμόνου τήν Τράπεζα, ως τέσσερα μιλιά μακριά άπ’ τ’ Άϊβαλί.
Μέ χρόνια στρέξανε οί Τούρκοι, κ’ οί χριστιανοί
κάνανε ανακομιδή τ’ άγιο λείψανο, κι αφού τ’ ασημώσανε μαζί μέ τήν άγια κάρα,
τό θέσανε μέσα στή μεγάλη έκκλησιά, πού χτίσανε στ’ όνομα τ’ 'Άγιου Γιώργη τού
Νεομάρτυρα.
Ή αρραβωνιαστικιά του έζησε καί γέρασε. Λένε πώς τόν
έβλεπε κάθε λίγο στόν ύπνο της καί τήν ξόρκιζε νά μήν παντρευτεί μ’ άλλον, μόνο
νά φυλάξει τό δαχτυλίδι του. Καί πώς κάθε βράδυ έβαζε κι από ’να φλουρί άπάνου
στό τζάκι γιά συντήρησή της, μήν τύχει καί τή στενέψει ή φτώχεια νά κάνει
τέτοιο πράμα. Καί πώς άπ’ τή μέρα πού δέ στάθηκε πιστή, μόνο άρραβωνιάστηκε,
κόπηκε καί τό φλουρί πόβρισκε θεμένο κάθε πουρνό.Κάτι ντόπιοι ζουγράφοι
στορήσανε καί τό κόνισμά του.
Τόν πρωτοζουγράφισε ένας πραχτικός, Ντάντινας
λεγόμενος, άνθρωπος ταπεινός καί θεοφοβούμενος, πόλαχε νά ’ναι παρών τή νύχτα
πού τόν σφάξανε. Στό κόνισμα τόν παράστησε παλληκάρι ως είκοσιπέντε χρονώ,
λιγομούστακο καί παραπονεμένο, μαυρομάλλη, λιγνόκορμο, φορεμένον όπως στά
ζωντανά του, πουκάμισο καί σώβρακο άσπρα σά χιόνι, μ’ ένα γερανί ζουνάρι, δυό
δάχτυλα στενό. Στό ζερβί του χέρι βαστοϋσε την κομμένη κεφαλή του, καί τό δεξί
τό ’χε άπλωμένο κι άνοι-χτοπάλαμο, σκήμα πώς παραδίνει τή νιότη του κουρμπάνι
γιά τήν πίστη μας.Τά γυμνά ποδάρια του πατούσανε σ’ ένα βουνό
σπανοχορταριασμένο, καί παραπίσου θαμπόφεγγε ένας κόρφος θάλασσα κ’ ή πολιτεία.
Στό κάτου μέρος χώρισε τέσσερα χωρίσματα κ’ ιστόρησε μέσα στό κάθε ένα τά
μαρτύριά του: α') πού τόν κρίνει ό άγάς, β') πού μεταλαβαίνει στή φυλακή, γ')
πού τόν σφάζουνε, δ') πού πάνε μέ τό πέραμα νά θάψουνε τό λείψανό του στή
Νησοπούλα.
Στά στερνά χρόνια τόν ιστόρησε σέ μεγάλο σκήμα ένας
ξακουσμένος τεχνίτης, ό Γιώργης Αγραφιώτης, σπουδασμένος στήν Ιταλία. Αυτός τόν
παράστησε ντυμένον μ’ άρχαΐα ρούχα σάν τούς άγιους τού παλιού καιρού καί, μ’ όλο
πόβαλε άπάνου οΰλη τήν τέχνη του, τό χειροτέχνημά του δέν είχε τήν κατάνυξη καί
τό αϊστημα πού ’χε κείνο τό παλιό, τό κανωμένο άπό τ’ άμαθο χέρι τού Ντάντινα.
"Ενας άλλος Άϊβαλιώτης, ένας παπάς πολύ γέρος
καί σοφός άνθρωπος, Κατσαρέλι λεγόμενος, έγραψε τήν άκολουθία του στ’ άρχαΐα,
καί στό τέλος-τέλος ταίριαξε καί τούτο τ' όμορφο άπολυτίκι:
«Πληθύς Κυδωνιέων, έν ώδαϊς ευφημήσωμεν ημών τόν
πολιούχον καί τής Χίον τό βλάστημα, τής πίστεως πρόμαχον θερμόν, Γεώργιον
οπλίτην τόν στερούν, έπλάκη γάρ γενναίως τώ δυσμενεί και τούτω κατηκόντισεν
όθεν εν ουρανοίς στεφηφορών μάρτυσι σνναγάλλεται καί ήμίν εξευμενίζεται τόν
μόνον φιλάνθρωπον».
Παραπομπές
[1] Τοπούζι:
μπάλα.
[2] Άλάμ-ταρλάμ:
φύρδην-μίγδην.
[3] Βερέμικο:
άρρωστιάρικο
[4] Τάβλα:
στάβλος, άχούρι.
[5] Κάνω ριτζά: παρακαλώ.
[6] Άμέτ-μουχαμέτ:
μέ κάθε τρόπο.
[7] Τεπτίλι= μ’ άλλα ρούχα.
[8] Τόν σουνετέψανε = τοΰ κάνανε περιτομή.
[9] Βαλμαριά
= κοπάδια
[10] Ζαναάτι
= επάγγελμα.
[11] Κερεστές
= ξυλεία.
[12] Μεζαρλίκι
= τούρκικο νεκροτραφεΐο.
[13] Τσακάς = σουγιάς.
[14] Φακίρ-φουκαρά = ή φτωχολογιά
[15] Λεύκα = σκαρί χιώτικο.
[16] Ζαχερές
= θροφές.
[17] ’Αμπατζής
= ράφτης γιά βρακιά.
[18] Μιτζιλίσι = συμβούλιο
[19] Λουμπούτι
= ραβδί.
[20] Καζάρμα
= στρατώνας
[21] Γιαρντίμι
= βοήθεια.
[22] Σαλαχανάς
= σφαγείο.
[23] Μασάτι
= άτσάλι π’ άκονίζουνε τά μαχαίρια
[24] Μαρχαμάδες = φούντες.
[25] Τζελάτης
= μπόγιας
[26] Κουρμπάνι
= τ’ άρνί που σφάζουνε στό Μπαϊράμι.
Από το Βιβλιο του Φώτη Κόντογλου
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ,σκανάρισμα ,μορφοποίηση
κειμένου έγινε από τον Ν.Β